Η «Πόλη των Σιδερένιων Καλυβών» της Γερμανίας ονομάζεται Eisenhuttenstadt. Αποτελούσε την πρώτη πόλη-πρότυπο για το σοσιαλιστικό κοινωνικό και βιομηχανικό πείραμα της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Στήθηκε εκεί, μαζί με μια μεγάλη βιομηχανία χαλυβουργίας, το 1950, στα σύνορα με την Πολωνία, σε απόσταση 121 χιλιομέτρων από το Βερολίνο. Στις μέρες μας, στη μικρή αυτή κωμόπολη το γερμανικό κράτος έστησε ένα κέντρο υποδοχής μεταναστών -Lager, όπως είναι γνωστά στα γερμανικά, ένα από τα 252 τέτοια κέντρα στη χώρα.
Επισκεφθήκαμε την πόλη και το κέντρο των μεταναστών, όπου εκατοντάδες μετανάστες από όλον τον κόσμο διαμένουν στις σιδερένιες καλύβες-κοντέινερ. Σε μια φωτεινή καλοκαιρινή μέρα γίναμε μάρτυρες ενός σκοτεινού κόσμου καφκικών διαστάσεων, όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια συντρίβεται κάτω από τα γραφειοκρατικά γρανάζια της πλουσιότερης ευρωπαϊκής χώρας, που αδυνατεί να μεταχειριστεί με ανθρωπιά τούς κυνηγημένους από τη φτώχεια και τους πολέμους. Σε αυτή τη γερμανική «Αμυγδαλέζα» ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο με τους κηνυγημένους του εμφυλίου της Συρίας, τους Παλαιστινίους της διασποράς, τους εξαθλιωμένους Αφρικανούς, που στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες σε σαπιοκάραβα άφησαν τη Μαύρη Ηπειρο για το ευρωπαϊκό όνειρο, ρισκάροντας και τη ζωή τους ακόμα.
Ο γερμανικός ήλιος μάς χτυπάει αλύπητα και ο υδράργυρος έχει ήδη ανεβεί στους 35 βαθμούς Κελσίου. Στη γωνία των οδών Καρλ Μαρξ στράσε και Ποστ στράσε στρίβουμε δεξιά στην Ποστ στράσε με κατεύθυνση το κέντρο υποδοχής μεταναστών και πολιτικών προσφύγων με την ονομασία Eisenhuttenstadt. Σχεδόν 700 μετανάστες από όλον τον κόσμο παραμένουν έγκλειστοι εδώ. Ενα μικρό δείγμα των περίπου 40.000 μεταναστών που ζουν σε ανάλογα κέντρα σε όλη τη Γερμανία. Είμαστε καλεσμένοι μιας ομάδας Γερμανών ακτιβιστών, που παρέα με έναν Αφρικανό μεταφραστή από την Ερυθραία (πρώην κάτοικο του κέντρου) και μια Γερμανίδα δημοσιογράφο θα έρθουν σε επαφή με Σύρους και Αφρικανούς μετανάστες του κέντρου, για να ακούσουν τα προβλήματά τους και να τους παράσχουν νομική και ψυχολογική υποστήριξη.
Το ταξίδι μας στην πρώην πόλη-σοσιαλιστικό πρότυπο διήρκεσε σχεδόν 2 ώρες από το Βερολίνο. Στη διαδρομή από τον σιδηροδρομικό σταθμό προς το κέντρο με το λεωφορείο 454 διασχίσαμε μια πόλη-φάντασμα: παλιά επιβλητικά κτήρια από την εποχή της Πρωσίας κάνουν παρέα με προκάτ πολυκατοικίες σοβιετικού τύπου και πολυώροφα εγκαταλειμμένα γραφεία. Οι άνθρωποι στους δρόμους είναι ελάχιστοι και συνήθως ηλικιωμένοι. Κοντά στο κέντρο υπάρχει ένα σουπερμάρκετ μεγαθήριο και τα Μακ Ντόναλντς δίπλα του μαρτυρούν τη νίκη του Θείου Σαμ στον ψυχρό πόλεμο ΗΠΑ - ΕΣΣΔ στην πόλη που κάποτε ονομαζόταν Στάλινσταντ.
Στην είσοδο λαμβάνουμε ειδικές ταυτότητες (Besucherkarte) επισκεπτών. Αφεντικό εδώ είναι η ιδιωτική εταιρεία ασφάλειας BOSS. Το όνομά της αναγράφεται στην κορυφή των προσωρινών διαβατηρίων μας για την επίσκεψή μας στο σκοτεινό κόσμο των γερμανικών Lager. Είναι σχεδόν 1.30 και στις 4 πρέπει να φύγουμε, όπως και κάθε άλλος επισκέπτης εδώ. Στην είσοδο μας περιμένει χαμογελαστός ο 23χρονος Σύρος πρόσφυγας Καρίμ Ζίεαντ. «Ελάτε μαζί μου στο διαμέρισμά μας», μας λέει. Τον ακολουθούμε διασχίζοντας το τεράστιο στρατόπεδο, μια μίνι Βαβέλ όπου οι πρόσφυγες μένουν είτε σε 4-5 παλιά και ανακαινισμένα κτήρια, ή, σαν τον Αμπντουλά και τους φίλους του, στις σειρές από γκρι και μπλε κοντέινερ. Εντεκα δωμάτια, με 5 άτομα στο κάθε δωμάτιο των περίπου 20 τετραγωνικών. Τέσσερις τουαλέτες και τέσσερα ντους για 55 άτομα. Δίπλα ακριβώς στα κοντέινερ και δίπλα σε μια παιδική χαρά, όπου παιδάκια παίζουν αμέριμνα, κάνει την εμφάνισή του ένα περιφραγμένο κτήριο με χοντρό συρματόπλεγμα. Μια φυλακή μέσα στη φυλακή όπου κρατούμενοι περιμένουν την απέλασή τους.
Φθάνουμε στο δωμάτιο των Σύρων, ένα από τα 11 «διαμερίσματα» αυτής της σουρεαλιστικής οικίας από κοντέινερ. Κρεβάτια φορτωμένα με κουβέρτες, σμαρτ κινητά, τράπουλες, ξεχειλισμένα τασάκια, κουτιά από φθηνό στιγμιαίο καφέ, πετσέτες, σακούλες και σεντόνια συνθέτουν το όχι ακριβώς αναπαυτικό οικοσύστημα της καθημερινότητας των Σύρων προσφύγων στο κέντρο. Παρέα με τον Αμπντουλά είναι τα δύο ξαδέρφια του με τους οποίους ταξίδεψε από τη Συρία για το γερμανικό όνειρο, ο 25χρονος Αλαα Οσάμα και ο 23χρονος Αμντουλά Χάτεμ.
«Πριν, στη Συρία, περιμέναμε να πεθάνουμε. Τώρα ήρθαμε εδώ στις 21 Ιουνίου και πάλι περιμένουμε», λέει ο ψηλόλιγνος Αμπντουλά, προσθέτοντας: «Είμαστε Παλαιστίνιοι Σύροι, φύγαμε το 2013 από το Γιαρμούκ, το κέντρο για πρόσφυγες εκεί. Τόσο οι στρατιώτες του Ασαντ όσο και οι αντάρτες του Free Syria Army ήταν επικίνδυνοι για εμάς. Δεν τους αρέσουν οι Παλαιστίνιοι. Περπατήσαμε στην Τουρκία, πήγαμε με λεωφορείο στην Κωνσταντινούπολη, έπειτα περπατήσαμε στη Βουλγαρία, περνώντας τρία βουνά και από εκεί ήρθαμε εδώ».
«Στη Γερμανία βρίσκεις τουλάχιστον δουλειά»
Στην ερώτησή μας γιατί προτίμησαν τη Γερμανία η απάντησή τους ήταν: «Θα χάσεις το μέλλον σου, θα χάσεις τη ζωή σου, θα χάσεις τα πάντα αν μείνεις στη Συρία. Αναγκαστικά θα φύγεις. Ηρθαμε εδώ για να βρούμε δουλειά και να ολοκληρώσουμε τις σπουδές μας. Εχουμε χάσει ένα χρόνο από τη ζωή μας. Δεν θέλαμε να πάμε σε μια χώρα σαν την Ιταλία ή την Ελλάδα όπου δεν υπάρχουν δουλειές. Αν θες δουλειά η Γερμανία είναι η καλύτερη χώρα στην Ευρώπη».
Παρατηρούμε δίπλα στο μικρό ψυγείο του δωματίου ένα ηλεκτρικό μάτι για μαγείρεμα και στο τραπέζι μια στοίβα πλυμένα πιάτα και μαχαιροπίρουνα. «Στην κουζίνα υπάρχει μόνο ένα τραπέζι. Δεν έχει κουζίνα να μαγειρέψουμε, ούτε βρύση. Μαγειρεύουμε με αυτό το μάτι. Νερό πίνουμε από τις βρύσες τις τουαλέτας», μας λέει ο Καρίμ.
Η αγωνία της απέλασης είναι ο χειρότερος εφιάλτης για τους πρόσφυγες. Φθάνουν στο κέντρο, περνάνε από τρεις συνεντεύξεις και κάποιοι θα περάσουν μήνες, ακόμη και χρόνια εδώ. Κάποιοι μετανάστες στη Γερμανία βρίσκονται εγκλωβισμένοι ακόμη και δέκα χρόνια σε τέτοια κέντρα. Δεν μπορούν να φύγουν από το κέντρο για να πάνε κάπου αλλού στη Γερμανία και δεν μπορούν να δουλέψουν αν δεν πάρουν το ΟΚ από το κέντρο. Ακόμη και τότε όμως η αμοιβή τους είναι στην καλύτερη περίπτωση ένα ευρώ την ώρα. Κάποιοι δεν αντέχουν, καταρρέουν: στις 28 Μαΐου του 2013 ένας πρόσφυγας από το Τσαντ της Αφρικής έλαβε το γράμμα της απέλασης από τις γερμανικές Αρχές. Προτίμησε να αυτοκτονήσει. Οπως αναφέρει η μαρτυρία ενός άλλου πρόσφυγα του κέντρου στο μπλογκ http://www.thevoiceforum.org/node/3512 «κουράστηκε από τις απελάσεις σε άλλες πόλεις λόγω της συμφωνίας του Δουβλίνου ΙΙ». Σύμφωνα με το ίδιο μπλογκ μετά την αυτοκτονία του άτυχου Αφρικανού, οι μετανάστες του κέντρου οργάνωσαν συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Το αποτέλεσμα; «Πολλοί από αυτούς που έλαβαν μέρος στη διαμαρτυρία πιέστηκαν και τέθηκαν σε καθεστώς παρακολούθησης από την ιδιωτική εταιρεία ασφάλειας του κέντρου Β.Ο.S.S και από την αστυνομία».
Ο Γερμανός δικηγόρος Αντρέας Φίσερ-Λουσκάνο, που ασχολείται χρόνια με το ζήτημα, ανέφερε σε συνέντευξή του τον Σεπτέμβριο του 2013 στη Suddeutsche Zeitung: «Σύμφωνα με απόφαση του Γερμανού υπουργού Εσωτερικών του 2006, η ομοσπονδιακή αστυνομία μεταχειρίζεται τους μετανάστες όχι σαν a priori ανθρώπους που αναζητούν άσυλο, αλλά σαν παράνομους μετανάστες. Πολλοί πάνε κατευθείαν φυλακή περιμένοντας την απέλαση. Πολλοί μετανάστες στο Eisenhuttenstadt καταδικάζονται με συνοπτικές διαδικασίες. Μέσα σε δέκα λεπτά».
Ο γερμανικός οργανισμός http:// lagerwatcheisen.blogsport.eu/ που παρακολουθεί υποθέσεις μεταναστών στη Γερμανία αναφέρει χαρακτηριστικά: «Μια ιδιαιτερότητα του Eisenhuttenstadt είναι η σχέση της αστυνομίας εδώ με τα δικαστήρια. Η διάκριση των εξουσιών που κάνει ένα δημοκρατικό καθεστώς να διαφέρει από ένα αστυνομοκρατούμενο κράτος, δεν φαίνεται να ισχύει για όσους ψάχνουν άσυλο εδώ. Αυτό δεν είναι φανερό μόνο από το γεγονός ότι οι δύο Αρχές συστεγάζονται στον ίδιο χώρο στο κέντρο, αλλά και από τη συμπεριφορά των αστυνομικών στη διαδικασία σχετικών δικαστικών υποθέσεων. Τους επιτρέπεται να διακόπτουν τους δικηγόρους υπεράσπισης των προσφύγων και να εισέρχονται στο χώρο της δίκης όποια ώρα θέλουν με την ανοχή του δικαστή».
Στο μπλογκ του πρώην κατοίκου του κέντρου και σε άλλα σάιτ γίνονται δεκάδες αναφορές για περιστατικά αποτυχημένων αυτοκτονιών, περιστατικών βίας και ξαφνικών εξαφανίσεων μεταναστών από το Lager του Eissenhuttenstadt. Για παράδειγμα, οι Αρχές ήθελαν να απελάσουν μια οικογένεια από το Κουρδιστάν. Ο πατέρας πήρε 20 υπνωτικά χάπια για να αυτοκτονήσει. Ενας γιατρός έσωσε τη ζωή του την τελευταία στιγμή. Ενας Νιγηριανός πρόσφυγας που είχε διαβήτη και ηπατίτιδα C, απελάθηκε γιατί, σύμφωνα με το μπλογκ, «ήταν ακριβό για τις Αρχές να του παρέχουν περίθαλψη».
Στο μεταξύ, ο Αλαα Οσάμα μάς εξιστορεί τη δική του εμπειρία από την ποιότητα της περίθαλψης που προσφέρει το κέντρο: «Εχω πρόβλημα με τα μάτια μου και έχω ανάγκη από γυαλιά. Πήγα στη νοσοκόμα και της είπα το πρόβλημά μου στα Αγγλικά. Αρχισε να ωρύεται και να μου φωνάζει στα Γερμανικά». Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ένα άλλο γερμανικό μπλογκ υποστήριξης μεταναστών: «Πρόσφυγες οι οποίοι πάσχουν από κάθε είδους ασθένεια στο Eisenhuttenstadt αντιμετωπίζουν τις φωνές μιας από τις δύο νοσοκόμες, της αδερφής Σαμπίνε (Schwester Sabine)».
Είναι γνωστό ότι η ανεργία και ο ρατσισμός πάνε χέρι χέρι στο πρώην ανατολικό τμήμα της Γερμανίας. Η πόλη του Eisenhuttenstadt δεν αποτελεί εξαίρεση στο ζήτημα αυτό. Οπως μας είπαν τα παιδιά, όταν πάνε για ψώνια στο σουπερμάρκετ οι ταμίες αρνούνται να τους μιλήσουν στα Αγγλικά και τους λένε: «Εδώ είναι Γερμανία». Πολύ συχνά, μάλιστα, όταν πληρώνουν για τα ψώνια τους πολλοί ταμίες χρησιμοποιούν χαρτομάντιλα για να πιάσουν τα χαρτονομίσματά τους! «Δεν είμαι ένα ζώο για να κάνουν κάτι τέτοιο», μας λέει ο Αμπντουλά, προσθέτοντας «είναι σαν να μας λένε, σας μισούμε».
Η Γερμανίδα δημοσιογράφος Αστρίντ Σάφερς που είναι μαζί μας, μου επισημαίνει κάτι πολύ σημαντικό: «Το ότι οι γερμανικές Αρχές φέρνουν τους μετανάστες σε απομονωμένα μέρη της πρώην ανατολικής Γερμανίας, με έντονο ρατσισμό όπως εδώ, γίνεται με σκοπιμότητα. Αυτή είναι η πολιτική τους στο ζήτημα του ασύλου για μετανάστες. Η συντηρητική κυβέρνηση της Γερμανίας δεν θέλει πολλούς μετανάστες στη χώρα».
Περσινό ρεπορτάζ του «Der Spiegel» ανέφερε: «Σύμφωνα με το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Οργανισμό για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες (BAMF), το πρώτο εξάμηνο του 2013 έφθασαν στη Γερμανία οι περισσότεροι πρόσφυγες που ζητάνε άσυλο από οποιαδήποτε άλλο εξάμηνο από το 1999. Το 2013 ο αριθμός τους αναμένεται να ξεπεράσει τους 100.000». Αιτίες αυτού του κύματος προσφύγων είναι οι εμφύλιες συρράξεις σαν αυτή της Συρίας και η εξαθλίωση πολλών αφρικανικών χωρών.
«Στην Ελλάδα έχει πολλή φτώχεια και πολλή βία»
Καθώς οι ακτιβιστές ακούν την ιστορία ενός Αφρικανού από την Ερυθραία που έχει αφόρητους πόνους στο στομάχι του και χρειάζεται άμεση νοσοκομειακή περίθαλψη, ζητάμε από τον Καρίμ να μας ξεναγήσει στο κέντρο. Παιδιά παίζουν μπάλα, μπουγάδες κρέμονται από τα παράθυρα των κτηρίων, οικογένειες κουβαλάνε ψώνια. Καθώς περνάμε από ένα κοντέινερ μιλάμε με δύο Πακιστανούς. Μετά το αρχικό μου «γεια», ο ένας από τους δύο μου λέει σε άπταιστα Ελληνικά: «Ελληνας δεν είσαι; Εμενα οκτώμισι χρόνια στην Αθήνα. Πρώτα στο Μενίδι και μετά στα Κάτω Πατήσια. Δούλευα σαν μαραγκός». Τον ρωτάμε πώς κατέληξε σε μια άγνωστη γερμανική κωμόπολη: «Δεν είχε δουλειά στην Ελλάδα. Μου είχαν επιτεθεί και χρυσαυγίτες και φοβόμουν να βγω από το σπίτι μου. Πολλή φτώχεια και πολλή βία. Εδώ μπορείς να βρεις και δουλειά, έχει καλύτερη ασφάλεια από την Ελλάδα». Πριν τον αποχαιρετήσουμε ρωτάμε τον 34χρονο Νομί Ρουμπέρ με τι συναισθήματα έφυγε από την Ελλάδα. «Απογοητευμένος», απαντά. «Εγώ δεν έμενα με άλλους Πακιστανούς. Εγώ έμενα μαζί με Ελληνες, μαζί με το αφεντικό μου. Ημασταν μια οικογένεια».
Οικογένεια είναι και οι περισσότεροι μετανάστες του κέντρου. Οι αντιξοότητες που βιώνουν τούς δένουν. «Παίζουμε συχνά ποδόσφαιρο και βόλεϊ όλοι μαζί εδώ», μας λέει ο Καρίμ. Ενώ ο Αμπντουλά πρόσθεσε ότι «το δωμάτιό μας είναι ένα είδος κοινωνικού κέντρου. Ολοι μάς ξέρουν και περνάνε από εδώ για να μιλήσουν μαζί μας».
Νωρίτερα είχαμε ρωτήσει για τη διατροφή τους στο κέντρο. Κάθε μέρα λαμβάνουν από δύο σακούλες με 2-3 ντομάτες, αγγούρια και πιπεριές, μήλα αμφίβολης ποιότητας, ένα κουτάκι μέλι και ένα κουτάκι μαλακού τυριού. Δεν τους παρέχεται λάδι, βούτυρο, αλάτι, πιπέρι, ψωμί. Πρέπει να ψωνίσουν για αυτά τα υλικά με τα περίπου 46 ευρώ που λαμβάνουν κάθε δέκα μέρες από τις Αρχές. Οπως μας λέει ο Αμπντουλά, «είναι δικό σου πρόβλημά πώς θα φας και πώς θα τα μαγειρέψεις. Κάθε μέρα μας δίνουν και μια σάλτσα από ντομάτα με ρύζι. Τίποτα άλλο. Σχεδόν δεν τρώμε εδώ. Το τυρί που μας δίνουν δεν τρώγεται». Ενα μπάνιο στην πισίνα της πόλης κοστίζει 4 ευρώ την ώρα. Η μοναδική αίθουσα που παρέχει σύνδεση με το Ιντερνετ για όλους τους πρόσφυγες είναι ανεπαρκής. Εχουν 30 λεπτά για να σερφάρουν, η σύνδεση είναι πολύ αργή. Το σήμα των κινητών τους δεν δουλεύει καλά στα δωμάτιά τους. Ο Αλαα έχει να μιλήσει στη μητέρα του από το 2013, όταν και έφυγε από τη Συρία. «Είναι στον Λίβανο τώρα», μας λέει. Ο πατέρας του είναι παγιδευμένος στη Συρία. Πολλοί φίλοι του έχουν σκοτωθεί από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. «Γεννήθηκα πρόσφυγας», προσθέτει, «σε έναν παλαιστινιακό προσφυγικό καταυλισμό στη Συρία. Και τώρα είμαι εδώ». Σε ένα κέντρο όπου ακόμα και τα εσώρουχα και τα ρούχα που διανέμει το γερμανικό κράτος στους πρόσφυγες είναι μεταχειρισμένα και σε λάθος μέγεθος. Ο Αμπντουλά μάς δείχνει ένα τεράστιο παντελόνι που του έδωσαν, στο οποίο θα μπορούσε να κάνει, κυριολεκτικά, βουτιά μέσα του.
Ευτυχώς, δεν είναι όλα μαύρα και άραχνα στην πόλη. Ενας άλλος Σύρος μάς είπε ότι ένας ηλικιωμένος Γερμανός τούς πήρε με το αμάξι του αργά το βράδυ από την άλλη άκρη της πόλης για να τους πάει στο κέντρο. Ο 23χρονος Ζερού από την Ερυθραία, που έφτασε στη Σικελία μέσα σ' ένα σαπιοκάραβο που δέρναν τα κύματα, μας λέει χαμογελαστός: «Στην Ερυθραία τα πολιτικά προβλήματα είναι τεράστια. Εχουμε μια ακραία δικτατορία. Εδώ η ζωή είναι πολύ καλή. Υπάρχουν κάποιες υποδομές, κάποια ελευθερία και ειρήνη».
Ωστόσο οι Γερμανοί ακτιβιστές των οργανισμών www.stopdeportationcamp.org και http://lagerwatcheisen.blogsport.eu/ στα τέλη του περασμένου μήνα διοργάνωσαν συγκέντρωση διαμαρτυρίας για το Eisenhuttenstadt απαιτώντας το κλείσιμό του. Οπως αναφέρεται στο σάιτ του μπλογκ: «Στο Eisenhuttenstadt η Ευρώπη-Φρούριο είναι ορατή και τη βλέπουμε στην πράξη». Μεταξύ 22 Αυγούστου και 1 Σεπτεμβρίου λοιπόν, με μια σειρά από διαμαρτυρίες και δρώμενα, από πορείες ποδηλατών έως μια τετραήμερη διαμαρτυρία μπροστά στο κέντρο, με κεντρικό σύνθημα «Νο Jail for Refugees» (Καμιά Φυλακή για Πρόσφυγες), θέλησαν να ευαισθητοποιήσουν τους Γερμανούς πολίτες για το τεράστιο αυτό ζήτημα.
Η ώρα της αναχώρησής μας πλησιάζει. Χαιρετάμε τους Σύρους φίλους μας και κατευθυνόμαστε προς την έξοδο. Αφήνουμε τις ταυτότητες εισόδου στους ανέκφραστους σεκιουριτάδες στην είσοδο του κέντρου. Λίγα μέτρα μετά την έξοδο ένας χαμογελαστός Πακιστανός μάς καλεί να βγάλουμε φωτογραφία τα τρία βραχιολάκια, στα χρώματα της γερμανικής σημαίας, που στολίζουν τον δεξί καρπό του. Δίπλα του ο 50άρης Νοτιοαφρικανός φίλος του μας λέει: «Μη μας ξεχάσετε. Αν ξανάρθετε εδώ, φέρτε μου σας παρακαλώ καφέ. Δεν έχω καφέ να πιω». Στη Γερμανία του 2014 ακόμα κι ένα φλιτζάνι καφές είναι είδος πολυτελείας αν είσαι πρόσφυγας σε μια ξεχασμένη γωνιά της χώρας...