Διήγημα του
Κώστα Δρακόπουλου.
Μακεδονικό Ημερολόγιον
1968
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)
ΜΙΑ ΜΥΣΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ
Είταν μια νύχτα αρκετά ζέστη και υγρή, αν και βρισκόμασταν στις αρχές του Οκτώβρη του 19Ο2.
Τη νύχτα τούτη όλα είταν σιωπηλά στη μικρή πολιτεία, σκεπασμένα από ένα αμυδρό φως, το φως της αστροφεγγιάς.
Οι δρόμοι της φωτιζόντουσαν αχνά από τα νυσταγμένα γκαζοφάναρα της δημαρχίας και μια απόλυτη σιωπή την αγκάλιαζε στον αναδιπλωμένο της αθόρητο μανδύα. Μόνο που και που, τη σιγή τούτη έτεμνε ο ρυθμικός χτύπος της μαγκούρας του πασβάντη καθώς βαρυοχτυπούσε το καλντερήμι του δρόμου.
Η πολιτεία είταν τουρκοκρατούμενη κι οι γραικοί της στέναζαν κάτω από τον αβάσταχτο ζυγό του δεινάστη τους και την με κάθε μέσο προσπάθεια του βουλγάρικου κομιτάτου να τους εκβουλγαρίσει η να τους εκμηδενίσει.
Κάτω από τη μύτη του τούρκου δινόταν μια από τις πιο μεγάλες μάχες του Έθνους για την επιβίωση ταυ και την διατήρηση της ελληνικότητας της αλύτρωτης Μακεδονίας μας.
Αντίσταση θετική στη διπλή τούτη αδυσώπητη πίεση εκμηδένισης του από τους Τούρκους, μα περισσότερο από τους Βουλγάρους.
Βρισκόμαστε στην εποχή των ηρωίκων Μακεδονομάχων και στο γιγάντωνα του Μακεδονικού αγώνα,
που τελικά στέφτηκε με Νικη και
η Μακεδονία μας έμεινε ελληνική,
με τόσες και τόσες θυσίες και ακόμα περισσότερο χυμένο αίμα.
Ήρωες γνωστοί και άγνωστοι, χαμένοι στο πλήθος των αγωνιστών, παιδιά της αιματοπότιστης Μακεδονίας και της ασκλάβωτης Ελλάδας, συνετέλεσαν στην ολοκλήρωση της μεγάλης μας Νίκης.
Στο κέντρο της μικρής πολιτείας, στα Βαρόσια, όπως λεγόταν τότε η συνοικία αυτή βρισκόταν ένας μεγάλος περίγυρος που έβλεπε σε τρεις δρόμους:
Στη δημοσιά, σε κείνον της εισόδου της εκκλησίας και στον της εισόδου των κτηριακών συγκροτημάτων της αρχιεπισκοπής και του ελληνικού σχολείου.
Στη μέση της τεράστιας αυλής, ένα μαρμάρινο σιντριβάνι, με τη βρύση και γύρω του πανύψηλες λεύκες.
Εδώ ακριβώς που μετά την απελευθέρωση της πόλης από το ζυγό του Βούλγαρου, στα 1913, χόρεψαν οι λεβεντόκορμοι τσολιάδες μας με τις μακεδονοπούλες τους πατροπαράδοτους εθνικούς χορούς μας.
|
Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος. |
Την ώρα τούτη της Όχτωβριανής νύχτας, μόνο τα φώτα των αναμμένων κανδυλιών φαινόταν από τα χρωματιστά παράθυρα της εκκλησίας.
Η αρχιεπισκοπή είταν ολοσκότεινη και σιωπηλή.
Τα δρύινα παραθυρόφυλλα είταν κλειστά κι από μέσα έπεφταν βαρυές οι πράσινες βελούδινες κουρτίνες.
Θαρούσε κανένας πως όλα είταν παραδομένα στις αγκαλιές του ύπνου.
Κι όμως η αίθουσα του γραφείου είταν ολόφωτη από την κρεμαστή πορσελάνικη λάμπα και τα αναμένα γύρω της δώδεκα κεριά.
Στην πολυθρόνα, μπρός στο γραφείο καθόταν η πανοσιολογιότητά του και εξέταζε έναν σωρό από χαρτιά που είταν απλωμένα πάνω στο κρύσταλλο του γραφείου και είταν πολύ σκεφτικός, τόσο πολύ που ζάρωνε το λευκό μέτωπό του.
Στάθηκε για λίγο αναποφάσιστος, μα γρήγορα το πήρε απόφαση και ξεχώρισε ένα, το έπιασε, το κοίταξε μερικές στιγμές, έπειτα το δίπλωσε με προσοχή, το βουλοκέρωσε και γυρίζοντας προς τον νέο, που ολος σεβασμό και αυτοπεποίθηση στεκόταν λίγα βήματα μακρυά του, του τόδωσε.
Εκείνος έκανε μια υπόκλιση, άπλωσε το χέρι του, έπιασε το χαρτί κι ασπάστηκε την δεξιά του δεσπότη.
—- Πάρε το γράμμα αυτό κι αν είναι μπορετό ξεκίνα αμέσως να φτάσει με ασφάλεια στα χέρια του καπετάν Δούκα.
Πρέπει,
είναι εθνική ανάγκη να φτάσει το δίχως άλλο απόψε σ’ αυτόν.
Καταλαβαίνεις πόσο σοβαρή και δύσκολη είναι η αποστολή που σ’ αναθέτω. Μα στο πρόσωπό σου διαβάζω τον εθνικό παλμό που σου δίνει την απαραίτητη τόλμη και αποφασιστικότητα, γιαύτο και σ’ εμπιστεύομαι.
Φέρε σε αίσιο πέρας την αποστολή σου τούτη.
|
Το Μακεδονικό Αντάρτικο Σώμα του Καπετάν Δούκα |
— Θα φτάσει, Δεσπότη μου! απάντησε με αξιοθαύμαστη σιγουριά το παλληκάρι των 22 χρόνων. Ζωντανός η και νεκρός ακόμα θα του το δώσω!...
Ετσι μίλησε και η ματιά του σπίθιζε από μιάν άσβεστη εσώψυχη φλόγα.
— Πρόσεξε, Νικήτα, πρόσεξε του είπε ο δεσπότης. Πρόσεξε τόσο τα τούρκικα περίπολα, όσο και τις ενέδρες των κομιτατζήδων, που πλημμύρισαν την Μακεδονία μας για να την εκβουλγαρίσουν.
— Να μείνει ήσυχος ο Δέσποτάς μας. Έχω πάρει τα μέτρα μου και με την άδειά σας ξεκινώ αμέσως.
|
Ο Νικήτας Δρακόπουλος |
Ο Μητροπολίτης τον ευλόγησε, του ευχήθηκε κάθε επιτυχία στην μυστική τούτη αποστολή του, κι ο νέος, -ψηλός και ντελικάτος, άνοιξε την πόρτα και τον καταχώνιασε το σκοτάδι της νύχτας.
Μακρυά από την κοιμισμένη πολιτεία και με κατεύθυνση το αντικρυνό Παγγαίο, ενας καβαλάρης σπηρούνιαζε τα πλευρά του άλογου του και το ανάγκαζε να καλπάζει, φτερώνοντας τα πόδια του ίδιος Πήγασος.
Τραβούσε από ένα μονοπάτι προς τον βάλτο με τις καλαμιές και τους βατράχους.
Μάτωνε τα πλευρά του άλογου με τις σπηρουνιές και σύγκαιρα το παρακινούσε με λόγια φιλικά:
— "Αιντε Κίτσο... αιντε αγόρι μου... τρέχα, τρέχα με τα φτερά του ανέμου. Τρέχα να προφτάσουμε πριν είναι πια άργά.
Καί κείνο, θαρρείς κι ενιωθε τα λόγια του άφέντη του, φτέρωνε τα πόδια του, κι έτρεχε, έτρεχε όσο του είταν μπορετό.
Έτρεχε κι αγκομαχούσε ο Κίτσος κι ο καβαλάρης του αδημονούσε να φτάσει στον προορισμό του. Πέρασε άρκετή ώρα κι ο Ιδρώτας μούσκεψε το τρίχωμα του ζώου.
Σαν έφτασε κοντά στις καλαμιές του βάλτου και στους ορυζώνες κι ακουσε τα κοάσματα των βατραχιών, τράβηξε τα χαλινάρια του πυρόξανθου Κίτσου του κι ανάκοψε τον καλπασμό του, μεταβάλλοντάς τον σε κανονικό βηματισμό.
Εσκυψε, χάιδεψε τον λαιμό του αλόγου, κάτι του ψιθύρισε στο τεντωμένο του αύτί και κείνο στάθηκε, ρουθούνισε με όρμή τον ύγρό άέρα και χλιμίντρησε χαρούμενο.
Έπειτα σιγή. ..
Ο μυστηριακός ψίθυρος των ζουζουνιών και των καλαμιών εκοψε μια τομή στη σιγή τούτη και την έκανε πιο επιβλητική, ετσι που ένιωθες τον εαυτό σου χαμένο μέσα στην απεραντωσύνη του τοπίου, που σε κύκλωνε σαν σκούρος μανδύας και που δεν είταν παρά η ιδια τούτη χλιαρή και υγρή νύχτα του Οχτώβρη.
Στάθηκε στο σταυροδρόμι κι αφουγκράστηκε.
Άκουσε μόνο τις καλαμιές που τις ανέμιζε ο μικρόπνοος αέρας.
Τίποτε άλλο.
Ο ουρανός είταν κεντημένος με τ’ άστέρια του, που ύστερα από τη βροχή που ερριξε την ήμέρα, λάμπανε ολόφωτα, σαν ξεπλημένα.
Μύρισε ολόστηθα τον μυρωμένο αέρα και ξαναφουγκράστηκε. Μόνο απόηχος ο ψίθυρος των καλαμιών εφτασε στην ακοή του.
Μα ξάφνου κάτι κουνήθηκε πίσω από τις καλαμιές, ακολούθησαν μια εκτυφλωτική λάμψη, ενας τρανταχτός κρότος και κάτι πέρασε σαν άστραπή δίπλα από το παλληκάρι σφυρίζοντας.
Κάποιος τούριξε ντουφεκιά να τον σκοτώσει, μα η ευλογία του δεσπότη τον εσωσε.
Όμοιο ζαρκάδι, που ξαφνιάζεται, πήδηξε από τη ράχη του Κίτσου, ξεκρέμασε από τον ώμο του τον βραχύκανο γκρα του, πήρε θέση άμυνας κι ανάμενε με κομμένη την ανάσα.
Ξανακούστηκε και δεύτερη ντουφεκιά και η σφαίρα πέρασε αρκετά μακρυά του.
—- Ε, μπράτμε, ξεφώνησε, βέβαιος πως ο εχτρός του είταν βούλγαρος που είχε στήσει στο σημείο αυτό ενέδρα.
— Στο μπρε; άκουσε μια φωνή να του απαντά.
Σχεδόν αυτόματα άδειασε τον γκρα του προς την κατεύθυνση της φωνής και ταυτόχροναάκουσε ενα μουγκριτό πληγωνένου ανθρώπου και την επίκληση:
«Μάικα».
Προχώρησε με προσοχή κρατώντας τον γκρα του προτεταμένο, προς το σημείο από όπου ακούστηκε η φωνή κι έφτασε στον πληγωμένο.
Στο λιγοστό φως της έναστρης νύχτας ξεχώρισε πεσμένο μπρούμυτα στη νοτισμένη γη τον βούλγαρο κομιτατζή, να χαροπαλεύει.
Τον είχε πετύχει διάνα κατάστηθα και τώρα πεσμένος κολυμπούσε στο αίμα του.
Σε λίγο ξεψύχησε.
Τον αφόπλισε, έψαξε τις τσέπες του κι ό,τι χαρτιά βρήκε πάνω του τα πήρε.
Γύρισε στον Κίτσο του, τον καβάλλησε κι άρχισε να καλπάζει προς το επιβλητικό όγκο του Παγγαίου.
Κάποτε ξαναστάθηκε στα πρώτα σπίτια του χωριού.
Ξανάσανε λευτερωμένος πιά και χαρούμενος, εφερε τις δυό χούφτες στο στόμα του, τις εκανε χωνί και μιμήθηκε τη φωνή του κούκου τρεις φορές.
Το ίδιο σύνθημα το επανέλαβε τρεις φορές και περίμενε.
Σε λίγο μια αλλη φωνή του άποκρίθηκε με τον ίδιο τρόπο.
Τότε προχώρησε τραγουδώντας το Θούριο του Ρήγα:
«'Ως πότε παλληκάρια θα ζούμε στη σκλαβιά...»
και σε λίγο ήρθε κοντά του ενα αλλο παλληκάρι του Καπετάν Δούκα, οπλισμένο σαν αστακός και ντυμένο την χαρακτηριστική στολή του Μακεδονομάχου.
Χαιρετίστηκαν κι ô Νικήτας ξεπέζεψε από το άλογό του, ήρθε κοντά στον μαχητή, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε πως έρχεται από μέρος του Δέσποτα Χρυσόστομου, φέρνοντας σφραγισμένο μήνυμα στον Καπετάν Δούκα.
Σε λίγο ένας άλλος μαχητής της λευτεριάς της Μακεδονίας μας τον οδήγησε από κάτι στενά σε κάποιο σπίτι, όπου και τον δέχτηκε ο Καπετάνιος.
—- Καπετάν Δούκα. Είμαι ο Νικήτας που υπηρετώ στην τούρκικη τσνταρμαρία της Δράμας και στενός συνεργάτης των Μακεδονομάχων.
Έρχομαι από τη Δράμα για να σού φέρω τούτο το έγγραφο μήνυμα του Δεσπότη.
Καί ταυτόχρονα του ’δωσε το βουλοκερωμένο χαρτί.
Μπράβο παλληκάρι μου, του απάντησε ο καπετάνιος και του πήρε τον φάκελλο, τον αποσφράγισε και στη φλόγα της γκαζόλαμπας το διάβασε με μεγάλη προσοχή.
Πετάχτηκε πάνω, ζώστηκε την αρματωσιά του κι εδωσε σύντομες διαταγές στα παιδιά του.
Σε πέντε λεπτά όλοι τους είταν έτοιμοι και ξεκίνησαν σιωπηλοί προς ενα σημείο από όπου θα έρχονταν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες να τους αιφνιδιασουν και να τους χτυπήσουν στο χωριό, την ώρα που θα κοιμόντουσαν.
Ταμπουρώθηκαν σε ασφαλισμένα σημεία και περίμεναν.
Στο μεταξύ ο Νικήτας τον διηγήθηκε την περιπέτεια του με τον Βούλγαρο κομιτατζή, την εξόντωσή του και του παρέδωσε ό,τι βρήκε επάνω του και τον οπλισμό του.
Μισή ώρα θα είχε περάσει αναμονής και το έξασκημένο αυτί του Καπετάν Δούκα ξεχώρισε μέσα στη σιγή της νύχτας το περπάτημα των κομιτατζήδων που βάδιζαν σε φάλαγγα.
Τούς υπολόγησε γύρω στους 35 - 40 άντρες, που ξέγνοιαστοι βάδιζαν στο μονοπάτι, τυλιγμένοι από το σκοτάδι της 'Οκτωβριανής τούτης νύχτας.
Κι όταν ζύγωσαν σε αχτίνα βολής, ο καπετάνιος εδωσε την διαταγή:
«πυρ!», κι άρχισε το τουφεκίδι.
Πολλοί από τους κομιτατζήδες χτυπήθηκαν.
Όσοι γλύτωσαν από την πρώτη τούτη φονική μπαταρία, φρόντισαν να ταμπουρωθούν κάπου, έστω- και πρόχειρα κι άρχισαν κι αυτοί το ντουφεκίδι.
Σωστή κόλαση φωτιάς και αίματος έγινε αύτο το μονοπάτι.
Η μάχη κράτησε μια ώρα περίπου κι όταν οι Βούλγαροι άποκότεψαν, όσοι σώθηκαν το βαλαν στα ποδιά και σε λίγο τους κατάπιε το σκοτάδι της νύχτας.
Ο απολογισμός της μάχης είταν
8 νεκροί και 15 τραυματίες Βούλγαροι
και τρεις λαβωμένοι Μακεδονομάχοι.
Ετσι, χάρη στην παλληκαριά και την αυτοθυσία του Νικήτα, οι Βούλγαροι που σκόπευαν να αιφνιδιάσουν τον καπετάν Δούκα και τα παλληκαρια του στο Ροδολίβος και να τους εξοντώσουν, αιφνιδιάστηκαν οι ίδιοι και εξοντώθηκαν αρκετοί τους.
Ο Νικήτας την ίδια νύχτα γύρισε στην μικρή πολιτεία, πήγε στην αρχιεπισκοπή, είδε τον Δεσπότη, του ανάφερε τα όσα έγιναν και η αγιότητα του, δακρυσμένη από την συγκίνησή της, τον αγκάλιασε και τον ασπάστηκε.
Έπειτα πήρε έναν ολόχρυσο σταυρό και τον κρέμασε στον λαιμό του, λέγοντάς του:
- Παιδι μου, ο σταυρός αυτός με το άγιο ξύλο σου ανήκει, τόσο για την παλληκαρια σου, δσο και για την αυτοθυσία σου.
Ας σε προστατεύει πάντα από κάθε κακό.
Ο Νικήτας συγκινημένος, φίλησε την δεξιά του και τον άφησε περήφανος για την επιτυχία της μυστικής αποστολής του, έτοιμος καθε στιγμή να συμβάλλει στον αγώνα για την λευτεριά της Μακεδονίας μας.
Ο πατέρας μου παντα μας διηγόταν τούτο το περιστατικό της ταραχώδους ζωής του και με περηφάνεια μας εδειχνε τον χρυσό σταυρό με το άγιο ξύλο, που δ ίδιος δ Δεσπότης Χρυσόστομος του τον κρέμασε στον λαιμό του.
Πρέπει εδώ να σας πω πως ο Νικήτας, αυτό το ντελικάτο παλληκάρι, είταν ο πατέρας μου.
ΝΑΞΟΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
http://yaunatakabara.blogspot.com/2015/05/1904-1908.html