Χρύσανθος Πορφύριος Βρέτταρος
Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης, πιστὸς στὴν ἐκ Θεοῦ θεία παράδοσι τῆς Ὀρθοδοξίας, αὐτῆς τῆς μίας ἁγίας καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καὶ συνάμα, ὡς ἑπόμενος τῶν ἁγίων Ἀποστόλων και τῶν ἁγίων και θεοφόρων Πατέρων, ἀντιμάχετο τὴν συμπροσευχή μετὰ τῶν ἀκαθάρτων αἱρετικῶν, εἰς πανορθόδοξον κήρυξιν τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν ὡς δαιμονικοῦ λουτροῦ.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἐπιζητεῖ τὴν σωτηρία διά τοῦ βαπτίσματος εὶς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Οἱ Ὁρθόδοξοι συνομολογοῦν μετὰ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τοὺς λατίνους ὡς ἀθέως πολύθεους,
«Ἀλλ᾿ ἡμεῖς τούτους τε κἀκείνους ὡς ὄντας ἀθέους τε καί πολυθέους ἀποβαλλόμεθα καί τοῦ πληρώματος τῶν εὐσεβούντων, ὡς καί ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ καθολική καί ἀποστολική ἐκκλησία διά τοῦ Συνοδικοῦ καί Ἁγιορειτικοῦ τόμου, τελέως ἐκκόπτομεν, πιστεύοντες εἰς μίαν θεότητα τρισυπόστατον καί παντοδύναμον, οὐδαμῶς τοῦ ἑνιαίου καί τῆς ἁπλότητος ἐκπίπτουσαν διά τάς δυνάμεις ἤ τάς ὑποστάσεις»[1]
ἀρνητᾶς τοῦ ἐνός τρισυποστάτου Θεοῦ,
«Τοιγαροῦν κατ᾿ αὐτούς ὑποστατικῶς ἔχει τό δημιουργεῖν καί ἁγιάζειν ὁ Υἱός˙ ἀμέσως γάρ καί οὐχ ὡς ὁ Πατήρ ἐμμέσως˙ καί οὕτω κατ᾿ αὐτούς τά φυσικά τῶν ὑποστατικῶν διενήνοχεν οὐδέν˙ οὐκοῦν καί ἡ φύσις τῆς ὑποστάσεως, ὡς μή τρισυπόστατον ἤ τριφυᾶ κατ᾿ αὐτούς εἶναι τόν Θεόν.»[2]
καὶ ἐπομένως ὡς ἀβαπτίστους ἀκάθαρτους εἰδωλολάτρας. Ὁ ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου θεολογεῖ οὔτως
«οὔτε οὖν τὴν πρὸ τοῦ σχίσματος ἀγάπην ὑμᾶς προβάλλεσθαι χρὴ , οὔτε τὴν μετὰ τὸ σχίσμα, μενούσης τῆς αἰτίας τοῦ σχίσματος»[3]
περἰ τῆς ἀρνησιχρίστως προβαλλομένης ἀγάπης ὑπό τῶν ἐξ Ὁρθοδοξίας κοινωνούντων μετά τῆς λατινικῆς εἰδωλολατρικῆς λύμης,
«Να αγαπηθούμε! Και τι γίνεται σήμερα; Πνεύμα μέγα αγάπης εξαπλώνεται υπέρ τους Χριστιανούς Ανατολής και Δύσεως. Ήδη αγαπώμεθα. Ο Πάπας το είπε: απέκτησα έναν αδελφόν και του λέγω σ᾽ αγαπώ! Το είπα και εγώ: Απέκτησα έναν αδελφό και του είπα σ᾽ αγαπώ!»[4]
Ἡ ἐν Ὀρθοδοξία ἄρνησις βαπτίσεως τῶν ἀθέως πολύθεων λατίνων, συνιστᾶ ἄρνησιν Χριστοῦ καὶ πραγμάτωσι ἐσφωρικοῦ μίσους πρὸς ἀποστέρησι τῆς ἐν Χριστῶ τῶ Θεῶ σωτηρίας ἐκ κοιλίας ἄδου.
Οἱ αἰρετικοί ὁρθοδόξως ὁρίζονται ὡς ἀκάθαρτοι ὑπό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου,
«πάντα μὲν καθαρὰ τοῖς καθαροῖς· τοῖς δὲ μεμιαμμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοὶ ὄντες καὶ ἀπειθεῖς καὶ πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἀδόκιμοι.»[5]
καὶ οἱ πιστοί ἔχουν τὴν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρὸς χωρισμόν ἐκ τῶν ἀκαθάρτων,
«διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ»[6]
«Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν, μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέτες ῥήξωσιν ὑμᾶς»[7]
Ἡ ἀποδοχή τοῦ δαιμονικοῦ λουτροῦ τῶν αἰρετικῶν ὡς τοῦ ἁγίου βαπτίσματος τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας , ὅπως καὶ ἡ συμπροσευχή μεθ’ αὐτῶν, ἐπιφέρει τὴν ἐνοχή, τῆς ὁμονύμου πρὸς τὸν Χριστιανισμόν εἰδωλολατρείας ἐπί τῶν ἐξ Ὀρθοδοξίας καταφρονούντων τὴν δι’ Υἱοῦ ἄκτιστον παράδοσιν τῶν ρημάτων τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὡς θεολογεῖ ὁ μεταστᾶς ἡγήτωρ τῶν θεολόγων, ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής,
«πᾶς ὁ παραβαίνων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ Θεὸν οὐκ ἔχει· ὁ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ, οὗτος καὶ τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν ἔχει. εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε· ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς.»[8]
Ὁ με΄ἰερός κανῶν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ὁρίζει τὸν ἀφορισμόν ὅσων, εἴτε συμπροσεύχονται , εἴτε ἐπιτρέπουν τὴν ἀποδοχή αἰρετικῆς ἰεροπραξίας,
«Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω· εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω.»
Ὁ μς΄ ἰερός κανῶν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ὁρίζει την καθαίρεσιν τῶν κληρικῶν ἐκείνων οἱ ὀποίοι δέχονται τὸ βάπτισμα τῶν αἰρετικῶν,
«Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;»
Ἀπὸ τοῦ κειμένου τοῦ π. Ἰωάννη Κωστώφ, ἔχουμε τὴν μαρτυρία τῆς μὴ συμπροσευχῆς τοῦ ἁγίου Ἰακώβου Τσαλίκη μὲ προτεστάντη, ὡς καί τὴν βάπτιση λατινικῶς καταβαπτισμένης, ὁμοπίστως τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ εἰς ὑπακοήν τοῦ ὅρου πίστεως τῆς συνόδου τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1755,
«Καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν ἡμῖν προσερχομένους ὡς ἀνιέρους καὶ ἀβαπτίστους δεχόμεθα, ἑπόμενοι τῷ Κυρίω ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, τῷ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐντειλαμένω βαπτίζειν «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[9]
εἰς εὐθείαν κατάκρισιν τοῦ ἀπό Φαναρίου και Βατικανοῦ κειμένου τοῦ Balamand,
13 […], «On each side it is recognized that what Christ has entrusted to His Church—profession of apostolic faith, participation in the same sacraments, above all the one priesthood celebrating the one sacrifice of Christ, the apostolic succession of bishops—cannot be considered the exclusive property of one of our Churches. In this context it is clear that rebaptism must be avoided.»[10]
«῾Εκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν᾿Εκκλησίαν του-ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχή εἰς τά αὐτά μυστήρια, κυρίως εἰς τήν μίαν ἱερωσύνην τήντελοῦσαντήν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολικήν διαδοχήν τῶν ἐπισκόπων- δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν ὡςἀποκλειστική ἰδιοκτησία μιᾶς τῶν ἡμετέρων᾿Εκκλησιῶν. Εἶναι σαφέςὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός» («῾Η Οὐνία ὡς μέθοδος ἑνώσεως κατά τό παρελθόν καί σημερινή ἀναζήτησις τῆς πλήρους κοινωνίας», ᾿Εφ. «Καθολική» φ. 2705/20-7-1993).
τὸ ὁποίο ἀρνησιχρίστως ἀπαγωρεύει τὴν βάπτιση τῶν ἀκαθάρτως μεμιασμένων ἀθέως πολυθέων λατίνων.
Ὠσαύτως ὡς περὶ Λατίνων, τὸ Φανάριον ἀρνησιχρίστως ἀπαγωρεύει τὴν βάπτιση τῶν ἀκαθάρτως μεμιασμένων Λουθηρανῶν.
Ἡ ὁρθόδοξως ὁρθοπραξία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου Τσαλίκη, ἀσφαλῶς δεικνύει τὴν εὐθείαν κατάκρισιν τοῦ ἐκείνου κειμένου, τοῦ ἀπό Φαναρίου καὶ Βυρτεμβέργης συνομολογοῦντος τήν ἀπαγώρευσιν τῆς βαπτίσεως τῶν ἀκαθάρτως μεμιασμένων Λουθηρανῶν,
13.[..], «Together, Lutherans and Orthodox echo this declaration and mutually reject proselytism toward each other.»
«Μαζί, οι Λουθηρανοί και οι Ορθόδοξοι συνομολογολυν αυτή τη δήλωση και αρνούνται αμοιβαία τον προσηλυτισμό ο ένας προς τον άλλον»
14. […] «We oppose proselytism, which sows division within existing churches and is counterproductive to Christian unity»[11]
«Αντιτιθέμεθα τον προσηλυτισμό, ο οποίος σπέρνει τη διαίρεση μέσα στις υπάρχουσες εκκλησίες και είναι αντιπαραγωγικός στη χριστιανική ενότητα»
Ἐκ τοῦ βιβλίου τοῦ π. Ἰωάννου Κωστώφ[12]:
Διηγείται ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης:
Κάποτε επισκέφθηκε το Μοναστήρι μας ένας Προτεστάντης πάστορας.
Όταν με ενημέρωσαν ότι αυτός ο κύριος είναι ιερέας των Προτεσταντών, τον πλησιάσαμε και τον ξεναγήσαμε στο Μοναστήρι μας. Μετά, είπα να ετοιμάσουν για τον άνθρωπο φαγητό...
Εγώ δεν κάθησα μαζί του στο τραπέζι, αλλά αποσύρθηκα στο κελί μου.
Διότι αυτό απαιτεί η τάξις.
Οι Πατέρες απαγορεύουν τη συμπροσευχή που προηγείται της κοινής τραπέζης...
Σε άλλη περίπτωση επισκέφθηκαν το Μοναστήρι δύο αγιορείτες ιερομόναχοι και μια ηλικιωμένη κυρία Καθολική, ρωσικής καταγωγής, που είχε αποφασίσει να γίνει Ορθόδοξη.
Όταν στο Γέροντα αναφέρθηκε ότι, κατόπιν αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου, στα άτομα αυτά είναι αρκετό το μυστήριο του Χρίσματος, χωρίς το Βάπτισμα, ο Γέροντας είπε:
Δεν γνωρίζω τι αποφάσισε η Ιερά Σύνοδος. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι το Ευαγγέλιο λέει: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται».
Γι’ αυτό πρέπει να γίνεται κανονικά το μυστήριο του Βαπτίσματος και του Χρίσματος. Και σε ένα τρίτο περιστατικό ενός Καθολικού, που θέλησε να βαπτισθεί, αφού ο Γέροντας τον προέτρεψε να επισκεφθεί τον επίσκοπο της περιοχής του, απ’ όπου επέστρεψε με τη σύσταση ότι δεν χρειάζεται βάπτισμα άλλα μόνο χρίσμα...
Χωρίς να σχολιάσει την παραπάνω αντιμετώπιση, έφερε μία μεγάλη κολυμβήθρα στο Μοναστήρι και, βοηθούμενος από ένα αρχιμανδρίτη, πνευματικό του τέκνο, βάπτισε κανονικά τον εν λόγω άνθρωπο στο παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπη.
[1] ΕΠΕ 63, 448
[2] ΕΠΕ 51, 108
[3] MANSI 31, 516E
[4]«Αι Πνευματικαι υποθηκαι του Αθηναγορου του Α΄ » Ορθοδοξος Τυπος (365) 13 Ιουλιου 1979, σελ 4
[5]Τιτ. Α΄13-16
[6] Β΄ Κορ. Στ΄.17
[7] Ματθ. Ζ΄.6
[8] Β΄ Ιω. α΄, 9-11
[9] Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος ΙΙ, Εν Αθήναις 1953, σ. 989-991
[12] Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ νέο βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννη Κωστώφ,«ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΦΟΔΙΑ, ὄχι νὰ ἐκτρέφουμε, ἀλλὰ νὰ ἐκτρέπουμε τὴν αἵρεσι», Σταμάτα 2013, σελ 55
https://www.tideon.org/thriskeymata-aireseis/2012-02-28-20-33-21/11623-2017-11-29-12-00-00