γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Όταν το 1917 ο Μπουνιουέλ βρέθηκε στη φοιτητική εστία της Μαδρίτης για σπουδές ούτε ο ίδιος ήξερε τι ήθελε να σπουδάσει. Ξεκίνησε να σπουδάζει αγρονόμος μηχανικός κατ’ απαίτηση του πατέρα του. Στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Τελευταία Πνοή» γράφει: «…..ο πατέρας μου με ρώτησε τι θα ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Θέλοντας πάνω απ’ όλα να φύγω από την Ισπανία, του απάντησα ότι η επιθυμία μου ήταν να γίνω συνθέτης και να πάω στο Παρίσι για να σπουδάσω στη Schola cantorum. Κατηγορηματική άρνηση του πατέρα μου. Αυτό που χρειαζόμουν ήταν ένα σοβαρό επάγγελμα κι όλοι ξέρουν πως οι συνθέτες πεθαίνουν της πείνας. Του μίλησα τότε για την κλίση μου στις φυσιογνωστικές επιστήμες και την εντομολογία. “Να γίνεις αγρονόμος μηχανικός”, με συμβούλευσε». (σελ. 69). Αποτέλεσμα της επιλογής του αγρονόμου μηχανικού ήταν η παντελής αποτυχία του Μπουνιουέλ και η αναγκαστική επανεξέταση των σπουδών: «Για να ευχαριστήσω τον πατέρα μου, άλλαξα προσανατολισμό και αποφάσισα να επιδιώξω ένα δίπλωμα μηχανικού της βιομηχανίας, που περιλάμβανε όλα τα τεχνικά μαθήματα, μηχανική, ηλεκτρομαγνητισμό, και απαιτούσε έξι χρόνια σπουδών». (σελ. 70). Όμως ο Μπουνιουέλ δεν ήταν ούτε για εκεί. Τελικά, άλλαξε και πάλι σχολή, και μετά από 8 χρόνια, το 1925, έφυγε από τη Μαδρίτη διπλωματούχος της φιλοσοφίας με κατεύθυνση στην ιστορία. Η επιλογή της φιλοσοφίας έγινε για λόγους απόλυτα τυχαίους, χωρίς αυτό που λέμε συνείδηση ή επιθυμία ή επιστημονικό ενδιαφέρον: «Ο Αμέρικο Κάστρο, καθηγητής στο Κέντρο Ιστορικών Σπουδών, άρχισε ξαφνικά να μιλάει για ξένες χώρες που ζητούσαν λέκτορες ισπανικών. Προσφέρθηκα αμέσως, τόσο έντονη ήταν η επιθυμία μου να φύγω. Αλλά δεν δέχονταν φοιτητές φυσικών επιστημών. Για να έχεις πιθανότητες να σε διαλέξουν για λέκτορα, έπρεπε να σπουδάζεις φιλολογία ή φιλοσοφία. Εξ’ ου και η γρήγορη και τελευταία στροφή». (σελ. 71).
Το πανεπιστημιακό πτυχίο δεν το χρησιμοποίησε ποτέ. Εξάλλου ούτε ο μαθησιακός του ζήλος ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακός, ούτε έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάποια επιστήμη, ούτε παρουσίασε επαγγελματικές φιλοδοξίες που να σχετίζονται με κάποια επιστήμη. Με δυο λόγια το θέμα των πανεπιστημιακών σπουδών δεν φαίνεται να το πήρε στα σοβαρά. Τα φοιτητικά χρόνια λειτούργησαν περισσότερο ως περιθώριο ελευθερίας, ως περίοδος διαμόρφωσης του εαυτού μέσα σ’ ένα κλίμα τρομερών πολιτικών και πολιτισμικών συγκρούσεων, παρά ως επιστημονική κατάρτιση. Συναναστρέφεται με καλλιτέχνες και συγγραφείς κι επηρεάζεται βαθειά από αυτό που ονομάζουμε ελευθερία της σκέψης, με άλλα λόγια καλλιτεχνική δημιουργία: «Ανάμεσα στις δυο γενιές βρίσκονται δυο άντρες που τους γνώρισα από κοντά, ο Μορένο Βίγια και ο Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Θέρνα. Αν και δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερός μου, ο Μορένο Βίγια…….δεν αποχωρίζονταν την παρέα μας. Στην επιδημία γρίπης του 1919, εκείνης της φοβερής ισπανικής γρίπης που σκότωσε τόσο κόσμο, είχαμε μείνει στην Εστία σχεδόν μόνοι μας. Ήταν συγγραφέας και ζωγράφος πολύ προικισμένος. Μου δάνειζε βιβλία και ειδικά θυμάμαι “Το κόκκινο και το Μαύρο”, που το διάβαζα στη διάρκεια της επιδημίας». (σελ. 77 – 78). «Στα χρόνια που ήμουν στην Εστία ο Γκόμεθ ντε λα Θέρνα ήταν μια πολύ μεγάλη προσωπικότητα, η πιο διάσημη ίσως μορφή των ισπανικών γραμμάτων. Συγγραφέας αναρίθμητων έργων, έγραφε σε όλα τα περιοδικά. ……….Κάθε Σάββατο, από τις εννιά το βράδυ ως τις μια το πρωί, ο Γκόμεθ ντε λα Θέρνα συγκέντρωνε ένα κύκλο διανοουμένων στο καφενείο Pompo…..Δεν έχανα καμιά από αυτές τις συγκεντρώσεις, όπου συναντούσα τους περισσότερούς μου φίλους….Μερικές φορές ερχόταν κι ο Χόρχε – Λουίς Μπόρχες». (σελ. 78 – 79). Μέσα σ’ αυτόν τον καλλιτεχνικό αναβρασμό (ο Μπουνιουέλ αναφέρει δεκάδες ονόματα ποιητών και ζωγράφων) η γνωριμία του με το Λόρκα και τον Νταλί ήταν η επισφράγιση μιας καλλιτεχνικής πορείας που ακόμα δεν είχε εκδηλωθεί: «Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα έφτασε στην Εστία δυο χρόνια μετά από μένα………Έχουμε περάσει μαζί, οι δυο μας ή με παρέα, αξέχαστες ώρες. Ο Λόρκα μ’ έκανε να ανακαλύψω την ποίηση, κυρίως την ισπανική, που την γνώριζε περίφημα, κι ένα σωρό άλλα βιβλία. ……Ο Φεντερίκο δεν πίστευε στο θεό, αλλά διατηρούσε και καλλιεργούσε μια βαθιά καλλιτεχνική αίσθηση για τη θρησκεία………..Γιος ενός συμβολαιογράφου από το Φιγκουέρας της Καταλωνίας, ο Σαλβαντόρ Νταλί ήρθε στην Εστία τρία χρόνια μετά από μένα. Προοριζόταν για τη σχολή Καλών Τεχνών και τον φωνάζαμε, δεν ξέρω γιατί, “ο Τσεχοσλοβάκος ζωγράφος”……..Για να πω την αλήθεια έγινε, μαζί με το Φεντερίκο, ο καλύτερός μου φίλος. Οι τρεις μας ήμαστε αχώριστοι, και μάλιστα ο Λόρκα έτρεφε για τον Νταλί ένα πραγματικό πάθος, που τον Νταλί τον άφηνε αδιάφορο. ……Η εμφάνισή του παρέπεμπε σ’ ένα είδος ενδυματολογικής πρόκλησης, ωστόσο τίποτα τέτοιο δεν συνέβαινε. Ντυνόταν έτσι επειδή του άρεσε – πράγμα που δεν εμπόδιζε τον κόσμο να τον προσβάλει μερικές φορές στο δρόμο. …….Τον Ιούνιο, όταν ήταν να δώσει εξετάσεις στην Καλών Τεχνών και τον έβαλαν να καθίσει μπροστά στους εξεταστές για τα προφορικά, φώναξε ξαφνικά: ”Δεν αναγνωρίζω σε κανένα εδώ μέσα το δικαίωμα να με κρίνει. Αποχωρώ” Και πράγματι έφυγε. Ο πατέρας του ήρθε από την Καταλωνία στην Μαδρίτη για να βολέψει τα πράγματα με τη διεύθυνση της σχολής. Μάταια. Ο Νταλί αποβλήθηκε». (σελ. 82 ως 86).
Αυτού του είδους τα περιστατικά της απόλυτης ανατροπής, οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις, η αντιφασιστική πολιτική τοποθέτηση, ο αγνωστικισμός, η αναγνώριση του τυχαίου και πάνω απ’ όλα η απαλλαγή από κάθε σοβαροφάνεια ή καθωσπρεπισμό ήταν η μαγιά που ώθησε τον Μπουνιουέλ στο σουρεαλισμό. Ο σουρεαλισμός μαζί με τον κινηματογράφο ήταν οι δυο μεγάλες αποκαλύψεις που του σημάδεψαν τη ζωή, όταν βρέθηκε στο Παρίσι το 1925, μετά τις σπουδές: «Από τότε που έφτασα στο Παρίσι, άρχισα να πηγαίνω στον κινηματογράφο πολύ συχνότερα από ό,τι στη Μαδρίτη, μέχρι και τρεις φορές τη μέρα. Τα πρωινά, χάρη σε μια δημοσιογραφική κάρτα που μου προμήθευσε κάποιος φίλος, έβλεπα αμερικάνικες ταινίες σε ιδιωτική προβολή……Τα απογεύματα μια ταινία σε κάποιο σινεμά της γειτονιάς. Τα βράδια πήγαινα στο VieuxColombier ή στο Studio des Ursulines». (σελ. 116). Ο σκηνοθέτης που σημάδεψε τον Μπουνιουέλ ήταν ο Φριτς Λανγκ: «Ήταν όταν είδα “Τα τρία φώτα”, που αισθάνθηκα χωρίς τη σκιά της παραμικρής αμφιβολίας, ότι ήθελα να κάνω κινηματογράφο……. Κάτι σ’ αυτή την ταινία με άγγιξε βαθιά, φωτίζοντας τη ζωή μου. Συναίσθημα που επιβεβαιώθηκε όταν είδα κι άλλες ταινίες του Φριτς Λανγκ, όπως τους Νιμπελούγκεν και τη Μητρόπολη. Να κάνω κινηματογράφο. Αλλά πως; Ισπανός, περιστασιακός κριτικός, δεν είχα καθόλου αυτό που λέμε γνωριμίες». (σελ. 117). Τα πρώτα του βήματα έγιναν ως βοηθός σκηνοθέτη του Ζαν Επστάιν, συνεργασία που ξεκίνησε με την εγγραφή του Μπουνιουέλ στην ακαδημία του Επστάιν και που έληξε άδοξα όταν ο Μπουνιουέλ σχολίασε επικριτικά τον διάσημο τότε σκηνοθέτη Γκανς, αποκαλώντας τον πομπώδη, και δεν υπάκουσε τις εντολές του Επστάιν να περιμένει τον Γκανς για ένα επιπλέον γύρισμα. Τα τελευταία λόγια του Επστάιν προς τον Μπουνιουέλ ήταν «Προσέχετε. Διαβλέπω σε σας σουρεαλιστικές τάσεις. Απομακρυνθείτε από αυτούς τους ανθρώπους». (σελ. 119).
Ο κύκλος των σουρεαλιστών στο Παρίσι στις αρχές του 1930 βρισκόταν ίσως στη μεγαλύτερη ακμή του. Το 1924 ο Μπρετόν δημοσίευσε το «Μανιφέστο του σουρεαλισμού» θέτοντας τον εξής ορισμό: «Σουρεαλισμός: ουσιαστικό γένος αρσενικού, καθαρός ψυχικός αυτοματισμός μέσω του οποίου επιδιώκει κανείς να εκφράσει προφορικά, γραπτά ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο την πραγματική λειτουργία του νου. Σκέψη που υπαγορεύεται χωρίς κανέναν έλεγχο της λογικής και έξω από κάθε αισθητική ή ηθική ανησυχία». (Αντώνης Διαμαντίδης ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ –ΙΣΜΩΝ σελ. 291). Μαζί με τον Μπρετόν, ο Μπουνιουέλ, ο Νταλί, ο Αραγκόν, ο Ελυάρ, ο Μαγκρίτ, ο Μαξ Ερνστ, ο Τανγκύ και πολλοί άλλοι αποτελούσαν το σκληρό πυρήνα της σουρεαλιστικής ομάδας, η οποία, πέρα από τις έτσι κι αλλιώς ακατανόητες καλλιτεχνικές ιδέες, προέβαινε και σε απολύτως ακατανόητες κοινωνικές ενέργειες. Δημόσια χαστούκια, ξυλοδαρμοί σε καλλιτεχνικές παρουσιάσεις, γιουχαΐσματα σε παραστάσεις, ολοκληρωτική ασέβεια προς κάθε θεσμό, αφόρητη προκλητικότητα σε κάθε αστική συμπεριφορά, θανάσιμο μίσος απέναντι στη θρησκεία, συλλήψεις από την αστυνομία, ένα διαρκές σκάνδαλο. Η σουρεαλιστική αίσθηση του παραλόγου ως ταυτόσημο της ανθρώπινης συμπεριφοράς που δεν χρειάζεται να ερμηνευτεί, δεν ήταν απλώς μια καλλιτεχνική στάση, αλλά μια ολοκάθαρη πολιτική τοποθέτηση που ανέτρεπε όλες τις καθεστηκυίες αξίες που αναμασούσε ο γαλλικός αστισμός του 1930. Μια πραγματική βόμβα, μια ολοσχερής και βίαιη ανατροπή: «Όπως όλα τα μέλη της ομάδας, αισθανόμουν να με έλκει μια ορισμένη άποψη για την επανάσταση. Οι σουρεαλιστές, που δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους τρομοκράτες, ένοπλους ακτιβιστές, μάχονταν ενάντια σε μια κοινωνία που μισούσαν, χρησιμοποιώντας σαν κύριο όπλο το σκάνδαλο. Ενάντια στις κοινωνικές ανισότητες, την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, την αποκτηνωτική επίδραση της θρησκείας, τον βάρβαρο κι αποικιοκρατικό μιλιταρισμό, το σκάνδαλο τους φαινόταν για πολύ καιρό σαν το παντοδύναμο μέσο, που θα μπορούσε να φέρει στην επιφάνεια τα κρυφά και βδελυρά κίνητρα του συστήματος που έπρεπε να πολεμήσουν. Πολύ γρήγορα, ορισμένοι ανάμεσά τους εγκατέλειψαν αυτή τη μορφή δράσης, για να περάσουν στην καθαρά πολιτική, και βασικά στο μόνο κίνητρο που μας φαινόταν τότε άξιο να ονομάζεται επαναστατικό, στο κομμουνιστικό κίνημα. ….Ωστόσο, ο πραγματικός στόχος του σουρεαλισμού δεν ήταν να δημιουργήσει ένα νέο λογοτεχνικό ή ζωγραφικό ή ακόμα και φιλοσοφικό κίνημα, αλλά να προκαλέσει την έκρηξη της κοινωνίας, να αλλάξει τη ζωή». (σελ. 141). Όσο για τον Νταλί, μετά τις δημόσιες τοποθετήσεις του υπέρ του Φράγκο στην Ισπανία, οι σουρεαλιστές τον πέταξαν έξω κακήν κακώς, πράγμα που δεν φαίνεται να τον απασχόλησε ιδιαίτερα.
Η κινηματογραφική πορεία του Μπουνιουέλ είναι συνυφασμένη με το σουρεαλισμό. Πέρα από τον Ανδαλουσιανό Σκύλο, τη θρυλική πρώτη του ταινία διάρκειας 17 λεπτών που έγραψε μαζί με τον Νταλί και που είναι η απόλυτη κινηματογραφική εκδοχή του σουρεαλισμού, σχεδόν σε όλες του τις ταινίες υπάρχει το ονειρικό, το ανεξήγητο, το συνειρμικό, το ανορθολογικό. Όλα τα αριστουργήματά του (Εξολοθρευτής Άγγελος, το Φάντασμα της Ελευθερίας, Το σκοτεινό Αντικείμενο του Πόθου, Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας κτλ) εμπεριέχουν το σουρεαλισμό όχι μόνο ως καλλιτεχνική συνειρμική τεχνική, αλλά και ως κοινωνική ιδεολογική τοποθέτηση. Γι’ αυτό και πήγαινε από σκάνδαλο σε σκάνδαλο. (Η δεύτερη ταινία του «Η χρυσή Εποχή» ήταν απαγορευμένη για δεκαετίες). «Αυτός ο τρελός έρωτας για το όνειρο, για την απόλαυση του να ονειρεύομαι, τελείως απαλλαγμένος από οποιαδήποτε ανάγκη για εξήγηση, είναι ένα από τα βαθιά αισθήματα που μ’ έφεραν κοντά στο σουρεαλισμό. Ο Ανδαλουσιανός σκύλος γεννήθηκε από τη συνάντηση ενός ονείρου μου μ’ ένα όνειρο του Νταλί. Αργότερα εισήγαγα όνειρα στις ταινίες μου, προσπαθώντας να αποφύγω τον λογικό κι επεξηγηματικό ρόλο που παίζουν συνήθως». (σελ. 122).
ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΥΝΙΟΥΕΛ «Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΝΟΗ» εκδόσεις Οδυσσέας Αθήνα 1982
Αντώνης Διαμαντίδης ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ –ΙΣΜΩΝ εκδόσεις ΓΝΩΣΗ Αθήνα 2003