Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

''Ορκιζόμαστε...''

 Του Σεβ. Μητροπολίτου Καστορίας Σεραφείμ, Υπερτίμου και Εξάρχου Άνω Μακεδονίας


«Ορκιζόμαστε να μείνωμε πάντα οι Έλληνες της 28ης Οχτώβρη, οι Έλληνες του ‘40-‘41».


Δεν είναι δικός μου ο τίτλος αυτός. Ανήκει σε έναν μεγάλο λογοτέχνη, τον Στρατή Μυριβήλη, που γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου και μπολιάστηκε με την ιστορία του τόπου μας, ήπιε από το αθάνατο κρασί του ’21, αλλά και έγραψε για την ένδοξη εποποιία του 1940, που φέτος γιορτάζουμε τα 80 χρόνια και που σχεδόν πέρασε απαρατήρητα από τους πολλούς, λόγω της λοιμικής επιδημίας που μαστίζει την πατρίδα μας.


Δεν είναι τυχαία η ιστορία και τα ανδραγαθήματα των Ελλήνων του 1940. Οι Έλληνες τότε, με τη συμπεριφορά τους, το ήθος τους και την ανδρεία τους, αλλά και την πίστη τους στον Θεό, οι Έλληνες που δίδαξαν τους λαούς πώς να ζουν ελεύθεροι, όρθωσαν το ανάστημά τους στον Άξονα και έδειξαν στους ανθρώπους πώς να πεθαίνουν περήφανοι, ελεύθεροι και απροσκύνητοι.


Γι’ αυτό και την ώρα εκείνη της ανομίας και της βίας, έστησαν στις χιονισμένες κορφές της Πίνδου, που μέχρι σήμερα φυλάσσουν ως ατίμητο θησαυρό τα τίμια λείψανά τους, ισχυρότατο προπύργιο και οδόφραγμα στον φασισμό.


Κι ενώ ο ουρανός ήταν κατασκότεινος από το σκοτάδι της αδικίας και της βαρβαρότητας, με το «Αέρα!» του τσολιά και με τη φωνή του Αλεξάνδρου Διάκου «Όλα για την πατρίδα!», έγινε αίθριος και φωτεινός.


Έτσι, μια δράκα γενναίων Ελλήνων μαχητών σε λίγες ημέρες χάριζαν την πρώτη νίκη στο στρατόπεδο των ελευθέρων εθνών.


Αξίζει, όμως, να απολαύσουμε τον Στρατή Μυριβήλη, αξίζει να σταθούμε στη γλαφυρή του πένα και να πάρουμε χρήσιμα μηνύματα για την εποχή μας, γιατί δυστυχώς ξεχνάμε… Ξεχνάμε, γι’ αυτό και η ιταμότητα των γειτόνων μας και η ισλαμοποίηση της πατρίδος μας δεν έχει πλέον όρια.


Γράφει λοιπόν ο Στρατής Μυριβήλης:


«… Από την κορυφογραμμή της 28ης του Οχτώβρη μπορούμε ν’ αγναντέψουμε την πορεία της φυλής μας μέσα από τα περασμένα. Μπορούμε να το κάνουμε με θάρρος, να σταθούμε χωρίς ντροπή μπροστά στις άλλες κορυφές της Ελληνικής ζωής, που θα αντικρίσωμε από δω ψηλά…


Κάθε μια τους είναι ένας σταθμός μέσα στο αιώνιο περπάτημα της Φυλής. Και κάθε σταθμός είναι τρόπαιο τιμής και πολιτισμού.


Όμως, όλα τα κοιτάμε σιωπηλοί από το υψόμετρό μας, από την κορφή της 28ης του Οχτώβρη, τα κοιτάμε κατάματα γιατί από κανένα τους δεν σταθήκαμε πιο κάτου. Αυτό μας δίνει νέα δύναμι και νέα πίστι.


Και πόσο μας χρειάζονται σήμερα οι δυο αυτές αρετές, σήμερα που γυρίζομε σκεφτικοί ανάμεσα στα ματωμένα χαλάσματα της χώρας μας και της ψυχής μας.


Εικοστή ογδόη του Οχτώβρη.


Είναι τρανή τούτη η ημέρα και δεν είναι για να σβήση ποτέ το μεγάλο άστρο της πάνω από την Ελλάδα.


Σηκώθηκε ολάκαιρη η φυλή και την έγραψε με φωτιά και με αίμα.


Γεννήθηκε μέσα στην κραυγή των σειρήνων και των σαλπίγγων και απάντησαν στο τρομερό κάλεσμά της οι Πανέλληνες μ’ ένα ομόψυχο «Παρών».


Είναι μέσα στη ζωή των εθνών ημερομηνίες, που τα δικάζουν, τα δοκιμάζουν και ελέγχουν τα χαρτιά της ιστορικής τους ταυτότητας.


Τέτοια είναι η μέρα της Σαλαμίνας, η μέρα του Μαραθώνα, η μέρα που έπεσε η Πόλη και ο Κωνσταντίνος, η μέρα του Ευαγγελισμού του 21, η μέρα του Κιλκίς και του Αβέρωφ η μέρα.


Ας το μάθουν, λοιπόν, εχθροί και φίλοι μια για πάντα. Είναι η ίδια μέρα, που ξανάρχεται με άλλο όνομα κάθε φορά μέσα στη ζωή και την ιστορία μας.


Η 28η είναι ακόμη ένα φανέρωμα του πνεύματος της Φυλής. Αυτή τη μέρα δώσαμε εξετάσεις μπροστά στο Θεό και στους ανθρώπους, δείξαμε την ταυτότητά μας την εθνική και βρέθηκε εν τάξει.


Δοκιμάσθηκε ο λαός μας «εν πυρί ως χρυσός εν χωνευτηρίω». Και βρέθηκε γνήσιος. Γι’ αυτό πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τις φυλετικές αξίες, που κυρώθηκαν αυτή τη μέρα, τη φοβερή και ωραία.


Ας καθορίσωμε, λοιπόν, τη σκέψι από κάθε μικρόψυχη επιφύλαξη για να πλησιάσουμε στο βωμό της θυσίας. Ας σπρώξωμε μακριά μας κάθε εγωισμό. Ας ξεχάσωμε σήμερα τους ενόχους, τους στιγματισμένους εξωμότες, τους αποξενωμένους από την καρδιά του έθνους Ελληνόφωνους…


Κείνη τη μέρα, που κραύγασαν οι καμπάνες και απαντήσαμε με τον Ύμνο του Σολωμού, δεν υπήρχαν ανάξιοι και άτιμοι Έλληνες. Κείνη τη μέρα κανένας εχτρός δεν υπήρξε ανάμεσά μας. Και σήμερα γιορτάζομε τη χαρά της ενωμένης, της ομόψυχης, της ομοούσιας Ελλάδας.


Ένας λαός, που μεγαλούργησε με τέτοιον τρόπο, χωρίς ούτε μια στιγμή να πάρη το ύφος θεατρίνου, έχει δικαίωμα να κρατήση τη σεμνότητά του σαν το μοναδικό στολίδι της θυσίας.


Ένας λαός, που ανέβηκε τις πιο ψηλές κορφές της ζωής του μονάχος, έχει δικαίωμα να κρατήση σαν ακριβό τίτλο τιμής τη μοναξιά του.


Σήμερα ανεβαίνομε στο προσκύνημα των νεκρών, που σιωπούν. Τα μάτια μας δακρύζουν για κείνα τα μάτια που έσβησαν, για να μπορούμε εμείς να βλέπωμε με αχαμήλωτο βλέμμα προς τις κορυφές.


Ο ασπασμός μας πηγαίνει προς τα χέρια, που τσακίστηκαν, το προσκύνημά μας πηγαίνει προς τα πόδια, που πελεκίστηκαν, για νάχη η Ελλάδα χέρια να κρατήση το σπαθί της τιμής της και πόδια να σταθή όρθια μέσα στην καταιγίδα της φωτιάς και του ατσαλιού.


Είμαστε Έλληνες. Είμαστε οι Έλληνες του ‘40-‘41. Πάνω από τα ερείπια της χώρας μας. Πάνω από τους αμέτρητους τάφους μας. Πάνω από τα χωριά μας τα ανασκαμμένα.


Πάνω από τα αγαθά μας τα κουρσεμένα. Πάνω από τη φτώχεια μας και τη γύμνια μας. Πάνω από τα πάθη και τα μίση μας, ένας όρκος πρέπει να μας ενώση σήμερα τους Πανέλληνες.


Ένας όρκος, που να περάση σαν μυστικό σύνθημα μεσ’ απ’ όλες τις καρδιές, που χτυπούν με ρυθμό ελληνικό.


Ορκιζόμαστε να μείνωμε πάντα οι Έλληνες της 28ης Οχτώβρη, οι Έλληνες του 40-41…».


«Ας διαφυλάξωμε, λοιπόν, την 28 του Οχτώβρη μέσα στα άδυτα της εθνικής ψυχής, γιατί είναι το πνεύμα της φυλής που μίλησε με τις σάλπιγγές της. Ας την κάνωμε συνείδησι. Ας την κάνωμε πανοπλία. Ας τη κάνωμε κανόνα ζωής.


Όσο ζη η φυλή αυτή, η 28 του Οχτώβρη θα καίγη μέσα της άσβηστη φλόγα. Και σαν ξανάρθουν τα δίσεχτα χρόνια και ο άνθρωπος κινδυνέψη ακόμα μια φορά να χάση την αξιοπρέπειά του, η ελληνική φωτιά, που δεν σβήνει κάτω από τη στάχτη του χρόνου, θα περιμένη πάλι την ώρα της για να φωτίση την έντρομη πανανθρώπινη ψυχή στο δρόμο της αρετής και της λευτεριάς, στο δρόμο της περιφάνειας, στης τιμής τον δρόμο.


Η Ελλάδα των Μηδικών, η Ελλάδα της Πόλης, η Ελλάδα του 21, η Ελλάδα του 17, είναι μέσα στην Ελλάδα του 40. Σαν φυλή σταθήκαμε άξιοι της Ιστορίας μας. Τώρα είναι το χρέος μας:


Σαν άτομα να σταθούμε άξιοι της φυλής μας.


Ψηλά τις καρδιές οι Πανέλληνες.


Και ψηλά τις Σημαίες!» (Στρατής Μυριβήλης, Το πνεύμα της 28ης Οκτωβρίου, εκδ. Εργατική Εστία)


Ορκιζόμαστε, λοιπόν, να παραμείνουμε Έλληνες, έχοντας το πνεύμα, τη δύναμη και την ανδρεία του 1940.


Να παραμείνουμε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, όπως μας παρέδωσαν οι πατέρες μας στον τόπο μας κι ως Ορθόδοξοι να φύγουμε από τον κόσμο αυτό.


Να παραμείνουμε στις επάλξεις του καθήκοντος τις δύσκολες αυτές ώρες με ενότητα και ομοψυχία, να λέμε «ΟΧΙ» σε όσους καπηλεύονται σήμερα την ιστορία μας, αλλά και «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ» σε εκείνους που εποφθαλμιούν την ακεραιότητα της πατρίδος μας.


Αυτό επιτάσσει η ιστορία μας!

https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/40201-orkizomaste

Ο ποιητής που θυσιάστηκε στην Πίνδο

 Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου



          Ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργος Σαραντάρης θυσιάστηκε στην Πίνδο, σε ηλικία 33 ετών. Πρόλαβε πάντως να κάνει τομή στην ποίηση και στον φιλοσοφικό στοχασμό του τόπου μας. Ασθενικός, καχεκτικός, μύωπας, πτυχιούχος Νομικής στην Ιταλία κρίθηκε ότι έπρεπε να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή και όχι να βοηθήσει στις ανακρίσεις αιχμαλώτων και στη συγκέντρωση στοιχείων από τους Ιταλούς…


          Ο Ανδρέας Καραντώνης γράφει ότι τον συνάντησε ο Σαραντάρης τον Σεπτέμβριο του 1940 και του είπε «φεύγω, πάω φαντάρος», με πρόσωπο ήρεμο, χαμογελαστό και ολότελα σχεδόν αποπνευματωμένο. Ο Καραντώνης μελαγχολεί στη σκέψη ότι δεν θα τα βγάλει πέρα στην τραχύτητα της εμπόλεμης ζώνης και προσθέτει: «Κι όμως ακολούθησε καρτερικά τη μοίρα του, με τη συναίσθηση ότι δίνει και αυτός, όπως όλοι οι άλλοι, το “παρών” του στο κάλεσμα της Πατρίδας».


          Ο Θεμιστοκλής Πολιτάρχης διηγείται στην ποιήτρια Ολυμπία Καράγιωργα ότι στο μέτωπο και στον 3ο λόχο συνάντησε τον Σαραντάρη και μαζί προέλασαν στην Κλεισούρα και στην Τρεμπεσίνα. Κοντά στο χωριό Κιλαρίτσι είδε τον Σαραντάρη εξαντλημένο, χλωμό και αδύναμο. Γονάτισε για να του μιλήσει. Ο ποιητής του είπε: «Έχεις κάτι να μου δώσεις να φάω;». Είχε ένα κομμάτι ξερή κουραμάνα. Του το έδωσε. Ύστερα ο Σαραντάρης έβγαλε από την τσέπη του χαρτιά. Του τα έδειξε. Το ένα ήταν ιατρική γνωμάτευση, που τον έστελνε στο νοσοκομείο, στα Γιάννενα. Το άλλο ένα ποίημα που άρχιζε: «Εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής…». Του το χάρισε. Εκείνος τόχασε, όμως θυμόταν τον πρώτο στίχο…


          Ένας άλλος συστρατιώτης του Σαραντάρη, ο Γιώργος Πολιτάρχης,  θυμάται και λέγει στην Καράγιωργα ότι στο μέτωπο και σε ένα γείσωμα συνάντησε τον Σαραντάρη. Ήταν εξουθενωμένος. «Έχασα τα γυαλιά μου Γιώργη. Δεν βλέπω τίποτε, τίποτε…». Τον σήκωσε όρθιο, τον κράτησε, τον οδήγησε στο αντίσκηνό του, τούδωσε την κουβέρτα του και κάτι σύκα και ψωμί που τούχαν δώσει. Έφαγε και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξημέρωσε του είπε να φύγει και να τον αφήσει εκεί. Ο Πολιτάρχης δεν τον άκουσε. Όταν περνούσε από το μέρος εκείνο μια φάλαγγα τον παρέδωσε στον ανθυπολοχαγό…


          Ο Ελύτης όταν έμαθε τον θάνατο του Σαραντάρη σχολίασε πως ήταν «η μόνη και η πιο άδικη απώλεια πνευματικού ανθρώπου» και κατάγγειλε το επιστρατευτικό σύστημα για δολοφονία: «Κράτησε στα Γραφεία και τις Επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και ξαπόστειλε στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο, που μόλις στεκότανε στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της. Ήταν σχεδόν μια δολοφονία… Στο μέτωπο απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκομήσει… Περήφανος, μ’ ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή… Έτσι πέθανε ένας Έλληνας ποιητής, όταν οι συνάδελφοί του στη Δύση βλαστημούσανε το Θεό κι εμπιστεύονταν στη μαριχουάνα».-

https://www.antibaro.gr/article/28443

Το ΟΧΙ του ελληνικού λαού του 1940 ενοχλεί. Να καταργηθεί!

 Το ΟΧΙ του ελληνικού λαού του 1940 ενοχλεί. Να καταργηθεί!


Του Θ.Κ. 


Με πρόσχημα τους εορτασμούς για την απελευθέρωση της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής (12η Οκτωβρίου 1944) έχει οργανωθεί και συστηματοποιηθεί μία μεθοδευμένη και ενορχηστρωμένη, όπως αποδεικνύεται, προσπάθεια για την κατάργηση των εορτασμών για την 28η Οκτωβρίου και του ΟΧΙ του ελληνικού λαού στις ιταμές απαιτήσεις της φασιστικής Ιταλίας, της πρώτης νίκης στην Ευρώπη ενάντια στον φασιστικό-ναζιστικό Άξονα. Είναι προφανές ότι το πνεύμα της αντίστασης και του αγώνα και για ελευθερία, αξιοπρέπεια και εθνική ανεξαρτησία είναι άκρως ανεπιθύμητο, γι’ αυτό και φέτος ειδικά διαπιστώνουμε έναν εξόφθαλμο «υπερβάλλοντα ζήλο» και μία «ανεξήγητη» πρεμούρα για τους εορτασμούς για την απελευθέρωση της πρωτεύουσας. Είναι χαρακτηριστικό και ιδιαιτέρως ύποπτο ότι εδώ δεν γίνεται κάποιος εκτενής λόγος στο τι προηγήθηκε της απελευθέρωσης, με εμφανή την υποβάθμιση της αντίστασης του ελληνικού λαού από την πρώτη ήδη στιγμή της φασιστικής ιταλικής εισβολής και τον πολυαίμακτο αγώνα που έδωσε τότε η ελληνική νεολαία στα βουνά της Πίνδου, στον αέρα, στη θάλασσα (1940-41), αφού χιλιάδες νέοι έχασαν τη ζωή τους και χιλιάδες άλλοι θυσίασαν τη σωματική τους ακεραιότητα, κάτι που συνεχίστηκε βεβαίως και κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-44). Αποσιωπάται επίσης το δεύτερο ΟΧΙ του ελληνικού λαού στα σιδηρόφρακτα γερμανικά στρατεύματα που εισέβαλαν από την ελληνοβουλγαρική μεθόριο (6 Απριλίου 1941), το οποίο ειπώθηκε εκ νέου, παρόλο που ο αγώνας ήταν πλέον εντελώς άνισος και άρα χαμένος.


Υπάρχει μία μεγάλη γκάμα μέσων, από όπου γίνεται συστηματική και ενορχηστρωμένη προσπάθεια για να πεισθούμε ότι σημαντικότερη επέτειος είναι εκείνη της 12ης Οκτωβρίου 1944 και όχι εκείνη της 28η Οκτωβρίου 1940. Έτσι για παράδειγμα, σε χθεσινοβραδινή εκπομπή της ΕΡΤ με τον δημοσιογράφο Πάνο Χαρίτο και με προσκεκλημένους «έγκριτους» καθηγητές πανεπιστημίου, το «πόρισμα» το οποίο βγήκε προς τα έξω είναι ότι δεν θα πρέπει να εορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου, γιατί είναι τρόπον τινά «φασιστική», ενώ η 12η Οκτωβρίου 1944 και 18η Οκτωβρίου 1944 (ημέρα επιστροφής της ελληνικής κυβέρνησης στην Αθήνα) είναι σημαντικότερες ημερομηνίες, «πολιτικά ορθότερες», θα συμπληρώναμε. Άλλοι δε έχουν κάνει λόγο για την αναγκαιότητα ευθυγράμμισής μας με άλλες χώρες της Ευρώπης, όπου εορτάζεται το τέλος του πολέμου και η συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας (8/9 Μαΐου 1945). Εκπομπές πάντως αναλόγου περιεχομένου έγιναν και από το κρατικό ραδιόφωνο, όπου πάρθηκαν συνεντεύξεις από  κρατικούς αξιωματούχους που προπαγάνδιζαν το ίδιο θέμα.


Εμφάνιση forfree-exhibition10.jpg


Είναι δε αξιοσημείωτο ότι έχει συσταθεί ένα ολόκληρο οργανωτικό σχήμα με τίτλο “Η Αθήνα ελεύθερη. 12 Οκτωβρίου 1944», με ιστοσελίδα το: http://freeathens44.org, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του οποίου περιλαμβάνονται ποικίλες εορταστικές εκδηλώσεις υπό την ονομασία “Αθήνα ελεύθερη”: «Κεντρικός χώρος των φετινών εκδηλώσεων είναι το Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων «Μελίνα» (πρώην πιλοποιείο Πουλόπουλου) στο Θησείο, ενώ το σύνολο των δράσεων εκτυλίσσεται σε διάφορα σημεία της Αττικής, τα οποία είναι φορτισμένα με ιστορική σημασία». Μεταξύ των εκδηλώσεων «για την απελευθέρωση της Αθήνας», συγκαταλέγονται εκθέσεις εικαστικών καλλιτεχνών, εκθέσεις κόμιξ, προβολές ταινιών, ιστορικοί περίπατοι με ξεναγήσεις, έκθεση σπάνιου φωτογραφικού υλικού, συναυλίες γνωστών καλλιτεχνών, καθώς και αγώνας δρόμου από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου μέχρι το σκοπευτήριο Καισαριανής. Οι παραπάνω δράσεις τυγχάνουν της υποστήριξης σημαντικών δημοσίων φορέων και οργανισμών.


Μας είναι πάντως ιδιαιτέρως δύσκολο να πιστέψουμε ότι τα κίνητρα της ανάδειξης της 12ης Οκτωβρίου 1944 ως σημαντικότερης της 28ης Οκτωβρίου 1940 είναι ανιδιοτελής, πολλώ δε μάλλον πατριωτικά. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι: γιατί τέτοιος ζήλος, γιατί τέτοια πρεμούρα για τον εορτασμό της απελευθέρωσης της πρωτεύουσας και μάλιστα από ορισμένους ανθρώπους που κάθε άλλο παρά λάτρεις των εθνικών μας επετείων δείχνουν να είναι, φιγουράροντας ανάμεσα στους σημαντικότερους εκπροσώπους του εθνομηδενισμού;  (βλ. εδώ: https://vimeo.com/146035309).


Σημειώνεται πάντως ότι γίνονται εκπαιδευτικές δράσεις προς αυτήν την κατεύθυνση, υπό την αιγίδα του εν λόγω οργανισμού, με γενική συντονίστρια την δρ Εκπαίδευσης Ενηλίκων και Ιστορίας κα Βασιλική Σακκά, σχολική σύμβουλο ΠΕ02 Μεσσηνίας. Το δε Υπουργείο Παιδείας έχει διοργανώσει «εκπαιδευτικά» σεμινάρια, που στόχο έχουν -μεταξύ άλλων- να προαγάγουν την παραπάνω ιδεολογία, παρουσιάζοντάς την με επιστημονικό μανδύα, ως θέσφατο.


Είναι ενδεικτικό ότι οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Ανατολικής Αττικής, δάσκαλοι και νηπιαγωγοί, καλούνται να παρακολουθήσουν ομιλία της εν λόγω σχολικής συμβούλου, δίκην σεμιναρίου, με τίτλο: «Να γιορτάσουμε την απελευθέρωση και όχι την κήρυξη του πολέμου. Πώς προσεγγίζουμε τραυματικά και δύσκολα θέματα;» Επίσης, οι σχολικοί σύμβουλοι δείχνουν «υπερβάλλοντα ζήλο» στο να υπενθυμίσουν στους υφισταμένους τους εκπαιδευτικούς να μην ξεχάσουν να υλοποιήσουν δράσεις για την 12η Οκτωβρίου 1944 στα σχολεία τους. Εδώ το ίδιο το κράτος προπαγανδίζει στους δημοσίους υπαλλήλους του αυτό το ιδεολόγημα και μάλιστα στους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι και αποτελούν de facto «πολλαπλασιαστές ιδεών» μέσα στην κοινωνία, μέσω των μικρών παιδιών και των νεαρών μαθητών, των οποίων οι γονείς έχουν εμπιστευτεί την τυπική εκπαίδευσή τους στην πολιτεία. Το λειτούργημα λοιπόν του παιδαγωγού δέχεται σημαντικά πλήγματα, δεδομένου ότι χρησιμοποιείται ως όχημα για την πραγμάτωση σκοπών που πόρρω απέχουν από εκείνους για τους οποίους έχει ταχθεί να υπηρετήσει. Το δυστύχημα είναι ότι στην πραγματικότητα οι εκπαιδευτικοί υποχρεούνται να συμμορφωθούν, να αποδεχτούν και να διαδώσουν στην κοινωνία τα θέσφατα της εθνομηδενιστικής ιδεολογίας, μέσα από προπαγανδιστικούς μηχανισμούς που έχουν το προκάλυμμα του «επιμορφωτικού» σεμιναρίου. Είναι εξάλλου κοινό μυστικό ότι όσοι εκπαιδευτικοί επιδεικνύουν ζήλο στο να είναι ακόλουθοι της προϊσταμένης τους αρχής και στο να προωθούν την «πολιτική ορθότητα» έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης και ανέλιξης συγκριτικά με όσους αντιστέκονται σε όλα αυτά τα διαλυτικά φαινόμενα που μαστίζουν τη δημόσια εκπαίδευση, ευρισκόμενοι μάλιστα πλέον υπό τη δαμόκλειο σπάθη της απόλυσης.


Αυτό βεβαίως το φαινόμενο μας θυμίζει άλλες εποχές, όπου οι προκάτοχοι των σημερινών σχολικών συμβούλων, οι επιθεωρητές της Χούντας, τρομοκρατούσαν ιδεολογικά τους εκπαιδευτικούς, υποχρεώνοντάς τους να κάνουν ομιλίες για «τα επιτεύγματα της εθνοσωτηρίου Επαναστάσεως», ενώ, όπως λέγεται, η στάση της Επταετίας ως προς τον εορτασμό του ΟΧΙ ήταν έως έναν βαθμό παρόμοια με εκείνη της σημερινής κυβέρνησης, εφόσον τόνιζε τον εορτασμό της 12ης Οκτωβρίου, όταν μάλιστα το έπος του 1940 ήταν ακόμη νωπό στις μνήμες των ανθρώπων, χωρίς πάντως να καταργήσει τη αργία της 28ης Οκτωβρίου.


Σήμερα, μία επέτειος που θεσπίστηκε από «τα κάτω» (τουλάχιστον από το 1944, εάν όχι από τη διάρκεια της Κατοχής, το 1943), η επέτειος του ΟΧΙ υπονομεύεται ενορχηστρωμένα «από τα πάνω», δήθεν με το να δώσουμε βάρος στην «ειρήνη» και την «απελευθέρωση», έννοιες οι οποίες δεν είναι απολύτως σαφές το πως προέκυψαν, εφόσον το τι προηγήθηκε της απελευθέρωσης αποσιωπάται ή υποβαθμίζεται. Με δόλιο λοιπόν τρόπο -δήθεν για να εορτάσουμε ένα πέρα για πέρα χαρμόσυνο και τόσο σημαντικό γεγονός- το αντιστασιακό πνεύμα του ΟΧΙ βαπτίζεται εμμέσως πλην σαφώς «φιλοπόλεμο» και «μιλιταριστικό», με παράλληλη την επίκληση του αποικιακού δόγματος ότι πρέπει επιτέλους να γίνουμε “Ευρωπαίοι”».


Εμείς όμως οι Έλληνες, με τη μακραίωνη αντιστασιακή παράδοση, έχουμε μάθει να μνημονεύουμε όχι τις νίκες και τις επιτυχίες μας, αλλά τις στιγμές εκείνες της ιστορίας που αποφασίσαμε να αντισταθούμε και να αγωνιστούμε.. Το ΟΧΙ λοιπόν ενοχλεί.. όπως και οι λέξεις ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ. Ποιούς όμως και γιατί; Αυτό θα πρέπει να αναρωτηθούμε…


Υ.Γ.: Στο στόχαστρο των ιδίων κύκλων φαίνεται ότι έχει τεθεί και η 25η Μαρτίου 1821. Είναι «αδιανόητο» να εορτάζουμε μία «φιλοπόλεμη» επέτειο, όπου ο υπόδουλος ελληνικός λαός αγωνίστηκε σε έναν άνισο αγώνα και θυσίασε χιλιάδες από τα παιδιά του, μη γνωρίζοντας αν θα νικήσει ή θα συντριβεί, έχοντας το σύνθημα το ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ. Χώρια που η 25η Μαρτίου είναι -όχι τυχαία- και θρησκευτική εορτή, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, άρα πολιτικά «μη ορθή». Απεναντίας, θα πρέπει να εορτάζουμε ως «Ευρωπαίοι» την ημερομηνία ιδρύσεως του Κράτους (Πρωτόκολλο του Λονδίνου, 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830). Αυτό βεβαίως μας θυμίζει την εποχή της Βαυαροκρατίας, όπου ορίστηκε άνωθεν ως εθνική μας επέτειος, όχι η έναρξη του αγώνα για απελευθέρωση, αλλά η έλευση και ανάρρηση στον θρόνο του Όθωνα (25 Ιανουαρίου 1833). Με παρόμοιες λοιπόν λογικές σήμερα κάποιοι κύκλοι επιδιώκουν να «εκσυγχρονίσουν» τον λαό μας, με τον μανδύα της δυτικοφροσύνης, της «Αριστεράς» και της «προόδου». Η απάντηση που αρμόζει από την πλευρά μας είναι ένα νέο ΟΧΙ στη νέα αυτή μορφή ιδεολογικής αποικιοκρατίας, η οποία συνδέεται με την αντίστοιχη οικονομική, και ένα ΝΑΙ στον αγώνα για δημοκρατία, εθνική ανεξαρτησία, ελευθερία, αξιοπρέπεια.

https://ardin-rixi.gr/archives/201079

Η ιαχή “αέρα” αποδεικνύει τη συνέχεια του ελληνισμού

 Του Κωνσταντίνου Χολέβα – Πολιτικού Επιστήμονα από το  defencepoint.gr


Η διαχρονική συνέχεια του Ελληνισμού, οι αξίες και τα ιδανικά αιώνων, ήταν η πηγή έμπνευσης των παππούδων μας και των γονέων μας, όταν είπαν το πανεθνικό ΟΧΙ στον Μουσσσολίνι και όταν νικούσαν τους Ιταλούς στα βουνά της Βορείου Ηπείρου. Η Αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο και το 1821 ήταν η ανεξάντλητη δεξαμενή που έδινε θάρρος στους λίγους να πολεμούν και να νικούν τους πολλούς.


Το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940 είναι η φυσιολογική συνέχεια του «Μολών Λαβέ» πού απήντησε ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες και της αρνητικής απάντησης που έδωσε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στον Μωάμεθ τον Πορθητή: «Πάντες γαρ αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».


Ο Όρκος των Αρχαίων Αθηναίων Εφήβων είναι παρών μέσα στο μήνυμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσάνθου (του από Τραπεζούντος) την 28η Οκτωβρίου 1940: «Η Εκκλησία ευλογεί όπλα τα ιερά» έγραψε ο Θρακιώτης Αρχιεπίσκοπος. «Ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά» διαβεβαίωναν οι Έφηβοι της Αρχαίας Αθήνας.


Ο Ελληνισμός του Βυζαντίου / Ρωμανίας χαρίζει στους Έλληνες του 1940 την πολεμική ιαχή ΑΗΡ! Όπως εξηγεί η διάσημη Βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, οι Βυζαντινοί στρατιώτες έκαναν επιθέσεις με την ιαχή ΑΗΡ, που σημαίνει αέρας. Ακριβώς με την ίδια ιαχή, ΑΕΡΑ, έδιωχναν οι φαντάροι μας τους Ιταλούς και τους απωθούσαν προς τη θάλασσα.


Τους Βυζαντινούς στρατιώτες θυμήθηκε το 1940 και ο σπουδαίος λογοτέχνης μας, Στρατής Μυριβήλης. Όταν πήγε στο μέτωπο και είδε σχεδόν όλους τους Έλληνες φαντάρους να έχουν στο στήθος τους ή στο αντίσκηνό τους την εικόνα της Παναγίας, της Υπερμάχου Στρατηγού, έγραψε χαρακτηριστικά: «Σαν να ήταν όχι πολεμιστές του Γεωργίου του Β΄, αλλά του Τσιμισκή, του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου ή του τελευταίου Παλαιολόγου».


Η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821 δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τις πηγές ενθουσιασμού των αγωνιζομένων Ελλήνων. Την θύμισε ο εθνικός ποιητής Κωστής Παλαμάς με τα υπέροχα λόγια του, από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η ιταμή επίθεση της Φασιστικής Ιταλίας:


Τούτο τον λόγο θα σας πω


Δεν έχω άλλο κανένα:


Μεθύστε με τ’ αθάνατο


Κρασί του Εικοσιένα!


Οι συνθήκες αλλάζουν, η ψυχή των Ελλήνων δεν αλλάζει. Ας εμπνευσθούμε και σήμερα από τη διαχρονική συνέχεια του Ελληνισμού και από τα ιδανικά των προγόνων μας. Ας πούμε ΟΧΙ στην προπαγάνδα των εθνο-αποδομητών. Ας φωνάξουμε ΟΧΙ στον νέο Οθωμανισμό του Ερντογάν!


Η 28η Οκτωβρίου 1940 μάς δείχνει τον δρόμο!

Κωνσταντίνος Χολέβας

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Πόσο αντιστάθηκαν στον Ναζισμό και τον Φασισμό οι Ευρωπαϊκές χώρες;

 "Χάριν της ιστορικής αληθείας οφείλω να διαπιστώσω ότι μόνον οι Έλληνες, εξ όλων των αντιπάλων οι οποίοι με αντιμετώπισαν, πολέμησαν με παράτολμον θάρρος και υψίστην περιφρόνησιν προς τον θάνατον…"

                                                                                     Χίτλερ


(από λόγο πού εκφώνησε στις 10/5/1941)


Για να μάθουμε εμείς και τα παιδιά μας:


Ελλάδα: 219 ημέρες.

Νορβηγία: 61 ημέρες.

Γαλλία: 43 ημέρες. [Η υπερδύναμη της εποχής]

Πολωνία: 30 ημέρες.

Βέλγιο: 18 ημέρες.

Ολλανδία: 4 ημέρες.

Γιουγκοσλαβία: 3 ημέρες.

Δανία: 0 μέρες. Οι Δανοί παραδόθηκαν σε έναν μοτοσικλετιστή του Χίτλερ ο οποίος μετέφερε στον Δανό βασιλιά αίτηση του Χίτλερ για διέλευση των ναζιστικών στρατευμάτων, ο Δανός βασιλιάς σε ένδειξη υποταγής παρέδωσε το στέμμα του στον μοτοσικλετιστή για να το πάει στο Βερολίνο και στον Χίτλερ!!

Τσεχοσλοβακία: 0 ημέρες.

Αλβανία: 0 ημέρες.

Λουξεμβούργο: 0 ημέρες.

...............

πολύ περισσότερα στο Χαμομηλάκι

Τα παιδιά βρίσκουν πολλά στο τίποτα. Οι μεγάλοι δεν βρίσκουν τίποτα στα πολλά.

 Πέμπτη, 29 Οκτωβρίου 2020


Γράφει η Άννα Παππά – Δασκάλα, συγγραφέας


Το παιχνίδι είναι ο δεύτερος ήλιος για το παιδί.


Ο Πλάτων είπε ότι τα παιδιά ανακαλύπτουν περισσότερα σε μία ώρα παιχνιδιού παρά σε έναν χρόνο συζήτησης.


Είπε ακόμη ότι η δημιουργία στο παιχνίδι είναι από μόνη της δημιουργία αμέτρητων άλλων ιδεών.


Σήμερα θα λέγαμε ότι, μέσα από το παιχνίδι, το παιδί συγκροτεί τη γνώση του γιατί έχει την ευκαιρία και τη δυνατότητα, παίζοντας, να ενεργήσει και να τροποποιήσει την πραγματικότητα, και, μάλιστα, χωρίς να έχει την ανάγκη κανενός δασκάλου.


Παιδί, παιδεία, παιχνίδι. Είναι σαφής η ίδια ρίζα που συνδέει αυτές τις τρεις λέξεις, δηλαδή τον άνθρωπο, τον πολιτισμό, τη δημιουργική έκφραση.


Ο άνθρωπος έφτιαξε τον πολιτισμό του κυριολεκτικά παίζοντας. Ναι, παίζοντας, αλλά παίζοντας με τι;


Σήμερα, σε μία εποχή εκρήξεων γνώσης, που μοιάζει πολύ, στο βάθος, με αυτό που έγινε στη φυσική, όταν άρχισαν να εντοπίζονται τα πρώτα στοιχειώδη σωματίδια, πώς μπορεί το παιδί να εντοπίσει τα στοιχειώδη σωματίδια του δικού του πνευματικού κόσμου;


Πού μπορεί να ψάξει για τα στοιχειώδη αυτά σωματίδια; Πού θα τα βρει;


Θα τα βρει στον κόσμο των γονέων ή μήπως στον κόσμο των δασκάλων;


Πώς θα τα βρει εκεί, όταν γονείς και δάσκαλοι, αντί να κατανοήσουν τον κόσμο του παιδιού, προσφέρουν στο παιδί τον δικό τους κόσμο;


Μπορεί, με βεβαιότητα, να τα βρει στον αγαπημένο του χώρο, που είναι το παιχνίδι.


Το παιχνίδι, ακόμη και το πιο αστείο παιχνίδι, έχει κανόνες που τηρούνται με πλήρη σοβαρότητα. Τηρούνται γιατί είναι κανόνες που τέθηκαν από τα ίδια.


Τα παιδιά αρέσκονται στην εφαρμογή κανόνων πού θέτουν τα ίδια, και δυσφορούν σε κανόνες που θέτουν οι ενήλικες.


Θέτουν κανόνες γιατί, από ένστικτο διαισθάνονται ότι η μεγάλη ελευθερία καταντά δουλεία. Και θέτουν κανόνες που έχουν ως πυρήνα την αμοιβαία κατανόηση, χωρίς την οποία δεν υπάρχει παιχνίδι.


Όλα τα ομαδικά παιχνίδια, τόσο τα ανταγωνιστικά, όσο και τα ψυχαγωγικά, έχουν κανόνες.


Κανόνες έχουν και τα ατομικά παιχνίδια, ακόμη και τα αυτοσχέδια.


Το παιχνίδι με την κούκλα, για παράδειγμα, είναι ένα παιχνίδι επικοινωνίας, σεβασμού, φροντίδας, φιλίας, αγάπης, αφοσίωσης. Και είναι ένα απλό παιχνίδι.


Όμως, ο γρήγορος τρόπος ζωής και οι αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία της οικογένειας έφεραν αλλαγές στα παιχνίδια και στον τρόπο που παίζουν τα παιδιά.


Το παιγνίδι κατάντησε πολύπλοκο και πήρε χαρακτήρα απασχόλησης και καθήλωσης του παιδιού.


Ελέγχεται από τους ενήλικες. Τα παιδιά χάνουν τα οφέλη που προσφέρει, ιδιαίτερα στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, δημιουργικότητας, ηγεσίας στον εαυτό τους ή σε ομάδα.


Είναι πλέον παιχνίδι – πηγή στρες, άγχους και δημιουργός κατάθλιψης.


Είναι παιχνίδι – φύλακας και δεσμοφύλακας. Και είναι πολύπλοκο για να κρατάει ώρα, ώρες. Για να προκαλεί εθισμό για να προκαλεί έμμονες ιδέες, για να προκαλεί καθήλωση και παχυσαρκία. Για να έχει ο γονιός το κεφάλι του ήσυχο.


Για να έχει το κεφάλι του ήσυχο αγοράζει παιχνίδια πολύπλοκα. Αγοράζει κονσόλες και χειριστήρια. Αγοράζει σωματικές και ψυχικές χειροπέδες. Αγνοεί ότι τα παιδιά δεν τα χρειάζονται. Αγνοεί ότι είναι βλαπτικά.


Αγνοεί ότι τα παιδιά αρέσκονται στα απλά. Στα πολύ απλά, στα αυτοσχέδια.


Αγνοεί ότι τα παιδιά βρίσκουν πολλά στο τίποτα και ότι οι μεγάλοι δεν βρίσκουν τίποτα στα πολλά.

https://thesecretrealtruth.blogspot.com/2020/10/blog-post_4954.html

ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΗΝΩΝ

 Η προκλητική και αναίτια απαγόρευση των παρελάσεων και των πατριωτικών εκδηλώσεων της σημερινής

εθνικής επετείου του Αλβανικού έπους, με ΦΕΚ της 26/10/20, αποτελεί πρόκριμα και του τι θα συμβεί

στην μεγάλη επέτειο των 200 χρόνων ελευθερίας μας από τον Τουρκικό ζυγό.

Γι αυτό και είναι θέμα απολύτως συνυφασμένο με τον σκοπό που υπηρετεί η ΤΙΜΗ ΣΤΟ ’21 και γι’ αυτό οδηγεί σε συναγερμό των πατριωτικών δυνάμεων, μέσα κι έξω από την Ελλάδα ).

Ο ΕΘΝΟΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΩΡΙΝΟΣ ΕΧΘΡΟΣ.

ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ !!


Η Επιτροπή μας, την οποία κοσμούν εξαίρετοι Ελληνίδες και Έλληνες πατριώτες, δεν μπορεί να επιτρέψει στον επιχειρούμενο εθνομηδενισμό, να διαστρέψει ή να ακυρώσει το νόημα και την παρακαταθήκη που έχουν αφήσει οι εθνικοί αγώνες των Ελλήνων.


Επειδή οι εθνομηδενιστές είναι μεν μικρή μειοψηφία στην κοινωνία μας, αλλά διαθέτουν τα μέσα της μεγάλης προπαγάνδας, θα ηττηθούν μόνο με τη μεγάλη συσπείρωση των πατριωτικών δυνάμεων σε έναν (όχι  κομματικό) φορέα πατριωτισμού, όπως η συγκυρία το έφερε να υπάρχει ήδη και είναι η Επιτροπή ΤΙΜΗ ΣΤΟ ’21, με ήδη υπάρχουσα “μαγιά” 30.000 φίλων της.


Τώρα, που η Ελληνική κοινωνία μπαίνει σε μεγάλες δοκιμασίες που θα διαμορφώσουν το μέλλον της, είναι η κατάλληλη ώρα οι Έλληνες πατριώτες να γίνουμε η πλειοψηφία της κοινωνίας, ώστε να την προστατεύσουμε από το καρκίνωμα του εθνομηδενισμού που την τρώει από μέσα.


Όσοι συμφωνείτε στην ανάγκη αυτής της συσπείρωσης:

1ον) στείλτε μέηλ στο timisto21@gmail.com γράφοντας και τον τόπο διαμονής σας

2ον) κοινοποιείστε το παρόν όσο δυνατά μπορείτε

3ον) φωτοτυπήστε το κειμενάκι αυτό και μοιράστε το στο περιβάλλον σας.

https://timisto1821.gr/προσκλητηριο-ελληνων/

«Είμαστε τα παιδιά της Παναγίας»

 Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός.



Την 1η Φεβρουαρίου 1941, δημοσιεύτηκε διάλογος συντάκτου του περιοδικού «ΖΩΗ» με τραυματίες πολέμου μες στο θάλαμο νοσοκομείου:


«Εκεί πάνω, κύριε, έχουμε γίνει άλλοι άνθρωποι. Να το ξέρετε. Να το λέτε παντού. Είμαστε τα παιδιά της Παναγίας. Η Μεγαλόχαρη είναι μάνα και προστάτιδά μας».


«Με βλέπετε, μας λέει ένας νεαρός τραυματίας πολεμιστής, από το αντικρινό κρεβάτι. Εγώ δεν ήμουν θρήσκος. Δεν πίστευα σε θαύματα. Η γριά μάνα μου θυμιάτιζε τα βραδάκια το εικόνισμα της Παναγίας κι εγώ μέσα μου την κορόιδευα. Αλλά τώρα, αν μου τα πει άλλος αυτά, θα τον θεωρήσω εχθρό μου.


Σας μιλάω ίσια. Αυτά που είδα εκεί πάνω στην Αλβανία, δεν είναι ένα θαύμα, είναι χίλια θαύματα. Κάθε ύψωμα που παίρνουμε, είναι ένα θαύμα. Κάθε μάχη, κάθε εξόρμηση δική μας, ένα θαύμα. Κάθε μέρα πολέμου που περνά, ένα μεγάλο θαύμα. Ο Θεός είναι μαζί μας…». (Μερόπη Σπυροπούλου, «Στην εποποιϊα του β1940-41. Με πίστη», εκδ. «Αρχονταρίκι»).


Ναι ήταν θαύμα το Σαράντα. Η Αγία Σκέπη της Θεοτόκου. «Ε! λέγανε οι ξένοι άνθρωποι που βλέπανε τα γινόμενα, τια θα κάμει τόσο μικρός λαός με τόσον μεγάλο αντίπαλο; Θα γονατίσει σε μια μέρα!». Έτσι λένε και σήμερα. Και το λένε και «δικοί μας», οι παραλυμένοι και μπουχτισμένοι από την καλοπέραση σύμβουλοι και παρασύμβουλοι της ηγεσίας. Το διαλαλούν και τα συφοριασμένα κανάλια της αφιλοπατρίας και της εκκλησιομαχίας.


Τότε ο λαός πίστευε πως θα τον βοηθήσει η προσβεβλημένη Παναγία. Η Μεγαλόχαρη, που ύπουλα και άνανδρα την ημέρα που οι ταπεινοί και οι καταφρονεμένοι την προσκυνούσαν στην Τήνο, στο κόσμημα του Αιγαίου, οι εχθροί την περιφρονούσαν.


«Καλά περιμένετε να δείτε. Περιμένετε ύστερα από έναν μήνα, τα Εισόδια της Θεοτόκου», έλεγαν οι μάνες των στρατιωτών. Την ημέρα εκείνη, στις 21 Νοεμβρίου του 1940,  ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει την Κορυτσά. Μάνες-Μπουμπουλίνες. έλεγε η αθάνατη καπετάνισσα του Αιγαίου:


«Έχασα τον σύζυγό μου. Ευλογητός ο Θεός!


Ο μεγαλύτερος γιος μου σκοτώθηκε με το όπλο στο χέρι. Ευλογητός ο Θεός!


Ο δεύτερος γιος μου, δεκατετραετής την ηλικία, μάχεται μαζί με τους Έλληνες και πιθανώς να βρει ένδοξο θάνατο. Ευλογητός ο Θεός!


Υπό την σκιά του Σταυρού θα χυθεί επίσης το αίμα μου. Ευλογητός ο Θεός! Αλλά θα νικήσουμε ή θα παύσουμε να ζούμε. Θα έχουμε όμως την παρηγοριά ότι δεν αφήσαμε πίσω μας δούλους Έλληνες».


Στην τότε εφημερίδα «Πρωϊα», δημοσιεύτηκε μια επιστολή, μάνας χήρας από τα Μέγαρα, που μόλις είχε λάβει τον πολεμικό σταυρό ανδρείας του σκοτωμένου γιού της. Έγραφε η νέα Μπουμπουλίνα:


«Ο Δημητρός μου, ο μοναχογιός μου, προστάτης των τριών κοριτσιών μου, έπεσε υπέρ Πίστεως και Πατρίδος. Χαλάλι της πατρίδος ο Δημητρός μου. Ας ήταν να πέθαινα κι εγώ πολεμώντας μαζί του. Ζήτω η Ελλάς».


Ζούμε στιγμές που λίγο διαφέρουν από την προ της 28ης του ’40 εποχή. Και πάλι δίπλα μας ένας άφρων δικτάτορας, ένα φιλοπόλεμο ουτιδανό σκουπίδι της ιστορίας, που είναι ικανό να βυθίσει στα σκοτάδια του, την ταραγμένη περιοχή μας. Περισσότερο από άλλη φορά απαιτείται ομοψυχία, να μας «πιάσει το… ελληνικό μας».


  «Κάποτε μια μέρα συζητούσαν δύο απλοί άνθρωποι-δύο ψαράδες ήταν-για την πίεση που ασκούν οι μεγάλες δυνάμεις πάνω στην πολιτική ζωή του τόπου για τα συμφέροντα τους, ο ένας ξεστόμισε μια φράση που με ξάφνιασε. Είπε οργισμένος: -Αν μας πιάσει καμμιά μέρα το ελληνικό μας;».  (Σ. Μυριβήλης, περ. «ΓΝΩΣΕΙΣ» 1959 τ. 14).  Μακάρι να μας πιάσει το ελληνικό μας, γιατί έρχεται αυτό που έγραψε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στον Κολοκοτρώνη, όταν στην αρχή της Εθνικής Επανάστασης ερίζουν οι καπεταναίοι για τα πρωτεία και η δολερή διχόνοια χαμογελούσε «καθενός» με το σκήπτρο της. «Σας στέλνω τον Δράμαλη (σήμερα τον Ερντογάν), με 30.000 ασκέρι για να μονοιάσετε»… Το 1940 μας έπιασε το ελληνικό μας. Τιμούμε σήμερα ήρωες. Και όπως μας κανοναρχεί η αγία μας Εκκλησία, να παραλλάξω λίγο την φράση, «τιμή ήρωος, μίμησις ήρωος». Να κλείσω με ένα κείμενο που μοσχοβολά Ελλάδα και ομόνοια. Μας έρχεται από τα μεγάλα χρόνια:


«Είμαστε πια στον Απρίλη του 1941. Η άνοιξη αγνοούσε τα έργα των ανθρώπων και είχε φτάσει στην Αθήνα με όλο το φώς της, με τα δυνατά της χρώματα, με το ελαφρό αεράκι της, με όλη την εγκαρδιότητά της. Έλαμπε ο κεντρικός αθηναϊκός δρόμος. Μόνο που ενώ εβούιζε από κίνηση, έμοιαζε σαν άδειος. Έλειπε η μισή, για να μην πω, η καλύτερη Ελλάδα: έλειπε η ελληνική νεότητα. Μα να που ο δρόμος γέμισε πάλι, και η μισή Ελλάδα έγινε πάλι ολόκληρη. Μέσα σε μια στιγμή, μέσα σε μιαν απλή κίνηση, μέσα σε μία αυθόρμητη συνεργασία. Στο αντικρινό πεζοδρόμιο, κατέβαινε ένας τραυματίας. Η στολή του τσαλακωμένη, το μελαχροινό πρόσωπό του σκοτεινό από την ταλαιπωρία και την αγωνία, αλλά το πανί, που κράταγε το πονεμένο και βαρύ από δόξα δεξί του χέρι, καθαρό και κατάλευκο. Το βήμα του, σταθερό κ’ αισιόδοξο, μπερδεύτηκε μία στιγμή. Έσκυψε, είδε και τραβήχτηκε στην άκρη του πεζοδρομίου. Είχαν λυθή τα κορδόνια της μίας αρβύλας του. Πλησίασε σ’ ένα πεζούλι, έβαλε το πόδι του απάνω κ’ έσκυψε. Τότε όμως άρχισε μια προσπάθεια που παραμέρισε και την άνοιξη και κάθε ψευδαίσθηση. Για να δεθούν τα λυμένα του κορδόνια, χρειάζονται δύο χέρια γερά. Προπάντων το δεξί, με τα επιτήδεια δάχτυλά του. Μα αυτό ίσα-ίσα το χέρι κρεμόταν βαρύ και τιμημένο. Και η προσπάθεια έπρεπε να γίνει μ’ ένα χέρι και μάλιστα με τ’ αριστερό. Άρχισε, λοιπόν, αλλά δεν κράτησε πολύ. Την είδαν πολλοί, μα πιο κοντά της έτυχε ένας ψηλός γέροντας, με πρόσωπο πλαισιωμένο από μικρή άσπρη γενειάδα, ολόισιος σαν λαμπάδα κι αξιοπρεπής σαν ελληνική υπερηφάνεια, καλοντυμένος μα κι αυστηρός στην εμφάνιση. Ένας γνωστός άρχοντας, παλιό αθηναϊκό σπίτι, με πλούτη και με όνομα μεγάλο. Κι ο ψηλός γέροντας δεν είδε μόνο πρώτος, μα και πρόφτασε να τρέξη πρώτος κοντά στην προσπάθεια που γινόταν απάνω από την αρβύλα με τα λυμένα κορδόνια. Μ’ ένα γρήγορο βήμα, βρέθηκε πλάι στο σκυμμένο τραυματία, έβγαλε τα κίτρινα γάντια του, έσκυψε κι αυτός, σχεδόν γονάτισε, κ’ έκαμε ό,τι δεν μπορούσε να κάμη το πονεμένο χέρι. Όταν ο γέροντας τελείωσε τη μικρή εξυπηρέτηση και ύψωσε το ανάστημά του, ο νέος πολεμιστής τον κοίταξε στα μάτια και δεν ήξερε τι να του πη, πώς να τον ευχαριστήση. Δεν βρήκε τα λόγια που ήθελε, όπως δεν τάβρισκε κανένας εκείνη τη στιγμή, κ’ έκανε κάτι πιο εύγλωττο: πήρε το δεξί χέρι του γέροντα, έσκυψε και το φίλησε. Είχαν σταθή και μερικοί άλλοι μαζί μ’ εμένα κ’ έμεναν σαστισμένοι. Έβλεπαν και δεν πίστευαν. Έβλεπαν κ’ ένιωθαν να δυναμώνη, να κυριαρχή μέσα τους ο νέος άνθρωπος που γεννήθηκε σε όλες τις ελληνικές συνειδήσεις τους μήνες εκείνους. Όλ’ η Ελλάδα σε μιάν απλή σκηνή! Εκεί κι ο μεγάλος πατριωτισμός, εκεί κι ο βαθύς σεβασμός, εκεί και η σιδερένια κοινωνική αλληλεγγύη.

Έτσι εζήσαμε τη μεγάλη εκείνη εποχή, το κρίσιμο εκείνο ορόσημο του εθνικού μας βίου: Όλοι μαζί οι Έλληνες. Ο ένας κοντά, πολύ κοντά στον άλλο, το ένα χέρι στ’ άλλο χέρι και η μία καρδιά πλάι στην άλλη καρδιά».

(Από το βιβλίο «Πανηγυρικοί λόγοι ακαδημαϊκών, 28η Οκτ 1940», επιμέλεια Π. Χάρης, σελ. 482-483. Ομιλητής, το 1969, είναι ο Πέτρος Χάρης).


Δημήτρης Νατσιός


δάσκαλος-Κιλκίς

https://www.antibaro.gr/article/28441

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

"Φόνισσα και διαβολογυναίκα, δεν ήρθες γιατί έκανες φόνους αλλά γιατί είχες εφιάλτες"

 Θα σας πω όμως μια ιστορία για μια μαμή, πώς σώθηκε επί των παιδικών μου ημερών. Τρείς γυναίκες το 1938, ξεκίνησαν για εξομολόγηση, στον όσιο Γεώργιο Καρσλίδη, που ασκήτευε στη Σίψα της Δράμας. Έξω απ’ τη Δράμα δέκα χιλιόμετρα. Ο Άγιος που είχε μεταξύ των πολλών χαρισμάτων, το προορατικόν, το προφητικόν και τα λοιπά, αυτός ο Άγιος λοιπόν, - μικρό είναι το εκκλησάκι του, όσοι έχετε πάει στη Σίψα...

το έχετε δει το εκκλησάκι πόσο μικρό είναι και πόσο το κελάκι του, ύστερα κατόπιν οι μοναχές το μεγάλωσαν λιγάκι, αλλά το πρώτο και το παλιό ήτανε πολύ μικρό,- βγήκε μπροστά στην πόρτα, και όταν οι γυναίκες έφτασαν περίπου στα είκοσι μέτρα τις σταμάτησε.


Εεπ, σταθείτε εκεί, (εδώ δηλαδή στην πόρτα). Για σταθείτε. Στάθηκαν οι καημένες, δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Από μακριά τις έλεγε τις αμαρτίες τους. Και αποκάλυπτε ακόμα και τι είχαν κρυμμένα μέσα στις τσέπες τους. Δεν έβλεπε μόνο τις καρδιές. Έβλεπε και τις άκρες εδώ των ρούχων τους στη γωνία εδώ, σ’ αυτή τη γωνία, τι κρύβανε.


Πούχαν πάρει απ’ τους χοτζάδες τις Κομοτηνής. Απευθύνεται λοιπόν σε αυτήν που ήταν αριστερά και της λέει, «Εσύ κυρά Μαριώ, είσαι αθεόφοβη, δεν έχεις καθόλου φόβον Θεού, γιατί; γιατί τα χέρια σου είναι ματωμένα. Είσαι μαμή αλλά και φόνισσα. Καθαρά πράματα, ξεκάθαρα. Σκοτώνεις τα μωρά στις κοιλιές των εγκύων γυναικών, των μανάδων που δεν είναι μάνες, και συ είσαι μια διαβολογυναίκα, και ήρθες εδώ με την παρέα τρέμοντας απ’ το φόβο σου, να σου διαβάσω μια ευχή, για να σου φύγουν οι εφιάλτες.


Γι’ αυτό ήλθες! Δεν ήρθες γιατί έκανες φόνους, αλλά γιατί είχες εφιάλτες. Και δεν μπορούσες να κοιμηθείς! Βλέπεις μωρά στον ύπνο σου διαρκώς, να θέλουν να σου βγάλουν τα μάτια. Και σου λένε, γιατί κακούργα μας σκότωσες; Γιατί; Και πετάγεσαι πάνω τρομαγμένη, και πηγαίνεις ύστερα στο γιατρό, για να του ζητήσεις τα τότε εκείνης της εποχής ψυχοφάρμακα.


Για να σου διαβάσω λοιπόν εγώ ευχή, πρέπει να εξομολογηθείς πρώτα, και ύστερα από σήμερα, πρώτον, δεν θα ξεγεννήσεις με σκοπό τον φόνον του εμβρύου. Δεν θα το δεχτείς ποτέ! Αλλιώς στον πρώτο φόνο που θα κάνεις θα πεθάνεις αμέσως, την ίδια ώρα. Που να τολμήσει ξανά να κάνει τέτοιο πράγμα!- Δεύτερον, Δεν θα ξαναδώσεις δηλητηριώδη φυτά, αυτό που λέει και ο όρκος του Ιπποκράτη, δεν ξέρω αν έχουμε κανένα γιατρό εδώ, θα του δώσω φθόριον, λέει, για να κάνει η γυναίκα αποβολή.


Τρίτον, θα ξεγεννάς κανονικά, και τα λεφτά που θα σου δίνουν θα τα δίνεις όλα μέχρι δεκάρας, στο γηροκομείο της Δράμας. Τέταρτον, θα εξομολογηθείς ύστερα από τρείς μήνες εδώ, αφού προηγουμένως προετοιμαστείς σωστά. Πέμπτον, δεν θα κοινωνήσεις παρά μόνον μία φορά στη ζωή σου, και αυτή θα είναι η τελευταία εβδομάδα της ζωής σου πάνω στη γη. Τρομαγμένη αυτή, είχε πέσει, κόντεψε να λιποθυμήσει, είχε πέσει και κάτω, λέει «και πώς θα ξέρω η άμοιρη, τούπαν και οι άλλες, πώς θα ξέρει λέει, ποια είναι η τελευταία εβδομάδα της ζωής; Δεν θα αρρωστήσεις ποτέ, απάντησε ο άγιος, παρά μόνον μία φορά, και θα σε πάνε στο νοσοκομείο της Δράμας.


Αυτή η εβδομάδα που θα μείνεις θα είναι και η τελευταία της ζωής σου, τότε θα ζητήσεις τη Θεία Κοινωνία, για να την πάρεις ως εφόδιο για την άλλη ζωή, και ο Θεός να σε συγχωρέσει. Αυτός είναι ο κανόνας σου και αλίμονό σου αν δεν τον τηρήσεις. Έτσι και έγιναν σύμφωνα με τις μαρτυρίες αυτόπτων μαρτύρων, όπως εμένα μου τις διηγήθηκαν τώρα.


Θυμάστε, που το περιγράφει το βιβλίο, όσοι έχετε διαβάσει την ζωήν και τον βίον του Αγίου Γεωργίου του Καρσλίδη, του νέου αυτού ομολογητού, που ’πε σε μια δασκάλα πού ’κανε μία έκτρωση, μία, πρέπει να αρχίσω να την βάζω και γώ αυτή την τιμωρία, αυτό τον κανόνα μάλλον, ξέρετε τι την έκανε, το ξέρετε ε; της είπε επί τρία καλοκαίρια, θα ντύνεσαι σα τσιγκάνα, με βρώμικα ρούχα και μπογιές πασαλειμμένη στο πρόσωπο και στα χέρια, θα ζητιανεύεις αυτά τα τρία καλοκαίρια, δασκάλα του ’38, σκεφτείτε τι τιμή είχε τότε μια δασκάλα, ε!


Λοιπόν, και τα λεφτά που θα μαζεύεις από ζητιανιά, τα ψωμιά και ό,τι άλλο σου δίνουν, θα τα πηγαίνεις στο γεροκομείον της Δράμας. Και αφού περάσουν τα τρία χρόνια, τότε θα έλθεις, τότε θα σου διαβάσω ευχή, και τότε θα κοινωνήσεις. Όποιος έβριζε τα θεία; Μμμμ, να κάτι που πρέπει να εφαρμόσουμε όλοι οι πνευματικοί στις ημέρες μας και δεν το κάνομε, και θα μας πιάσει ο Θεός απ’ τη γλώσσα και απ’ το λαιμό, και δεν ξέρω από πού αλλού, να τους βάζουμε αυτό που τους έκανε αυτός, να γλύφουν, όλη την Εκκλησία από την είσοδο, μέχρι μπροστά εδώ το Άγιο Βήμα, έτσι με τη γλώσσα τους κάτω, τώρα έχει και χαλιά και είναι και εύκολο, όχι, όχι, όταν θα είναι τα πλακάκια.


Απομαγνητοφωνημένα κηρύγματα του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου.

https://www.iellada.gr/thriskeia/fonissa-kai-diavologynaika-den-irthes-giati-ekanes-fonoys-alla-giati-eihes-efialtes-3?utm_source=projectagora&utm_medium=contentdiscovery

Διάβαζε το ψαλτήρι κάθε μέρα. Έστω και από λίγο. Και ο Κύριος δεν θα σε αφήσει...

 Όσιος Στάρετς Βαρσανούφιος

-Πώς θα απαλλαγώ από αυτή την πίκρα και την ψυχική κόπωση;»


Απαντά ο γέροντας:


Του απάντησα με την συμβουλή να διαβάσει το ψαλτήρι. Εκεί, στον ψαλμό 93, θα ιδεί τα λόγια: 


«Κύριε, κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου, αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχή μου» (Ψαλμ. 93,19). Πιάσου από τον στίχο αυτό.


Και βάλσου να το διαβάσεις το Ψαλτήρι ολόκληρο. Πιστεύω, πώς ο Θεός θα σε αναπαύσει.


Περνάει λίγος καιρός, λαμβάνω ένα γράμμα. «Έκαμα υπακοή. Άρχισα να διαβάζω το ψαλτήρι. Μα δεν καταλαβαίνω τίποτε!».


Του απαντώ: «Ο όσιος στάρετς Αμβρόσιος σε μια ανάλογη περίπτωση έδωκε την εξής απάντηση: «Συ, δεν το καταλαβαίνεις. Μα τα δαιμόνια το καταλαβαίνουν μια χαρά. Και θα φύγουν μακρυά σου. Διάβαζε το. Και ας μη το καταλαβαίνεις.


Εγώ δεν ξέρω, τι θα γίνει, μα σου επαναλαμβάνω: Διάβαζε το ψαλτήρι κάθε μέρα. Έστω και από λίγο. Και ο Κύριος δεν θα σε αφήσει. Θα έλθει με το έλεος Του. Και θα σε βοηθεί. Και θα σε παρηγορεί. Για πάντα».


ΟΣΙΟΣ ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ ΨΑΛΤΗΡΙ

 https://www.iellada.gr/thriskeia/diavaze-psaltiri-kathe-mera-esto-kai-apo-ligo-kai-o-kyrios-den-tha-se-afisei?utm_source=projectagora&utm_medium=contentdiscovery

Ο Οδυσσέας Ελύτης πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο το 1940 ως ανθυπολοχαγός

 Με τον όρο Άξιον Εστί αναφερόμαστε στην εικόνα της Παναγίας, της «εφέστιας προστάτιδας», του Αγίου Όρους. Με το ίδιο όνομα επίσης τιτλοφορήθηκε το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη Άξιον Εστί (έκδοση, 1959), το οποίο αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης στο λαϊκό ορατόριο Άξιον Εστί.


της Σοφίας Ντρέκου 


Η εικόνα της Παναγίας, το «Άξιον Εστί», είναι μια από τις περίφημες εικόνες του Αγίου Όρους. Βρίσκεται στο ναό του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους, θεωρούμενη ως «κοινή εφέστιος προστάτις» εικόνα όλων των Αγιορείτικων Μονών, φέρουσα στο πλαίσιό της τις σφραγίδες και των 20 Μονών. Επί της εικόνας αυτής έγιναν κατά καιρούς πλείστα πιστά αντίγραφα ανά ένα εκ των οποίων βρίσκεται σε κάθε Μονή του Άθω. Εορτάζει με μεγάλη θρησκευτική λαμπρότητα τη Δευτέρα του Πάσχα και στις 11 Ιουνίου σε ανάμνηση του κάτωθεν θαύματος, αρχή της φήμης της εικόνας και ως θαυματουργής.




Άξιον εστί. Η θαυματουργή εικόνα του Πρωτάτου – 


Έργο και φωτογραφία Βενιαμίν ιερομονάχου Κοντράκη (1872)


Ο Ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Ελύτης στο Αλβανικό Μέτωπο


«Συνήθως λησμονούμε, όμως, – κάποιοι και αγνοούν – ότι ο Ελύτης πολέμησε στο Αλβανικό Έπος 1940-41, στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Προσβλήθηκε από τύφο και τελικά διασώθηκε «από θαύμα», όπως ο ίδιος ομολογεί. Ας δούμε συνοπτικά πώς ο ίδιος περιγράφει την εμπειρία του στο μέτωπο και σε ποια ποιητικά του έργα αποτυπώθηκε αυτή η συγκλονιστική για τον ποιητή εμπειρία.


Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ελύτης κατατάσσεται ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου του Α’ Σώματος Στρατού. Στις 26 Φεβρουαρίου 1941 μεταφέρεται με βαρύ κοιλιακό τύφο στο νοσοκομείο Ιωαννίνων κι έπειτα από περιπετειώδη πορεία καταλήγει στην Αθήνα.


Αλβανία, κακουχίες στα λασπωμένα χιόνια των βουνών, οιμωγές θανάτου, πείνα, υποχώρηση, αρρώστιες, γερμανική εισβολή, κατοχή, θυσίες, περηφάνεια, αντίσταση, προδοσία…


Από μια συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική» με τίτλο «Έζησα το θαύμα της Αλβανίας» το 1965, διαβάζουμε:




Ο Οδυσσέας Ελύτης στο αλβανικό μέτωπο το 1941. 


Μόνο αυτή η φωτογραφία ξεχώριζε στο λιτό του σπίτι.


. «Έζησα το θαύμα της Αλβανίας»


-Προσωπικά εσείς, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι κάνατε στον αγώνα; τον ρωτούν.


-Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας. Με κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στο πρόσωπο των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο Ελληνισμός ν’ αναδύσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από πολύ κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου.


Στο μέτωπο, αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε, όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με ζώο σε βατόδρομο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.


Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι, ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στο μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστιας έφτασε στο κατακόρυφο. Μόλις αρχίζανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο -μη σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν επάνω μου- και φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Έτσι πέρασα όλες τις τρομερές πρώτες μέρες της γερμανικής επιθέσεως. Κατάμονος, σ’ έναν έρημο θάλαμο, και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία.




Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλυτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως-όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο.


Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πυροβολήθηκε οχτώ φορές από τα «στούκας». Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατον να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλλα, εθελοντής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε κα μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες (…) Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την Επιστήμη, θα έπρεπε με την πρώτη παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω (…) αν «έζησα το θαύμα» σώθηκα και από ένα θαύμα.


Η συμμετοχή του Ελύτη στον ελληνοϊταλικό πόλεμο το χειμώνα του 1940-41 έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ποιητική και ιδεολογική του διαμόρφωση και σήμανε την αρχή μιας νέας περιόδου στην πνευματική του πορεία. Η εμπειρία του πολέμου ώθησε τον Ελύτη να στραφεί πιο άμεσα προς την ιστορία και το συλλογικό αίσθημα στο έργο του. Όπως σημειώνει ο ίδιος στην Αυτοπροσωπογραφία του:


Η Αλβανία, για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη, αλλά για την ψυχική μου όμως ιστορία, μια τομή βαθιά. (…) έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει να μάχεσαι ενταγμένος σε μιαν ομάδα, που έχει ορισμένα ιδανικά, και να μάχεσαι κι εσύ γι’ αυτά.


Ο Ελύτης έγραψε τρία εκτεταμένα ποιήματα με θέμα τον Αλβανικό πόλεμο, την άνοιξη του 1941 μόλις επέστρεψε από το μέτωπο: την Αλβανιάδα, τη Βαρβαρία και το Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.


Η «Αλβανιάδα», έργο ημιτελές σε τρία μέρη, δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 1962 (μόνο ένα μέρος – τα υπόλοιπα καταστράφηκαν) στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική», με εκτενή συνέντευξη του ποιητή και σχέδια του Γιάννη Μόραλη. Ας δούμε ένα σχετικό απόσπασμα από εκείνη τη συνέντευξη:


Πώς συμβαίνει να μην έχει εκδοθεί ακόμη η «Αλβανιάδα»; Μήπως έχουν δημοσιευθεί αποσπάσματα σε κανένα περιοδικό;


– Όχι, το ποίημα αυτό δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Μεταδόθηκε όμως τον Οκτώβριο του 1956 από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, με απαγγελία Θάνου Κωτσόπουλου και Μήτσου Λυγίζου, ραδιοσκηνοθεσία Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Δεν είχε, απ’ όσο ξέρω, καμιάν απήχηση, μολονότι η ραδιοφωνική παρουσίαση βοηθούσε στην ανάδειξη της ιδιότυπης τεχνικής του. Ίσως να έφταιγα εγώ, ίσως το θέμα. Γεγονός είναι ότι μου έλειψε από κει και πέρα η διάθεση να συνεχίσω ένα έργο με τόσο μεγάλες διαστάσεις. Καλά ή κακά δεν είμαι από τους ποιητές που μπορούν να γράφουν ερήμην του κοινού. Μου χρειάζεται ο «αντίκτυπος».


Κάτι περισσότερο: μου χρειάζεται αυτό που λέμε «αόρατη παραγγελία», η συναίσθηση ότι μια ομάδα ανθρώπων, έστω και μικρή, περιμένει κάτι από μένα. Προχώρησα αρκετά στο δεύτερο μέρος, κ’ ύστερα, ξαφνικά, σταμάτησα.


Με τράβηξε το «Άξιον Εστί» που είχε αρχίσει να ωριμάζει μέσα μου και που έμελλε να ηχήσει αλλοιώς. Ωστόσο, μια που αυτό το πρώτο μέρος εξακολουθεί, προσωπικά, να με ικανοποιεί απολύτως κ’ έχει εξάλλου πάρει κατά κάποιο τρόπο το βάφτισμα της δημοσιότητας, ευχαρίστως σας το παραχωρώ.


Η Βαρβαρία, δεν δημοσιεύτηκε ποτέ και έχει καταστραφεί. Από τον Ήλιο τον Πρώτο, τρία κομμάτια έμειναν έξω από τη έκδοση των ποιημάτων της συλλογής τo 1943 και ενσωματώθηκαν στην Καλοσύνη στις Λυκοποριές, που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1947 στο περιοδικό Τετράδιο. Το πρώτο σχέδιο για το Άξιον Εστί τοποθετείται στο 1950 και το ποίημα δημοσιεύεται το 1959.




Ο Ελύτης ως στρατιώτης στο Μέτωπο


Ο Ελύτης συνέθεσε την ελεγεία του για τον ανθυπολοχαγό με σκοπό να τιμήσει τους συμπολεμιστές του στην Αλβανία. Σημειώνει στην Αυτοπροσωπογραφία του: «Λίγοι ξέρουνε ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωναν οι ανθυπολοχαγοί. Και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω ηρωοποιώντας έναν ανθυπολοχαγό, με το Άσμα που έγραψα».


Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν πως έγραψε το ποίημα αυτό για το φίλο του ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, ο οποίος επίσης πολέμησε στην Αλβανία και πέθανε αφού μεταφέρθηκε στην Αθήνα βαριά άρρωστος.


Σε μια επιστολή του στον Kimon Friar, ο Ελύτης αναφέρθηκε στον έλληνα ήρωα, ενσαρκωμένο στο πρόσωπο του ανθυπολοχαγού, με τα παρακάτω λόγια:


«Χίλιες φορές τον είχανε σκοτώσει και χίλιες φορές είχε ξαναναστηθεί ανάμεσά μας. Αυτό ήταν χωρίς αμφιβολία το μέτρο και η αξία ενός πολιτισμού βασισμένου στην αγάπη της ζωής και όχι του θανάτου. Στην ελευθερία που ξαναγεννούσε τη ζωή μέσα απ’ τα ερείπια του θανάτου».

Στην ερώτηση δημοσιογράφου: Τι είναι εκείνο που σας συγκίνησε στο Έπος του Σαράντα; ο Ελύτης απάντησε:


– Πώς να σας το πω: ήταν ό,τι διάβαζα στην πράξη, και μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά μην τύχει και δακρύσω, αυτά που με ανία και δυσφορία διάβαζα ώς τότε στα βιβλία και για την ιστορία της χώρας μου. Ηταν μια βίαιη φορά προς τα εμπρός του λαού που είχε κάποτε ηττηθεί, όχι εξ αιτίας του, στη Μικρασία, και που τώρα θα έπαιρνε την εκδίκησή του. Ετσι το έβλεπα εγώ. Σαν άχτι μακροχρόνιο που έβγαινε και ξεθύμαινε. Δεν έπαιζε ρόλο που ο εχθρός ήταν διαφορετικός. Ο εχθρός ήτανε η Τυραννία, ήτανε η μορφή του Άδικου, που την είχαμε υποστεί κάτω από διαφορετικές μορφές επί αιώνες και είχε γίνει μοίρα μας. Αυτή η εξέγερση εναντίον της Μοίρας, χωρίς υπολογισμό, μες στα όλα, αυτή η «όμορφη αφροσύνη», όπως λέω κάπου αλλού, ήτανε που ανέβαζε το γεγονός σε μιαν άλλη σφαίρα, ποιητική. Μέσα μου έγινε μια αναπαρθένευση των τριμμένων εννοιών. Οι λέξεις ξεφουσκώνανε και ξαναγεμίζανε με καθαρή ουσία. Με τη βοήθεια της ουσίας αυτής βρήκα το θάρρος να ξαναπροφέρω λόγια που ώς τότε φοβόμουνα επειδή τα συναντούσα μόνο στα χείλη των κούφιων πολιτικών και των πατριδοκαπήλων.


Το Άξιον Εστί αποτελεί τη μετουσίωση της εμπειρίας του Ελύτη στην Αλβανία, σε μια ύψιστη ποιητική, που δεν έχει σχέση με συνθήματα ή παχιά λόγια.

Η Πορεία προς το μέτωπο είναι τόσο αληθινή σα μεταφυσική! Γράφει ο ποιητής:


Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα.


Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ‘χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως…


Το Άξιον Εστί έχει θεολογική δομή (Η Γένεση – Ανάγνωσμα – Προφητικόν – Τα Πάθη – Το Δοξαστικό) μα στην ουσία του συνιστά μια ανθρωπολογική προφητεία – και τούτη η προφητεία είναι πειστική: των φονιάδων το αίμα με φως ξεπληρώνω.


Στην πρόσφατη διάλεξή της στη Γεννάδειο (19.10.2011) για τον Ελύτη η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου αποκάλυψε ότι ετοιμάζεται μια μελέτη που θα περιλαμβάνει λεπτομερειακά την πορεία του ποιητή στην Αλβανία. Την περιμένουμε με ενδιαφέρον για να δούμε αυτή την άγνωστη στους πολλούς πλευρά της ζωής του Ελύτη.


Σε τούτες τις δύσκολες μέρες που περνάμε νομίζω πως ο λόγος του ποιητή είναι επίκαιρος παρά ποτέ. Μη, παρακαλώ σας, μη, μη λησμονάτε τη χώρα μου![1]


3. ♪♫ Βίντεο: Η «Πορεία προς το μέτωπο» από το Άξιον Εστί


του μεγάλου Οδυσσέα Ελύτη. Απαγγέλλει ο Μάνος Κατράκης.




Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.


Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.


Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.


Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους — ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ’ναι.


Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ’χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων.


Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα — έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.




Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ τ’ άλλο μέρος να ’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.


Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.


Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.


Από τη συλλογή Το Άξιον εστί (1959) Ολόκληρο το Έργο ΕΔΩ [PDF] [πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 136-139]. Πηγή, Επιμέλεια: www.sophia-ntrekou.gr


Ναι, ο Ελύτης, όπως και άλλοι ομότεχνοί του, ήταν στο αλβανικό μέτωπο !

O Γιώργος Ζεβελάκης δίνει σημαντικές πληροφορίες και για άλλους ποιητές και συγγραφείς που στρατεύθηκαν το 1940.


Αντιγράφω, αυτούσιο, το κείμενό του, γιατί αισθάνομαι τη Μνήμη ως χρέος:


“Τα “φύλλα πορείας” των λογοτεχνών που συμμετείχαν στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940 συνοψίζουν την ιστορία εκείνης της εθνικής εποποιίας.


Άλλοι ζήτησαν και πήγαν εθελοντές επειδή είχε περάσει η σειρά τους, ενώ οι νεώτεροι στρατεύτηκαν.


– Ο Γιώργος Θεοτοκάς, αγύμναστος του 1926, κατατάχθηκε στο Χαϊδάρι, εκπαιδεύτηκε στους όλμους και στάλθηκε στον Κιθαιρώνα.


– Ο Άγγελος Τερζάκης, δεκανέας πυροβολικού του 1927, υπηρέτησε στο Αργυρόκαστρο.


– Ο νεώτερης ηλικίας Οδυσσέας Ελύτης επιστρατεύτηκε μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος και τοποθετήθηκε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στο Α’ Σώμα Στρατού. Πολέμησε ως διμοιρίτης στις μάχες της Μπολένας, δεξιά από τη Χειμάρρα. Όταν το τάγμα του αποδεκατίστηκε, σώθηκε ως εκ θαύματος. Τον Μάρτιο του 1941 προσβλήθηκε από τύφο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Εκεί τον βρήκαν οι βομβαρδισμοί των Γερμανών καθηλωμένο στο κρεβάτι. Μετά την υποχώρηση και ύστερα από πολλές κακουχίες ο Ελύτης έφτασε στην Αθήνα, «στηριζόμενος σ’ ένα μπαστούνι, κάτωχρος και ρακένδυτος».

– Ο Στέλιος Ξεφλούδας ήταν έφεδρος λοχαγός πεζικού και πολέμησε με τον λόχο του στα υψώματα της Τρεμπεσίνας.


– Ο Νίκος Καββαδίας, αγύμναστος λόγω θαλάσσιας υπηρεσίας, έγινε ημιονηγός (μουλαράς) και τους «διαλόγους» με το άλογο του αφηγήθηκε σε ένα τρυφερό πεζό που έστειλε στο περιοδικό της ΧΙΙ Μεραρχίας, «Λόγχη».


– Ο Λουκής Ακρίτας βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου και δημοσίευσε στον αθηναϊκό Τύπο θαυμάσιες πολεμικές ανταποκρίσεις.


Τέλος,

– O Γιάννης Μπεράτης παρά την επισφαλή υγεία του ζήτησε και πέτυχε να καταταχθεί εθελοντής. Στάλθηκε στρατιώτης στην Κορυτσά και από το υλικό των εμπειριών του έγραψε το αριστουργηματικό χρονικό του πολέμου, «Πλατύ Ποτάμι».


Πηγή: Αχ. Μαμάκης, Λογοτέχναι και άνθρωποι των γραμμάτων εις τα βουνά της Αλβανίας, Έθνος, 28 Οκτωβρίου 1947.)» www.sophia-ntrekou.gr

https://iellada.gr/istoria/o-odysseas-elytis-polemise-sto-alvaniko-metopo-1940-os-anthypolohagos

Τό «ΟΧΙ» τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας

 Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ

1. Ἡ θρασύτατη ἐπίθεση τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος, λειτούργησε ὡς πρόκληση στὴ συνείδηση ὅλου τοῦ Ἔθνους. Ἡ ἀπάντηση ἦταν πανελλήνια, καὶ ἡ ἀπόφαση γιὰ ἀντίσταση καθολική. Καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος -ἡγεσία καὶ σῶµα- συντάχθηκε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγµὴ µὲ τὴν ἀρνητικὴ ἀπάντηση τοῦ τότε Πρωθυπουργοῦ (πού, µολονότι δικτάτορας, τὴν ἱστορικὴ ἐκείνη στιγµὴ ἐξέφραζε τὸ συλλογικό µας φρόνηµα) στὴν ἰταµὴ ἀλαζονεία τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας καὶ τῶν δυνάµεων τοῦ Ἄξονα. Ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα ἔχει ἤδη καταγράψει τὴ συµµετοχὴ τοῦ Ἱ. Κλήρου στὸν πόλεµο, µὲ πολλὰ θύµατα, ἀλλὰ καὶ στὴ συνέχειά του, τὴν ἐπάρατη Κατοχὴ (γερµανικὴ–ἰταλικὴ–βουλγαρική), µὲ θυσίες αἱµάτων (ἐκτελέσεις κληρικῶν), ἀλλὰ καὶ προσωπικῆς ἀναλώσεως γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ Λαοῦ (παραστάσεις συνεχεῖς στὶς ἡγεσίες τῶν κατοχικῶν δυνάµεων – ὀργάνωση συσσιτίων – περίθαλψη ἀσθενῶν καὶ ἀναξιοπαθούντων) τόσο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας (ἀρχιεπίσκοποι Χρύσανθος καὶ ∆αµασκηνός, ὁ τότε Ἰωαννίνων καὶ µετὰ Ἀρχιεπίσκοπος Σπυρίδων κ.π.α.), ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἁπλοῦ παπᾶ, ποὺ σήκωσαν γιὰ µία ἀκόµη φορά, µὲ καθαρὰ ἐθναρχικὴ συνείδηση, σὲ καιροὺς....

καθολικῆς ἀρρυθµίας, τὸ σταυρὸ τοῦ Ἔθνους µας. 

Ὁ ὀρθόδοξος Ἑλλαδικὸς Κλῆρος φάνηκε πάλι ἄξιος τῆς ἀποστολῆς του.


Ἔχει γι᾽ αὐτὸ κάθε δικαίωµα ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία νὰ συµµετέχει στὸν πανηγυρισµὸ τῆς ἐθνικῆς νίκης ἀπέναντι στὶς ὀρδὲς τοῦ νεο– φραγκικοῦ Ἀττίλα, ποὺ δίκαια καθιέρωσε τὸ Ἔθνος ὡς γιορτή του καὶ ἀφορµὴ συλλογικῆς µνήµης καὶ αὐτοπαιδαγωγίας. Καὶ δὲν συµµετέχει µόνο µὲ τὴν Πανηγυρικὴ ∆οξολογία στὶς 28ης Ὀκτωβρίου, ἡµέρα ἐνάρξεως τοῦ ἔπους, ἀλλὰ καὶ µὲ µία σηµαίνουσα ἀπόφαση, δηλωτικὴ τῆς ταυτίσεως τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σώµατος, µὲ τὸ ἔπος τοῦ ᾽40–41 καὶ τῆς λειτουργικῆς καταξίωσής του. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Σπυρίδων εἰσηγήθηκε (17.10.1952) καὶ ἔγινε συνοδικὰ δεκτή, τὴν µετάθεση τῆς Ἑορτῆς τῆς Ἁγ. Σκέπης (Παναγίας) ἀπὸ τὴν 1η Ὀκτωβρίου στὶς 28, γιὰ νὰ ἐκφράζεται λειτουργικὰ– ἐκκλησιαστικὰ ἡ παλλαϊκὴ σύνδεση τῆς Ἐθνικῆς Νίκης µὲ τὴν Ὑπέρµαχο τοῦ Γένους µας Στρατηγό. Ὁ µεγάλος ἁγιορείτης Ὑµνογράφος, µοναχὸς Γεράσιµος Μικραγιαννανίτης (†1991) καὶ ὁ Μητροπ. Κερκύρας καὶ Παξῶν Μεθόδιος (†1972) συνέταξαν εἰδικὲς Ἀκολουθίες. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ δὲ µήνυµα τῆς Ἑορτῆς, στὴ νέα µορφή της, προσφέρει καὶ ἡ εἰδικὰ συντεταγµένη «∆οξολογία» τῆς 28ης Ὀκτωβρίου καὶ ἰδιαίτερα ἡ σχετικὴ Εὐχή, κείµενο ἀντάξιο τῆς πατερικῆς εὐχογραφικῆς παραδόσεως.                                                                                           

2. Ὁ Ἑλλαδικὸς Κλῆρος, καταφάσκοντας τὸ µήνυµα τοῦ «ΟΧΙ» καὶ ἐνσαρκώνοντάς το στὶς ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους νεώτερες θυσίες του, ἐκφράζει συνάµα τὶς συνιστῶσες τῆς ἐθνικῆς µας συνειδήσεως, ποὺ ἐνσάρκωσε τὸ ΟΧΙ τοῦ ᾽40 καὶ εἶναι:


α) Ἡ ἀγάπη στὴν ἐλευθερία.                                                    

Ἡ ἐλευθερία εἶναι γιὰ τὴν Ἑλληνορθοδοξία τὸ φυσικὸ κλίµα ἀναπτύξεως καὶ πραγµατώσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου, κοινωνικοῦ ὄντος. Ποιά ὅµως εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, πού συνιστᾶ τήν ἀναφαίρετη κληρονοµία τοῦ Γένους; Ἐλευθερία στήν παράδοση τῆς Ρωµηοσύνης σηµαίνει δυνατότητα ἀπρόσκοπτης σταυρικῆς κοινωνίας, κατακόρυφα µὲ τὸν Θεό, ὁριζόντια δὲ µὲ τοὺς συνανθρώπους. Ἡ κοινωνία αὐτή, στὴν αὐθεντικότητά της, ἀπέναντι µὲν στὸν Θεὸ ἐκφράζεται ὡς ἑκούσια «ὁλοτελής» (Α´ Θεσσ, δ 23) αὐτοπαράδοση στὴ Θεία Ἀγάπη, ἀπέναντι δὲ στοὺς συνανθρώπους ὡς αὐτοπροαίρετη καὶ ἀνιδιοτελὴς αὐτοπροσφορὰ (θυσία) γιὰ τὴ σωτηρία τους. ∆ὲν εἶναι, συνεπῶς, περίεργο, ὅτι ἡ κατ᾽ ἐξοχὴν ἐλεύθερη ἐνέργεια τοῦ ὁλοκαυτώµατος, ὄχι ὡς ἐκτελέσεως ἀπὸ τὸν ἀντίπαλο, ἀλλ᾽ ὡς αὐτοθυσίας (π.χ. Θερµοπύλες, Ζάλογγο, Ἀρκάδι), εἶναι τόσο σύνηθες φαινόµενο στὴν Ἑλληνικὴ Ἱστορία. Ἐδῶ ἐντάσσονται ἀκριβῶς ἡ Ἀλαµάνα καὶ τὸ Μανιάκι, ὅπου πρωταγωνιστικὲς µορφὲς εἶναι δύο Κληρικοί, ὁ ∆ιάκος καὶ ὁ Παπαφλέσσας. Στὴν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση ἡ ἐλευθερία1 βιώνεται στὴ σταυρικὴ µορφή της πρῶτα ὡς ἐσωτερικὴ («καρδιακή») καὶ κατόπιν ὡς ἐξωτερική (ἀτοµική, ἐθνική, κοινωνική). Ὡς ἀπελευθέρωση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν παθῶν καὶ δυνατότητα ἀναπτύξεως τοῦ ἀνθρώπου στὰ ὅρια τῆς ἀγαπητικῆς διαπροσωπικῆς συνυπάρξεως. Ἡ Ὀρθοδοξία βλέπει τὴν ἐλευθερία ὡς τὸ φυσικὸ κλίµα ἀναπτύξεως καὶ πραγµατώσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου, δηλαδὴ κοινωνικοῦ ὄντος.2 Ἔτσι κατανοεῖται ἡ ἀποστολὴ τοῦ ὀρθοδόξου Κλήρου, ἡ ὁποία πρωταρχικὰ δὲν εἶναι θρησκευτικὴ (ἐπιτέλεση  λατρειακῶν πράξεων), ἀλλ᾽ ἀπελευθερωτική, ἐκφραζοµένη ὡς ἐπιστήµη θεραπείας (θεραπευτικὴ ποιµαντική) τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως καὶ ἀπαλλαγή της ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν παθῶν,3 καρπὸς τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ δουλεία. Στὸ σηµεῖο αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγκειται καὶ ἡ οὐσιώδης διαφορὰ µεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ µὴ Ὀρθοδοξίας. Ἡ δεύτερη ἀναζητεῖ τὴν ἐλευθερία «στὶς ἀντικειµενικὲς προϋποθέσεις τοῦ συλλογικοῦ βίου».4  Ὁ µὴ    ἀναγεννηµένος ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος «µπορεῖ νὰ ἀναλώσει τὴ ζωή του ὁλόκληρη, πολεµώντας τὶς ἀντικειµενικὲς καταστάσεις ἀνελευθερίας, ἐνῶ τὰ γρανάζια τῆς ὑποταγῆς καὶ τῶν ἀλλοτριώσεων τῆς ζωῆς συνεχίζουν νὰ δουλεύουν µέσα του, ἀναπαράγοντας ἀδιάκοπα τὸν  βασανισµό».5 Στὴν Ὀρθοδοξία ὅµως ὅλες οἱ µορφὲς ἐλευθερίας ἑδράζονται στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου.6 Γι᾽ αὐτὸ εἶπε ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος: «κρεῖσσον γὰρ σοι σεαυτὸν λῦσαι τοῦ συνδέσµου τῆς ἁµαρτίας ἢ ἐλευθερῶσαι δούλους ἐκ δουλείας». Ἡ ἐξωτερικὴ ἐλευθερία  ἱεραρχεῖται στὴν ἐσωτερική. Αὐτὴ ἡ ἀξιωµατικὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀρχὴ καθόριζε καὶ τὶς στάσεις καὶ συµπεριφορὲς τῶν παραδοσιακῶν στὰ χρόνια τῆς δουλείας. Ἡ τόσο σκανδαλιστικὴ γιὰ τοὺς ἀποξενωµένους ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ Γένους ἀνοχὴ τῆς παρατάσεως τῆς δουλείας γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς «ἑνώσεως» µὲ τὸν Πάπα (ἀνθενωτισµός), ὅπου ἐπικρατοῦν ρωµαίϊκα κριτήρια, δὲν µπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς «ἐθελοδουλεία», ἀλλὰ ὡς θυσία γιὰ τὴν διάσωση τῆς ὄντως ἐλευθερίας, τῆς ἐσωτερικῆς.7 Ἡ µακρὰ δὲ ἐµπειρία τοῦ Γένους ἔχει ἀποδείξει, ὅτι ἐνῶ ἡ ἐσωτερικὴ δουλεία (ἁµαρτία) συνεπιφέρει καὶ τὴν ἐξωτερικὴ (ἀδικία), ἡ ἐξωτερικὴ δουλεία δὲν ὁδηγεῖ ἀναγκαστικὰ καὶ στὴν ἐσωτερικὴ ὑποδούλωση, ὅπως δείχνουν τὰ φαινόµενα τῶν κρυπτοχριστιανῶν, τῶν ἀγωνιστῶν τῶν ὀρέων καὶ τῶν Νεοµαρτύρων. Ἡ ἐσωτερικὴ ἐλευθερία εἶναι ὀρθόδοξα ἡ ρίζα ὅλων τῶν µορφῶν ἐξωτερικῆς ἐλευθερίας. Ἡ ἑνωµένη - ἐθνικὴ καὶ πατριωτική- ἀντίσταση στὴ διάρκεια τῆς κατοχῆς (1941 - 44) εἶναι καρπὸς αὐτοῦ τοῦ φρονήµατος. Ἡ παράδοση τοῦ Γένους ἐνσαρκώνει περαιτέρω τὴ θυσία γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς καρδίας ὡς προϋπόθεση καὶ τῆς ἐξωτερικῆς ἐλευθερίας. Ἡ σωτηρία - θέωση, ἡ καταξίωση, δηλαδή, τοῦ ἀνθρώπου σὲ πρόσωπο µέσα στὸ δοξασµὸ τῆς ἁγιοτριαδικῆς Χάρης, σηµαίνει τὴν ἀπελευθέρωση τῆς φύσεως ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἀναγκαιότητος, ἡ ὁποία συνιστᾶ ὑποταγὴ στὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Προϋποτίθεται ὅµως ὁ βιασµὸς τῆς φύσεως (Λουκ. 12, 49· Ματθ. 10, 34-11, 12), ποὺ πραγµατοποιεῖται µὲ τὴν ἑκούσια ἄρση τοῦ σταυροῦ τῆς ἀσκήσεως (πρβλ. Μάρκ. 8, 33). Μὲ τὴν ἑκούσια στέρηση, τὴν ἑκούσια ἀνάληψη τῆς δουλαγωνίας τῆς σάρκας (Α´ Κορ. 9, 27), πολεµεῖ ὁ Ρωµηὸς τὴν ἐγωκεντρική του διάθεση, γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἐσωτερικὴ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα - δουλεία. Τὸ ἐν Χριστῷ Πρόσωπον, µετέχοντας στὴν ἄκτιστη Θεία Χάρη, ἀληθοποιεῖ, δηλαδὴ Χριστοποιεῖ, τὸ φρόνηµά του καὶ τὶς σχέσεις του. Αὐτὸ σηµαίνει ὁ εὐαγγελικός λόγος: «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑµᾶς» (Ἰωάνν. 8, 42), δεδοµένου ὅτι στὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἔνσαρκη Ἀλήθεια (πρβλ. Ἰωάνν. 14, 6). Ἡ ὑπαρκτικὴ - ἐµπειρικὴ γνώση τῆς ἀλήθειας ἐλευθερώνει καὶ ἀληθοποιεῖ. Ὁ ἀπελευθερωτικὸς ἀγώνας ὡς θυσία γιὰ τοὺς ἄλλους, µὲ τὰ κριτήρια τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι δυνατός, ὅταν ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐσωτερικὴ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου. Κάθε ἐξωτερικὴ θυσία εἶναι αὐθεντική, ὅταν προηγεῖται ἡ ἐσωτερικὴ ἐλευθερία. Γιατὶ ἡ θυσία γιὰ τὴν ἐλευθερία προϋποθέτει τὴν ἐλευθερωµένη ἀπὸ τὰ πάθη ὕπαρξη. Γι᾽ αὐτὸ εἶναι καὶ τόσο δύσκολη ἡ αὐτοθυσία. «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάνν. 15, 13). Τὸ Μαρτύριο, σὲ ὅλες τὶς πιθανὲς ἐκδοχές του, συνιστᾶ ὑπέρβαση τῆς ἐννοίας τῆς ζωῆς ὡς ἀτοµικῆς ἐπιβιώσεως καὶ αὐτοπροσφορὰ στὴν ἀγάπη τοῦ συνανθρώπου ὡς αὐτοπαραίτηση. Μὲ τὸ µαρτύριο ὡς αὐτοθυσία ἡ «ἀπώλεια τῆς ψυχῆς» (Ματθ. 10, 39) ἀποβαίνει σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ὑπαρκτικὴ πραγµάτωση τῆς προσωπικῆς ἑτερότητας καὶ ἐλευθερίας. Ὁ ἀγώνας τοῦ Ράσου στὴ διάρκεια τῆς δουλείας ἦταν µόνιµη θυσία γιὰ τὴ διπλὴ ἐλεύθερία. Ἡ συνέχεια τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, ἰδιαίτερα στὰ Μοναστήρια, στὰ ὁποῖα ἀναβαπτιζόταν συνεχῶς ὁ λαός, διατηρώντας τὸ ἑλληνορθόδοξο φρόνηµά του, προσεπόριζε στὸ δοῦλο Γένος τὶς ἀναγκαῖες δυνάµεις γιὰ τὴ διασφάλιση τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως καὶ ἀκµαίου του φρονήµατος, ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε στὶς ἀποφασιστικὲς ἐξεγέρσεις. Ἡ Ἐκκλησία στὸ σύνολό της δὲν µεταβλήθηκε ποτὲ σὲ ὄργανο τοῦ Κατακτητῆ ἐναντίον τῶν συµφερόντων τοῦ Γένους. Ἀντίθετα, ἐπανειληµµένα προέβαλε ἀντίσταση µὲ βαρύτατο µάλιστα ἀντίτιµο (πρβλ. ἐκτελέσεις πατριαρχῶν καὶ ἄλλων Ἱεραρχῶν, ἀλλαξοπατριαρχεῖες κ.λπ.). Τὰ λεγόµενα περὶ ἐθελοδουλείας ἀνατρέπονται ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Ράσου σὲ ὅλες τὶς µικρὲς καὶ µεγάλες ἐπαναστατικὲς ἀπόπειρες ἀπὸ τὸν 15ο µέχρι τὸν 19ο αἰώνα, στὶς ὁποῖες ἀναµιγνύονται καὶ ἡσυχαστές, ὅπως ὁ ἅγιος Μάξιµος ὁ Ἁγιορείτης (Γραικός).8 Αὐτὸ τὸ πνεῦµα καὶ αὐτὴ ἡ παράδοση βρῆκαν συνέχεια σ᾽ ὅλες τὶς µετέπειτα περιπέτειες τοῦ Ἔθνους, µὲ κορύφωση τοὺς ἀγῶνες ἀπὸ τὸ 1940 ὡς τὸ Κυπριακὸ (1955 κ.ἑ.).


β) Ἡ ἀστασίαστη ἀπόρριψη τοῦ πολέµου ἀπὸ τὴν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία καὶ ὅλο τὸ Ἔθνος:                                                                                                                                    

Ὁ πόλεµος (χρήση βίας γιὰ ὑποδούλωση λαῶν καὶ προσώπων) θεωρεῖται ὀρθόδοξα καρπὸς τῆς  ἀποστασίας ἀπὸ τὴ θεόνοµη ἀλήθεια τῆς ὑπάρξεως. Ἡ εἰρήνη µεταξὺ ἀνθρώπων καὶ λαῶν εἶναι τὸ διαρκὲς µήνυµα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος στὸν κόσµο («ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύµπαντος κόσµου»). Τὴν ἄµυνα καὶ ἀπόκρουση τῶν ἐχθρῶν, ὡς ὑψίστη µορφὴ αὐτοθυσίας ὑπὲρ τῶν ἄλλων (πρβλ. Ἰω. 15,13), θεωρεῖ ὁ Μ. Ἀθανάσιος «ἔννοµον καὶ ἐπαίνου ἀξίαν», ἀφοῦ πρόκειται γιὰ ἄµυνα «ὑπὲρ σωφροσύνης καὶ εὐσεβείας» (Μ. Βασίλειος). ∆ιότι εἶναι, πράγµατι, ἡ µεγαλύτερη εὐσέβεια ἡ θυσία γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἐλευθερίας τῆς Πατρίδος, τὴν ὁποία ἀπειλεῖ ὁ πραγµατικὰ αἴτιος τοῦ πολέµου εἰσβολέας. γ) Ἡ ἀπόκρουση τῆς ἀλλοτριωµένης Εὐρώπης: Τὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ σῶµα ἔχει µακρὰ πεῖρα τῆς ἐπιβουλῆς ἐναντίον του, ὅπως καὶ ἐναντίον τῆς ἀνθρωπότητος, ἀπὸ τὶς δυνάµεις τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου, ποὺ ἐνσαρκώνουν τὴν ἀλλοτριωµένη ἔκφρασή του. Οἱ ἰδεολογίες τοῦ Φασισµοῦ καὶ Ναζισµοῦ, κορύφωση µακρόσυρτης δυτικοευρωπαϊκῆς διαλεκτικῆς διαδικασίας, δὲν ἦταν παρὰ ἀπόληξη τοῦ ἐπεκτατισµοῦ τοῦ Καρλοµάγνου, τοῦ µεγαλύτερου ἐχθροῦ τοῦ Ἑλληνισµοῦ, τῶν Φράγκων τοῦ 1204, τῶν δυτικῶν προπαγανδῶν τῆς ἑνετοκρατίας καὶ τουρκοκρατίας, ὡς καὶ ἐκείνων µετὰ τὸν 19ο αἰώνα, ποὺ ἀποσκποῦν στὴν πνευµατικὴ ἅλωση αὐτοῦ τοῦ τόπου καὶ τὴν πλήρη ἀποσύνθεσή του. Ἡ ἀντίσταση στοὺς ἀπογόνους τοῦ Καρλοµάγνου τὸ 1940 δὲν ἦταν παρὰ φανέρωση τῆς ζωντανῆς, ἀκόµη, συνείδησης τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους µας γιὰ τὴν ὕπαρξη, ἀκόµη, δυνάµεων στὴν Εὐρώπη, πού, ὅταν οἱ συγκυρίες ἐπιτρέψουν νὰ πάρουν τὴ δύναµη (στρατιωτικὴ καὶ οἰκονοµικὴ) στὰ χέρια τους, συνιστοῦν τὴ µεγαλύτερη ἀπειλὴ γιὰ τὴν Εὐρώπη καὶ σύνολη τὴν ἀνθρωπότητα.                                                                                                       

3. Ὁ Ὀρθόδοξος ἐκκλησιαστικὸς χῶρος, στὴν συντριπτική του πλειονοψηφία, διασώζει καὶ σήµερα αὐξηµένηφιλοπατρία, ἕτοιµη νὰ φανερωθεῖ, ὅπως καὶ τὸ 1940, ἂν οἱ σηµερινὲς συγκυρίες τὸ ἀπαιτήσουν. Τὰ πρόσφαταἐθελούσια θύµατα τῆς Ἑλληνικῆς Κύπρου, οἱ ἥρωες Ἰσαὰκ καὶ Σολοµοῦ, δὲν εἶναι θύµατα µόνο τῆς τουρκικῆςἀδιαλλαξίας, ἀλλὰ καὶ δυτικῶν δυνάµεων, ποὺ συντηροῦν τὸ πνεῦµα τοῦ Καρλοµάγνου καὶ τῶν φασιστικῶν καὶναζιστικῶν συνεχιστῶν τῆς πολιτικῆς του, µὲ ἄλλα ὀνόµατα καὶ ἀνανεωµένες µεθόδους. Ὁ Ὀρθόδοξος Ἑλληνισµός,ποὺ διασώζει τὴν ἱστορική του µνήµη, γιὰ νὰ εἶναι πάντα θωρακισµένο τὸ Ἔθνος σὲ κάθε νέα ἐπιβουλὴ καί, κυρίως,γιὰ τὴν ἀναγνώριση ἐπιβουλῶν, ποὺ καλύπτονται µὲ τὸ προσωπεῖο τῆς φιλίας καὶ συµµαχίας, ἀναθερµαίνεισυνεχῶς καὶ τὴ συνείδηση, ποὺ ἐξέφρασε τὸ ΟΧΙ τοῦ ᾽40. Αὐτὸ διατυπώνεται µὲ ἀπόλυτη σαφήνεια στὴν «Εὐχὴ» τῆς∆οξολογίας γιὰ τὴν «εὔσηµον ἡµέραν» τῆς 28ης Ὀκτωβρίου. Ἡ στάση τοῦ Ἔθνους (τότε) χαρακτηρίζεται «ἔργονθαυµαστὸν καὶ µέγα», ποὺ «εἰργάσατο ἡ ∆εξιὰ» τοῦ Θεοῦ, ἀποδεικνύοντας ὅτι ὑπάρχει «ἡµέρα Κυρίου ἐπὶ πάνταὑβριστὴν καὶ ὑπερήφανον καὶ ἡµέρα πτώσεως ἐπὶ πάντα ὑψηλὸν καὶ µετέωρον». Ὁ Θεὸς «τοὺς ἐνδόξουςσυνετάραξε µετὰ ἰσχύος καὶ τοὺς ὑψηλοὺς τῇ ὕβρει συνέτριψε µετὰ δυνάµεως». Ἡ ψηλάφηση ὅµως τῆς θείαςπαρουσίας στὸν πόλεµο τοῦ ᾽40 δὲν ὁδηγεῖ σὲ ἐφησυχασµό, ἀλλὰ σὲ πανεθνικὴ ἐγρήγορση: «Νοµοθέτησον ἡµᾶς ἐντῇ ὁδῷ σου καὶ ὁδήγησον πάντας, τοὺς Ἄρχοντας καὶ τὸν Λαόν, ἐπὶ τὴν ἀλήθειάν σου, ὅτι πολλοὶ κυκλόθεν(ὁλόγυρά µας) οἱ ἐχθροὶ ἡµῶν...». Ὁ ἐκκλησιαστικὸς λόγος λειτουργεῖ πάντα ἀφυπνιστικά, ἀλλὰ µακάριοι ὅσοι ἔχουν«ὦτα ἀκούειν»! Ὅσοι µποροῦν (καὶ θέλουν) νὰ τὸν ἀκούουν


Σηµειώσεις: 1. Γενικὲς θεωρήσεις βλ. Εὐαγγέλου Θεοδώρου, ἄρθρο στὴν Θ.Η.Ε. τόμ. 5 (1964) σ. 560-63 (βιβλιογρ.). Νικολ. Μπερντιάγιεφ (μετάφρ. Σάμου Εἰρηναίου), Πνεῦμα καὶ ἐλευθερία, Δοκίμιον χριστιανικῆς φιλοσοφίας, Ἀθῆναι 1952. Γιὰ τὴ νομικὴ διάσταση τοῦ θέματος βλ. στοῦ Ἀναστ. Ν. Μαρίνου, Ἡ θρησκευτικὴ ἐλευθερία, Ἀθῆναι 1972. : Βασ. Π. Στογιάννου, Ἐλευθερία. Ἡ περὶ ἐλευθερίας διδασκαλία τοῦ Ἀπ. Παύλου καὶ τῶν πνευματικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς του, Θεσσαλονίκη 1970. Κων. Ε. Παπαπέτρου, Προσβάσεις..., Ἀθῆναι 1979, σ. 229 ἑ.ἑ. (Οἱ δύο ἔννοιες τῆς ἐλευθερίας: ἡ εἰδολογικὴ καὶ ἡ οὐσιαστική). 2. Βλ. διεξοδικὴ ἀνάλυση τοῦ θέματος στὴ μελέτη τοῦ καθηγ. Μ.Α. Σιώτου, Ἡ θρησκευτικὴ ἀξία τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας. Ἐπιστ. Ἐπετ. τῆς Θεολ. Σχολῆς τοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν, τ. Κ (1973), σ. 41-70. 3. Βλ. ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου, Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία — Πατερικὴ θεραπευτικὴ ἀγωγή, Ἔδεσσα 1986 καὶ Θεραπευτικὴ ἀγωγή, Λεβάδεια 1987. Κ.Λ. Μουρατίδου, Χριστοκεντρικὴ Ποιμαντικὴ ἐν τοῖς Ἀσκητικοῖς τοῦ Μ. Βασιλείου, Ἀθῆναι 1962.2 4. Χρ. Γιανναρᾶ, Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, Ἀθήνα 1979,2 σ. 351. 5. Στὸ ἴδιο, σ. 346. 6. Βλ. Ἱεροθ. Βλάχου, Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, ὅπ. π., σ. 114. ἑ.ἑ 147 ἑ.ἑ. 7. Βλ. Πρόχειρα στοῦ Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία. Οἱ Ἕλληνες στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία, Ἀθήνα 1989,2 σ. 85 ἑ.ἑ., 259 ἑ.ἑ. 8. Τίς ἐπὶ μέρους περιπτώσεις βλ. στοῦ Ἀπ. Βακαλόπουλου, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, Τόμ. Γ´, Θεσσαλονίκη 1968 (σποραδικά).

 http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2020/10/blog-post_508.html

O ἑλληνικός στρατὸς ἀπολαμβάνει τῆς ἰδιαιτέρας προστασίας τῆς Παναγίας καὶ οἱ νίκες του ὀφείλονται εἰς τὴν ἐπέμβασίν της

 Michael Palairet 

Ἄγγλος πρεσβευτὴς στὴν Ἑλλάδα τὴν ἐποχὴ τοῦ πολέμου τοῦ 1940

Από τὴ Βρετανικὴ Πρεσβεία                                                          ΑΘΗΝΑΙ Δεκέμβριος 9, 1940 


Κύριέ μου,

Εἰς τὴν ἐπιστολήν μου Νὸ 293 τῆς 23ης Νοεμβρίου, ἀνέφερα τὴν εὐρέως παραδεχομένην πίστιν ἐδῶ ὅτι ὁ ἑλληνικός· στρατὸς ἀπολαμβάνει τῆς ἰδιαιτέρας προστασίας τῆς Παναγίας της Τήνου καὶ ὅτι οἱ νίκες του, οἱ ὁποῖες δύνανται ἀσφαλῶς νὰ ὀνομαστοῦν θαυματουργικές, ὀφείλονται εἰς τὴν ἐπέμβασίν της. 

Αὐτὴ ἡ πίστις ἔχει γίνει τώρα πεποίθησις καὶ ὑπάρχουν ἀναρίθμητες ἱστορίες τῆς παρουσιάσεων τῆς Εὐλογημένης Παρθένου εἰς στρατιώτας εἰς τὸ μέτωπον ἐνθαρρύνοντάς τους εἰς τὴν μάχην, μὲ ὑποσχέσεις ὅτι ἡ ἱεροσυλία ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς Ἰταλοὺς εἰς τὸν Ναὸ τῆς κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως θὰ ἐτιμωρεῖτο ἀπὸ μία μεγάλη ἥττα…[…] Φαίνεται ἀσύνηθες ν’ ἀφιερώνω μία ἐπίσημη ἐπιστολὴ σὲ τοιοῦτο θέμα, ἀλλά, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ πεποίθησις ὅτι ὑποστηρίζεται ἀπὸ ὑπερφυσικὴ βοήθεια ἔχει συμβάλει πολὺ εἰς τὴν ἐνθάρρυνσιν τοῦ Ἕλληνος στρατιώτου, εἰς τὴν ἀκούραστη ἐπιδίωξη τοῦ διὰ νίκη, καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ εἰς τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ διὰ τὸν πόλεμον… 

Ἡ ἐπίθεσις κατὰ τῆς «Ἕλλης» στὴν Τῆνο ἀπεδείχθη πράγματι ἕνα σοβαρὸ λάθος, διὰ τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ μετανοοῦν οἱ Ἰταλοὶ τώρα σκληρά. 

Ὄχι μόνον ἕνωσε τὴν Ἑλλάδα, τὴν ἐβοήθησε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι τὰ ὄπλα τῆς ἐβοηθοῦντο θαυματουργικῶς – μία πεποίθησις ἡ ὁποία εἰς αὐτὴν τὴν χώραν τῶν ἰσχυρῶν καὶ βαθέων θρησκευτικῶν παραδόσεων ἔχει ἀνεκτίμητη ἀξία. 

Ἔχω τὴν τιμὴν νὰ παραμένω μὲ τὸν μεγαλύτερον σεβασμόν, Κύριέ μου, 

Ὁ πλέον ταπεινὸς καὶ πλέον πιστὸς ὑπηρέτης Σας. 

«Michael Palairet». 


(Πηγή: Μερόπης Ν. Σπυροπούλου, Στὴν ἐποποιία τοῦ 1940-41 μὲ πίστη, σ. 144-146)

pemptousia

http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2020/10/o.html#more

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

Ανακοινωθέντα και διαγγέλματα (1940)

 (Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Πολιτικά Θέματα", 28 Οκτ. 1994, "Κείμενα Ελλήνων". Σχολιάζει ο Γιάννης Λ. Μπακούρος.)


Φειδίας Ν. Μπουρλάς

Αθήνα, 28 Οκτωβρίου 1997


Πρώτον πολεμικόν ανακοινωθέν


    Πρωί 28ης Οκτωβρίου 1940. Συγκλονιστική η δωρική λιτότητα του κειμένου.


    "Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουσιν από της 05:30 ώρας της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής Μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του Πατρίου εδάφους."


Διάγγελμα Πρωθυπουργού


    Συνήθως τα διαγγέλματα έχουν σκοπό να ενημερώσουν και να εμψυχώσουν το λαό. Ο λαός μας, την χαραυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940, δεν χρειάζεται ενημέρωση. Ξέρει ότι η Ιστορία -η Παγκόσμια Ιστορία- τον καλεί να θυσιαστεί. Δεν χρειάζεται ενθάρρυνση. Τα στρατευμένα παιδιά του σπεύδουν, "με το χαμόγελο στα χείλη", να συναντήσουν τον εχθρό.

    Ο Ι. Μεταξάς τόνιζε:


    «Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της.

    Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς να ζήσωμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν την παράδοσιν τμημάτων του Εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρεσβευτήν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ' εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.

    Έλληνες

    Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος θα εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά μας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.


Ιωάννης Μεταξάς»


Διάγγελμα Βασιλέως


    «Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως σας ανήγγειλε προ ολίγου υπό ποίους όρους ηναγκάσθημεν να κατέλθωμεν εις πόλεμον κατά της Ιταλίας, επιβουλευθείσης την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.

    Κατά την μεγάλην αυτήν στιγμήν είμαι βέβαιος ότι κάθε Έλλην και κάθε Ελληνίς θα εκτελέσωσι το καθήκον των και θα φανώμεν αντάξιοι της ενδόξου ημών Ιστορίας.

    Με πίστην εις τον Θεόν και εις τα πεπρωμένα της φυλής, το Έθνος σύσσωμον και πειθαρχούν ως εις άνθρωπος, θα αγωνισθή υπέρ βωμών και εστιών μέχρι της τελικής Νίκης.


Γεώργιος Β'»


Διάγγελμα Αρχιεπισκόπου


    Διάγγελμα Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Χρύσανθος ο από Τραπεζούντος. Ηρωική μορφή της Εκκλησίας μας. «Προτιμώ ιπτάμενος ως αετός να πέσω, ή έρπων να ζήσω.» (Από την ενθρονιστήρια ομιλία του, όταν έγινε μητροπολίτης Τραπεζούντος.) Θα αρνηθεί να ορκίσει την πρώτη κατοχική κυβέρνηση (Τσολάκογλου) και θα συμπεριφερθεί με παγερή υπερηφάνεια και αγέρωχο ύφος στον Γερμανό στρατηγό Στούμμε, που θα τον επισκεφθεί για να προσπαθήσει να τον μεταπείσει.

    "...όπλα τα ιερά...". Ο Χρύσανθος αισθανόταν την γοητεία που ασκεί, στις ψυχές των καλλιεργημένων ανθρώπων, η ελληνική αρχαιότητα. Είναι γνωστό ότι τον συγκινούσαν οι ελληνοκεντρικές ιδέες του Ίωνος Δραγούμη και του Περικλή Γιαννόπουλου. Έτσι, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει μια φράση που φέρνει, αυτομάτως, στην σκέψη τον "ειδωλολατρικόν" όρκον των Αθηναίων εφήβων: " Ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά, ουδ' εγκαταλείψω τον παραστάτην.."

    "Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις..." (Ψαλμός ιθ', στίχος 8.)


    «Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά

    Η Α.Μ. ο Βασιλεύς και ο Πρόεδρος της Εθνικής ημών Κυβερνήσεως καλούν ημάς πάντας ίνα αποδυθώμεν εις Άγιον υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αμυντικόν αγώνα.

    Η Εκκλησία ευλογεί τα όπλα τα ιερά και πέποιθεν ότι τα τέκνα της Πατρίδος ευπειθή εις το κέλευσμα Αυτής και του Θεού, θα σπεύσουν εν μία ψυχή και καρδία να αγωνισθούν υπέρ βωμών και εστιών και της Ελευθερίας και τιμής, και θα συνεχίσουν ούτω την απ' αιώνων πολλών αδιάκοπον σειράν των τιμίων και ενδόξων αγώνων και θα προτιμήσουν τον ωραίον θάνατον από την άσχημον ζωήν της δουλείας. Και μη φοβούμεθα από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι, ας φοβούμεθα δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απολέσαι.

    Επιρρίψωμεν επί Κύριον την μέριμναν ημών και Αυτός θα είναι βοηθός και αντιλήπτωρ εν τη αμύνη κατά της αδίκου επιθέσεως των εχθρών. Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου του Θεού και εν τη γενναιότητι και ανδρείς ημών μεγαλυνθησόμεθα.

    Χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και πατρός είη μετά πάντων ημών.


Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύσανθος»


Διαταγή Αρχιστρατήγου


    Διαταγή Αρχιστρατήγου Αλεξάνδρου Παπάγου προς τους διοικητάς των Μεγάλων Μονάδων. "Η λακωνική συντομία της πρώτης αυτής διαταγής από είκοσι μία λέξεις μαρτυρεί την άριστη, επιτελική προπαρασκευή των πολεμικών σχεδίων της χώρας." (ΓΕΣ/ Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού: "Επίτομη Ιστορία Πολέμου 1940-41", σελ. 42.)


    "Από έκτης πρωινής σήμερον περιερχόμεθα εις εμπόλεμον κατάστασιν προς Ιταλίαν. Άμυνα Εθνικού εδάφους διεξαχθή βάσει διαταγών ας έχετε. Εφαρμόσατε σχέδιον επιστρατεύσεως. Παπάγος."


Ημερησία Διαταγή Αλ. Παπάγου


    "Αναλαμβάνων την αρχηγίαν του Στρατού καλώ τους αξιωματικούς και οπλίτας του Ελληνικού Στρατού εις την εκτέλεσιν του υψίστου προς την Πατρίδα καθήκοντος με την μεγαλυτέραν αυταπάρνησιν και σταθερότητα. Ουδείς πρέπει να υστερήση. Η υπόθεσις του αγώνος τον οποίον μας επέβαλεν ο αχαλίνωτος Ιμπεριαλισμός μιας Μεγάλης Δυνάμεως, η οποία ουδέν είχε ποτέ να φοβηθή από ημάς, είναι η δικαιοτέρα υπόθεσις την οποίαν είναι δυνατόν να υπερασπισθή ένας Στρατός. Πρόκειται περί αγώνος υπάρξεως. Θα πολεμήσωμεν με πείσμα, με αδάμαστον εγκαρτέρησιν, με αμείωτον μέχρι τελευταίας πνοής ενεργητικότητα.

    Έχω ακράδαντον την πεποίθησιν ότι ο Ελληνικός Στρατός θα γράψει νέας λαμπράς σελίδας εις την ένδοξον ιστορίαν του Έθνους.

    Μην αμφιβάλλετε ότι τελικώς θα επικρατήσωμεν, με την βοήθειαν και την ευλογίαν του Θεού και τας ευχάς του Έθνους. Έλληνες αξιωματικοί και οπλίται φανήτε ήρωες."


Τα μετόπισθεν στον αγώνα:

Η διαμαρτυρία των Ελλήνων διανοουμένων


    "Είναι δύο εβδομάδες τώρα, που ένα τελεσίγραφο μοναδικό στα διπλωματικά χρονικά των Αθηνών για το περιεχόμενον, την ώρα και τον τρόπο που το παρουσίασεν η Ιταλία κάλεσε την Ελλάδα να της παραδώση τα εδάφη της, να αρνηθή την ελευθερία της και να κατασπιλώση την τιμή της.

    Οι Έλληνες δώσαμε στην ιταμή αυτή αξίωσι της φασιστικής βίας, την απάντησι που επέβαλαν τριών χιλιάδων ετών [σημ. Φ.Μ.: και πλέον] παραδόσεις, χαραγμένες βαθειά στην ψυχή μας, αλλά και γραμμένες στην τελευταία γωνιά της ιερής γης με το αίμα των μεγαλυτέρων ηρώων της ανθρωπίνης ιστορίας. Και αυτή τη στιγμή κοντά στο ρεύμα του Θυάμιδος και στις χιονισμένες πλαγιές της Πίνδου και των Μακεδονικών βουνών πολεμούμε, τις περισσότερες φορές με τη λόγχη, αποφασισμένοι να νικήσουμε ή να αποθάνουμε μέχρις ενός.

    Σ' αυτό τον άνισο σκληρότατο αλλά πεισματώδη αγώνα, που κάνει τον λυσσασμένο επιδρομέα να ξεσπάζη κατά των γυναικών, των γερόντων και των παιδιών, να καίη, να σκοτώνη, να ακρωτηριάζη, να διαμελίζη τους πληθυσμούς στις ανοχύρωτες και άμαχες πόλεις μας και στα ειρηνικά χωριά μας, έχουμε το αίσθημα ότι δεν υπερασπιζόμαστε δική μας μόνον υπόθεσι: Ότι αγωνιζόμεθα για την σωτηρία όλων εκείνων των Υψηλών αξιών που αποτελούν τον πνευματικό και ηθικό πολιτισμό, την πολύτιμη παρακαταθήκη που κληροδότησαν στην ανθρωπότητα οι δοξασμένοι πρόγονοι και που σήμερα βλέπουμε να απειλούνται από το κύμα της βαρβαρότητος και της βίας. Ακριβώς αυτό το αίσθημα εμπνέει το θάρρος σε μας τους Έλληνες διανοουμένους, τους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης, ν' απευθυνθούμε στους αδελφούς μας όλου του Κόσμου για να ζητήσουμε όχι την υλική αλλά την ηθική βοήθειά τους. Ζητούμε την εισφορά των ψυχών, την επανάστασι των συνειδήσεων, το κήρυγμα, την άμεση επίδρασι, παντού όπου είναι δυνατόν, την άγρυπνη παρακολούθησι και την ενέργεια για ένα καινούργιο πνευματικό Μαραθώνα που θα απαλλάξη τα δυναστευόμενα Έθνη από τη φοβέρα της πιο μαύρης σκλαβιάς που γνώρισε ως τώρα ο κόσμος.


Κωστής Παλαμάς, Σπύρος Μελάς, Άγγελος Σικελιανός, Γεώργιος Δροσίνης, Σωτήρης Σκίπης, Δημήτριος Μητρόπουλος, Κ. Δημητριάδης, Νικόλαος Βέης, Κ. Παρθένης, Ιωάννης Γρυπάρης, Γιάννης Βλαχογίαννης, Στρατής Μυριβήλης, Κώστας Ουράνης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, Αρίστος Καμπάνης.


Εφημερίδα "Νέα Ελλάς", 10 Νοεμβρίου 1940

http://pheidias.antibaro.gr/1940/diaggelm.htm

Πόλεμος; Τρέξε να σηκώσεις τα λεφτά από την τράπεζα…

 Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός.



Επί τη ευκαιρία της Εθνικής Επετείου του «ΟΧΙ», που πλησιάζει, θα ακουστούν και πάλι οι ίδιο τετριμμένοι «δεκάρικοι», περί ομοψυχίας και ομονοίας του τότε λαού, θα τα περδικλώσουν οι «αριστεροί» με την εθνική αντίσταση, θα καρυκευτούν τα μηνύματα «της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας» και με ολίγον κορωνοϊό και θα… σβήσουν τα φώτα. Βεβαίως θα διατρανωθεί και η κοσμοξάκουστη αποφασιστικότητα των πολιτικών, να υπερασπιστούν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα έναντι της Τουρκίας, η οποία αλωνίζει ανενόχλητη το Αιγαίο.


Θα πρότεινα φέτος να πρωτοτυπήσουν και, αντί για τα χιλιοειπωμένα διαγγέλματα, να διαβάσουν το τι μαθαίνουν τα Ελληνόπουλα στα σχολεία για το «Σαράντα».


 Είμαι δάσκαλος της Ε’ Δημοτικού. Στην σελίδα 44 του α’ τεύχους του βιβλίου Γλώσσας, περιέχεται κείμενο-επίκαιρο για την επέτειο. Οπότε ο πρωθυπουργός της χώρας, μπορεί να αναγνώσει το κείμενο που διδάσκονται τα Ελληνόπουλα, «για να νιώσουν περήφανα για τον ηρωισμό της γενιάς του ’40, για την πατρίδα μας»:

«Συμπολίτες μου». (Αν προσέξουμε δεν χρησιμοποιεί πια την παραδοσιακή προσφώνηση «Ελληνίδες, Έλληνες», αλλά το αόριστο «συμπολίτες μου». Είναι ντροπή και δείχνει το προσκύνημά τους στην δημογραφική αλλοίωση που μας επέβαλλε η νεοταξική δυσωδία). Θα ακουστούν, λοιπόν, τα παρακάτω, «αντάξια της μεγαλειώδους θυσίας του λαού μας»:


«Η Ιταλία, συμπολίτες μου, την 28η Οκτωβρίου του 1940, μας κήρυξε τον πόλεμο! Κι εμείς πήγαμε στα υπόγεια και κρυφτήκαμε». (Ο τίτλος)


Οι οικογένειες της εποχής, εκείνης όταν άκουσαν τις σειρήνες, τρομαγμένες και… λερωμένες από τον φόβο τους, πανικοβλήθηκαν. Σας μεταφέρω μια εικόνα, σύμφωνα με το σχολικό βιβλίο.


Κάποια στιγμή γύρισε ο μπαμπάς στη μαμά και της είπε πως θα τρέξει στην τράπεζα να σηκώσει λεφτά. Δεν έχουμε δραχμή, είπε κι έφυγε τρέχοντας στη σκάλα…


Όταν ο μπαμπάς γύρισε από την τράπεζα λερωμένος πολύ και σκισμένος και χωρίς το καπέλο του, είπε ότι η τράπεζα ήταν κλειστή και δεν μπόρεσε να σηκώσει λεφτά. Τότε πήγαμε σ’ ένα υπόγειο, στης κυρίας Γιαννοπούλου, γιατί το σπίτι της έχει υπόγειο και το λιακωτό της είναι τσιμεντένιο και δεν μπορούν να το τρυπήσουν οι μπόμπες. Και ο μπαμπάς πήρε στην αγκαλιά του τον αφηγητή, παιδί μικρό και του είπε:

-Άκη, από σήμερα θα γίνεις άντρας. Και ο Άκης, εμπνεόμενος από την γενναιότητα του πατέρα του, απάντησε:

Εγώ τότε φοβήθηκα πάρα πολύ, γιατί δεν ήθελα να γίνω σήμερα άντρας…».

(Πριν σχολιάσω να τονίσω τα εξής: Όλοι οι ειδικοί επιστήμονες που ασχολούνται με την γλώσσα και την διδακτική της, γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν αθώα παραμυθάκια και ότι κάθε γλωσσικό κείμενο, ακόμα και ένα πρόβλημα μαθηματικών, προάγει συγκεκριμένες αξίες και στάσεις ζωής).


Ας προσέξουμε τρία ύπουλα μηνύματα που κρύβονται στο προδοτικό κείμενο.


Πρώτον: Κρυφτήκαμε στα υπόγεια. Δηλαδή, δειλία, ηττοπάθεια, αφιλοπατρία, καλλιέργεια στα μικρά παιδιά αισθήματος υποταγής και υποτέλειας στους εχθρούς μας. Οι Τούρκοι αλυχτούν, ίσως κληθεί ο λαός να υπερασπιστεί όσια και ιερά, όμως εμείς, θα κρυφτούμε στα υπόγεια και θα γλιτώσουμε. Η αντίσταση στα… υπόγεια σώζει πατρίδες και όχι το «Ελευθερία ή Θάνατος».


Δεύτερον: Τρέχει ο πατέρας, πρώτη του σκέψη και αντίδραση στο άκουσμα του πολέμου, στην τράπεζα «να σηκώσει λεφτά». Υπάρχει μια συγκινητικότατη φωτογραφία της εποχής. Μια μαυροφορεμένη μάνα, η Ελληνίδα που ανέθρεψε λεβέντες, αποχαιρετά τον στρατιώτη γιο της, βάζοντάς τον να φιλήσει την εικόνα του στρατιώτη του Χριστού, του Άη-Δημήτρη. Μέσω του σχολικού κειμένου εξευτελίζεται η ελληνική οικογένεια, ο θεσμός του πατέρα, συκοφαντούνται οι 14.000 περίπου ήρωες, που δεν έτρεξαν στις τράπεζες, αλλά στις αετοράχες της Πίνδου για να πεθάνουν -και όχι να σκοτώσουν- για την πατρίδα. Και βέβαια προβάλλεται, όχι η αρετή της φιλοπατρίας, αλλά η λέπρα της ψυχής, η φιλαργυρία.


Τρίτον: Εγώ τότε φοβήθηκα πάρα πολύ, γιατί δεν ήθελα να γίνω σήμερα άντρας…


Βεβαίως, γιατί οι πραγματικοί άντρες στρατεύονται και πολεμούν! Ενώ όσοι δεν θέλουν να γίνουν άντρες, παίρνουν ένα Ι5 (γιώτα πέντε) χαρτί απόλυσης ή εξαγοράζουν την θητεία τους και σπεύδουν σαν λαγοί στα υπόγεια και άσε τα κορόιδα να κατασκοτώνονται για την τιμή της έθνους! Αν προβάλλεις το αντρικό πρότυπο, κινδυνεύεις από τις «κυρακατίνες» της πολιτικής ορθότητας να κατηγορηθείς για… σεξισμό.

Ένας πρωθυπουργός που θα απευθυνόταν στους Έλληνες και τις Ελληνίδες και όχι στους συμπολίτες του, θα διάβαζε, την ημέρα της 28ης, αυτό που διέσωσε ο Στρατής Μυριβήλης.


Στον πανηγυρικό λόγο που εκφώνησε στην Ακαδημία Αθηνών, στις 27 Οκτωβρίου του 1960, μεταξύ των άλλων σπουδαίων ανέφερε και ένα συγκλονιστικό γεγονός, που διαδραματίσθηκε, όχι «στο διάσελο της Ιστορίας» (Βρεττάκος), αλλά στα μετόπισθεν, όπου ο απόλεμος πληθυσμός της πατρίδας μας, συναγωνιζόταν την ανδρεία των μαχητών. Το μεταφέρω:


«Είχε οργανωθή, κατά τη διάρκεια του αγώνα υπηρεσία μεταγγίσεως αίματος, απ’ τον Ερυθρό Σταυρό της Ελλάδος. Είχα και ένα φίλο γιατρό, σ’ αυτή την υπηρεσία, λοιπόν πήγαινα κάπου-κάπου να τον δω και να τα πούμε. Ο κόσμος έκαμε ουρά κάθε μέρα για να δώση το αίμα του για τους τραυματίες μας. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά που περίμεναν τη σειρά τους. Μια μέρα, λοιπόν, ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε μέσα στην σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.

-Εσύ, παππούλη, του είπε ενοχλημένος, τι θέλεις εδώ;

Ο γέρος απάντησε δειλά:

-Ήρθα κι εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα.

Ο γιατρός τον κοίταξε αυστηρά με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιο ζωηρή.

-Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γερός, το αίμα μου είναι καθαρό, και ακόμα ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιούς. Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Όμως μου είπαν πως οι δύο πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα μου, θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους, γιατί δε θα ‘χουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κι εγώ το δικό μου. Άιντε, πήγαινε, γέρο μου μού είπε κι ας είναι για την ψυχή των παιδιών μας. Κι εγώ σηκώθηκα κι ήρθα». («Η 28η Οκτωβρίου 1940», πανηγυρική λόγοι ακαδημαϊκών, επιμέλεια Πέτρος Χάρης, Αθήνα 1978, σ. 322).


Τέτοιες γενιές και με τέτοια παιδεία, νικούν και σώζουν πατρίδες…


Δημήτρης Νατσιός


δάσκαλος-Κιλκίς

https://www.antibaro.gr/article/28367

Αθανάσιος Διάκος (1788-1821) – Ο μάρτυρας της Επανάστασης

 


Αθανάσιος Διάκος«Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θ’ αποθάνω!».

Αθανάσιος Διάκος

Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν ηρωικός αγωνιστής και μάρτυρας κι ένας από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821.

Γεννήθηκε γύρω στο 1788 (σύμφωνα με άλλη εκδοχή το 1782). Ο τόπος γέννησης του Αθανάσιου Διάκου, αποτελεί σημείο τριβής και διεκδικείται από δύο χωριά, την Άνω Μουσουνίτσα και την Αρτοτίνα. Και τα δυο, χωριά της Φωκίδος. Το βέβαιο είναι ότι ο Διάκος έλκει την καταγωγή του και στα δυο χωριά. Ο πατέρας του ήταν από την Μουσουνίτσα και η μητέρα του από την Αρτοτίνα.

Σημείο τριβής, αποτελεί και το πραγματικό επώνυμο του Διάκου. Αναφέρονται τα Μασαβέτας (γράφεται και Μασσαβέτας) και Γραμματικός. Από εκεί και πέρα υπάρχει μια αμφισβήτηση μεταξύ αρκετών ιστορικών, με στοιχεία που συχνά αντικρούονται μεταξύ τους, τόσο για το γενεαλογικό δέντρο του Διάκου, κυρίως απ’ την πλευρά του πατέρα του, όσο και για τον τόπο γέννησης και διαμονής του (παρατίθενται κάποιες γνώμες στο τέλος του κειμένου).

Το πιο πιθανό είναι, βάσει των στοιχείων, ότι ο Αθανάσιος Διάκος γεννήθηκε στην Αρτοτίνα και το κανονικό όνομα του πατέρα του ήταν Γεώργιος Γραμματικός.

Ο Διάκος ήταν εγγονός ενός ντόπιου Κλέφτη, του Νικόλαου Γραμματικού, ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη με τους Τούρκους. Ο πατέρας του Διάκου τότε, φοβούμενος για τη ζωή του, κατέφυγε σαν ψυχοπαίδι στον θείο του Αθανάσιο Γραμματικό, έναν εύπορο κάτοικο της Αρτοτίνας, ο οποίος ατύπως τον υιοθέτησε. Έτσι ο Γεώργιος Γραμματικός, εμφανίζεται και με το επώνυμο Ψυχογιός (περισσότερο παρατσούκλι, λόγω της άτυπης υιοθεσίας). Ο Γεώργιος Γραμματικός, όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε την Χρυσούλα Καφούρου κι έκαναν 5 παιδιά μεταξύ των οποίων και τον Αθανάσιο Διάκο.

Αργότερα, όταν ο Αθανάσιος Γραμματικός πέθανε, ο πατέρας του Διάκου κληρονόμησε ένα κοπάδι πρόβατα και μια στάνη για να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του. Η μοίρα όμως ήταν σκληρή με την οικογένεια. Οι Τούρκοι συνέλαβαν τον πατέρα του Διάκου να εφοδιάζει τους ξεσηκωμένους Κλέφτες με τρόφιμα. Έτσι οδήγησαν τόσο αυτόν όσο κι έναν εκ των αδερφών του Διάκου, τον Απόστολο, στο Παντρατζίκι Φθιώτιδος, την σημερινή Υπάτη, όπου τους κρέμασαν.

Κατατρομαγμένη η μάνα του Διάκου, πήγε το 12χρονο παιδί της και το εμπιστεύτηκε στους καλόγερους του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου κοντά στην Αρτοτίνα. Πέραν όμως του φόβου της μάνας, υπήρχε και μια ακόμη σκοπιμότητα. Μετά την οικονομική καταστροφή, η χειροτονία του νεαρού Θανάση επιβάλλονταν πλέον και για λόγους βιοποριστικούς, καθώς στα μοναστήρια, λόγω των ειδικών σχέσεων που είχαν αυτά με τους Τούρκους, ζούσαν πιο άνετα σε σχέση με τους υπόλοιπους υπόδουλους Έλληνες.

Εκεί ο Διάκος διδάσκεται από κάποιον μοναχό την Οκτώηχο και το Ψαλτήριο. Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του χειροτονήθηκε διάκονος, με το ιερατικό όνομα «Άνθιμος» και κράτησε από τότε για επίθετό του τον ιερατικό του βαθμό (Διάκος).

Ο Διάκος περιγράφεται ως άτομο μετρίου αναστήματος, με ωραία μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά, προσεγμένη ενδυμασία και σοβαρό βλέμμα, ιδιαίτερα ευκίνητος και γοργός στα πόδια, ενώ ήταν και άριστος στη σκοποβολή.

Ήταν διάκονος ακόμα, όταν κατά τη διάρκεια ενός γάμου στην Αρτοτίνα πυροβόλησε στον αέρα μαζί με άλλους χωρικούς που διασκέδαζαν. Από τους πυροβολισμούς εκείνους σκοτώθηκε ο γιος της Κουτσογιάννενας, από ισχυρή οικογένεια της Κωσταρίτσας, χωριού της Δωρίδας. Για το φόνο εκείνο θεωρήθηκε ένοχος ο Διάκος και καταδιώχτηκε.

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Διάκος σ’ αυτόν τον γάμο αναγκάστηκε αμυνόμενος να σκοτώσει έναν Τούρκο, όταν αυτός ένιωσε προσβεβλημένος που ηττήθηκε απ’ τον Διάκο σε επιτόπιο διαγωνισμό σκοποβολής.

[Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι με τα στρατεύματά του και εντυπωσιασμένος απ' την εμφάνιση του νεαρού μοναχού, του έκανε άσεμνες προτάσεις. Ο Διάκος προσβλήθηκε απ' τα λεγόμενα του Τούρκου (και την μετέπειτα πρόταση) και μετά από καβγά τον σκότωσε.]

Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει Κλέφτης, καταφεύγοντας στο «λημέρι» του ξακουστού στη Δωρίδα Κλέφτη Τσαμ Καλόγερου, ανάμεσα στα Βαρδούσια και την Γκιώνα. Στην μάχη της Ζελίστας, ο Διάκος σκότωσε με ένα κλαδί έναν Τούρκο και του πήρε τον οπλισμό του, κατακτώντας έτσι και τον τίτλο του Κλέφτη. Παρ’ όλη την παλληκαριά του όμως, φαίνεται ότι η χριστιανική του πίστη τον ήλεγχε ακόμη κι έτσι, νομίζοντας πως ο φόνος ξεχάστηκε, επιστρέφει στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, όπου και διαμένει για έναν χρόνο (συνολικά καλογέρεψε για 12 χρόνια). Μετά από προδοσία όμως, ανήμερα Δεκαπενταύγουστο, την ώρα του πανηγυριού τον συνέλαβαν. Σιδηροδέσμιος οδηγήθηκε στο Λιδωρίκι, όπου ο Φερχάτ πασάς διέταξε να κρεμαστεί την επόμενη μέρα. Το βράδυ, ο Διάκος κατάφερε να δραπετεύσει με την βοήθεια του Κλέφτη Καφέτσου.

Επειδή ο Τσαμ Καλόγερος είχε σκοτωθεί, το απόσπασμά του χωρίστηκε σε τρία μικρότερα αποσπάσματα. Ο Διάκος είχε διασυνδεθεί με τον Γούλα Σκαλτσά, έναν συχωριανό του από την Αρτοτίνα και έγινε πρωτοπαλίκαρό του. Όταν ο Σκαλτσάς πήρε το αρματολίκι του Λιδωρικίου, ο Διάκος είχε στον έλεγχό του όλη την περιοχή από τον Μόρνο ως τα ορεινά της Ηπείρου, δείχνοντας σύντομα τα διοικητικά του προσόντα. Οι σχέσεις των δυο αντρών κράτησαν για λίγο. Ο Διάκος στην συνέχεια πήγε στα Σάλωνα (Άμφισσα), στον Κοσμά Σουλιώτη. Εκεί βρήκε ένα φιρμάνι του Αλή πασά που έλεγε να τον «χαλάσουν». Ο Σουλιώτης που του αποκάλυψε περιεχόμενο του φιρμανιού, τον συμβούλεψε να ζητήσει βοήθεια από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που εκείνον τον καιρό είχε καλές σχέσεις με τον Αλή πασά.

Οι δυο άντρες πράγματι συναντήθηκαν το 1814 κι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έπεισε τον Αλή πασά να μην εκτελέσει το φιρμάνι, τουναντίον να εντάξει τον Διάκο στο σώμα των «Τσοχανταρέων» (σωματοφυλάκων), στο οποίο προΐστατο ο ίδιος ο Ανδρούτσος.

Στα τέλη του 1818, ο Διάκος γίνεται πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου και μέλος της Φιλικής Εταιρίας, ενώ άρχισαν την προετοιμασία της Επανάστασης στη Λιβαδειά. Την απόφαση αυτή την πήρε μαζί με τους επισκόπους Ταλαντίου Νεόφυτο και Άμφισσας Ησαΐα, σε σύσκεψη που έκαναν στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά.

Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος είχε φτιάξει τη δική του ομάδα Κλεφτών.

Το 1820, όταν ο Αλή πασάς στασιάζει εναντίον της Οθωμανικής Πύλης, καλεί σε βοήθεια τον Ανδρούτσο κι αυτός ανταποκρίνεται, πηγαίνοντας στα Ιωάννινα. Τότε οι σχέσεις Διάκου και Ανδρούτσου ψυχραίνονται και οι τοπικοί άρχοντες της Λειβαδιάς, με την σύμφωνη γνώμη του εκεί πασά, τον εκλέγουν Αρματολό της Λειβαδιάς. Ο Διάκος παίρνει στο αρματολίκι του και τον 16χρονο ανηψιό του (από την αδερφή του Σοφία) Κωνσταντίνο Κούστα. Το παιδί αυτό θα βρεθεί δίπλα του σε όλη την υπόλοιπη ζωή του εώς και τον τραγικό του θάνατο.

Η σημαία του Αθανάσιου ΔιάκουΣύντομα μετά από το ξέσπασμα των εχθροτήτων, ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος και φίλος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λειβαδιά με σκοπό την κατάληψη της.

Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου οι επαναστάτες είχαν συγκεντρωθεί στον λόφο του Προφήτη Ηλία της Λιβαδειάς και όταν ο Τούρκος διοικητής Χασάν αγάς απέρριψε την πρόταση του Διάκου για παράδοση, άρχισε η επίθεση. Στις 31 Μαρτίου, μετά από τρεις ημέρες άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, και το κάψιμο του σπιτιού του Μιρ Αγά (συμπεριλαμβανομένου του χαρεμιού), οι Τούρκοι που είχαν κλειστεί στον πύργο Ώρα, παραδόθηκαν και την 1η Απριλίου, σε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Λιβαδειάς, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σημαία του Διάκου. Στην συνέχεια επιχειρεί να καταλάβει την Λαμία, που ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, καθώς και την Υπάτη. Δεν είχε όμως την απαιτούμενη βοήθεια και στήριξη από τον τοπικό οπλαρχηχό Μήτσο Κοντογιάννη, ο οποίος θεωρούσε ότι δεν είχε φτάσει ακόμη η ώρα για ξεσηκωμό και απέτυχε.

Ο Χουρσίτ πασάς, που πολιορκούσε στα Ιωάννινα τον Αλή πασά, έστειλε τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη με 8.000 πεζικό και 900 ιππείς (ενώ την άλλη μέρα προστέθηκαν κι άλλα 3.000 άτομα) να καταπνίξουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και έπειτα να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο, για να ματαιώσουν τα σχέδια του Κολοκοτρώνη για την Τριπολιτσά. Ο κίνδυνος για την επανάσταση ήταν μεγάλος.

Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές οπλαρχηγούς Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες.

Αφού συσκέπτηκαν στο χωριό Κομποτάδες, στις 20 Απριλίου 1821, η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν την γέφυρα του Γοργοποτάμου με 600 άνδρες, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας με 500 άνδρες, και ο Διάκος την γέφυρα της Αλαμάνας με 500 άνδρες.

Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους, επιτιθέμενοι το πρωί της 23ης Απριλίου. Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στον Διάκο. Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε.

Έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ’ τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο ψυχογιός του, βλέποντας τους άλλους να φεύγουν έφερε ένα άλογο στον Διάκο και τον παρότρεινε να φύγει κι αυτός.

Όμως ο Διάκος δεν δείλιασε και δεν έφυγε. «Δεν φεύγω» του απάντησε.

Θυμήθηκε ότι και ο Λεωνίδας άλλοτε, κάπου εκεί κοντά, δε φοβήθηκε τις μυριάδες των Περσών. «Αγίασε» με το αίμα του άλλη μια φορά τον ιερό εκείνο τόπο, όπου οι προσκυνητές θαυμάζουν την παλιά και τη νέα ανδραγαθία των Ελλήνων. Πολέμησε λοιπόν με πρωτοφανή ανδρεία και ανέστησε τις παλιές ένδοξες ημέρες των 300 του Λεωνίδα. Κι αυτός πλέον δεν είχε ούτε 300, αλλά μόνο 20-30 συμπολεμιστές του σε μια απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν…

Η άνιση μάχη αρχίζει κι απ’ τους πρώτους νεκρούς που πέφτουν μπροστά του, είναι ο αδερφός του Κωνσταντίνος Μασαβέτας, τον οποίο ο Διάκος χρησιμοποιεί πλέον σαν ασπίδα στις επιθέσεις που δέχεται. Με μόνο 10 αγωνιστές που του έχουν απομείνει, μεταβαίνει στη θέση Μανδροστάματα της μονής Δαμάστας, όπου οχυρώνεται και πολεμά εκεί για μια ώρα περίπου.

Όλοι οι σύντροφοί του σκοτώνονται, εκτός απ’ τον ψυχογιό του. Ο ίδιος τραυματίζεται κι αφού πετάει το τουφέκι του που έχει σπάσει από την υπερβολική χρήση, όπως και το σπαθί του που το βρήκε βόλι κοντά στην λαβή, συνεχίζει να πολεμά και να αντιστέκεται, βαστώντας στο αριστερό χέρι την πιστόλα του. Οι Τούρκοι τον αναγνωρίζουν κι αφού τον περικυκλώνουν, τον συλλαμβάνουν ζωντανό, μες τα αίματα και τον οδηγούν στον Ομέρ Βρυώνη. Ο Ομέρ Βρυώνης σεβάσθηκε αρχικά τον ήρωα και δεν άφησε να τον σκοτώσουν επί τόπου.

Ο τελικός απολογισμός της μάχης της ημέρας εκείνης, ήταν περίπου 300 Έλληνες κι ελάχιστοι Τούρκοι νεκροί, ενώ αρκετοί ήταν οι τραυματίες.

Οι πασάδες, έχοντας αιχμάλωτους πλέον τον Διάκο και τον ψυχογιό του όδευσαν προς τη Λαμία (Ζητούνι). Χάριν της κενοδοξίας τους, έβαλαν τον Διάκο να περπατά μπροστά πεζός. Φοβούμενοι όμως σύντομα, μην τυχόν επιχειρήσει να διαφύγει τον έβαλαν να καθίσει σε ένα μουλάρι που είχε ελαφρά δεμένα το πόδια του για να μην μπορεί να τρέξει.

Την νύχτα της 23ης Απριλίου 1821, αφού έφτασαν στη Λαμία, τον ανέκριναν, παρόντος και του Χαλήλ μπέη, σημαίνοντα Τούρκου της Λαμίας, κοντά στην πλατεία Λαού, πλησίον του σημείου όπου θανατώθηκε τελικά ο Διάκος, ζητώντας να μάθουν στοιχεία για την Επανάσταση. Ο Διάκος άφοβα τους απάντησε ότι όλο το έθνος των Ελλήνων αποφάσισε να χαθεί ή να ελευθερωθεί.

Ο Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος φέρεται να ήταν ελληνικής καταγωγής και δεν ήθελε τον θάνατο του Διάκου, καθώς τον γνώριζε από την αυλή του Αλή πασά και εκτιμούσε τις ικανότητές του, στην διάρκεια της συνοπτικής αυτής δίκης, του πρόσφερε τιμές, με αντάλλαγμα να παραιτηθεί του αγώνα και να προσχωρήσει στο τουρκικό στρατόπεδο, ασπαζόμενος τον ισλαμισμό. Ο Διάκος αρνήθηκε περήφανα.

Ο Μεχμέτ πασάς (συστράτηγος, αλλά ανώτερος του Ομέρ Βριώνη), θαυμάζοντας το θάρρος του Διάκου του είπε ότι είναι πρόθυμος να του παρέχει ιατρική περίθαλψη, αν ήθελε να τεθεί στην υπηρεσία του. Ο Διάκος απέρριψε την πρότασή του, λέγοντας «Δεν σε υπηρετώ. Αλλά και να σε υπηρετήσω, δε θα σε ωφελήσω». Ο Μεχμέτ πασάς τότε τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Αυτό δεν φαίνεται να πτόησε τον Διάκο που του απάντησε «Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους».

Την επόμενη μέρα, την 24η Απριλίου, ημέρα Κυριακή και κατόπιν επίμονης απαιτήσεως του Χαλήλ μπέη, εκδόθηκε απόφαση για θανατική ποινή με ανασκολοπισμό (σούβλισμα), καθώς όπως υποστήριζε, ο Διάκος είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους και θα έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά.

Ο Χαλήλ μπέης μάλιστα, απαίτησε στο σημείο του μαρτυρίου να είναι παρών κι ο ανηψιός του Διάκου, ο 16χρονος Κωνσταντίνος Κούστας, έτσι ώστε, βλέποντάς τον ο Διάκος, να μην βασανίζεται μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά.

Αυτός που κοινοποίησε την σκληρή απόφαση στον Διάκο, του έδωσε να κρατά στα χέρια του και το εργαλείο του θανάτου του, λέγοντάς του να τον ακολουθήσει κρατώντας το. Αυτός αγανακτώντας το πέταξε κάτω και φώναξε σε μερικούς Αλβανούς που ήταν γύρω του, «Δεν βρίσκεται κάποιος να με σκοτώσει; Γιατί αφήνετε τους Ανατολίτες να με παιδεύουν; Εγώ κακούργος δεν είμαι» (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, αυτό φέρεται να το είπε όταν τον σούβλιζαν).

Κάποιοι απ’ τον συγκεντρωμένο κόσμο του είπαν τότε να τουρκέψει για να σώσει το τομάρι του. Ο Διάκος γυρίζοντας προς αυτούς, τους απαντά, «Εγώ Γραικός εγεννήθηκα και Γραικός θ’ αποθάνω» (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, αυτή η φράση ειπώθηκε ενώπιον του Ομέρ Βρυώνη, όταν του έκανε ανάλογη πρόταση, ενώ ποικίλουν και οι όροι, Ρωμιός ή Χριστιανός).

Οδεύοντας προς τον τόπο του μαρτυρίου, η παράδοση φέρει τον Διάκο να μονολογεί με πίκρα ατενίζοντας την ανοιξιάτικη φύση «Για ιδέ καιρόν που διάλεξεν ο χάρος να με πάρει. Τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάν’ η γη χορτάρι».

Ο Διάκος τελικά οδηγήθηκε απέναντι από την καλύβα του γερο-Μπακογιάννη στην πλατεία Λαού, εκεί που βρίσκεται σήμερα το κενοτάφιο.

Πως όμως γινόταν ο ανασκολοπισμός από τους Τούρκους;

Μια λεπτομερής περιγραφή βρίσκεται στο Γαλλικό Grand Dictionnaire:

«To βασανιστήριο του διοβελισμού ένα από τα φοβερότερα εφευρήματα της ανθρώπινης θηριωδίας, είναι το σούβλισμα του κατάδικου σε ξύλινο πάσσαλο.

Ξαπλώνουν το θύμα καταγής μπρούμυτα με τα πόδια πολύ ανοικτά και τα χέρια δεμένα στην ράχη. Για να ακινητοποιηθεί εντελώς και να μη διαταράσσεται η εργασία του δημίου στερεώνεται στη ράχη του μελλοθάνατου ένα σαμάρι επάνω στο οποίο κάθεται ένας από τους βοηθούς του. Ο δήμιος, αφού προετοιμάσει την είσοδο με λίπος, πιάνει το παλούκι με τα δύο του χέρια και το μπήγει όσο βαθύτερα μπορεί και ύστερα το χτυπάει με κόπανο ώστε να εισχωρήσει πενήντα ή εξήντα εκατοστά. Ανασηκώνει τότε τον σουβλισμένο και το στερεώνει στο χώμα αφήνοντας το θύμα να ξεψυχήσει καρφωμένο. Καθώς ο δύστυχος δεν μπορεί να κρατηθεί από πουθενά το παλούκι βυθίζεται, εξαιτίας του βάρους του σώματος, όλο και πιο πολύ και τελικά βγαίνει ή από τη μασχάλη ή από το στήθος ή από το στομάχι. Κι ο θάνατος που θα τερματίσει το αποτρόπαιο μαρτύριο αργεί.

Αναφέρονται περιπτώσεις παλουκωμένων που έζησαν τρεις ημέρες σ αυτή την θέση. Η διάρκεια του βασανισμού εξαρτάται από την σωματική διάπλαση του ατόμου και την κατεύθυνση που δίνεται στον πάσαλο. Αυτό εξηγείται εύκολα. Από έναν εκλεπτυσμό της φρικαλέας θηριωδίας τους φροντίζουν μα μην είναι αιχμηρό το παλούκι αλλά αμβλύ και κάπως στρογγυλεμένο στην άκρη. Γιατί η αιχμή θα περνούσε τα όργανα κατά την διολίσθηση του παλουκιού και θα προκαλούσε τον άμεσο θάνατο. Η στρογγυλεμένη όμως απόληξη του πασσάλου παραμερίζει τα σπλάχνα, τα μετακινεί χωρίς να εισχωρεί στους ευαίσθητους ιστούς… παρά τους εφιαλτικούς πόνους που προκαλεί η συμπίεση των νεύρων η ζωή παραμένει για ορισμένο χρόνο. Γιατί είναι προφανές ότι αν το παλούκι, αντί να ακολουθήσει τον άξονα του σώματος, εισχωρήσει λοξά δεν θα βγει από το στέρνο ή την μασχάλη αλλά θα τρυπήσει το υπογάστριο. Κι έτσι αφού παραμείνει άθικτη η θωρακική χώρα και δεν πλήττονται βασικά όργανα η ζωή θα παραταθεί περισσότερο».

Παρ’ ότι ο ανασκολοπισμός του Διάκου είναι αδιαμφισβήτητος, εν τούτοις οι πληροφορίες που αφορούν τον τόπο και τις ώρες του μαρτυρίου του, είναι συγκεχυμένες.

Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο Διάκος σουβλίστηκε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το κενοτάφιο. Υπάρχει όμως και η άποψη ότι μεταφέρθηκε στην Αλαμάνα κι αφού σουβλίστηκε, τον έστησαν όρθιο και τον αποτελείωσαν οι Τούρκοι με πυροβολισμούς.

Κατά μία άλλη εκδοχή, «Ζων ο κατάδικος ετίθετο επί ανεστραμμένου σάγματος ύπτιος, δεμένος χείρας και πόδας, δύο ρωμαλέοι δήμιοι εκάθoντο επ’ αυτού, τρίτος εστήριζεν εις τον πρωκτόν ξύλινον οβελόν όμοιον με τας σούβλας ας μεταχειριζόμεθα δια το ψήσιμον των αρνιών του Πάσχα, και τέταρτος δια σιδηράς ή ξυλίνης σφύρας εκτύπα του οβελού το οπίσθιον, εωσούν η ακωκή εξήρχετο εκ της κεφαλής ή θατέρας των ωμοπλατών καθ’ ην τυχαίως ελάμβανεν διεύθυνσιν. Εάν ο οβελός εξήρχετο εκ της αριστεράς ωμοπλάτης ο ούτω βασανιζόμενος απέθνησκε μετ ολίγον, εάν δε εκ της δεξιάς έζη και τρεις και τέσσερας ημέρας. Τρεις όλας ημέρας εβασανίσθη ούτως ο αείμνηστος Διάκος και ήθελεν βασανισθή έτι πλέον εάν οίκτου δεν τω έθραυε δια σφαίρας το κρανίον εις άτακτος».

Σύμφωνα πάντως με τον παππού του γιατρού Κουνούπη, ο οποίος δήλωνε αυτόπτης μάρτυρας του μαρτυρικού θανάτου του Διάκου, μετά το σούβλισμα, ο όχλος άναψε φωτιά επί της οποίας τοποθέτησαν τον κατακρεουργημένο, αλλά ζωντανό ακόμα ήρωα για να τον ψήσουν. Τότε κάποιος ονόματι Θανάσης Μάνθος, έδεσε στην άκρη ενός ξύλου ένα βρεγμένο πανί και το έφερε με τρόπο στο στόμα του Διάκου. Μόλις υγράνθηκαν τα χείλη του, ο Διάκος ξεψύχησε.

Το ψήσιμο του Διάκου, το οποίο θεωρείται από μερικούς αμφισβητήσιμο, αναφέρεται και στην επίσημη έκθεση της Κρατικής Επιτροπής Αποκαταστάσεως Αγωνιστών, η οποία του απονέμει τιμητικά μετά θάνατον τον βαθμό του Στρατηγού.

Οι Τούρκοι, μετά από 6 ημέρες (κατ’ άλλους 3-5), όταν η δυσωδία από το σώμα του Διάκου, αλλά κι από τα κεφάλια των άλλων αγωνιστών που ήταν περιστοιχισμένα γύρω του, άρχισε να γίνεται αφόρητη, διέταξαν τους Λαμιώτες Κεφάλα και Φαροδήμο να ξεσουβλίζουν τον Διάκο και μαζί με τα υπόλοιπα μαρτυρικά κορμιά να τα πετάξουν.

Όπως μαρτυρά ο ανηψιός του Διάκου, Κωνσταντίνος Κούστας, το σκήνωμα του ήρωα πετάχτηκε σε έναν μεγάλο σκουπιδόλακκο, βορειοδυτικά της Λαμίας, ανάμεσα στον λόφο του Αγίου Λουκά και το σημερινό στρατόπεδο της Μεραρχίας Υποστηρίξεως. Κατόπιν ρητής εντολής του πασά, το άψυχο σώμα σκεπάστηκε με κοπριές, αφ΄ ενός για να λιώσει πιο γρήγορα κι αφ’ ετέρου για να επιτείνει τον εξευτελισμό τόσο της σορού του Διάκου, όσου και της κεφαλής του Δεσπότη Σαλώνων που είχε πεταχτεί στον ίδιο λάκκο.

Το τι απέγινε η σορός του Διάκου και που ετάφη αν ετάφη, παραμένει εώς σήμερα ένα ερωτηματικό.

Η παράδοση λέει, πως κάποιος πήγε κρυφά μετά από μερικές μέρες και ξέθαψε το σώμα. Το μετέφερε και το έθαψε κοντά σε ένα μικρό ερημοκκλήσι της Λαμίας, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε το σπίτι του Παπαδογιώργου. Το σημείο αυτό τοποθετείται κοντά στην πλατεία Διάκου στην νότια πλευρά, προς τα σκαλιά που οδηγούν στην οδό Καρπενησίου.

Το Δημοτικό Συμβούλιο της Λαμίας, με ψήφισμά του στις 10 Αυγούστου 1843 αποφάσισε και ενέκρινε δαπάνη 150 δραχμών για «…την ανακομιδή των λειψάνων του αοίδομου πρωτομάρτυρος και πρωταγωνιστού Αθανασίου Διάκου και την μεταφοράν και εναπόθεσιν αυτών περί ώραν…».

Όπως αναφέρει αργότερα ο Θ. Λάσκαρης, «…το μέρος ηρευνήθη, αλλ’ ουδέν ίχνος ευρέθη».

Στην Εθνική Βιβλιοθήκη, υπάρχει έγγραφο με θέμα μια αίτηση (η οποία έγινε δεκτή) προς την Κρατική Επιτροπή Αποκαταστάσεως Αγωνιστών, την οποία είχε υποβάλλει ο αγωνιστής του 1821 και πρώην διερμηνέας του Ομέρ Βρυώνη, Παναγιώτης Σκορδής. Ο Σκορδής ζητά την οικονομική βοήθεια της πολιτείας, καθώς ξόδεψε όλη του την περιουσία στον Αγώνα. Ανάμεσα στις πράξεις τις οποίες γράφει και πιστεύει ότι θα πρέπει να εκτιμηθούν, αναφέρει και την εξαγορά έναντι 5.000 γροσίων απ’ τους Τούρκους της σορού του Αθανάσιου Διάκου, με 130 ακόμα «κεφαλάς», καθώς και την απελευθέρωση 24 αιχμαλώτων.

Το έγγραφο αυτό, αν και δεν διευκρινίζεται εδώ που ακριβώς έθαψε ο Σκορδής τις σορούς, υποστηρίζεται από ανάλογο του συνταγματάρχη Ζαφειρόπουλου, το οποίο αναφέρει τα εξής:

«Πιθανότατα ακόμη, αν ο Δήμος Λαμιέων επανέλθει επί του ψηφίσματος της 16-8-1843, μια νέα έρευνα επί του σημείου της ταφής του Διάκου, να είναι επιτυχής. Αν σκεφτούμε μάλιστα πως στην περιοχή αυτή, εκτός του σώματος του ήρωα ερρίφθησαν και τα κεφάλια 130 αγωνιστών, τότε μάλλον πρέπει να υποθέσουμε πως πρόκειται για έναν πολύ μεγάλο ομαδικό τάφο».

Ο βάναυσος τρόπος θανάτου του Διάκου στα χέρια των Τούρκων τρομοκράτησε αρχικά το λαό της Ρούμελης, αλλά η γενναία στάση του κοντά στις Θερμοπύλες, που θυμίζει την ηρωική άμυνα του Λεωνίδα απέναντι στους Πέρσες, τον έκανε μάρτυρα για τον απελευθερωτικό σκοπό.

Ένα μνημείο στέκεται τώρα κοντά στη γέφυρα της Αλαμάνας, το σημείο της τελικής μάχης του…

Το μνημείο του Αθανάσιου Διάκου στην Αλαμάνα

Στο σημείο του μαρτυρικού του θανάτου, στην οδό Καλύβα Μπακογιάννη (πλησίον της πλατείας Λαού) στην πόλη της Λαμίας, υπάρχει σήμερα ένα κενοτάφιο για να μας θυμίζει αυτόν τον μεγάλο και πραγματικό ήρωα. Το 1886 με πρόταση του ταγματάρχου Ρούβαλη και αργότερα (1889) με ενέργειες του δημάρχου Λαμιέων, Σκληβανιώτου, κατασκευάστηκε σε ανάμνηση της τραγικής θυσίας του Αθανασίου Διάκου. Είναι ένας Γολγοθάς, δηλαδή συσσώρευση μεγάλων λίθων πού έχει στην κορυφή του μαρμάρινο σταυρό τον οποίο περιβάλλουν φύλλα δάφνης. Στην πρόσοψη του Γολγοθά υπάρχει η επιγραφή:

«Ούτος ο τόπος ενθα τήν 23ην Απριλίου 1821 υπό των Τούρκων ανασκολοπισθείς εμαρτύρησε υπέρ Πίστεως και Ελευθερίας ο Αθανάσιος Διάκος».

Σε άλλη πλάκα πού τοποθετήθηκε το 1930 με την συμπλήρωση 100 χρόνων ελεύθερης Λαμίας, ο ποιητής Κωστής Παλαμάς έγραψε τούς ακόλουθους στίχους:

«Και των ηρώων καύχημα στην δόξα του Κυρίου,

Θανάση Διάκο σ΄ έφερεν ο δαρμός του μαρτυρίου,

και ενώ σου σπάραζε κακή φωτιά το τίμιο σώμα,

τραγούδι αγγελικό φιλί σου μύρωνε το στόμα».

Πίσω ακριβώς από το μνημείο επί υψηλού τοίχου εντός κόγχης υπάρχει η προτομή του Αθανασίου Διάκου. Επίσης η είσοδος είναι μαρμάρινη με δύο πυρσούς σε κάθε κολώνα λεπτής τέχνης.

Κενοτάφιο Αθανασίου Διάκου

Στην ομώνυμη πλατεία της Λαμίας, υπάρχει το άγαλμά του, όπου τον παρουσιάζει να μάχεται με το σπασμένο σπαθί…

Το άγαλμα του Διάκου, στην πλατεία Αθανασίου Διάκου, στη Λαμία

Ένα εκ των χωριών που τον διεκδικεί ως τόπος γεννήσεώς του, το χωριό Άνω Μουσουνίτσα, μετονομάστηκε αργότερα Αθανάσιος Διάκος προς τιμήν του.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ

Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.

Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι.

Το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:

«Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.

Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;

Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.

Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες».

Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.

Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.

«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,

δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,

γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,

που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».


Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,

στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.

«Καρδιά, παιδιά μου», φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε.

Σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».


Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα.

Τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.

Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.

Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.

Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια.


Κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.

Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,

και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα

και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.

Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.


Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:

«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις;

Να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;».

Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:

«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!

Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω.

Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες

μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,

όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας».


Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:

«Χίλια πουγκιά σας δίνω ‘γω κι ακόμα πεντακόσια,

τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτη,

γιατί θα σβήσει την Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».


Τον Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.

Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,

την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:

«Σκυλιά, κι αν με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.

Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,

που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι».

Πηγές

geetha.mil.gr | eleonora.uom.gr | el.wikipedia.org | livepedia.gr | metopo.gr | Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (Σπυρίδωνος Τρικούπη, κεφ. ΙΔ) | lamia-city.gr

http://mathainoumeellinikiistoria.blogspot.com/2012/04/1788-1821.html