Έσχατη αντίσταση στη Μονή ΣέκουΣεπτέμβριος 1821
Από τα τέλη Ιουλίου, όταν είχε παύσει κάθε αντίσταση στη Μικρή και στη Μεγάλη Βλαχία, ο αγώνας περιορίσθηκε στα βουνά της Μολδαβίας. Εκεί το ισχυρό επαναστατικό σώμα του Ολύμπιου και του Φαρμάκη και μικρές επαναστατικές ομάδες, που συνέπρατταν μαζί του, παρενοχλούσαν τον εχθρό αδιάκοπα σχεδόν, αν και ο ίδιος ο Ολύμπιος εξακολουθούσε να είναι άρρωστος, και συχνές ήταν οι συμπλοκές η και μεγαλύτερες συγκρούσεις με τουρκικά αποσπάσματα.
Οι φήμες, για τις συμπλοκές και τις συγκρούσεις αυτές, εξογκώνοντας τα γεγονότα, ανέβαζαν σε χιλιάδες ανδρών τις απώλειες των Τούρκων. Έτσι, ο Αθανάσιος Ξόδιλος σε επιστολή του από 23 Σεπτεμβρίου, που αναφέρεται σε γεγονότα του Ιουλίου και του Αυγούστου, γράφει από το Ρέννι προς τους εφόρους της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό:
«Ο ήρως Ολύμπιος εις τα βουνά της Μολδαβίας κατέστρεψε και τετάρτην φοράν χιλιάδας βαρβάρων, όπου εκινούντο εναντίον του, με νίκην λαμπράν».
Κατά το τέλος Αυγούστου ο Ολύμπιος, που είχε ήδη αναρρώσει, αποφάσισε να εγκαταλείψη την ορεινή περιοχή της Βράνσας, Όπου δεν θα ,μπορούσε να διατηρεί τον χειμώνα το ιππικό, και να προχωρήση προς τα πεδινότερα, επιχειρώντας με πορεία επικίνδυνη να φθάση στη Βεσσαραβία, σύμφωνα με το αρχικό του σχέδιο. Το υψηλό φρόνημα του Ολύμπιου εκφράζεται και με την προκήρυξη, που εξέδωσε τις δύσκολες εκείνες ημέρες:
«Ανδρείοι Έλληνες! Oλoι μας, ευγενείς αδελφοί, υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα. Από τους ομοδόξους γείτονές μας εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια μας εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας! Ψηλά το κεφάλι αδέρφια! Δείξτε πως είστε αντάξιοι των προγόνων σας. Εσώσαμε εν τούτοις την τιμή μας. Η Ευρώπη εγνώρισε τους γιους της Ελλάδας! Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται αργά για μας, Εμπρός αδέρφια! Ας πεθάνωμε κοιτάζοντας άφοβα το θάνατο στα μάτια. Ζήτω η θρησκεία και η ελευθερία της Ελλάδας ! Θάνατος στους βαρβάρους.
ΓΙΩΡΓΑΚΗΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ».
Οι περισσότεροι όμως από τους στρατιώτες, ιδίως οι προερχόμενοι από τις γειτονικές περιοχές, που δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από αυτές, αλλά και έβλεπαν τον κίνδυνο αυξημένο, εγκατέλειψαν το σώμα. Απόμειναν έτσι ο Ολύμπιος και ο Φαρμάκης με 350 περίπου άνδρες και με αυτούς κλείσθηκαν προσωρινά στη Μονή Νάμτσου και από αυτή μετακινήθηκαν στη Μονή Σέκου, που απείχε 24 ώρες από το Ιάσιο, και βρισκόταν σε κοιλάδα στενή, τριγυρισμένη από κατάφυτα βουνά, με μια μόνη είσοδο σε απόσταση μισής ώρας από τη Μονή. Ο Φαρμάκης με τους περισσότερους στρατιώτες ανέλαβε τη φύλαξη της εισόδου της κοιλάδας, ο Ολύμπιος με τους υπόλοιπους έμεινε στον χώρο της Μονής.
Εναντίον τους κινήθηκαν από το Ιάσιο 6.000 τούρκοι με αρχηγό τον Σελήχ πασά. Έστειλαν στις 5 Σεπτεμβρίου απόσπασμα από 300 ιππείς για να ενεργήση αναγνώριση στην περιοχή. Το απόσπασμα αυτό έπεσε σε ενέδρα, που είχε στήσει προωθημένο μικρό τμήμα του Φαρμάκη από 50 άνδρες υπό τον εμπειροπόλεμο οπλαρχηγό Γεώργιο Κολαούζ, και αναγκάσθηκε να τραπή σε φυγή, αφήνοντας 200 νεκρούς και 3 αιχμαλώτους.
Ο Ολύμπιος και ο Φαρμάκης πληροφορήθηκαν από τους αιχμαλώτους αυτούς ότι ισχυρή δύναμη των εχθρών είχε φθάσει ήδη σε απόσταση 6 ωρών και ετοιμαζόταν να επιτεθή. Σκέφθηκαν τότε ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν τη Μονή, αλλά ο Ολύμπιος ήθελε να διασχίσουν τη Μολδαβία για να φθάσουν στη Βεσσαραβία, ο Φαρμάκης και ο Βλάδεν, υποστήριζαν ότι ήταν αδύνατο σχεδόν να διασχίσουν την Μολδαβία, όπου υπήρχε τότε πολυάριθμος τουρκικός στρατός, και ότι έπρεπε να διαφύγουν στην Αυστρία, από όπου τoυς χώριζε μικρή απόσταση.
Δεν δεχόταν όμως ο Ολύμπιος να καταφύγη στην Αυστρία, πιστεύοντας ότι εκεί θα συλληφθεί, και έτσι από αλληλεγγύη, ο πιστός φίλος του Φαρμάκης και οι άλλοι αποφάσισαν να μείνουν μαζί του στη Μονή.
Όπως γράφει ο Φιλήμων, αντιμετώπισε ο Ολύμπιος και μιά σκέψη να γυρίσουν πάλι στα βουνά της Βράνσας, αποφάσισε όμως τελικά να παραμείνη στη Μονή Σέκου, επηρεασμένος και από επιστολή του επισκόπου του Ρωμανού, σταλμένη ίσως «επί εισηγήσει των Τούρκων», όπου του απευθυνόταν έκκληση να παραμείνη στη Μονή για να αποφευχθή διαρπαγή των ιερών κειμηλίων της από τους Τούρκους.
Το σχέδιο της άμυνας του χώρου της Μονής στηριζόταν κυρίως στον υπολογισμό ότι θα ήταν δυνατόν να αποκρουστούν οι επιθέσεις των Τούρκων στην είσοδο της στενής κοιλάδος. Αγνοούσαν, φαίνεται, οι αρχηγοί του επαναστατικού τμήματος την ύπαρξη μονοπατιών που οδηγούσαν από τα βουνά στο εσωτερικό της κοιλάδας.
Οι τούρκοι στις 6 Σεπτεμβρίου έστειλαν δύναμη 600 ανδρών, που συγκρούσθηκε, κοντά στην είσοδο της κοιλάδος πιθανώτατα, με στρατιώτες του Φαρμάκη και του Βλάδεν χωρίς αξιόλογο αποτέλεσμα. Στις 8 Σεπτεμβρίου άρχισαν τηv κύρια επίθεσή τους, χρησιμοποιώντας τα ορεινά αυτά, μoνoπάτια για την προώθηση των ανδρών τους.
Οδηγημένο «παρά εντοπίων Εφιαλτών» από μονοπάτια, «καταβαίνει... ενώπιον του Σέκου» το κύριο σώμα των Τούρκων, όπως γράφει ο Φιλήμων.
Ο Ολύμπιος, μόλις είδε ξαφνικά να πλησιάζουν τα πρώτα τμήματα των Τούρκων, τοποθετήθηκε με τους άνδρες του στις επάλξεις της Μονής και με τα εύστοχα πυρά τους κράτησαν τα εχθρικά τμήματα έξω από τη Μονή. Ο Φαρμάκης, που είχε υπερφαλαγγισθεί από το κύριο σώμα των Τούρκων, άρχισε να υποχωρή με το τμήμα του και πολεμώντας κατόρθωσε να φθάση ως τη Μονή, όπου και μπήκε τη νύκτα και ενώθηκε με το τμήμα του Ολύμπιου. Την ίδια νύκτα, ο Βλάδεν και ο Κολαούζ διέφυγαν από τη Μονή στα γύρω δάση και από εκεί στην Αυστρία.
Από το πρωί της επόμενης ημέρας, 9 Σεπτεμβρίου, άρχισε πολιορκία στενή της Μονής από τους Τούρκους, που έβαλλαν εναντίον των πολιορκημένων με ένα κανόνι και με τα ατομικά όπλα τους. Οι Έλληνες, τοποθετημένοι σε κατάλληλες θέσεις, τους αντιμετώπιζαν με πυροβολισμό εύστοχο. Ο Ολύμπιος βρισκόταν με 11 ή 7 πιστούς συμπολεμιστές επάνω στο κωδωνοστάσιο της Μονής, όπου είχε μεταφέρει πυρομαχικά. Ο Φαρμάκης με περισσότερους στρατιώτες κατείχε τις άλλες θέσεις.
Σε κάποια φάση της μάχης, την ημέρα αυτή, 9 Σεπτεμβρίου, έγινε και το πιο ένδοξο επεισόδιο του Αγώνος της Μολδοβλαχίας. Ο Ολύμπιος, απομονωμένος με τους συντρόφους του επάνω στο κωδωνοστάσιο, απειλημένος και από πυρκαγιά γύρω του, βρέθηκε σε κίνδυνο να αιχμαλωτισθεί υπό συνθήκες μη εξακριβωμένες. Διατηρώντας ακραίο φρόνημα στρατιωτικής τιμής και πατριωτικής αδιαλλαξίας, «μετά των Τούρκων εις oυδένα ερχόμενος λόγον», κάλεσε τότε τους συμπολεμιστές του να φύγουν όσοι θέλουν και αφού εκείνοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τον αρχηγό τους εμπρός στον θάνατο, πυροβόλησε βαρέλι πυρίτιδος και ανατινάχθηκαν όλοι στον αέρα με το κωδωνοστάσιο, μαζί και με Τούρκους που βρέθηκαν πολύ κοντά.
Ο Φαρμάκης, μόνος έκτοτε αρχηγός των εγκλείστων επαναστατών, εξακολούθησε την αντίσταση επί 14 ημέρες.
Άγριες επιθέσεις επί 4 ημέρες αποκρούσθηκαν. Η άμυνα των Ελλήνων ήταν αποφασιστική και απoτελεσματική. Όταν έσπασε η πόρτα της Μονής, ο Φαρμάκης διέταξε και κλείσθηκε με σκοτωμένα άλογα των Τούρκων. Επί άλλες τέσσερεις ημέρες εξαπολύονταν νέες επιθέσεις του εχθρού ενισχυμένου με νέες δυνάμεις, και αυτές όμως αποκρούσθηκαν από τους αμυνόμενους Έλληνες.
Ο Σελήχ πασάς έστειλε τότε και άλλες ακόμη δυνάμεις και 4 κανόνια και ύστερα από σφοδρό βομβαρδισμό εξαπέλυσε γενική επίθεση των Τούρκων. Ο Φαρμάκης διέταξε τους πολεμιστές του να σταματήσουν τους πυροβολισμούς και άφησε έτσι τους Τούρκους να πλησιάσουν στην κεντρική πύλη της Μονής. Τότε ο ίδιος και 160 στρατιώτες του ενήργησαν αιφνιδιαστική ορμητική αντεπίθεση, προκάλεσαν βαριές απώλειες στους επιτιθέμενους και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν αφήνοντας και μια σημαία.
Νέα επίθεση των Τούρκων είχε οικτρότερη αποτυχία και τους στοίχισε 400 νεκρούς. Επακολούθησε ορμητική επίθεση 100 γενιτσάρων εναντίον της κεντρικής πύλης της Μονής, αποκρούσθηκε όμως και αυτή από τα σφοδρά πυρά των αμυνομένων. Από τους επιτιθέμενους 72 σκοτώθηκαν, οι άλλοι τράπηκαν σε φυγή.
Ύστερα από τις αλλεπάλληλες αυτές αποτυχίες ανέθεσαν οι τούρκοι στον Αυστριακό διπλωματικό υπάλληλο Βόλφ να επιδιώξη συνεννόηση με τους πολιορκημένους. Εν τω μεταξύ, τα τρόφιμα των Ελλήνων είχαν εξαντληθή, τα πυρομαχικά τους πλησίαζαν να εξαντληθούν, και είχαν απομείνει στη Μονή 235 πολεμιστές, οι περισσότεροι τραυματισμένοι, όπως και ο αρχηγός τους. Σε τέτοια κατάσταση των πολιορκημένων, ο Φαρμάκης δέχθηκε να συζητήση με τον Βολφ και συναντήθηκε μαζί του έξω από τη Μονή, αφού είχαν παύσει οι πυροβολισμοί και από τα δύο μέρη.
Ό Φαρμάκης, στη συζήτηση με τον Βολφ, πρότεινε αρχικά να επιτραπεί η αναχώρηση των εγκλείστων από τη Μονή με τα όπλα τους χωρίς κανένα περιορισμό, ή τουλάχιστον η μετακίνησή τους προς τα αυστριακά σύνορα, όπου να καταθέσουν τα όπλα τους ζητώντας καταφύγιο στην Αυστρία. Οι τούρκοι όμως δεν δέχθηκαν τις προτάσεις του Φαρμάκη και αποφάσισαν τελικά να περιμένουν τον Σελήχ πασά, που θα έφθανε την επομένη με νέες ενισχύσεις από 4.000 άνδρες και 4 κανόνια.
Σε δόλο κατέφυγε, όταν έφθασε, ο Σελήχ πασάς. ανέθεσε νέες διαπραγματεύσεις στον Βολφ και του ζήτησε να βεβαιώση στον Φαρμάκη ότι είχε σταλή φιρμάνι από τον σουλτάνο και ότι χορηγούσε αυτό αμνηστία στους πολιορκημένους, αν κατέθεταν τα όπλα, οπότε θα ήταν ελεύθεροι να καταφύγουν όπου ήθελαν. Ξανασυναντήθηκε ο Βολφ με τον Φαρμάκη, του δήλωσε αυτά και του επιβεβαίωσε και ο ίδιος την ύπαρξη του φιρμανιού.
Ο Φαρμάκης τότε δήλωσε ότι θα δεχόταν την πρόταση των Τούρκων, αλλά υπό τον όρο να απομακρυνθούν πριν τα στρατεύματά τους εκτός από 1.000 άνδρες. Οι τούρκοι όμως απέρριψαν τον όρο αυτό. Και ο Φαρμάκης, ύστερα και από νέες διαβεβαιώσεις του Βολφ, και προπάντων επηρεασμένος από τη δεινή κατάσταση των στρατιωτών του, αποφάσισε να εισηγηθεί σ' αυτούς να αποδεχθούν την πρόταση των Τούρκων.
Πολλοί από τους πολιορκημένους στη Μονή, δυσπιστώντας προς την ειλικρίνεια των Τούρκων, όταν ο Φαρμάκης ανακοίνωσε τις προτάσεις τους για συνθηκολόγηση, ζήτησαν να. μη γίνουν δεκτές και πρότειναν να επιχειρηθεί τη νύκτα έξοδος από τη Μονή προς το γειτονικό δάσος, από όπου να προσπαθήσουν διαφυγή προς την Αυστρία. Επακολούθησε ολονύκτια συζήτηση και οι γνώμες ήταν διχασμένες.
Ο ίδιος ο Φαρμάκης ταλαντευόταν. Έφτασε η αυγή, και τότε, όταν πια και το σχέδιο για διαφυγή κατά τη νύκτα ήταν ανεφάρμοστο, επιβλήθηκε από την κόπωση και από πίεση των πραγμάτων ή αποδοχή των προτάσεων για συνθηκολόγηση.
Έτσι, παραδόθηκαν το πρωί της 23ης Σεπτεμβρίου τα όπλα των πολιορκημένων ανδρών στους Τούρκους. Και τότε αμέσως εκδηλώθηκε ή παρασπονδία του Σελήχ πασά. Μόλις βγήκε ο Φαρμάκης από τη Μονή, ένοπλος, με 18 αξιωματικούς του, για να επισκεφθή τον τούρκο πασά, πολυάριθμοι τούρκοι όρμησαν, τους αφόπλισαν και τους έθεσαν υπό φρούρηση. Ταυτόχρονα, πλήθος τούρκοι όρμησαν με αλαλαγμούς στο εσωτερικό της Μονής και άρχισαν να σκοτώνουν τους άοπλους πολεμιστές. Εκείνοι πρόβαλαν απεγνωσμένη αντίσταση με τα χέρια τους μόνο, και μάλιστα κατόρθωσαν να στραγγαλίσουν 40 από τους Τούρκους σφαγείς, τελικά όμως εξοντώθηκαν όλοι, εκτός από τρεις. Άλλοι 33 Έλληνες πολεμιστές, που υποπτεύονταν έντονα τον δόλο των Τούρκων, είχαν αυτόβουλα διαφύγει από τη Μονή κατά τη νύκτα. Ο Φαρμάκης και οι 18 αξιωματικοί του μεταφέρθηκαν δέσμιοι στο Ιάσιο και από εκεί στη Σιλίστρια, όπου ύστερα από βασανιστήρια θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό οι αξιωματικοί, ενώ ο Φαρμάκης είχε την ίδια τύχη στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε τελικά μεταχθεί.
Αυτή ήταν η τραγικότατη έκβαση της τελευταίας μάχης των Ελλήνων στη Μολδοβλαχία, που διεξήχθηκε από εθελοντές επίλεκτους πολεμιστές, πιστούς μέχρι τέλους στον Αγώνα, προκάλεσε πολύ μεγάλες απώλειες στους Τούρκους και διήρκεσε ως τα όρια της ανθρώπινης αντοχής.
Οι δυό αρχηγοί της έσχατης αυτής μάχης υπήρξαν άξιοι της Αποστόλης τους. Ο ένας, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, περιβλήθηκε δίκαια με τον φωτοστέφανο του θρύλου. Γεννημένος στο Λειβάδι του Ολύμπου το 1772, έζησε αφιερωμένος στους αγώνες για την απελευθέρωση του Έθνους και ταυτισμένος με το συναίσθημα της τιμής. Ευτύχησε να έχει θάνατο αυθεντικού ήρωα, και να εκπληρώσει ακέραια ό,τι έγραφε τον Σεπτέμβριο του 1820 στον Αλέξανδρο Υψηλάντη: "υπόσχομαι να αγωνισθώ ως την υστερινή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάσει καμιά ανθρώπινος περίστασις".
Ο άλλος, ο Γιάννης Φαρμάκης, γεννημένος στο Μπλάτσι της Μακεδονίας, το 1772, αγωνίσθηκε άοκνα και αυτός, με πίστη και συνέπεια, για την απελευθέρωση του Έθνους. Υπήρξε ο ικανός αρχηγός της άμυνας των Ελλήνων στη φονικώτατη για τους Τούρκους έσχατη μάχη του Αγώνος της Μολδοβλαχίας. Δεν ευτύχησε να πεθάνει την ώρα που αγωνιζόταν ως ήρωας. Πέθανε, όπως και οι τελευταίοι σύντροφοί του, ως μάρτυρας του Αγώνος.
Γεωργάκης Ολύμπιος
ΟΓεωργάκης Ολύμπιος, απόγονος της αρματολίτικης γενιάς των Λαζαίων, γιος του Νικολάου και της Νικολέτας, γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1772 στο Βλαχολίβαδο, στο σημερινό Λιβάδι.
Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του τόπου του κοντά στους Ιωάννη Πέζαρο και Ιωνά Σπαρμιώτη.
Ο ξεχωριστός του χαρακτήρας διαμορφώθηκε με βάση πολλούς παράγοντες. Ήταν οι έντονες ηρωικές παραδόσεις της οικογένειάς του καθώς και η αρχηγία της στο αρματολίκι που έστρεψαν τον Γεωργάκη προς την προσπάθεια απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος υπήρξε από τους πιο γενναίους έλληνες πολεμιστές. Διακρινόταν για το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο ενθουσιασμό καθώς και για την πειστικότητα του λόγου του. Ήταν σοβαρός, ψύχραιμος, έξυπνος και ποτέ δεν φοβήθηκε τον θάνατο. Έχοντας βαθιά πίστη στην ελευθερία αφιερώθηκε στην πατρίδα του ολοκληρωτικά τόσο που τελικά θυσιάστηκε στη Μονή του Σέκου.Στα 1798 σε ηλικία 26 χρονών, ο Γεωργάκης κληρονόμησε το αρματολίκι του Ολύμπου και έτσι άρχισε για εκείνον μια μεγάλη πολεμική δραστηριότητα.
Στα 1799 αποχωρίστηκε την Ελλάδα κατευθυνόμενος προς την Σερβία όπου δεν σταμάτησε να αγωνίζεται εναντίον των Τούρκων. Εκεί μαζί με τον Σέρβο υπαρχηγό Πέτροβιτς και 120.000 στρατιώτες κατόρθωσε να διασώσει τον σέρβο επαναστάτη Καραγιώργη που καταδιώκονταν από τους Τούρκους. Στα 1802 ο Γεωργάκης, ο Βέλκο Πέτροβιτς και ο Καραγιώργης ίδρυσαν λόχο ενόπλων και στα 1803 ο πρώτος που είχε ήδη αναχωρήσει για το Βουκουρέστι, διορίστηκε αρχηγός του στρατού της Επανάστασης της Βλαχίας.
Στα 1805 στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο πήρε μέρος σαν λοχαγός ενώ, στη μάχη της Όστροβας στα 1806 κατέκτησε τον τίτλο του συνταγματάρχη του ρωσικού στρατού.Στα 1807 που είχε ήδη σταλεί στην Ελλάδα, κήρυξε την επανάσταση στον Όλυμπο, η οποία ματαιώθηκε και ο Γεωργάκης επέστρεψε στην Βλαχία. Αργότερα όταν πήγε στη Σερβία παντρεύτηκε τη χήρα του Πέτροβιτς , Στάνα, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Μετά τις συμπλοκές που ακολούθησαν κατέφυγε στην Αυστρία μαζί με τον Καραγιώργη. Στα 1814 μάλιστα παρακολούθησε το συνέδριο της Βιέννης, ύστερα από προτροπή του τσάρου της Ρωσίας.
Γύρω στα 1817 ο Γεωργάκης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία. Η μύηση και του Καραγιώργη τον ίδιο χρόνο υπήρξε η μεγαλύτερη επιτυχία του. Αργότερα, όταν γνωρίστηκε με τον Ιωάννη Καρατζά διορίστηκε σωματοφύλακάς του και στη συνέχεια αρχιστράτηγος των στρατευμάτων στη Βλαχία. Σφάλμα μεγάλο χαρακτηρίζεται από πολλούς η αφαίρεση της αρχιστρατηγίας του Δουναβικού στρατεύματος του Γεωργάκη, από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και ο διορισμός αυτής στον Σάββα, ο οποίος αργότερα αποδείχτηκε προδότης του κινήματος. Έτσι αντιλαμβανόμενος ο Ολύμπιος τι ακριβώς συνέβαινε με τον Σάββα, πληροφόρησε τον Υψηλάντη, ο οποίος τον διέταξε να συνεργαστεί με τον Βλαδιμηρέσκου. Οι δύο συνεργάτες κατάφεραν και έπεισαν τον Υψηλάντη ώστε να ξεκινήσει η επανάσταση από την Μολδοβλαχία. Όμως αρχικός σκοπός του Βλαδιμηρέσκου, ήταν να χτυπήσει και το στρατό του Γεωργάκη καθώς και τον ίδιο σύμφωνα με τις εντολές που του έδινε ο Κεχαγιάμπεης.
Μόλις ο Γεωργάκης πληροφορήθηκε τι ακριβώς σκόπευε να κάνει ο Βλαδιμηρέσκου, κατευθύνθηκε προς το στρατόπεδο του δεύτερου. Στη συνέχεια τον οδήγησε μπροστά στον Υψηλάντη, ώστε να απολογηθεί και τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο. Αργότερα, στις 7 Ιουνίου του 1821, με τόλμη και φανατισμό πολέμησε στο Δραγατσάνι, όπου προσπάθησε να σώσει τη Σημαία και τα Λείψανα του ιερού Λόχου.
Ένας άριστος σχολιασμός για τον Γεωργάκη για τη μάχη εκείνη είναι ο εξής: Κάθε τι που θα μπορούσε να προσφέρει ο ενθουσιασμός, η γενναιότητα, και το θάρρος το επετέλεσε την ημέρα εκείνη ο θρυλικός Γεωργάκης Ολύμπιος. Επίσης χαρακτηριστική είναι η φράση του προς τη γυναίκα του όταν αποχώρησε για το Κιμπουλούκ. Αν σκοτωθώ, τα αγόρια να τα δώσεις στην πατρίδα. Τα λόγια αυτά αποδεικνύουν την τόλμη και την αυτοθυσία του για την απελευθέρωση της πατρίδας. Ο Ολύμπιος δεν σταμάτησε να αγωνίζεται στην Μολδοβλαχία, όμως η αρρώστια του από τα τραύματα στη μάχη του Δραγανατσίου, τον οδήγησε στη μονή του Σέκου μαζί με τους άντρες του.
Οι καταδιώξεις των τούρκων ανάγκασαν τους περισσότερους στρατιώτες να εγκαταλείψουν τον αγώνα. Μόνο ο Γεωργάκης δε φοβήθηκε και όταν οι τούρκοι μπήκαν στη Μονή αφού σκότωσαν όλους τους μοναχούς, κατευθύνθηκαν προς το κωδωνοστάσιο, όπου υπήρχε εκείνος. Τότε ανατίναξε το κωδωνοστάσιο και σκοτώθηκαν όχι μόνο οι τούρκοι αλλά και ο ίδιος με τους άντρες του. Έτσι ο Γεωργάκης θυσιάστηκε «Υπέρ πίστεως και πατρίδας», η πράξη του οποίου αποτελεί παράδειγμα προς μίμησην.
ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ