Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

Άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής: Συνέχισε να προσπαθείς…

 Σε καιρό πειρασμού μη αφήνεις τη θέση σου· μη λιποτακτήσεις· μη θελήσεις να δείξεις του άλλου το σφάλμα…


Και τώρα που νικήθηκες και έπεσες μία φορά να είσαι άγρυπνος στο εξής σε αυτό το πάθος. Διότι ο πειρασμός πάντοτε στέκει πλάι σου· και σ’ όποιον πόλεμο νικήθηκε μία φορά -και εκατό χρόνια να περάσουν- μόλις έλθει ο άνθρωπος σ’ εκείνο το πράγμα, που νικήθηκε την πρώτη φορά, αμέσως τον ρίχνει και πάλι..

Γι’ αυτό λέω σε σένα και σ’ όλους τους αδελφούς, ότι σε κάθε πόλεμο του εχθρού πρέπει να βγεις νικητής. Ή να πεθάνεις στον αγώνα· ή με το Θεό να νικήσεις. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει.

Σε καιρό πειρασμού μη αφήνεις τη θέση σου· μη λιποτακτήσεις· μη θελήσεις να δείξεις του άλλου το σφάλμα· μη ζητήσεις το δίκαιο· αλλά σιωπώντας μέχρι θανάτου να περάσεις τον πειρασμόν και την ταραχή.

Και, αφού περάσει ο πειρασμός και γίνει τέλεια ειρήνη -είτε Γέροντας είσαι, είτε υποτακτικός- τότε δείξε χωρίς πάθος τη ζημία και την ωφέλεια. Και έτσι οικοδομείται η αρετή.

Όλοι οι πειρασμοί και οι θλίψεις θέλουν υπομονή, και αυτή είναι η νίκη τους. Σημείωσε τα ονόματα όσων υπέμειναν έως θανάτου σε καιρό πειρασμού, που γίνεται στο στόμα το σάλιο τους αίμα για να μη μιλήσουν. Αυτούς να τους έχεις σε μεγάλη ευλάβεια και να τους τιμάς ως Μάρτυρες, ως Ομολογητές.

Αυτούς, εγώ αγαπώ, και γι’ αυτούς οφείλω να χύνω κάθε ημέρα και την τελευταία ρανίδα μου εν αγάπη Χριστού. Διότι τον βλέπεις ότι υπομένοντας προτιμά μύριους θανάτους, παρά να βγάλει από το στόμα του λόγο ψυχρό. Και, όταν τον πνίγουν οι άνθρωποι, τον πνίγει το δίκαιο, τον πνίγει και ο εσωτερικός λογισμός· και αυτός μαχόμενος ατονεί και πέφτει σαν νεκρός· και συνεχίζει να μάχεται νοερά με τον πειρασμόν και παίρνει όλα τα βάρη επάνω του πονώντας και στενάζοντας ως φταίχτης.

https://xristianos.gr

http://orthmad.gr/news/άγιος-ιωσήφ-ο-ησυχαστής-συνέχισε-να-προσπαθείς…

Νά βροῦμε τά µονοπάτια ποῦ πᾶν στή λευτεριά

 Ἡ Ρωµιοσύνη ἐν’ φυλή συνότζιαιρη τοῦ κόσµου


Κανένας δέν εὑρέθηκεν γιά νά τήν ἠξηλείψει,


κανένας, γιατί σσέπει την πού τά ’ψη ὁ Θεός µου.


Ἡ Ρωµιοσύνη ἐν’ νά χαθεῖ, ὄντας ὁ κόσµος λείψει!


Βασίλης Μιχαηλίδης


Τούτοι οἱ στίχοι πού θά τούς ζήλευε- ἄς µοῦ συγχωρεθεῖ ἡ ὑπερβολή – κι ὁ Σολωµός, εἶναι ἀπό τό ἀριστούργηµα τοῦ ἐθνικοῦ ποιητῆ τῆς Κύπρου (καί τῆς Ἑλλάδας ὅλης), Βασίλη Μηχαηλίδη (1849-1917), πού ἔχει τίτλο « Ἡ 9η Ἰουλίου 1821 ἐν Λευκωσίᾳ ἤ τό τραούδιν τοῦ Κυπριανοῦ». Αὐτά τά ἀθάνατα καί ἀνδρεῖα λόγια βάζει ὁ ποιητής στό στόµα τοῦ ἐθνοµάρτυρος ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανοῦ, νά λέει στούς Τούρκους, λίγο πρίν τόν ἀπαγχονίσουν στήν Λευκωσία. Μαζί του ἀποκεφαλίζονται τρεῖς µητροπολίτες, ὁ Πάφου Χρύσανθος, ὁ Κιτίου Μελέτιος, ὁ Κυρηνείας Λαυρέντιος καί ἑκατοντάδες ἄλλοι κληρικοί, ἡγούµενοι µονῶν, προύχοντες τῆς νήσου, ὡς ἀντίποινα γιά τήν Ἐθνική Ἐπανάσταση τοῦ ’21.


(Κατά τά ἄλλα – σύµφωνα µέ τούς γνωστούς διανοούµενους τοῦ συρµοῦ, ἐκκλησιοµάχους- ἡ Ἐκκλησία στάθηκε ἀρνητική στόν Ἀγώνα. Ὅσοι ἀσχολοῦνται µέ τήν ἱστορία µας, γνωρίζουν ὅτι ὅλοι οἱ κατακτητές, τούς πρώτους πού κρεµοῦσαν ἦταν οἱ παπάδες. Ἐκεῖνοι γνώριζαν καί γνωρίζουν ὅτι τά λάβαρα τῆς ἀντίστασης καί τῆς ἐπανάστασης τά κρατάει, σέ τούτη τήν πατρίδα, τό τιµηµένο ράσο).


Πρίν ἀπό 20 περίπου χρόνια, στήν Κύπρο, σέ κάποιο σηµεῖο τῆς «νεκρῆς ζώνης» (ἐκεῖ ὅπου διχοτοµεῖται τό νησί στά δύο ἐδῶ καί σαράντα χρόνια), πέφτει νεκρός ἀπό σφαῖρες ἄνανδρων Τούρκων ἕνα 26χρονο παλληκάρι, ὁ Σολωµός Σπύρου Σολωµός. Σκαρφάλωνε ἄοπλος στόν ἱστό, γιά νά κατεβάσει τό κατοχικό σύµβολο τοῦ ψεύδους καί τοῦ αἵµατος: τήν «τουρκοκυπριακή σηµαία». Ἐκεῖ τόν βρῆκε τό βόλι… Καί τό ἡρωικό Ἑλληνόπουλο – πού εἶχε ἴδιο καί τό ὄνοµα καί τό ἐπίθετο µέ τόν ποιητή πού ἔγραψε τόν «Ὕµνο στήν Ἐλευθερία»! – πέρασε ἐλεύθερα στήν ἀθανασία!


Πῆγαν µετά ἀπό µέρες στόν πατέρα τοῦ ἥρωα, γιά νά τοῦ προσφέρουν οἰκονοµική ἐνίσχυση, ἐκ µέρους τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων. Ἀρνιόταν πεισµατικά, ὄντας φτωχός µά περήφανος. Πείστηκε, ὅταν τοῦ εἶπαν πώς δέν ἔπρεπε νά προσβάλει τούς ἐκπροσώπους τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, γιατί ἤθελαν µόνο νά τιµήσουν τόν ἥρωα γυιό του. Μόλις πῆρε τήν ἐπιταγή, τήν κατέθεσε ἀµέσως στό Ταµεῖο Ἄµυνας τῆς Κύπρου. Ὅταν τόν ρώτησαν, γιατί τό ἔκανε, ἀπάντησε ὁ λεβεντόγερος: «Τί νόµισαν, ὅτι θά ἔτρωγα ἐγώ ἀπό τό αἷµα τοῦ παιδιοῦ µου; Φαντάζεστε νά πήγαιναν στόν Πιερῆ Αὐξεντίου µέ µίαν ἐπιταγή καί νά τοῦ ’λεγαν: “Αὐτά εἶναι γιά τή θυσία τοῦ γυιοῦ σου”; Θά τούς σκότωνε!».


Τόν Μάρτιο τοῦ 1957, οἱ Ἄγγλοι δολοφόνοι καί κατακτητές, καλοῦν τόν Πιερῆ Αὐξεντίου – τόν πατέρα τοῦ Γρηγόρη Αὐξεντίου, τοῦ θρυλικοῦ ἀητοῦ τοῦ Μαχαιρᾶ – στίς Κεντρικές Φυλακές τῆς Λευκωσίας, γιά νά ἀναγνωρίσει τόν νεκρό γυιό του. (Στίς 3 Μαρτίου µιά ὁλόκληρη ταξιαρχία πεζικοῦ τῶν Ἄγγλων – 5.000 στρατιῶτες- ἐπί 10 ὁλόκληρες ὧρες ἔδωσε µάχη µέ τόν 29χρονο ὑπαρχηγό τῆς ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αὐξεντίου. Μπροστά στό ἀλύγιστο θάρρος του, ὅταν οἱ Ἄγγλοι κατάλαβαν ὅτι δέν µποροῦσαν µέ ἄλλο τρόπο νά τόν ἐξαναγκάσουν νά παραδοθεῖ, τόν περιέλουσαν µέ βενζίνη καί τόν ἔκαψαν µέσα στό κρησφύγετό του!!). Ὁ τραγικός πατέρας ἀντικρίζει ἀγέρωχα τό ἀπανθρακωµένο λείψανο τοῦ µοναχογυιοῦ του, καί ἀπαγγέλει τούς παρακάτω αὐτοσχέδιους στίχους, πού κρύβουν στίς φυλλωσιές τους ὅλες τίς ἡρωικές σελίδες τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας:


Δέν κλαίω πού σέ ἔχασα πού σ’ εἶχα γιά καµάρι


κλαίω πού δέν ἔχω ἄλλο γυιό τή θέση σου νά πάρει!


Ἑξήντα τρία χρόνια συµπληρώθηκαν φέτος ἀπό τόν ἐπικό ἐκεῖνον ἀγώνα κατά τῆς Ἀγγλοκρατίας στήν Κύπρο. 1η Ἀπριλίου τοῦ 1955.Δεκάδες ἐκρήξεις συγκλονίζουν τήν Λευκωσία, σηµαίνοντας τήν ἔναρξη τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγώνα τῆς ΕΟΚΑ ( Ἐθνική Ὀργάνωση Κυπρίων Ἀγωνιστῶν). Στήν προκήρυξη, τήν ὁποία ὑπογράφει ὁ ἀρχηγός της Διγενής (ψευδώνυµο τοῦ γενναίου στρατηγοῦ Γεωργίου Γρίβα, Κυπρίου στήν καταγωγή), διαβάζουµε: «Μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, µέ πίστιν εἰς τόν τίµιον ἀγῶνα µας, µέ τήν συµπαράστασιν ὁλοκλήρου τοῦ Ἑλληνισµοῦ καί µέ τήν βοήθειαν τῶν Κυπρίων ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΙΝΑΞΙΝ ΤΟΥ ΑΓΓΛΙΚΟΥ ΖΥΓΟΥ, µέ σύνθηµα ἐκεῖνο, τό ὁποῖον µᾶς κατέλιπαν οἱ πρόγονοί µας ὡς ἱεράν παρακαταθήκην: ‘Ἤ ΤΑΝ ‘Ἤ ΕΠΙ ΤΑΣ».


Μιά χούφτα ἀπόλεµα παιδιά, τά περισσότερα ἀπό τά Κατηχητικά Σχολεῖα τῆς Κύπρου, πιάνουν τά λιανοντούφεκα καί γονατίζουν καί ἐξευτελίζουν γιά τέσσερα χρόνια τήν ὑπερφίαλη Βρεττανική Αὐτοκρατορία. Σαράντα χιλιάδες στρατό παρέταξαν οἱ Ἄγγλοι, φυλακίσεις, ἐξορίες, τροµοκρατία στό νησί… καί ὅµως ἔτρεµαν καί τήν σκιά τους!


«Νά ποῦµε ὅτι ὁ ἀγῶνας τῆς ΕΟΚΑ εἶναι ὁ ἡρωικώτερος ἀγῶνας τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας; Μποροῦµε νά τό ποῦµε. Ὁ ἡρωισµός σ’ ὅλες τίς δοξασµένες στιγµές τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας εἶναι ἕνας. Καί στούς ἄλλους λαούς ὁ ἡρωισµός εἶναι ἕνας. Ὅµως ὁ ἡρωισµός τῶν ἀγωνιστῶν τῆς ΕΟΚΑ ἔχει εἰδοποιό διαφορά, γιατί ἀποτελεῖ τή συνισταµένη ὅλων τῶν ἡρωισµῶν τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας. Ὁ ἀγῶνας τῆς ΕΟΚΑ εἶναι ὁ ἑλληνικώτερος ἀγῶνας τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας. Σέ κανένα ἄλλο ἀγῶνα δέν ἔγινε ἔµπρακτο βίωµα ὅλη ἡ ἱστορία τῆς Ἑλλάδος. Οἱ ἀγωνιστές κατακυρώνουν τήν ταυτότητά τους, πραγµατοποιῶντας τήν ἑλληνική ἱστορία. Κάνουν ὅ,τι ἔκαναν οἱ Ἕλληνες. Δέν θέλουν νά παρεκκλίνουν οὔτε κατά ἰῶτα ἕν. Εἶναι Ἕλληνες οἰκουµενικοί. Ὅλα εἶναι δικά τους: τό «µολών λαβέ», τό «ἤ τάν ἤ ἐπί τᾶς», ὁ Παρθενών, ἡ ὀρθόδοξη πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἁγία Σοφία, ὁ δικέφαλος ἀετός, ἡ ἑλληνική σηµαία, ἡ ἑλληνική δάφνη, ὁ ἐθνικός ὕµνος, ὁ ἑλληνικός θάνατος». (Μενέλαος Χριστοδούλου, ΕΟΚΑ – ὁ ἑλληνικός ἀγῶνας ἐκδ. «Αἰγαῖον», Λευκωσία 2011, σελ. 23-24).


Γρηγόρης Αὐξεντίου, Κυριάκος Μάτσης, Μιχαήλ Καραολῆς, Μάρκος Δρᾶκος, Στέλιος Μαυροµά της, Ἀνδρέας Ζάκος, Μιχαήλ Κουτσόφτας, Ἀνδρέας Παναγίδης καί ἄλλοι πολλοί ἥρωες, δικοί µας Ἕλληνες τῆς Κύπρου, πού κοσµοῦν τό Συναξάρι τοῦ Γένους.


Ὁ Μάτσης, τοῦ ὁποίου προτοµή βρίσκεται µπροστά ἀπό τήν Γεωπονική Σχολή τοῦ ΑΠΘ, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε φοιτητής, ὅταν ὁ περιβόητος ἐκεῖνος στρατάρχης τῶν Ἄγγλων καί κυβερνήτης τῆς Κύπρου, ὁ Χάρντιγκ, τοῦ πρόσφερε ἕνα ἀµύθητο ποσό γιά νά προδώσει τόν Διγενή, ἀπάντησε: «Οὐ περί χρηµάτων τόν ἀγῶνα ποιούµεθα, ἀλλά περί ἀρετῆς!». Ἔπεσε µαχόµενος στίς 19 Νοεµβρίου 1958, στό κρησφύγετό του, στό Δίκωµο.


Ὁ 22χρονος Ἰάκωβος Πατάτσος, «ὁ ἅγιος τοῦ Κυπριακοῦ Ἀγώνα», γράφει γράµµα στίς 8-8-1956 στή µάνα του λίγο πρίν ὁδηγηθεῖ στήν ἀγχόνη ἀπό τούς Ἄγγλους. Ἐπιστολή πού µοσχοβολᾶ φιλοπατρία καί πίστη ἀκράδαντη στόν Χριστό. Ὅπως οἱ ἥρωες τοῦ ’21, έτσι καί τῆς ΕΟΚΑ ἀγωνίζονταν «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία».


«Ἀγαπηµένη µου µητέρα,


Χαῖρε!Εὑρίσκοµαι µεταξύ ἀγγέλων. Τώρα ἀπολαµβάνω τούς κόπους µου. Τό πνεῦµα µου φτερουγίζει γύρω ἀπό τόν θρόνον τοῦ Κυρίου. Θέλω νά χαίρης ὅπως κι ἐγώ. Ἄν κλαίης θά λυποῦµαι.


Τ’ ὄνοµά σου θά γραφῆ στήν ἱστορία, γιατί ἐδέχθης νά θυσιασθῆ τό παιδί σου γιά τήν Πατρίδα. Εἶναι καιρός τώρα νά καµαρώσης τό παιδί σου. Εὑρίσκεται ἐκεῖ ψηλά ὅπου ψάλλουν οἱ ἄγγελοι.


Χαῖρε, ἀγαπηµένη µου µητέρα. Μή κλαίης, γιά ν’ ἀκούσης τήν ἀγγελική φωνή µου, πού ψάλλει Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε καί σύ µαζί µου. Ψάλλε, προσεύχου, δόξαζε τόν Θεόν σ’ ὅλην σου τήν ζωήν» (Σπύρου Παπαγεωργίου, Διά χειρός ἡρώων, ἐκδ. Κ. Ἐπιφανίου», Λευκωσία 1968, σελ. 213).


Τόν Ἀνδρέα Παναγίδη, 23 χρονῶν, πατέρα τριῶν παιδιῶν, τόν κρέµασαν οἱ Ἄγγλοι στίς 21 Σεπτεµβρίου 1956. Γράφει στό τελευταῖο γράµµα του πρός τά παιδιά του: «Σᾶς εὔχοµαι, ἀγαπηµένα µου παιδιά, νά γίνετε καλοί Χριστιανοί καί καλοί Ἕλληνες Κύπριοι. Ἀκολουθῆστε πάντα τό δρόµο τῆς ἀρετῆς». Τήν προηγούµενη τῆς ἐκτέλεσής του γράφει: «Τώρα πού ξέρω ὅτι σέ µιά µέρα θ’ἀντικρίσω τήν ἀγχόνη, ἔχω διπλάσιο θάρρος ἀπό πρίν. Ὁ Χριστός εἶναι πάντα συντροφιά στά κελλιά µας. Ὁ Χριστός µᾶς γεµίζει τήν καρδιά µέ ἀληθινή χαρά. Παρακαλοῦµε τόν Θεό νά µᾶς σώσει ὄχι τό σῶµα, ἀλλά τήν ψυχή». (Διά χειρός ἡρώων, σελ. 220-221).


Ὅσοι θέλουν νά µάθουν τί εἶναι ἡρωισµός, ἀγάπη ἀληθινή γιά τήν Ἑλλάδα καί πίστη «ἄχρι θανάτου» πρός τόν Χριστό, ἄς διαβάσουν τίς ἐπιστολές τῶν 13 ἡρωοµαρτύρων πού εἶναι θαµµένοι στήν καρδιά τῆς Κύπρου, στά «Φυλακισµένα Μνήµατα». Ἦταν κατά τήν διάρκεια τοῦ Ἀγῶνα ἕνα µικρό κοιµητήριο στίς Κεντρικές Φυλακές τῆς Λευκωσίας, ὅπου ἔθαβαν τά ἀπαγχονισµένα παλληκάρια καί τίς ἡγετικές µορφές τῆς Ἐθνικῆς Ὀργάνωσης Κυπρίων Ἀγωνιστῶν πού σκοτώνονταν σέ µάχες. Ἐκεῖ οἱ Ἄγγλοι κατακτητές βασάνιζαν ἀπάνθρωπα, µέ τήν βοήθεια Τούρκων δηµίων, τούς «τροµοκράτες τῆς ΕΟΚΑ» – ὅπως ἀκόµη µέχρι σήµερα τούς ἀποκαλοῦν, οἱ ἀµετανόητοι ἀποικιοκράτες. Διαβάζω:


«Στό κελλί ὁ κρατούµενος, πού τόν πηγαινοέφερναν στόν θάλαµο βασανιστηρίων, παρακαλοῦσε τούς συντρόφους του νά τόν σκοτώσουν. “Δέν θά ἀντέξω ἄλλο στά βασανιστήρια καί θά προδώσω”, τούς ἔλεγε. Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: “Θά σέ πάρουν ἀκόµη µιά φορά καί τώρα θά εἶναι τά µεγάλα βασανιστήρια. Ἄν ἀντέξῃς, θά εἶσαι ἥρωας, ἄν λυγίσῃς, θά εἶσαι προδότης. Οἱ Ἕλληνες βασανίζονταν ἀπό τούς Γερµανούς καί ἄντεχαν. Πήγαινε καί θά προσευχόµαστε γιά σένα”. Ὅταν ἔπειτα ἀπό ὥρα τόν ἔφεραν πίσω καί τόν πέταξαν στό κελλί, ξεδοντιασµένο, ξενυχιασµένο, τσουρουφλισµένο, σήκωσε τό κεφάλι καί τραύλισε: “Εἶµαι ἥρωας, εἶµαι ἥρωας!”» (ΕΟΚΑ – Ὁ ἑλληνικός ἀγῶνας, σελ. 35). Ἐκεῖ, στά «Φυλακισµένα Μνήµατα», εἶναι θαµµένος καί ὁ Γρηγόρης Αὐξεντίου, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε ὡς ἔφεδρος ἀξιωµατικός τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ καί στό χωριό Ἀκρίτας τοῦ Κιλκίς γύρω στό 1952. Προσπάθησε νά µπεῖ στή σχολή Εὐελπίδων, ἀλλά ἀπορρίφθηκε λόγῳ…ὀρθογραφίας! Δέν γνώριζε τήν καθαρεύουσα γλῶσσα. Ἤξερε ἄλλη γλῶσσα… Δέν φωτίζει µέ τόν λόγο του, ἀλλά µέ τό κορµί του. Δέν λέει λόγια ἐµπρηστικά, γίνεται ὁ ἴδιος λαµπάδα. «Βγές ἔξω, παραδώσου νά σωθεῖς», τοῦ φώναζαν 5.000 Ἄγγλοι ἔξω ἀπό τό κρησφύγετό του κοντά στή Μονή Μαχαιρᾶ. «Μολών λαβέ» ἀποκρινόταν. Τόν ἔκαψαν καί ἔγινε ὁλοκαύτωµα. Καί πῆρε ὁ ἀντρειωµένος τόν δρόµο πρός τήν λευτεριά.


Θά πάρω µιάν ἀνηφοριά


θά πάρω σκαλοπάτια


νά βρῶ τά µονοπάτια


ποῦ πᾶν στή λευτεριά


Εἶναι στίχοι τοῦ Εὐαγόρα Παλληκαρίδη, τοῦ 19χρονου µαθητῆ τοῦ Ἑλληνικοῦ Γυµνασίου τῆς Πάφου, τόν ὁποῖο κρέµασαν οἱ Ἄγγλοι στίς 14 Μαρτίου τοῦ 1957. Στό ἄκουσµα τοῦ θανάτου, τῆς δολοφονίας τοῦ Εὐαγόρα Παλληκαρίδη, ὁ σπουδαῖος Δωδεκανήσιος λογοτέχνης Φώτης Βαρέλης, ἔγραψε ἕνα ἐξαίσιο ποίηµα, τό ὁποῖο ὁ ραδιοσταθµός τῆς Λευκωσίας τό µετέδωσε τότε ὡς δηµοτικό κυπριακό τραγούδι. Τό παραθέτω, ἀλλά πρῶτα νά σηµειώσω τήν ἀπάντηση τῆς µάνας του, ὅταν πῆγαν οἱ Ἄγγλοι νά τήν δελεάσουν µ’ ἕνα τεράστιο ποσό, γιά νά πιέσει τόν γυιό της νά προδώσει. Ἀπάντησε ἀγέρωχα ἡ Ρωµιά, Ἑλληνίδα µάνα:


«Ἐγώ δέν ἐγέννησα παιδί νά τό λαλοῦν προδότη


χαλάλι τῆς πατρίδας µου τό αἷµα τοῦ παιδιοῦ µου».


 Καί τό κλέφτικο στιχούργημα-ποίημα τοῦ Βαρέλη:


Ἐψές πουρνό µεσάνυχτα στῆς φυλακῆς τή µάντρα


µές στῆς κρεµάλας τή θελιά σπαρτάραγε ὁ Βαγόρας.


Σπαρτάρησε,ξεψύχησε, δέν τ̓ ἄκουσε κανένας.


Ἡ µάνα του ἦταν µακριά, ὁ κύρης του δεµένος,


οἱ νιοί συµµαθητάδες του µαῦρο ὄνειρο δέν εἶδαν,


ἡ νιά πού τόν ὁρµήνευε δέν εἶχε νυχτοπούλι.


Ἐψές πουρνό µεσάνυχτα θάψαν τόν Εὐαγόρα


Σήµερα Σάββατο ταχιά ὅλη ἡ ζωή σάν πρῶτα.


Ἐτοῦτος πάει στό µαγαζί, ἐκεῖνος πάει στόν κάµπο,


ψηλώνει ὁ χτίστης ἐκκλησιά, πανί ἁπλώνει ὁ ναύτης,


καί στό σκολειόν ὁ µαθητής συλλογισµένος πάει.


Χτυπᾶ κουδούνι, µπαίνουνε στήν τάξη του ὁ καθένας.


Μπαίνει κι ἡ Πρώτη ἡ ἄταχτη κι ἡ Τρίτη πού διαβάζει,


µπαίνει κι ἡ Πέµπτη ἀµίλητη, ἡ τάξη τοῦ Εὐαγόρα.


–Παρόντες ὅλοι;


–Κύριε, ὁ Εὐαγόρας λείπει.


–Παρόντες, λέει ὁ δάσκαλος· καί µέ φωνή πού τρέµει:


–Σήκω, Εὐαγόρα, νά µᾶς πεῖς ἑλληνική ἱστορία.


Ὁ δίπλα, ὁ πίσω, ὁ µπροστά, βουβοί καί δακρυσµένοι,


ἀναρωτιοῦνται στήν ἀρχή, ὥσπου ἡ σιωπή τούς κάµνει


νά πέσουν µ’ ἀναφιλητά ἐτοῦτοι κι ὅλη ἡ τάξη.


–Παλληκαρίδη, ἄριστα, Βαγόρα, πάντα πρῶτος,


στούς πρώτους πρῶτος, ἄγγελε πατρίδας δοξασµένης,


σύ µέχρι χθές τῆς µάνας σου ἐλπίδα κι ἀποκούµπι,


καί τοῦ σχολειοῦ µας σήµερα, Δευτέρα Παρουσία.


Τά ‘πε κι ἁπλώθηκε σιωπή πά̓ στά κλαµµένα νιάτα,


πού µπρούµυτα γεµίζανε τῆς τάξης τά θρανία,


ἔξω ἀπ’ ἐκεῖνο τ’ ἀδειανό, παντοτινά γεµάτο.


Αὐτό τό ἀριστούργηµα περιεχόταν στό παλιό – πρό τοῦ 2006- βιβλίο Γλώσσας τῆς Στ΄ Δηµοτικοῦ, στό γ΄ τεῦχος. Δέν ἄρεσε στά κνώδαλα τοῦ πολυπολιτισµοῦ, στούς προσκυνηµένους νενέκους τοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου, τό ἔκριναν προφανῶς ὡς ἐθνικιστικό! Γιά ἥρωες θά µιλᾶµε τώρα; Αὐτά εἶναι παρωχηµένα, στερεότυπα. Αἵµατα, κόκκαλα καί θάνατοι γιά τήν Πατρίδα, τροµάζουν τά παιδιά – ἔτσι µοῦ εἶπε κάποιος ἀνεπρόκοπος κάποτε, ὅταν ἀντίκρισε τά καµµιά 15αριά κάδρα ἡρώων πού ἔχω ἀναρτηµένα πάντοτε στήν τάξη µου! Ἐνῶ οἱ «συνταγές µαγειρικῆς» καί οι λοιπές ανοησίες … τά γαληνεύουν. Καί καταντήσαµε νά διδάσκουµε στήν Στ΄Δηµοτικοῦ τόν ἡρωισµό µέσῳ ἑνός κειµένου µέ τίτλο «ἡ… Σόνια ἡ γάτα»! Ἄχ, δυστυχισµένη πατρίδα! «Τήν Ἑλλάδα θέλοµεν κι ἄς τρώγωµεν πέτρες», ἔγραφε κάποτε στούς τοίχους τῶν σπιτιῶν ἡ ἀδάµαστη ἐκείνη γενιά τῶν Ἑλλήνων τῆς Κύπρου. Σήµερα «τρώγωµεν» τήν Ἑλλάδα… «δειλοί, µοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάµα» (Κ. Βαρνάλης), παρακολουθοῦµε τόν ἐξισλαµισµό της!! Τζαµιά στήν Ἀθήνα, Ἰσλαµικές Σπουδές στήν Θεολογική Σχολή τοῦ ΑΠΘ καί βλάσφημα βιβλία θρησκευτικών, ὀρδές µουσουλµάνων λαθροµεταναστῶν σ’ ὅλη τήν Ἑλλάδα, γιατί ἔτσι ἀποφάσισε ὅλο αὐτό τό νεοταξικό συνονθύλευµα πού µᾶς κυβερνᾶ. Ἀκυρώθηκε πιά ἡ Ἐπανάσταση τοῦ ’21!! Νά πᾶµε ὅλοι µας στούς τάφους τῶν ἡρώων µας, νά κλάψουµε πικρά καί νά βροντοφωνάξουµε: «Σήκω Εὐαγόρα, σήκω Γρηγόρη, σήκω Παῦλε, σήκω Μάρκο καί Κωνσταντῖνε καί Νικηφόρε καί Λεωνίδα, νά µᾶς πεῖτε ἑλληνική ἱστορία…».


Και πρός τους Τούρκους εισβολείς τους ωραίους στίχους του Κ. Μόντη: «Κι αυτή η σελήνη η ματωμένη και μισή / που μας την κουβαλήσατε! / Αλήθεια πέστε μου μετρήσατε / πόσοι άλλοι πέρασαν από το νησί / πριν από εσάς πανίσχυροι κ’ επιφανείς / κι ούτε δείγμα καν δεν έμεινε κανείς;».


Δημήτρης Νατσιός


δάσκαλος-Κιλκίς

https://www.antibaro.gr/article/30087

Στολή αφθαρσίας - του αειμνήστου Φωτίου Κόντογλου

 Στολή αφθαρσίας - του αειμνήστου Φωτίου Κόντογλου

24 Mar, 2020

Για του Χριστού την πίστιν την αγίαν,

για της πατρίδος την ελευθερίαν,

γι’ αυτά τα δύο πολεμώ,

γι’ αυτά να ζήσω επιθυμώ,

κι αν δεν τα αποκτήσω

τι μ’ ωφελεί να ζήσω;


Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του 1821 έχει μια πνοή αγιασμένη, κι η ιστορία της είνε σαν συναξάρι. Η Ελλάδα μπορεί να παρασταθεί σαν τη μητέρα των Μακκαβαίων που είδε να βασανίζονται και να σφάζονται μπροστά της τα παιδιά της ένα-ένα. Από τον καιρό που χάθηκε η Κωνσταντινούπολη, η πατρίδα μας μαυροφόρεσε σαν χαροκαμένη χήρα· οι άνδρες ήτανε σαν ασκητές, οι γυναίκες σαν καλογρηές, τα τραγούδια μας γεμάτα πόνο και ελπίδα, τη λεγόμενη «χαρμολύπη», σαν χερουβικά, σαν τροπάρια.


Μια αγιωσύνη τα τύλιγε όλα. Οι καρδιές ήτανε, με όλη την παληκαριά τους, συντετριμμένες και ταπεινωμένες. Γι’ αυτό κι η θρησκεία μας ήτανε αληθινή, επειδή η πίστη του Χριστού δεν ταιριάζει σε ανθρώπους απίκραντους και καλοπερασμένους, κατά τα λόγια του Χριστού που λέγει: «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε», και στενή και τεθλιμμένη η οδός».


Μα όσα χάνει ο άνθρωπος σε καλοπέραση, τα κερδίζει «εκατονταπλασίονα» σε βάθος πνευματικό. Και το έθνος μας που στάθηκε κακότυχο και βασανισμένο, από την άλλη μεριά στάθηκε ευλογημένο, κατά τον λόγο που λέγει ο Σολομών για όσους μαρτυρούνε για την αλήθεια: «και γαρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης· και ολίγα παιδευθέντες, μεγάλα ευεργετηθήσονται». Και ποια είνε αυτή η αντάμειψη; Η αντάμειψη ήτανε πως ντυθήκανε με κάποια στολή αφθαρσίας αυτοί που ζούσανε «υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, εν ερημίαις πλανώμενοι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης».


Για τούτο, όποιος άνθρωπος έχει καρδιά καθαρή, και νιώσει την Ελληνική Επανάσταση, σαν να τραβιέται από κάποιον μαγνήτη, ας είνε κι άλλης φυλής άνθρωπος, χωρίς να γνωρίζει καλά- καλά από πού βγαίνει αυτή η γλυκύτητα και η κατανυκτική αγάπη, μ’ όλο που ακούει σκοτωμούς, μαρτύρια και μοιρολόγια, που σε άλλη περίσταση αγριεύουνε τον άνθρωπο. Θαρρεί πως δεν γινήκανε στ’ αληθινά αυτά που ακούει, αλλά πως είνε κάποιο έμορφο παραμύθι.


Τα πιο σκληρά πράγματα χάνουνε τη σκληρότητά τους, καν φονικά, καν αγωνίες κάθε λογής, φτώχια, κρύο, πείνα, αρρώστεια, ορφάνια. Κάποιος μυστικός πλούτος τα χρυσώνει όλα, ο της αφθαρσίας ο Παράκλητος (ο Παρηγορητής), το Πνεύμα το Άγιον. Αυτή είναι που λέγω στολή Αφθαρσίας κι ελπίδα Αθανασίας.


Η Ελληνική Επανάσταση είνε σαν το χάλκινο μοσχάρι που έκανε ένας τεχνίτης για τον τύραννο Φάλαρη και που το πύρωνε με φωτιά και σφαλούσε στην κοιλιά του όσους ήθελε να βασανίσει για να ψηθούνε ζωντανοί. Μα αντί ν’ ακούγονται βογκητά και φρικτοί θρήνοι από το στόμα του βοδιού, έβγαιναν τραγούδια χαρούμενα, επειδή ο τεχνίτης είχε βάλει επιτήδεια στο λαρύγγι του βοδιού κάποιο όργανο που άλλαζε τους θρήνους σε χαρούμενη μουσική.


Ο Αθανάσιος Διάκος τραγουδούσε περασμένος στη σούβλα, κι οι γυναίκες του Ζαλόγγου χορεύανε και πέφτανε στον γκρεμνό. Κι όλοι οι Έλληνες, άνδρες, γυναίκες, μικροί, μεγάλοι, δεσποτάδες, παπάδες, λαϊκοί, ψέλνανε σαν να τραγουδούσανε και τραγουδούσανε σαν να ψέλνανε, όπως οι τρεις Παίδες της καμίνου που δοξολογούσανε τον Θεό χορεύοντας μέσα στη φωτιά σαν να δροσολογιότανε.


Απ’ όλη την αιματοβαμμένη Ελλάδα ακουγότανε «ήχος καθαρός εορταζόντων», κι οι Έλληνες τρέχανε στον θάνατο «αγαλλομένω ποδί, Πάσχα κροτούντες αιώνιον». Γι’ αυτό μαγεύθηκε ο κόσμος, χωρίς να ξέρει γιατί. Εκείνο που τους μάγευε ήτανε η Ελπίδα της Αθανασίας που βγαίνει από την Ορθοδοξία και που τα σκεπάζει όλα με την χαρούμενη πνοή της.


Η χαρά του Χριστού είνε ένα άνθος που φυτρώνει μοναχά στις καρδιές που πονούν. Για τούτο ο Δαυΐδ έλεγε: «Κύριε εν θλίψει επλάτυνάς με». Κι οι ασκηταί της Ορθοδοξίας τη λέγανε «Χαρμολύπη» ή «Χαροποιόν πένθος», αυτή τη χαρά που βγαίνει από τη συντριμμένη καρδιά. Η Ελληνική Επανάσταση ήτανε τα χαρούμενα ορμήματα του Ποταμού της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό τη μισήσανε και την πολεμήσανε οι «ψευδάδελφοι», εκείνοι που ιδρύσανε στ’ όνομα του Χριστού ένα σύστημα εγκόσμιας ευδαιμονίας, κάποιον «αριστοκρατικό χριστιανισμό» που τραβά τις ματαιόδοξες ψυχές, και τις ξεραίνει από τη χαρά του Χριστού, από τη «χαρμολύπη»[1].


Οι Έλληνες του καιρού εκείνου ήτανε «πτωχοί τω πνεύματι», κατά τους έξυπνους του κόσμου. Ήτανε απλοί και φυσικοί, κι η όψη τους, τα λόγια τους, οι συνήθειές τους, τα φερσίματά τους ήτανε αληθινά, δηλαδή Ελληνικά. Η ψυχή τους ήτανε δεμένη με τη φύση και τη θρησκεία τους. Λεοντόκορμοι άνδρες που βαστούσανε από αρχαία αίματα, ζούσανε στον ανοιχτόν αγέρα όπως τους έπλασε ο Θεός, με γένεια, με μουστάκια, με μακρυά μαλλιά σαν το Χριστό, γοργοπόδαροι, λιγόφαγοι, θρήσκοι, ταπεινοί μπροστά στους γεροντότερους και στους παπάδες, με ψυχή γεμάτη κρυφά πλούτη.


Απάνω απ’ όλα ήτανε η Θρησκεία, η Πίστις των Πατέρων μας. Κι οι λειτουργοί της ήτανε οι πνευματικοί τους, οι δάσκαλοί τους, οι προστάτες τους, οι παρηγορητές τους, οι δικαστές τους, οι εξομολόγοι τους. Ο πιο αγαπημένος αρματωλός για το λαό, ο πιο αγνός πολεμιστής, ο καινούριος άγιος Γιώργης, στάθηκε ένας παπάς, ο Αθανάσιος Διάκος, που σουβλίσθηκε για την Πίστη του Χριστού.


Άλλοι τέτοιοι αγιασμένοι που αγωνισθήκανε για την Πίστη, είνε ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, ο Ησαΐας Σαλώνων, ο Ρωγών Ιωσήφ, ο Κυπριανός στην Κύπρο· τι λέγω; Νέφος ολόκληρο ρασοφορεμένοι, Ορθόδοξον Ιεράτευμα. Πριν να γίνει η Επανάσταση, χιλιάδες Νεομάρτυρες μαρτυρήσανε για την Πίστη, κι ύστερα ήρθανε οι αρματωλοί. Οι δεσποτάδες, οι παπάδες κι οι καλόγεροι είχανε γίνει σαν τους προφήτες που οδηγούσανε τον νέον Ισραήλ στη Γη της Επαγγελίας.


Οι αρματωλοί γινήκανε σαν ασκητές και ψέλνανε απάνω στο μετερίζι, και ξεστηθίζανε το Ψαλτήρι για παρηγοριά, με τα χαϊμαλιά στο στήθος που παριστάνανε τον Χριστό, την Παναγία, τον άη Γιώργη, τον άη Δημήτρη. Για φυλαχτό είχανε ή τίμιο ξύλο, ή άγιο λείψανο, ή ένα κομμάτι από το παλιόρασο του άγιου Κοσμά. Πολλοί αρματωλοί ήτανε ζωγραφισμένοι στα ερημοκκλήσια μαζί με τους αγίους. Η ζωγραφιά του Μεϊντάνη βρισκότανε στην εκκλησιά της Κατούνας, του Ανδρούτσου στο Μεγάλο Μετέωρο, του Διαμαντή Σπατούλη στην εκκλησιά στ’ Αλεποχώρι Μπότσαρη. Και τους σκοτωμένους τους θάβανε κοντά στην εκκλησιά.


Λοιπόν, δεν είνε αγιασμένη η Επανάστασή μας, δεν είνε η Ορθοδοξία ματωμένη για να φυλάξη την πίστη μας; Η Ορθοδοξία έγινε ένας λόγος άδειος στα στόματα των σημερινών φραγκοδασκαλευμένων δασκάλων. Μα η αληθινή Ορθοδοξία που είνε πλούτος και ρίζα αθανασίας, είνε φυτρωμένη βαθειά στην καρδιά του ορθοδοξώτατου λαού μας, που όσο δεν ήθελε να τουρκέψει, άλλο τόσο δεν θέλει να φραγκέψει.


Φώτης Κόντογλους


ΚΙΒΩΤΟΣ, ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ, ΕΤΟΣ Β’ ΜΑΡΤΙΟΣ 1953 ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 15


[1] Πριν λίγες μέρες γράψανε οι εφημερίδες πως το καθολικό περιοδικό «Ecclesia», δημοσίευσε ένα άρθρο του Κλωντ Φαρρέρ που κατακρίνει την Ελληνική Επανάσταση… Μ’ όλο που αυτό το περιοδικό δημοσιεύει πολλά ορθόδοξα κείμενα και στην πρώτη όψη φαίνεται χριστιανικό, ωστόσο το δηλητήριο τόχει πάντα κρυμμένο κατεπάνω στην Ορθοδοξία.

https://www.impantokratoros.gr/


Tags: Oρθοδοξία Ιστορία

http://orthmad.gr/news/στολή-αφθαρσίας-του-αειμνήστου-φωτίου-κόντογλου

Γιατί οι αρχαίοι Έλληνες δεν έκαναν πάνω στο σώμα τους τατουάζ;

 Οι Αρχαίοι Έλληνες δεν έκαναν δερματοστιξία (τατουάζ) πάνω στο σώμα τους, όμως έκαναν σε όποιον ήθελαν να εξευτελίσουν ή ήταν αποδεικτικό στοιχείο ότι ανήκαν σε κάποιον, όπως γίνεται σήμερα με το σημάδεμα των ζώων.


Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο το 480 π.Χ. πριν από τη μάχη των Θερμοπυλών μερικοί Έλληνες εμήδισαν πήγαν δηλαδή με τους Μήδους (Πέρσες). Σύμφωνα με το συνέδριο των Ελληνικών πόλεων, οι Έλληνες εκείνοι οι οποίοι μήδισαν από ανάγκη δεν θα τιμωρούνταν, ενώ εκείνοι που συμμάχησαν με τους Πέρσες από δειλία ή με τη θέλησή τους θα τιμωρούνταν σκληρά και παραδειγματικά.

Οι Θηβαίοι με αρχηγό το Λεοντιάδη μόλις είδαν ότι υπερτερούσαν οι Πέρσες αποχώρησαν από τους Έλληνες και προσχώρησαν στο στρατόπεδο των Περσών, δίνοντάς τους γη και ύδωρ. Το αποτέλεσμα ήταν να σωθούν στην αρχή, όμως μόλις παρουσιάστηκαν στο βασιλιά των Περσών, άλλους τους σκότωσαν, τους περισσότερους όμως τους στιγμάτισαν για το λόγο ότι αυτοί που πρόδωσαν την πατρίδα τους, θα πρόδιδαν και στη συνέχεια τους ίδιους. Έτσι μετά την ήττα των Περσών οι στιγματισμένοι ήταν δύσκολο να επιστρέψουν στην Θήβα.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο όταν οι Αθηναίοι νίκησαν σε Ναυμαχία τους Σαμίους, στιγμάτισαν τους αιχμαλώτους με «σάμαινα» που ήταν το κεφάλι γουρουνιού και έμοιαζε με πλοίο Σαμιώτικο. Στη συνέχεια όμως οι Σάμιοι, με αρχηγό τον Μέλισσο αφού νίκησαν τους Αθηναίους σε ναυμαχία για να τους εξευτελίσουν τους στιγμάτισαν στο μέτωπο με μία κουκουβάγια. Αργότερα βέβαια ο Περικλής κατέστρεψε την Σάμο.

Επίσης αν κάποιος δούλος δραπέτευε από τον αφέντη του και τον συλλάμβαναν, του έκαναν τατουάζ το σύμβολο του αφεντικού του, έτσι στη συνέχεια θα ήταν πολύ εύκολος ο τρόπος εντοπισμός του.

Αναφέρεται επίσης ότι ο δούλος του Διογένη μην μπορώντας να τον αντέξει δραπέτευσε. Οι φίλοι του Διογένη τον συνέλαβαν και είπανε στον Διογένη να του κάνουν τατουάζ για να τον τιμωρήσουν. Ο Διογένης όμως αρνήθηκε και είπε: «Ένας δούλος μπορεί να ζήσει χωρίς το Διογένη, ο Διογένης χωρίς τον δούλο του δεν μπορεί να ζήσει».

https://romioitispolis.gr/

Tags: