Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από τη Διάσκεψη του Λονδίνου

Με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από τη Διάσκεψη του Λονδίνου

Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έφερε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αντιμέτωπη με νέες επιβαρύνσεις. Η παραγωγική βάση και οι υποδομές της χώρας είχαν καταστραφεί και το κυριότερο στο συνολικό της χρέος περιλαμβανόταν ένα μέρος το οποίο σχετιζόταν με την ανεξάρτητη πλέον ΛΔΓ
 
Του Σωτήρη Κοσκολέτου*

Στις 27 Φεβρουαρίου 1953, συναντήθηκαν στο Λονδίνο οι εκπρόσωποι της ΟΔΓ, με ομολόγους τους από την πλευρά των δανειστών της, δηλαδή των Η.Π.Α., του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και της Ιταλίας, αλλά και μικρότερων, όπως της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Ιρλανδίας, του Βελγίου, της Γιουγκοσλαβίας, του Πακιστάν και της Νότιας Αφρικής. Η συνάντηση αυτή σηματοδότησε την έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ  των πιστωτριών χωρών και της ΟΔΓ, με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας για τη ρύθμιση του γερμανικού χρέους. Με την ολοκλήρωσή της στις 8 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, θα τερματιζόταν το πρόβλημα της εξυπηρέτησης του γερμανικού χρέους, με αμοιβαία επωφελείς συνέπειες για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη γερμανική ανάκαμψη, η οποία μετέπειτα πήρε χαρακτηριστικά ‘οικονομικού θαύματος’.

Με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Γερμανία υποχρεώθηκε να καταβάλλει οικονομικές αποζημιώσεις στις νικήτριες χώρες, αν και όχι άμεσα, αλλά μέσω της επιβάρυνσης του χρέους της. Το πνεύμα της Συνθήκης ήταν αφενός τιμωρητικό, θεωρώντας πως για τον πόλεμο ευθυνόταν η Γερμανία, επομένως ήταν εκείνη που έπρεπε να πληρώσει για αυτό, αφετέρου αντανακλούσε την οικονομική κατάσταση στην πλευρά των νικητριών χωρών, με την υπερχρέωσή τους ιδίως προς τις Η.Π.Α.
Τις επόμενες δεκαετίες, το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα ταλανιζόταν από την αβεβαιότητα της δυνατότητας αποπληρωμής του γερμανικού χρέους και τη σχετική με αυτή πιθανότητα εμπρόθετης αθέτησης του χρέους από τη γερμανική πλευρά. Από την άλλη, η Δημοκρατία της Βαιμάρης, θα προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ των διεθνών της υποχρεώσεων και της διασφάλισης κοινωνικής ειρήνης, μεταξύ μέτρων λιτότητας και άντλησης πόρων για κοινωφελή έργα που θα επούλωναν τις πληγές του πολέμου και θα βελτίωναν τη ζωή των πολιτών.

Όσο διαρκούσε η παγκόσμια οικονομική ευφορία της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας, αυτοί οι αντιτιθέμενοι μεταξύ τους στόχοι μπορούσαν να καλυφθούν με σχετική επάρκεια, χάρη σε ένα ιδιόμορφο σχήμα κίνησης του χρήματος, που έκανε πολλούς να μιλάνε για ‘αμερικανικές επανορθώσεις προς τη Γερμανία’ (Guinnane, 2004). Με αυτό, εννοούμε πως η Γερμανία αποπλήρωνε το χρέος της προς την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία και άλλες σύμμαχες χώρες, οι οποίες με τη σειρά τους εξυπηρετούσαν το χρέος τους προς τις Η.Π.Α., ενώ οι τελευταίες προκειμένου να αποφευχθεί μία κατάρρευση της Γερμανίας και να διασφαλιστεί η συγκεκριμένη ροή χρήματος, μετέφεραν πόρους προς αυτή είτε με τη μορφή βοήθειας είτε με τη μορφή δανείων για επενδύσεις και θέσεις εργασίας.

Ωστόσο, το ξέσπασμα της κρίσης του ’29, κατέστησε αδύνατη τη λειτουργία του σχήματος αυτού, αφενός λόγω της ίδιας της κατάστασης που αντιμετώπιζαν οι Η.Π.Α, αφετέρου λόγω της δυσκολίας επίτευξης εμπορικού πλεονάσματος που χρειαζόταν για την αποπληρωμή του γερμανικού χρέους, στο περιβάλλον της διεθνούς ύφεσης. Για την αντιμετώπιση της αβεβαιότητας ως προς τη δυνατότητα της Γερμανίας για την εξυπηρέτηση του χρέους της, τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο το σχέδιο Young, το οποίο ήρθε να αντικαταστήσει το ασφυκτικό σχέδιο Dawes που προηγήθηκε . Με βάση το σχέδιο αυτό, αποφασίστηκε  η ελάφρυνση του γερμανικού χρέους μέσω της έκδοσης ομολόγων. Όμως, το 1931, ήταν ήδη αργά αφενός λόγω της εξάπλωσης της ύφεσης που υπονόμευε την εφαρμογή του, αλλά και λόγω της αμφισβήτησής του από την επερχόμενη ναζιστικής κυβέρνησης.

Τα παραπάνω περιγράφουν την κατάσταση στη Γερμανία την περίοδο του Μεσοπολέμου. Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έφερε την ΟΔΓ, αντιμέτωπη με νέες επιβαρύνσεις. Η παραγωγική βάση και οι υποδομές της χώρας είχαν καταστραφεί και το κυριότερο στο συνολικό της χρέος περιλαμβανόταν ένα μέρος το οποίο σχετιζόταν με την ανεξάρτητη πλέον ΛΔΓ. Αντίθετα από την περίοδο του Μεσοπολέμου, αυτή τη φορά αναγνωριζόταν ότι η υπερχρέωση του νεοσύστατου κράτους θα αποτελούσε τροχοπέδη στην ανάπτυξή και τη σταθερότητά του σε μία στρατηγική περιοχή για τις ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και θα δημιουργούσε κλίμα αβεβαιότητας ως προς μια εμπρόθετη μελλοντική αθέτησή του.
 Για τους λόγους αυτούς συνήλθε στις 27 Φεβρουαρίου 1953 η Διάσκεψη του Λονδίνου. Η έκβασή της δεν ήταν προδιαγεγραμμένη, σύμφωνα με τον Dernburg της FED, «η τύχη του έμελλε να εξαρτηθεί από την ικανότητα των τωρινών και μελλοντικών κυβερνήσεων να στηρίξουν το πρόγραμμα αλλά και από θεμελιώδεις συνθήκες όπως η παγκόσμια ειρήνη και η παγκόσμια οικονομική ευημερία». (Dernburg, 1953)

Οι διαπραγματεύσεις ήταν πολύπλοκες, κυρίως λόγω του ότι έπρεπε να ρυθμιστούν χρέη προς διαφορετικές περιπτώσεις πιστωτών (κράτη και ιδιώτες) με αντιτιθέμενα μεταξύ τους συμφέροντα, χρέη που συσσωρεύτηκαν σε διαφορετικές περιόδους και από διαφορετικές αιτίες (από τις επανορθώσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στο Σχέδιο Μάρσαλ), αλλά και λόγω του ότι δεν είχε προσδιοριστεί ακόμα  το νόμισμα στο οποίο θα γινόταν η αποτίμηση και η πληρωμή των χρεών. 

Η κεντρική ιδέα πίσω από τη Διάσκεψη του Λονδίνου ήταν ότι η αποπληρωμή του χρέους δεν θα έπρεπε να υποθηκεύει τη βραχυχρόνια ευημερία του γερμανικού λαού και την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Η ΟΔΓ προσήλθε στη Διάσκεψη με σκοπό να ρυθμίσει το χρέος της και να μπορέσει να ανακτήσει την αξιοπιστία και την πιστοληπτική ικανότητά της, έχοντας ταυτόχρονα επίγνωση του ότι διέθετε το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα της αβεβαιότητας που επικρατούσε μέχρι τότε ως προς την αποπληρωμή του χρέους της. Κατά τον τότε γερμανό Καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ, ‘το όποιο σχέδιο αποφασιζόταν θα έπρεπε να λάβει υπόψη ότι στόχος ήταν η εξομάλυνση των οικονομικών σχέσεων της ΟΔΓ με τις άλλες χώρες και  να λάβει υπόψη τη γενική οικονομική κατάσταση της ΟΔΓ και κυρίως την αύξηση των υποχρεώσεών της και την πτώση της οικονομικής της ευημερίας’ (Guinnane, 2004)

Φυσικά, στην τελική απόφαση της Διάσκεψης, καθοριστική σημασία πέραν της οικονομικής βιωσιμότητας και της διασφάλισης της θέσης των πιστωτών είχε συνολικά η διεθνής διάσταση του γερμανικού ζητήματος, με την ιδιαίτερη  γεωστρατηγική θέση της ΟΔΓ στο περιβάλλον διαμόρφωσης δύο αντιμαχόμενων συνασπισμών, αλλά κυρίως την εμπεδωμένη από τη συσσωρευμένη εμπειρία των προηγούμενων δεκαετιών πεποίθηση, ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να ευημερεί με μία ασθενή Γερμανία.

Με βάση τη συμφωνία, η Γερμανία θα αποπλήρωνε σημαντικό μέρος του προπολεμικού και μεταπολεμικού χρέους της κεντρικής κυβέρνησης και των δήμων με την εξαίρεση του μέρους εκείνου που αντιστοιχούσε σε εδάφη που δεν ανήκαν πια στη Γερμανία (Άρθρο 25 της Συμφωνίας).  Τα κύρια σημεία της τελικής απόφασης ήταν τα εξής:

Α) Το συνολικό οφειλόμενο ποσό από γερμανικής πλευράς μειώθηκε κατά τουλάχιστον 50%. Η μείωση αυτή πραγματοποιήθηκε μέσω της διαγραφής μέρους της μεταπολεμικής οικονομικής βοήθειας (Σχέδιο Μάρσαλ), της μείωσης των επιτοκίων και της αποτίμησης του προπολεμικού χρέους σε δολάρια αντί του χρυσού (κάτι που οδήγησε σε απομείωση σχεδόν της τάξης του 40%)

Β) Ο χρόνος ωρίμανσης των δανείων επιμηκύνθηκε μέχρι και 25 επιπλέον έτη

Γ) Η αποπληρωμή του χρέους συνδέθηκε με την ικανότητα της Γερμανίας να πραγματοποιεί εμπορικά πλεονάσματα (transfer problem)

Οι όροι που συμφωνήθηκαν επιχείρησαν να εξισορροπήσουν τα συμφέροντα τόσο της Γερμανίας όσο και των πιστωτών της, αποφεύγοντας μία αυστηρότητα που θα υπονόμευε τις αναπτυξιακές προσπάθειες της Γερμανίας, αλλά ταυτόχρονα προνοώντας για την περίπτωση που η Γερμανία αντιμετώπιζε δυσκολίες ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της. Η έκβαση της αποπληρωμής του γερμανικού χρέους με αυτό το σχέδιο, ήταν θετική, με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που ακολούθησαν να επιτρέπουν στη Γερμανία την επίτευξη των απαραίτητων εμπορικών πλεονασμάτων, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητα της οικονομικής και πολιτικής της ζωής.

Σαφέστατα, η Διάσκεψη του Λονδίνου συνιστά ένα προηγούμενο ρύθμισης και ελάφρυνσης του χρέους σε διεθνές επίπεδο και χρησιμοποιείται τόσο από ακαδημαϊκούς όσο και από ακτιβιστές για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης των χωρών του Νότου, ήδη από τη δεκαετία του ’80 οπότε και εντοπίζεται η κορύφωση της λογικής της ‘συναίνεσης της Ουάσιγκτον’ στα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής του Δ.Ν.Τ. Σύμφωνα με τα επιχειρήματά τους, η υπερχρέωση των χωρών του Νότου και η αντιμετώπισή της μέσω της δημοσιονομικής προσαρμογής, μειώνει τις δυνατότητες εξυπηρέτησης του χρέους τους, λόγω της αβεβαιότητας, της υψηλής φορολογίας που μειώνει κρίσιμα μακροοικονομικά μεγέθη, όπως της αποταμίευσης και της επένδυσης τόσο από ποσοτικής άποψης όσο και από ποιοτικής, λόγω της μειωμένης επένδυσης σε κρίσιμους κοινωνικούς τομείς που είναι απαραίτητοι για τη μακροχρόνια οικονομική ευημερία (Krugman, 1988).

Ωστόσο, είναι γεγονός πως τα επιχειρήματα αυτά δεν φαίνεται να έχουν επηρεάσει τους διαμορφωτές των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, οι οποίοι μόνο ελάχιστα έχουν τροποποιήσει τη συνταγή της δημοσιονομικής προσαρμογής στα χρόνια που ακολούθησαν τη ‘συναίνεση της Ουάσιγκτον’, θεωρώντας πως η μεταβίβαση πόρων με τη μορφή οικονομικής βοήθειας είναι αρκετά μεγαλύτερη από αυτή που θα εξασφάλιζε μία ελάφρυνση του χρέους (Bird, Milne, 2003), ενώ από την άλλη με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η παγκόσμια οικονομική σταθερότητα. Το αν θα μπορέσει να υπάρξει ένα ιστορικό αντίστοιχο της Διάσκεψης του Λονδίνου στο σήμερα σε ευρωπαικό τουλάχιστον επίπεδο, φαίνεται να εξαρτάται ακριβώς από τα στοιχεία εκείνα που την κατέστησαν εφικτή στο παρελθόν, δηλαδή τη διαμόρφωση της πεποίθησης ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να ευημερήσει με ασθενείς κρίκους, όταν μάλιστα υπάρχει η ιστορική εμπειρία του ναζιστικού κινδύνου σε περιόδους κρίσεων.

ΠΗΓΕΣ:
Australian Government  Publishing Service, 1997, Agreement on German External Debt, Australian Treaty Series 1954 No 17
Bird, Graham and Alistair Milne, 2003. “Debt Relief for Low Income Countries: Is it Effective and Efficient?” The World Economy 26(1):43-59.
Dernburg, H.J., 1953. “Some Basic Aspects of the German Debt Settlement.” Journal of Finance 8(3):298-318.
Guinnane, Timothy, 2004. “Financial Vergangenheitsbewältigung: The 1953 London Debt Agreement”, Center Discussion Paper No. 880
Krugman, P. 1988, “Financing vs Forgiving a Debt Overhang”, Journal of Development Economics, 29, 253-68

*Το άρθρο αυτό γράφτηκε με την οικονομική υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα περιεχόμενα του άρθρου είναι αποκλειστική ευθύνη του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι απηχούν τη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


Μαθήματα από το ουκρανικό πραξικόπημα (2)

Η κρίση στην Ουκρανία, η οποία προκλήθηκε από το «πραξικόπημα από τα κάτω» της Ευρω-ελίτ (και της Υπερεθνικής Ελίτ γενικότερα) για να ματαιώσει την ένταξή της στην Ευρασιατική Ενωση και να επιτύχει την πλήρη ενσωμάτωσή της στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, έχει άμεσες σχέσεις με την ελληνική καταστροφή, την οποία επέβαλαν οι ίδιες ελίτ που σήμερα καταστρέφουν την Ουκρανία.
Ποια είναι τα μαθήματα που μπορούμε να συναγάγουμε από αυτήν;
Το πρώτο μάθημα νομίζω είναι ότι η επιλογή που δίνεται σήμερα από την Υ/Ε και την Ευρω-ελίτ στους ευρωπαϊκούς λαούς είναι: είτε να ενσωματωθούν, μέσω της Ε.Ε., στη Νέα Διεθνή Τάξη (ΝΔΤ) της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της Κοινοβουλευτικής Χούντας είτε να έχουν την ίδια τύχη που έχουν οι αντιστεκόμενοι λαοί, οι οποίοι παλεύουν για την εθνική ανεξαρτησία τους είτε στη Μέση Ανατολή (Ιράκ, Λιβύη χθες, Συρία, Ιράν σήμερα) είτε, τώρα, ακόμη και στην Ευρώπη (Ουκρανία). Η διαδικασία αρχίζει με τις ελίτ αυτές να ξεκινούν μια εκστρατεία εκμετάλλευσης σημαντικών κοινωνικών διαιρέσεων (όχι βέβαια ταξικών!), π.χ. θρησκευτικών στη Μέση Ανατολή ή ιστορικών, εθνοτικών κ.λπ. μεταξύ δυτικο-Ουκρανών και ανατολικο-Ουκρανών.
Στη συνέχεια, οι ίδιες ελίτ, με την αμέριστη βοήθεια των ντόπιων ελίτ, χρησιμοποιώντας την πελώρια οικονομική, στρατιωτική και μιντιακή δύναμή τους, κινητοποιούν το τμήμα του πληθυσμού που είναι πρόθυμο να συμμαχήσει μαζί τους στο στόχο της «αλλαγής καθεστώτος», μέσα από μια «στημένη» εξέγερση, η οποία οργανώνεται, χρηματοδοτείται και στην ανάγκη εξοπλίζεται από τις ίδιες ελίτ. Φυσικά, οι κόκα-κόλα «Μαρξιστές» τύπου Ζίζεκ και οι «πράσινοι» τύπου Κον Μπεντίτ -που θαυμάζει η εκφυλισμένη «Αριστερά» και οι αντίστοιχοι «Οικολόγοι» μας!- αναλαμβάνουν, όπως πάντα, την ιδεολογική στήριξη των «εξεγέρσεων» αυτών. Για να πετύχουν, μάλιστα, το στόχο τους οι ελίτ αυτές δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν ως προσωρινούς συμμάχους ακόμη και άσπονδους εχθρούς τους, όπως η Αλ Κάιντα στις αραβικές χώρες, ή νεοναζιστικά κινήματα σε χώρες σαν την Ουκρανία, που έχουν την αφέλεια να πιστεύουν ότι, αφού καταφέρουν με τη βοήθεια των ελίτ να ρίξουν τα υπάρχοντα καθεστώτα, στη συνέχεια θα ξεκινήσουν αγώνα εναντίον τους.
Μέχρι βέβαια να συνειδητοποιήσουν τη μοίρα των «στυμένων λεμονιών»...
Το δεύτερο μάθημα είναι ότι, αν οι ευρωπαϊκοί λαοί θέλουν να αποφύγουν την τύχη αυτή, η μόνη διέξοδος είναι ο αγώνας ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την Ε.Ε. που την εκφράζει στο χώρο μας. Με άλλα λόγια, τα λαϊκά στρώματα, τα οποία αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των θυμάτων της παγκοσμιοποίησης, πρέπει να ξεπεράσουν τις αποπροσανατολιστικές θέσεις της εκφυλισμένης «Αριστεράς» ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια «καλή» παγκοσμιοποίηση, ή μια «καλή» Ε.Ε. Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι απλή ιδεολογία, αλλά το αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο που εξασφαλίζει το άνοιγμα και την απελευθέρωση όλων των αγορών, που απαιτούνται για την επικερδή λειτουργία των υπερεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες σήμερα ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία. Δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα χώρας που ήταν ενσωματωμένη στη ΝΔΤ και τους οικονομικούς θεσμούς της (Ε.Ε., Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, ΔΝΤ, Διεθνής Τράπεζα) και τους αντίστοιχους πολιτικοστρατιωτικούς (ΝΑΤΟ κ.λπ.) η οποία εφάρμοσε διαφορετικές πολιτικές από αυτές που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Τα υπόλοιπα είναι παραμύθια της «Αριστεράς του χαβιαριού», όπως σωστά την αποκαλεί η λαϊκή θυμοσοφία.
Το τρίτο μάθημα, συναφές με το παραπάνω, είναι ότι οι «μαξιμαλιστικές» δήθεν λύσεις για «σοσιαλιστική επανάσταση σε μια χώρα» (ή ακόμη πιο ουτοπικά, στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, αν όχι πανευρωπαϊκά!) οδηγούν τελικά σε αδράνεια και στη συνεχή αποθράσυνση των ελίτ, εφ' όσον βέβαια ούτε οι αντικειμενικές, αλλά ούτε οι υποκειμενικές συνθήκες για συστημική αλλαγή υπάρχουν σήμερα. Οι αντικειμενικές, διότι, παρά το γεγονός ότι η σημερινή πολυδιάστατη κρίση είναι πρωτόγνωρη, καμία χώρα ενσωματωμένη στη ΝΔΤ δεν μπορεί να έχει συστημική αλλαγή οποιουδήποτε τύπου, εάν δεν έχει αποδεσμευθεί πρώτα από αυτή. Ολες άλλωστε οι ιστορικές επαναστάσεις με αντισυστημικό περιεχόμενο στην Ευρώπη (από τη Ρωσική του 1917 μέχρι την Ισπανική του 1936 που ήταν και η τελευταία απόπειρα καπιταλιστικής ανατροπής) έγιναν στο πλαίσιο εθνών-κρατών, πριν δηλαδή την εποχή της παγκοσμιοποίησης και της πρωτόγνωρης, ιστορικά, οικονομικής αλλά και πολιτικο-στρατιωτικής αλληλεξάρτησης/ εξάρτησης.
Οποιαδήποτε, επομένως, συστημική αλλαγή σήμερα είναι αδύνατη εάν δεν έχουν αλλάξει πρώτα οι παραπάνω αντικειμενικές συνθήκες. Συνάρτηση της ανυπαρξίας αντικειμενικών συνθηκών, με την παραπάνω έννοια είναι, βέβαια, και η έλλειψη των υποκειμενικών συνθηκών για συστημική αλλαγή, με τα μαζικά σοσιαλιστικά και συνδικαλιστικά κινήματα του παρελθόντος να έχουν ουσιαστικά διαλυθεί στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Το τέταρτο μάθημα είναι ότι ο μόνος τρόπος ώστε τα λαϊκά στρώματα που είναι τα θύματα της παγκοσμιοποίησης να οδηγηθούν στην έξοδο από την οικονομική καταστροφή που επιβάλλει η ΝΔΤ, αλλά και να τεθούν οι βάσεις για μελλοντική συστημική αλλαγή, είναι η δημιουργία ενός Λαϊκού Μετώπου Εθνικής και Κοινωνικής Απελευθέρωσης (ΜΕΚΕΑ) που στόχο θα έχει ακριβώς τη δημιουργία των κατάλληλων αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών.
Οι αντικειμενικές συνθήκες μπορούν να δημιουργηθούν μέσα από μια στρατηγική οικονομικής και πολιτικής αυτοδυναμίας που θα υιοθετήσει η κυβέρνηση του ΜΕΚΕΑ, μετά τη ρήξη με τη ΝΔΤ και την έξοδο της χώρας από τους θεσμούς της -με παράλληλη βέβαια αλλαγή των γεωστρατηγικών προσανατολισμών για την αυτο-προστασία της από τους «συμμάχους» της που επέβαλαν το ξεπούλημα του κοινωνικού της πλούτου!-, καθώς και τις απαραίτητες θεσμικές αλλαγές (μονομερής διαγραφή Χρέους, κοινωνικοποίηση Τραπεζών και των κλάδων που καλύπτουν βασικές ανάγκες κ.λπ.).
Οι υποκειμενικές συνθήκες θα αρχίσουν να ωριμάζουν με τη δημιουργία του παλλαϊκού αυτού Μετώπου, όπου οι πολίτες μετέχουν ως πολίτες, ξεπερνώντας ιδεολογικές προκαταλήψεις, για την επίτευξη των στόχων του. Το γεγονός ότι ένα παρόμοιο (άτυπο) κίνημα κατά της ΝΔΤ έχει ήδη αρχίσει να δημιουργείται «από κάτω» στις ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα στις ανατολικο-ευρωπαϊκές, είναι άκρως ενθαρρυντικό.