Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Οι Μεταπολιτευτικές Προτάσεις Δυσπιστίας

Οι Μεταπολιτευτικές Προτάσεις Δυσπιστίας
Η Βουλή έχει τη δυνατότητα να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση ή από κάποιο μέλος της με την υποβολή πρότασης δυσπιστίας, σύμφωνα με το άρθρο 84 του ισχύοντος Συντάγματος και του άρθρου 142 του Κανονισμού της Βουλής. Η πρόταση δυσπιστίας αποτελεί το κορυφαίο μέσο του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Την πρόταση δυσπιστίας εισάγει με αίτησή της στον Πρόεδρο της Βουλής η Αντιπολίτευση και πρέπει να είναι υπογεγραμμένη από τουλάχιστον 50 βουλευτές. Μετά την υποβολή της πρότασης δυσπιστίας, η Βουλή διακόπτει τις εργασίες, εκτός αν η κυβέρνηση ζητήσει να αρχίσει αμέσως η σχετική συζήτηση, που πρέπει να περατωθεί το αργότερο τη δωδεκάτη νυκτερινή της τρίτης ημέρας από την έναρξή της, με ονομαστική ψηφοφορία.
Η πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλαδή να συγκεντρώσει τουλάχιστον 151 ψήφους. Νέα πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο με την πάροδο εξαμήνου από την απόρριψη της προηγούμενης, εκτός αν υπογράφεται από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Αν πρόταση δυσπιστίας γίνει δεκτή, η κυβέρνηση χάνει τη «δεδηλωμένη» και οφείλει να υποβάλλει την παραίτησή της, όπως και κάθε υπουργός εναντίον του οποίου υποβλήθηκε πρόταση δυσπιστίας και έγινε δεκτή. Η κοινοβουλευτική ιστορία της μεταπολίτευσης έχει δείξει ότι καμία κυβέρνηση δεν «έπεσε» από πρόταση δυσπιστίας.
Σε στενή συνάφεια με την πρόταση δυσπιστίας είναι η πρόταση εμπιστοσύνης (άρθρο 84 του Συντάγματος και άρθρο 141 του Κανονισμού της Βουλής). Τη ζητά η κυβέρνηση από τη Βουλή και για να γίνει δεκτή χρειάζεται την έγκριση της απόλυτης πλειοψηφίας των παρόντων βουλευτών, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δύο πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών.
Οι προτάσεις δυσπιστίας που έχουν υποβληθεί κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης είναι οι εξής δέκα τον αριθμό:

Πρόταση Δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης Παπανδρέου (4-7 Ιουνίου 1988)

Στις 4 Ιουνίου 1988 ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, κατέθεσε την πρώτη πρόταση δυσπιστίας μετά τη Μεταπολίτευση κατά της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου για την εξωτερική πολιτική και την οικονομία. Μετά από τριήμερη σκληρή μάχη στη Βουλή (5-7 Ιουνίου), η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης απορρίφθηκε με ψήφους 123 «υπέρ» και 157 «κατά».

Πρόταση Δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης Παπανδρέου (11-13 Μαρτίου 1989)

Στις 11 Μαρτίου 1989 ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, υπέβαλε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, σχετικά με το σκάνδαλο Κοσκωτά. Η πρόταση δυσπιστίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης απορρίφθηκε με ψήφους 123 «υπέρ» και 155 «κατά». 19 βουλευτές απείχαν της ψηφοφορίας, ενώ ένας δήλωσε «παρών». Μεταξύ των απόντων ήταν και οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ Γεώργιος - Αλέξανδρος Μαγκάκης, Ρούλα Κακλαμανάκη και Αντώνης Τρίτσης, οι οποίοι διαγράφηκαν από το κίνημα με απόφαση του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου.

Πρόταση Δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης Μητσοτάκη (27-29 Μαρτίου 1993)

Πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας για τους χειρισμούς της στο Σκοπιανό κατέθεσε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Ανδρέας Παπανδρέου, στις 27 Μαρτίου 1993. Η πρόταση απορρίφθηκε τα μεσάνυχτα της 29ης Μαρτίου, με 145 ψήφους «υπέρ» και 152 «κατά». Δύο βουλευτές δήλωσαν «παρών».

Πρόταση Δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης Παπανδρέου (8-11 Ιανουαρίου 1996)

Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Μιλτιάδης Έβερτ, κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου στις 8 Ιανουαρίου του 1996 με το επιχείρημα της ακυβερνησίας της χώρας, λόγω της παρατεταμένης νοσηλείας του πρωθυπουργού στο «Ωνάσειο». Η πρόταση απορρίφθηκε με 118 ψήφους «υπέρ» και 168 «κατά», ενώ καταμετρήθηκαν και 10 λευκές ψήφοι.

Πρόταση Δυσπιστίας κατά του Υπουργού Παιδείας (14-16 Ιανουαρίου 1999)

Η πρώτη πρόταση δυσπιστίας κατά Υπουργού στη Μεταπολίτευση κατατέθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1999 από την αντιπολιτευόμενη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή. Αφορούσε τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γεράσιμο Αρσένη, με αφορμή την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και την αναταραχή στην Παιδεία. Η πρόταση απορρίφθηκε από την κυβερνητικής πλειοψηφία. «Υπέρ» ψήφισαν 127 βουλευτές (ΝΔ, ΚΚΕ, ΣΥΝ και ανεξάρτητοι) και «κατά» 163 (ΠΑΣΟΚ και οι ανεξάρτητοι Στέφανος Μάνος και Βασίλης Κοντογιαννόπουλος).

Πρόταση Δυσπιστίας κατά του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και  Οικονομικών, Γιάννου Παπαντωνίου (30 Ιανουαρίου - 1 Φεβρουαρίου 2001)                       

Στις 30 Ιανουαρίου 2001 η αντιπολιτευόμενη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ, Γιάννου Παπαντωνίου, σχετικά με την πορεία του χρηματιστηρίου. «Υπέρ» ψήφισαν οι 125 βουλευτές της Ν.Δ. και του ΣΥΝ και «κατά» οι 154 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ. «Παρών» δήλωσε το ΚΚΕ και ο βουλευτής Γιώργος Καρατζαφέρης.

Πρόταση Δυσπιστίας κατά του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Γιώργου Αλογοσκούφη (8-12 Ιουνίου 2005)

O Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Παπανδρέου, κατέθεσε αιφνιδιαστικά στη Βουλή πρόταση δυσπιστίας κατά του υπουργού Οικονομίας, Γιώργου Αλογοσκούφη, για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής απάντησε αμέσως, ζητώντας  την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής προς την κυβέρνησή του και την έλαβε στις 12 Ιουνίου με 165 ψήφους «υπέρ» και 120 «κατά» (ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ). Από την ψηφοφορία απείχαν οι βουλευτές του ΚΚΕ.

Πρόταση Μομφής κατά της Κυβέρνησης Καραμανλή (2-4 Φεβρουαρίου 2007)

Στις 2 Φεβρουαρίου 2004 το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Καραμανλή, με αφορμή το άρθρο 16 του Συντάγματος για τα μη κρατικά πανεπιστήμια. Η πρόταση απορρίφθηκε με ψήφους 122 «υπέρ» και 164 «κατά», σε σύνολο 286 ψηφισάντων. «Κατά» της πρότασης ψήφισαν οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, καθώς και οι ανεξάρτητοι βουλευτές, Στέλιος Παπαθεμελής και Πέτρος Μαντούβαλος. «Υπέρ» της πρότασης ψήφισαν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, οι ανεξάρτητοι βουλευτές Γιάννος Παπαντωνίου και Στέφανος Μάνος και οι 6 βουλευτές του Συνασπισμού, ενώ οι βουλευτές του ΚΚΕ απείχαν της ψηφοφορίας.

Πρόταση Μομφής κατά της Κυβέρνησης Καραμανλή (26-28 Μαρτίου 2008)

Πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας κατέθεσε στις 26 Μαρτίου 2008 το ΠΑΣΟΚ για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που συζητείτο στη Βουλή. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γιώργος Παπανδρέου άσκησε κριτική στο σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής, με αιχμή την «υπονόμευση του βασικού δικαιώματος σε αξιοπρεπείς συντάξεις». Το αποτέλεσμα της ονομαστικής ψηφοφορίας που διενεργήθηκε τα μεσάνυχτα της 28ης Μαρτίου ήταν: 138 «ναι», 152 «όχι» και 10 «παρών» από τους βουλευτές του ΛΑΟΣ.

Πρόταση Δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης Σαμαρά (7-10 Νοεμβρίου 2013)

Με αφορμή την «αυταρχική αστυνομική επέμβαση στην ΕΡΤ» (7 Νοεμβρίου 2013), ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της δικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά «για τις διαρκείς παραβιάσεις της δημοκρατικής νομιμότητας και τη δεινή οικονομική θέση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική κοινωνία εξαιτίας της βάρβαρης οικονομικής πολιτικής». H πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ απορρίφθηκε τα μεσάνυχτα της 10ης Νοεμβρίου με 124 ψήφους «υπέρ» (ΣΥΡΙΖΑ, Χρυσή Αυγή, ΑΝΕΛ, ΚΚΕ) και 153 «κατά» (Ν.Δ, ΠΑΣΟΚ), ενώ 17 βουλευτές δήλωσαν «παρών» (ΔΗΜΑΡ, Ανεξάρτητοι). Η βουλευτής Πέλλας του ΠΑΣΟΚ Θεοδώρα Τζάκρη υπερψήφισε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και διαγράφηκε από την κοινοβουλευτική ομάδα του Κινήματος.


Διαβάστε περισσότερα: http://www.sansimera.gr/articles/697#ixzz2mapv7Sph

«Τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους»

του Δημήτρη Γιαννόπουλου...
Με τη θεαματική επίθεση στη Χρυσή Αυγή, εκτός από την πάταξη της νεοναζιστικής εγκληματικότητας, το μνημονιακό καθεστώτος αποβλέπει και σε... παράπλευρες ωφέλειες!


του Δημήτρη Γιαννόπουλου


Παραφράζοντας τον Καβάφη, θα λέγαμε ότι οι «ακραίοι» –είτε ως κουκουλοφόροι, δήθεν αριστεριστές και αντιεξουσιαστές, είτε ως νεοναζί της Χρυσής Αυγής– «ήσαν μια κάποια λύσις» για ένα κομματικό - μιντιακό σύστημα που έχει εξαντλήσει τις πολιτικές, θεσμικές και ιδεολογικές του εφεδρείες στο πλαίσιο της μεταπολιτευτικής δημοκρατικής νομιμότητας.
Με την επίθεση στη Χρυσή Αυγή ως «εγκληματική οργάνωση», η εκτελεστική εξουσία επιτείνει αυτή την κρίση νομιμοποίησης, επιβαρημένη ήδη από την υποταγή στην τρόικα των δανειστών, με νέα άλματα αυταρχικής εκτροπής (μόλις λίγους μήνες μετά το βίαιο κλείσιμο της ΕΡΤ). Η διολίσθηση όμως προς ένα όλο και πιο απολυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης στην ελληνική αποικία χρέους προκαλεί μετάλλαξη της θεωρίας «των δύο άκρων» σε εμφυλιοπολεμική ιδεολογία του κράτους, χωρίς αντίκρισμα όμως στη ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα.
Αυτό δεν εμπόδισε τον πρωθυπουργό, Αντώνη Σαμαρά, στην τελευταία ομιλία του στην Πολιτική Επιτροπή της Νέας Δημοκρατίας να επιμείνει, παρά τις αντιδράσεις κορυφαίων στελεχών (π.χ. του Πρ. Παυλόπουλου), στη διασταλτική εφαρμογή της θεωρίας «των δύο άκρων». Απαίτησε από την αντιπολίτευση «να καταγγέλλουν κάθε μορφή βίας (...), να συγκρατούν τη φραστική βία που καμιά φορά κλιμακώνεται σε συγκρούσεις» αλλά και «να μην πυροδοτούν εντάσεις».
Συνοδεύοντας τέτοιες παραινέσεις με αιχμές για τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ στα «Δεκεμβριανά του 2008», τον εμπρησμό της Marfin ή τα γεγονότα στις Σκουριές, ο πρωθυπουργός επιχειρεί ανυπόστατους συμψηφισμούς που παραγνωρίζουν την πλήρη αναντιστοιχία της σημερινής κατάστασης των «άκρων» με εκείνη του πρόσφατου παρελθόντος.

Δύο άκρα γίνονται ένα
Τα «άκρα» χάνουν, δηλαδή, τον περιθωριακό «προβοκατόρικο» ρόλο τους – ως χρήσιμοι «βάρβαροι» που θα τρομάξουν τη σιωπηρή πλειοψηφία των νοικοκυραίων σε στιγμές κοινωνικής αναταραχής και διαδηλώσεων.
Το ένα άκρο, αυτό της εξωκοινοβουλευτικής αναρχοανομίας, τίθεται σταδιακά σε αχρηστία, αφού πρώτα συνέβαλε για τελευταία φορά στη διάλυση του κινήματος των «Αγανακτισμένων» το Φεβρουάριο του 2012.
Το άλλο άκρο όμως, με κοινοβουλευτική πλέον παρουσία, υπερπροβάλλεται και εξωθείται από το μιντιακό κατεστημένο σε έκνομες δημόσιες «παραστάσεις» και πράξεις πολιτικής βαρβαρότητας, εκφράζοντας ό,τι πιο απαίσιο και ξένο προς την ελληνική πραγματικότητα θα μπορούσε να εκδηλωθεί σε ένα έθνος που έχει κυριολεκτικά σφαγιαστεί από το ναζισμό στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με τη θεαματική, λοιπόν, επίθεση στη Χρυσή Αυγή, εκτός από την πάταξη της νεοναζιστικής εγκληματικότητας, το μνημονιακό καθεστώτος αποβλέπει και σε... παράπλευρες ωφέλειες:
Πρώτον, να ενοχοποιήσει κάθε άλλη «εθνικο-πατριωτική» φωνή κατά του Μνημονίου ως εν δυνάμει ρατσιστική - φασιστική, αποδυναμώνοντας την επιχειρηματολογία που προτάσσει το πραγματικό «εθνικό συμφέρον» και την ουσιαστική «σωτηρία της πατρίδας» στην πάλη κατά της συντελούμενης οικονομικής και γεωπολιτικής εκμηδένισης Ελλάδας και Κύπρου.
Δεύτερον, να διασύρει για μια ακόμη φορά «αυτούς τους Έλληνες» διεθνώς, διαμηνύοντας ότι, εκτός από διεφθαρμένοι, αναξιόπιστοι και μπαταχτσήδες, είναι και μολυσμένοι από το μικρόβιο του νεοναζισμού.
Τρίτον, να μετατοπίσει το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης από την καθημερινή, διάχυτη και κλιμακούμενη βία των αντισυνταγματικών, αντικοινωνικών και απάνθρωπων μέτρων που επιβάλλει το καθεστώς του Μνημονίου, στη «βία και παρανομία» των πολιτικών υποπροϊόντων του (τύπου Χρυσής Αυγής), ως τη μοναδική απειλή κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος.
«Προτιμώ να είμαστε φτωχοί με Δημοκρατία παρά με δικτατορία», εξομολογήθηκε η Σοφία Βούλτεψη. Αυτό ακριβώς εννοούσε ο Γιώργος Κοντογιώργης όταν χαρακτήρισε τη Χρυσαυγιάδα «γιορτή του κομματικού συστήματος».

Παγίδα δίχως... άκρη
Έτσι όμως ΝΔ και ΠΑΣΟΚ αυτοεγκλωβίζονται σ’ έναν αέναο ιδεολογικό - δικαστικό λαβύρινθο, από τον οποίο ελάχιστα πολιτικά οφέλη μπορούν να αντλήσουν, επειδή:
Αφενός δεν βρίσκουν άλλο τρόπο να συντηρήσουν τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης από το «σπιράλ θανάτου» που συνθλίβει την ελληνική κοινωνία.
Αφετέρου, όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι πρώην νεοδημοκράτες ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής δεν επανακάμπτουν στη ΝΔ, ακόμα και όταν αποδεσμεύονται από την εκδικητική σαγήνη των νεοναζί.
Κι όλα αυτά σε μια στιγμή όπου μια «πανεθνική» επίκληση της ανθρωπιστικής καταστροφής που έχει πλήξει τη χώρα θα μπορούσε να συνεγείρει τους Ευρωπαίους σε κύμα συμπάθειας και αλληλεγγύης προς τους Έλληνες, ενισχύοντας ένα διεθνές κίνημα κατά της άγριας λιτότητας που προωθούν Βερολίνο - Φρανκφούρτη - Βρυξέλλες.
Όπως εύστοχα την περιέγραψε ο Γιώργος Καραμπελιάς: «Η Χρυσή Αυγή αποτελεί το όργανο για το μετασχηματισμό ενός ομόθυμου αντιμνημονιακού κινήματος που υπερέβαινε τις αντιθέσεις μεταξύ αριστερών και δεξιών σε εμφυλιοπολεμικού χαρακτήρα σύγκρουση αριστερών και δεξιών, έτσι ώστε να ξεχαστεί το Μνημόνιο, η κατοχή της χώρας και οι ευθύνες των πολιτικών μνημονιακών δυνάμεων».
Όταν, μάλιστα, το δίπολο Ακροαριστερά - Ακροδεξιά χάνει το νόημά του, ο πρωθυπουργός καταφεύγει στην υποτιθέμενη σύμπλευση «εξτρεμιστών» (της Χρυσής Αυγής) με τους «λαϊκιστές» που αντιπροσωπεύουν εξίσου δεξιούς (Ανεξάρτητους Έλληνες) και αριστερούς (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ) αντιπάλους του Μνημονίου.
Αλλά απώτερος στόχος τέτοιων ιδεολογημάτων είναι να συσκοτίσουν και αποσυντονίσουν την υποβόσκουσα πραγματική (αλλά καθόλου εμφυλιοπολεμική) πόλωση ανάμεσα στη χειμαζόμενη ελληνική κοινωνία στο σύνολό της και το εθνοκτόνο «κομματικό κράτος-δυνάστη» που επιβιώνει υπό την επικυριαρχία της τρόικας.

Λαβωμένη λαϊκή οργή
Γι’ αυτό έχει σημασία να προσδιοριστεί η κοινωνική παράμετρος που επέτρεψε σε μια νεοναζιστική παρακρατική σέχτα (με αποκλειστικό χώρο κοινωνικής «παρέμβασης» το μεταναστευτικό) να ανδρωθεί με ιλιγγιώδη ρυθμό μέσα σε λίγους μήνες πριν από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 αλλά κυρίως μετά την είσοδό της στη Βουλή.
Ακόμα και στη λεγόμενη «άνω πλατεία» των «Αγανακτισμένων» (όπου επιτρεπόταν να κυματίζει το «πανί» της ελληνικής σημαίας) το 2011, η παρουσία της Χρυσής Αυγής ήταν αν όχι ανύπαρκτη, πάντως υποβαθμισμένη και «ξεκομμένη» από τον κύριο κορμό των διαδηλωτών επί της Λεωφόρου Αμαλίας.
Μερικούς μήνες αργότερα όμως, το κίνημα των «Αγανακτισμένων» χτυπιέται μεθοδικά και αλύπητα από τις δυνάμεις του καθεστώτος, αποτρέποντας τη συμπόρευσή του με τα συλλαλητήρια συνδικάτων και ανεξάρτητων κινήσεων πολιτών ενάντια στο δεύτερο Μνημόνιο που κατέλυε τα πιο βασικά εργατικά και ασφαλιστικά δικαιώματα.
Η χαριστική βολή στις μαζικές κινητοποιήσεις δίδεται την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012, ημέρα ψήφισης των μέτρων στη Βουλή. Περίπου στις 6:30 μ.μ., το ογκώδες συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος –με πρωτοφανή συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων– ανακόπτεται από βροχή δακρυγόνων και ολονύκτιες συγκρούσεις της αστυνομίας με κουκουλοφόρους που επιδίδονται στη τελευταία λεηλασία και πυρπόληση του κέντρου της Αθήνας.
Έκτοτε η ολοκληρωτική καθίζηση του μαζικού κινήματος κατά του μνημονιακού καθεστώτος προκάλεσε κατάπληξη ακόμα και στους «πολύπειρους» οικονομικούς δολοφόνους της τρόικας.
Αλλά η λαβωμένη και ανήμπορη οργή, αναμεμειγμένη με απόγνωση, ντροπή και αυτο-υποτίμηση εκατοντάδων χιλιάδων φτωχοποιημένων Ελλήνων, που δεν διολίσθησαν στη βαθιά κατάθλιψη ή την αυτοκτονία, αναζήτησαν την παραμορφωμένη αντανάκλασή τους στο ραγισμένο πολιτικό καθρέφτη της Χρυσής Αυγής. Της μόνης νεοναζιστικής οργάνωσης στον κόσμο που, ανάμεσα στα άλλα της πρωτεία, διατηρεί την ιδρυτική της ονομασία, ως ψευτο-παραφυάδα της πιο «μαύρης» αποκρυφιστικής εταιρείας που γνώρισε ποτέ αυτός ο υπόκοσμος (μαζί με την «Εταιρεία της Θούλης» του Χάινριχ Χίμλερ) – της Golden Dawn του Aleister Crowley.
Έτσι ερμηνεύεται η πρόσφατη εκλογική απογείωση της Χρυσής Αυγής που δεν απεμπόλησε ποτέ κανένα από τα μυστικά διαπιστευτήριά της με το ντόπιο παρακράτος. Ακόμα και μετά το συντριπτικό χτύπημα που υπέστη πρόσφατα, είναι βέβαιο πως θα διατηρηθεί για πολύ καιρό ακόμα στο πολιτικό προσκήνιο, επισκιάζοντας τα βουβά εγκλήματα του Μνημονίου.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 210)