Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Παντελής Ζερβός, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος: Δράματα ανυπόφορα για εκείνους που σκόρπιζαν γέλιο (Μέρος Β’) Πόλεμοι, ορφάνια, σφαίρες σε λάθος στόχο, παιδιά θαμμένα ζωντανά, εγκαταλειμμένα μωρά σε ζωές που έμοιαζαν έντονα χρωματιστές, αλλά δεν ήταν..

Δεξαμενές χαώδεις και αβυσσαλέες, χωρίς πάτο και με υπόγεια σύνδεση σε ωκεανούς, οι ψυχές των ανθρώπων και πόσο περισσότερο εκείνες των καλλιτεχνών, που παίζουν με το υστέρημα σε πίκρα και συχνά φθονερή, από το θείο, εκδίκηση για τις υπόλοιπες τους χάρες. Σα να ισορροπεί το ζύγι την αγάπη του κόσμου, τα ταλέντα, την εμφάνιση, την ευγένεια της μορφής με το χτύπημα απ την μοίρα. Και σαν οι καλλιτέχνες να μπορούν να γεννηθούν μόνο μέσα απ το δράμα και ποτέ απ την χαρά και το περίσσευμα.
Αν πάμε πίσω σε εποχές ασπρόμαυρες και σέπια, που σήμερα σε λεύκωμα εκδοτικά θεματικά ή σε ταινίες μοιάζουν όλο νοσταλγικά, αθώα, αυθόρμητα, ίσως ανέμελα, μέσα απ την παραπλάνηση του χρόνου και την απατηλότητα της νοσταλγίας, στέκεται τόσο πικρά αντιφατικό, θλιμμένο, αλμυρό σαν βούρκωμα το γεγονός πως άνθρωποι που μας χάρισαν γέλιο, εκείνοι οι ταλαντούχοι της κωμωδίας, έζησαν τεράστιες τραγωδίες, απ’ αυτές που δεν αντέχει ο άνθρωπος να τις σηκώσει, τον συνθλίβουν σα βράχια, σα βουνά ολόκληρα που πάνε και χτίζονται στο στήθος του.
Ο Παντελής Ζερβός, ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Κυβέλη,  ακόμα και ο Λογοθετίδης έζησαν ανείπωτα δράματα και ερημιά, πριν μοιράσουν γέλιο, χαρά, όνειρο στο κοινό και σφραγίσουν την συναισθηματική εκπαίδευση της γενιάς του. Και έμαθαν καλά, αυτό που ο Όμηρος από κείνη την άκρη του καιρού, σ αυτή τη γη έλεγε παρηγορώντας μας: «… σε τίποτα δεν ωφελούν τα κλαψουρίσματα.
Οι Θεοί έκλωσαν έτσι το νήμα της ζωής των δυστυχισμένων ανθρώπων, που αυτοί ζούνε μέσα στα βάσανα, ενώ εκείνοι μένουν αμέριμνοι. Δύο δοχεία βρίσκονται κοντά στην πόρτα του Δία: το ένα γεμάτο από κακά δώρα και το άλλο γεμάτο από δώρα καλά. Αυτά ο κεραυνοβόλος Δίας τ’ ανακατώνει και δίνει σ’ άλλον κακά και σ’ άλλον καλά…» και ίσως το μετανιώνει, μετρά και δίνει κι άλλα. Σε θείο ζύγι οι ζωές όλων, σα πραγματάκια για εμπόριο…

Ο Παντελής Ζερβός και το κοριτσάκι του που θάφτηκε ζωντανό

Ο Παντελής Ζερβός έζησε πίκρα και απώλεια από νωρίς στη ζωή του, από όταν γεννήθηκε, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1908 στην Περαχώρα Λουτρακίου. Τη μάνα του, την έχασε 4 μόλις χρόνων, χωρίς  προλάβει να έχει ανάμνηση της. Ο πατέρας του, που ήταν παπάς, πέθανε, όταν ο Παντελής ήταν 8 ετών, σε ηλικία που καταλάβαινε τι σημαίνει να χεις σπίτι και να το χάνεις, γονιό που να χάνεται και να σε κλείνουν σε ορφανοτροφείο. Οι συγγενείς δεν είχαν χώρο για εκείνον. Τον έβαλαν στον Τζάνειο. Θα διαλέξει να φύγει και να αγωνιστεί μονάχος, δουλεύοντας και διαβάζοντας, μικρό παιδάκι αυτό σε έναν μεγάλο, σκληρό κόσμο. Θα πηγαίνει στο Σχολαρχείο, θα το τελειώσει, θα κάνει ό,τι δουλειά βρίσκει χωρίς να βαρυγκωμά.
Παντελής Ζερβός
Μαθαίνει τέλεια Αγγλικά, μελετώντας μόνος του. Θα υπηρετήσει στο Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό. Με τη στολή του ναυτικού, αφού διακριθεί σε διαγωνισμό ταλέντων της Λυρικής, γιατί είχε σπουδαία φωνή, θα πάει να δώσει εξετάσεις στο νέο και πολλά υποσχόμενο Θέατρο Τέχνης. Ο Κουν θα ακούσει ένα γάργαρο νεανικό γέλιο, ενώ εξετάζει. Θα βγει να δει ποιος γέλασε τόσο ιδιαίτερα. Ένας ναύτης! Θα γίνει από τους θεμέλιους λίθους του Τέχνης. Επίδαυρος πολύ! Κλασσικό ρεπερτόριο και δύσκολοι ρόλοι. Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης,  Ελληνική Σκηνή του σπουδαίου Ροντήρη, δικό του θίασος και κάποτε και μέχρι το τέλος της ζωής του, πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου!
Ήταν θερμός οπαδός του Παναθηναϊκού. Κάπνιζε και του άρεσε η παρέα και το καλό φαγητό. Πήρε βραβεία, παράσημα από το ελληνικό έθνος, γνώρισε τιμές. Και σακατεύτηκε για πάντα η ζωή του, από τη θέληση μιας κακής μοίρας, που τον βάραινε πάντα με απώλειες, απόγνωση και ορφάνευα.
Ο Παντελής Ζερβός είχε νέος ερωτευτεί την ωραία Μαρία του, μια μελαχρινή καλομεγαλωμένη Σαντορινιά. Κάναν τρείς κόρες. Τρεις χαϊδεμένες μικρούλες που έμοιαζαν να ζουν μόνο καλοκαιριά σε Φάληρο και Σαντορίνη. Ταξίδια, παιχνίδια, βιβλία, κούκλες, μεγάλοι λευκοί φιόγκοι στα μαλλιά, ελευθερία στα βράχια της Θήρας, μπλε και πορτοκαλί. Όπως η θάλασσα και ο ήλιος.
Ο Παντελής στις τέσσερις γυναίκες του, χατίρι δε χαλάει! Σίγουρος πως διασκεδάζουνε το καλοκαίρι τους στην Σαντορίνη, εκείνος δουλεύει πυρετωδώς για άλλη μια μεγάλη παράσταση στην Επίδαυρο. Είναι Ιούλιος του 1956. Ο φονικός σεισμός, πρωί Δευτέρας, ζηλεύοντας το νησί, το ισοπεδώνει όλο! Χαλασμός και ερείπια, μέσα σε στιγμές. Το μικρό κορίτσι, η Ευδοξία, θάβεται στο σπίτι των παππούδων της, τσακισμένο κορμάκι στα χαλάσματα, θαμμένο κάτω από τόνους σκόνης, ξύλου, ασβέστη. Δεν πρόλαβε, μικρό αυτό, να πηδήξει έξω όπως η μάνα του και οι αδελφές του!
Πρωί χάθηκε το κορίτσι, που για άλλους ήταν 8 ετών και για άλλους 11. Τι σημασία έχει, αστεράκι ήταν και έσβησε και πάει… Βράδυ, λίγο πριν βγει ο πατέρας στην σκηνή, να μετρηθεί με τους ρόλους και το κοινό, να ιδρώσει για την τέχνη, να περάσει πάθη για τους ανθρώπους, για την κάθαρση τους, τα νέα απ τη Σαντορίνη έχουν φτάσει. «…Σκοτώθηκε η Ευδοξούλα», του ψιθυρίζουν, ενώ πατάει το σανίδι. Σαν υπνωτισμένος, βγαίνει στο φως της παράστασης. Παίζει. Τελειώνει. Υποκλίνεται. Το κοινό δεν ξέρει… το κοινό μόνο θέλει… Οκτώ φορές, εκείνο το βράδυ, τον ζητάνε στη σκηνή για τον χειροκροτήσουν. Σε ύπνωση βαθιά σχεδόν και τις οκτώ φορές υποκλίνεται μπροστά τους! Σαν σωπάσουν τα παλαμάκια, γυρνά στο καμαρίνι του. Η ύπνωση τελειώνει. Σωριάζεται λιπόθυμος στο πάτωμα. Πότε πια δεν θα είναι ο ίδιος.
Όμως, το βάσανο δεν τέλειωσε εδώ. Σαν τους τραγικούς ήρωες που έβλεπε τα παθήματα τους στην Επίδαυρο, οι θεοί είχαν και άλλον, περισσότερο πόνο για αυτόν… Η Μαρία σακατεμένη, μοιάζει να μην αντέχει άλλον σπαραγμό. Εκείνη βγήκε, σώθηκε. Και άφησε πίσω το παιδί! Ποιος ξέρει σε τι βάθη ωκεανών θλίψης βυθιζόταν η ψυχή της. Δεν ξαναπήγε στην Σαντορίνη! Να προστατεύει ό,τι μπορεί παλεύει ο Παντελής Ζερβός και τρία χρόνια μετά το θάνατο του παιδιού, πήγαινε εκείνος στο νησί για την εκταφή. Και εκεί, στα ηφαιστειώδη βράχια της Θήρας, η τραγωδία κορυφώνεται καταστροφικά. Το παιδί είχε θαφτεί ζωντανό! Ο σκελετός της δεν ήταν ανάσκελα, αλλά στο πλάι, γιατί το κορμάκι γύρευε να βρει διέξοδο και να σωθεί και το στόμα ήταν ανοιχτό στην εναγώνια προσπάθεια για να πάρει ανάσα. Το σήκωσαν από τα έρεπα, το κοίταξαν τραυματισμένο και το έθαψαν βιαστικά γιατί οι αρχές φοβόταν τις μολυσματικές ασθένειες απ τις σωρούς των σκοτωμένων. Τα τραύματα της Ευδοξούλας δεν ήταν θανατηφόρα. Άνοιξε τα μάτια, προσπάθησε να γεμίσει τα πνευμονία της, πάλεψε για λίγο και τελικά παραδόθηκε, από ασφυξία, στο σκοτάδι. Ο Παντελής Ζερβός κράτησε αυτή την αποτρόπαιη και ασήκωτη για γονιό μυστικό απ την Μαρία του και από τον κόσμο όλο. Μόνο λίγο πριν από το θάνατό του εξομολογήθηκε αντί για παπά σε δημοσιογράφο ένα δειλό, σκεπτικό: «…εκείνες τις τραγικές μέρες στη Σαντορίνη, όποιον σκουντούσαν και δεν σάλευε, τον έθαβαν αμέσως για λόγους υγείας καθώς τα μέσα ήταν ανύπαρκτα…».
Συνέχισε να παίζει, να παίρνει υμνητικές κριτικές, να συναντιέται με τα ιερά τέρατα της εποχής σαν ίσος, να δημιουργεί, να ζει, να λαμβάνει βραβεία και παράσημα. Και πριν κλείσει τα μάτια του στις 22 Ιανουάριου, είχε ήδη μισοξεράνει στο βράχο της Σαντορίνης, σκύβοντας πάνω από ό,τι είχε απομείνει από παιδικό κορμί.
«Ο Χρόνος τα παίρνει στο τέλος όλα, είτε μας αρέσει, είτε όχι», λοιπόν, αλλά τώρα, όσες φορές κι αν δούμε τον Ζερβό στις ταινίες του στις τηλεόραση, πώς να μη σταθούμε σε εκείνη την αδιόρατη μελαγχολία στα μάτια του, σαν οι σκιές μέσα του να παλεύουν για ανάσες…

Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος που πέθανε μόνος και τον βρήκαν μέρες μετά

Ήταν το όγδοο παιδί από τα δέκα μιας οικογένειας στο Διακοφτό, που αγωνιζόταν να επιβιώσει. Άριστος αθλητής, στο ακόντιο και στο ποδόσφαιρο, λάτρευε τα αρχαία, που τα ‘χε γνωρίσει διαβάζοντας Ηρόδοτο σε μια εφημερίδα που ‘χαν τυλίξει ψάρια για να τα πάει στο σπίτι. Μια ερασιτεχνική παράσταση στο σχολείο, ένα κορίτσι που τον φίλησε για συγχαρητήρια και το φιλί της ήταν ό,τι πιο γλυκό και ευωδιαστό του ‘χε συμβεί! Ψέματα στους γονείς και να ‘τος στο ελληνικό θέατρο, σπουδαίος, ξεχωριστός, αγαπημένος και τόσο μοναχικός!
Αυτός που σκόρπιζε το γέλιο, γελούσε ο ίδιος στη ζωή του και απέφευγε την μεμψοιρία και την μιζέρια, είχε ζήσει τον μεγάλο πόλεμο στο Αλβανικό μέτωπο. Πολέμησε στη Χιμάρα. Είδε νέους άνδρες, σχεδόν αγόρια, να πεθαίνουν διπλά του. Έζησε το χαλασμό, τη τρέλα και τέλος, την ήττα. Με τα ποδιά γύρισε από την Αλβανία στο Διακοφτό και στον μοναχικό, όλο πείνα και κατεβασμένα κεφάλια, ατέλειωτο σχεδόν δρόμο του, ήξερε ήδη πως θα μείνει μόνος στη ζωή. Το είχε αποφασίσει. Όταν η Ελλάδα βρισκόταν πλέον υπό γερμανική κατοχή και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος επιστρέφει στο θέατρο, για επιβίωση και για παρηγοριά σε ένα κοινό που υπέφερε σα να μην ξημέρωνε πια και όλα ήταν νύχτα.
Η παράσταση που πρωταγωνιστούσε, κάνοντας τον Βρουμ, που θα πει σκουλήκι, έκανε τεράστια επιτυχία.  Ένα βράδυ, ανάμεσα στο κοινό βρέθηκε και ο Γερμανός διοικητής της Βορείου Ελλάδας, ο διαβόητος Μαξ Μέρτεν, ένας εγκληματίας πολέμου, που έστειλε στο Άουσβιτς 50.000 Έλληνοεβραίους της Θεσσαλονίκης αφού, λεηλάτησε τις περιουσίες τους, που η συνολική τους αξία ξεπερνούσε τότε τα 125.000.000 χρυσά φράγκα. Ο φρικαλέος αυτός εγκληματίας, κάποια χορδή ανθρωπιάς, ζωντανή, ένιωσε να πάλλεται εντός του, βλέποντας την ερμηνεία του Παπαγιαννόπουλου.
Όταν έπεσε η αυλαία, ο «δήμιος της Θεσσαλονίκης» θέλησε να συγχαρεί τον ηθοποιό, που του είχε τραβήξει την προσοχή. Οι προσπάθειες του απεσταλμένου του Μέρτεν να έρθει σε επαφή με τον Παπαγιαννόπουλο έπεσαν στο κενό. Αρχικά ο ηθοποιός ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα του, γιατί άλλαζε ρούχα. Ο γερμανός απεσταλμένος επέμεινε, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να μεταδώσει προφορικά το μήνυμα του Μέρτεν προς τον Παπαγιαννόπουλο. Το μήνυμα του ναζί έλεγε: «Τον ρόλο αυτό στη Γερμανία τον παίζει ο καλύτερος ηθοποιός που έχουμε, αλλά σε ορισμένες σκηνές ο δικός σας, δηλαδή ο Παπαγιαννόπουλος, ήταν καλύτερος. Και αυτό έγκειται στην πονηριά και στην καπατσοσύνη την οποία έχει ο Έλληνας». Η απέχθεια του ηθοποιού φάνηκε με το μην ανοίξει ποτέ η πόρτα του για τον κατακτητή με κάθε κόστος για τον ίδιο, που είχε γνωρίσει ήδη, πόλεμο, ήττα, πίκρα και μια ζωή αγέλαστη στην κατάκτηση.
Κάποτε ερωτεύτηκε την καλλονή, την μοιραία Άννα Καλουτά. Την ερωτεύτηκε με σφοδρότητα, με πάθος, με λατρεία στα όρια της θρησκευτικής αφοσίωσης. Μα εκείνη ζούσε το πάθος της με τον γόη Λάμπρο Κωσταντάρα. Κλείστηκε στον εαυτό του. Δεν την διεκδίκησε. Δεν έβαλε εμπόδια. Καμία άλλη δε θα υπήρχε ποτέ εκτός από αυτή! Όταν τον ρωτούσαν γιατί δε παντρεύτηκε, απαντούσε πως ροχάλιζε και καμία δε τον ήθελε, γελώντας.
Σχέσεις πολλές υπήρξαν στη ζωή του, αλλά η απόφαση της μοναξιάς του δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ.  Και έτσι μόνος, έσβησε στο δυαράκι του, στον δεύτερο όροφο μια πολυκατοικίας στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Να πόνεσε λίγο πριν; Να ζήτησε βοήθεια; Να κατάλαβε πως τελειώνει μονάχος, εκείνες τις μέρες του 1984, λίγο πριν τον Πάσχα; Ήταν Μεγάλη Τρίτη όταν τον βρήκαν. Αυτός που όταν τέλειωνε το έργο είχε συνηθίσει να δέχεται χειροκροτήματα, έφυγε μέσα στη σιωπή για άλλο ένα εντελώς μοναχικό, οριστικό ταξίδι…
https://www.mononews.gr/life-style/pantelis-zervos-dionisis-papagiannopoulos-dramata-anipofora-gia-ekinous-pou-skorpizan-gelio-meros-v

Κυβέλη, Αυλωνίτης, Λογοθετίδης: Δράματα ανυπόφορα για εκείνους που σκόρπιζαν γέλιο (Μέρος Α’)

Δεξαμενές χαώδεις και αβυσσαλέες, χωρίς πάτο και με υπόγεια σύνδεση σε ωκεανούς, οι ψυχές των ανθρώπων και πόσο περισσότερο εκείνες των καλλιτεχνών, που παίζουν με το υστέρημα σε πίκρα και συχνά φθονερή από το θείο εκδίκηση για τις υπόλοιπες τους χάρες.
Σα να ισορροπεί το ζύγι την αγάπη του κόσμου, τα ταλέντα, την εμφάνιση, την ευγένεια της μορφής με το χτύπημα απ την μοίρα. Και σαν οι καλλιτέχνες να μπορούν να γεννηθούν μόνο μέσα απ το δράμα και ποτέ απ την χαρά και το περίσσευμα. Αν πάμε πίσω σε εποχές ασπρόμαυρες και σέπια, που σήμερα σε λεύκωμα εκδοτικά θεματικά ή σε ταινίες μοιάζουν όλο νοσταλγικά, αθώα, αυθόρμητα, ίσως ανέμελα, μέσα απ την παραπλάνηση του χρόνου και την απατηλότητα της νοσταλγίας, στέκεται τόσο πικρά αντιφατικό, θλιμμένο, αλμυρό σαν βούρκωμα το γεγονός πως άνθρωποι που μας χάρισαν γέλιο, εκείνοι οι ταλαντούχοι της κωμωδίας, έζησαν τεράστιες τραγωδίες, απ αυτές που δεν αντέχει ο άνθρωπος να τις σηκώσει, τον συνθλίβουν σα βράχια, σα βουνά ολόκληρα που πάνε και χτίζονται στο στήθος του.
Ο Παντελής Ζερβός, ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Κυβέλη ακόμα ακόμα, ο Λογοθετίδης, έζησαν ανείπωτα δράματα και ερημιά, πριν μοιράσουν γέλιο, χαρά, όνειρο στο κοινό και σφραγίσουν την συναισθηματική εκπαίδευση της γενιάς του. Και έμαθαν καλά, αυτό που ο Όμηρος από κείνη την άκρη του καιρού, σ αυτή τη γη έλεγε παρηγορώντας μας: «… σε τίποτα δεν ωφελούν τα κλαψουρίσματα.
Οι Θεοί έκλωσαν έτσι το νήμα της ζωής των δυστυχισμένων ανθρώπων, που αυτοί ζούνε μέσα στα βάσανα, ενώ εκείνοι μένουν αμέριμνοι. Δύο δοχεία βρίσκονται κοντά στην πόρτα του Δία: το ένα γεμάτο από κακά δώρα και το άλλο γεμάτο από δώρα καλά. Αυτά ο κεραυνοβόλος Δίας τ’ ανακατώνει και δίνει σ’ άλλον κακά και σ’ άλλον καλά…» και ίσως το μετανιώνει μετρά και δίνει κι άλλα. Σε θείο ζύγι οι ζωές όλων, σα πραγματάκια για εμπόριο…
Η Κυβέλη ήταν μωρό αφημένο στο δρόμο…
Υπήρξε μια θεότητα της αθηναϊκής σκηνής, πορσελάνινης ομορφιάς που οι θαυμαστές της έλυναν τα αλόγα απ την άμαξα της και την έσερναν οι ίδιοι ως το σπίτι της. Λατρεύτηκε απ την εποχή της, σε ρόλους κωμικούς και δραματικούς, γυναικείους και ανδρικούς και έζησε μια σχεδόν μυθιστορηματική ζωή, με τέσσερα παιδιά και τρεις γάμους, ένας απ τους οποίους ήταν με τον Γέρο της Δημοκρατίας, τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Όλα όμως ξεκίνησαν από εγκατάλειψή, ορφάνια, έκθεση. Ήταν εκείνες οι εποχές, οι γεμάτες αίμα τόσο που να θολώνει το κόκκινο το βλέμμα και να μη διακρίνει άλλα χρώματα παρά μόνο το μαύρο του τίποτα. Είναι 1887. Στην Ελλάδα εκλέγεται πρωθυπουργός ο Χαρίλαος Τρικούπης, στην Κυανή Ακτή πεθαίνουν κάπου 600 άτομα από σεισμό, στο Λονδίνο οι δρόμοι βάφονται με αίμα, κάποια Κυριακή, από συγκρούσεις του στρατού και της αστυνομίας με Ιρλανδούς αγωνιστές, η Belle Epoque χτίζει μέρες και κυρίως νύχτες με τη μεγάλη χίμαιρα του τέλους των πολέμων και την ανεμελιά της καλής ζωής, αγνοώντας πως τα λάβαρα, ήδη, ράβονται για να υψωθούν στους δυο μεγαλύτερους που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.

Και η Ιστορία συνεχίζεται δίχως να κοιτάει την ανθρώπινη οδύνη της επιβίωσης κάθε καιρού. Ένα πλασματάκι, λίγων ημερών, ντυμένο μες στη δαντέλα με πολυτελή υφάσματα έχει παρατηθεί στο δρόμο, έκθετο και ασημένιο στη μοίρα του, τόσο στολισμένο σα κάποιος να το αγάπησε πολύ, μα πια να μη μπορούσε. Στο λαιμό του ένα χρυσό κομματάκι γραφεί το όνομα του και έχει ανάγλυφη την εικόνα της θέας με την Μικρασιατική καταγωγή, την Κυβέλη, την μάνα όλων των θεών, την παντοδύναμη μητριαρχική μορφή. Φτάνει 2,5 ετών σε βρεφοκομείο στην Αθήνα, για να χαϊδευτεί, να φιληθεί, να υιοθετηθεί από ένα ζευγάρι, φτωχών άλλα γεμάτων αγάπη ανθρώπων, τον παπουτσή Αναστάση και την λίγο μοδίστρα και οικιακή βοηθό Μαρία Αδριανού.
Το κοριτσάκι μεγαλώνει με αγάπη και γεμίζει φως όχι μόνο τη ζωή των γονιών του, άλλα και όποιων τη συναντήσουν. Ζαχαρένια, όμορφη, χαϊδεμένη έχει το αγγελικό χάρισμα να σαγηνεύει όποιον τη πλησιάσει. Κάποτε η μαμά Μαρία την παίρνει μαζί της στο σπίτι του σπουδαίου δικηγόρου Λεονάρδου, στο μεγάλο αρχοντικό, στην Πλάκα, που έχει μέσα φίνα αντικείμενα και οι κάτοικοι του ζουν όλο χάρη, ανάμεσα σε πορσελάνες, κρύσταλλα, βελούδα και κουρτίνες σαν σύννεφα.
Η «Κυβελίτσα» θαυμάζει όλο παιδική χαρά την ομορφιά γύρω της. Από τους χωμάτινους δρόμους του Αγίου Παντελεήμονα που ζει όλο και πιο συχνά σκορπίζει ήλιο στο μεγάλο αρχοντικό, που είναι βουτηγμένο σε θλίψη, οδύνη, σπαραγμό. Η οικογένεια έχει χάσει το μονάκριβο γιο, κάπου σε ατύχημα περιπλάνησης, στην Βραζιλία. Οι μέρες δεν έχουν σκοπό για τους σακατεμένους γονείς. Και ένα κοριτσάκι σα πεταλούδα, όλο αθωότητα, κάποτε αφημένο σε ένα δρόμο, παρατημένο, ανεπιθύμητο, βρίσκει πια άλλους δυο, στους οποίους φωτίζει τη ζωή. Τους λέει ιστορίες και κάνει αστεία για να τους βλέπει να γελούν και να χάνουν τα μάτια τους εκείνη τη συννεφιά της τεράστιας μελαγχολίας. Τους χορεύει, τους σκαρώνει θεάματα φαντασμαγορικά τάχα, άλλα τόσο υπέροχα στην αφέλεια τους.
Οι Αδριανού θέλουν να την κάνουν μοδίστρα, γιατί έχει σπάνιο γούστο και αγαπά κάθε τι ωραίο. Συνδυάζει χρώματα και υλικά και πάντα κάτι καινούργιο βρίσκει το πολυμήχανο μυαλουδάκι της για να στολίσει και το πιο ταπεινό φορεματάκι. Θα ναι ανεξάρτητη, θα μπορεί να βιοποριστεί, θα χει δύναμη τα χέρια της. Οι Λεονάρδου πάλι βλέπουν στην μικρή ένα σπάνιο ταλέντο, μια μεγάλη δύναμη τέχνης, ένα φίλημα του Θεού στο μέτωπο της για τα υψηλά και τα ιδανικά. Θα μορφωθεί όσο λίγες γυναίκες στην εποχή της, θα τελειώσει τη σχολή Χιλ και οι κορυφαίοι της απαγγελίας, της ορθοφωνίας και της μουσικής θα την αναλάβουν σε ιδιαίτερα. Θα γίνει ηθοποιός. Βραβεία απ τη πρώτη της εμφάνιση. Θρίαμβοι σε κάθε παράσταση. Μια γενιά σαγηνευμένη από τη μοναδική της χάρη.
Η Κυβέλη, που κάποτε δεν αγαπούσε κανείς, είχε πια όλου του κόσμου την αγάπη. Λένε πως τα ορφανά κορίτσια, τα υιοθετεί ο ίδιος ο Θεός και τα προσέχει. Στην μεγάλη περίπτωση εκείνης που ο μέγας Κωσταντίνος Χρηστομάνος έλεγε πως η φωνή και οι κινήσεις της έκλειναν υπόσταση την ιδιά των ψυχών, όμως, υιοθετήθηκε από τον Θεό του θέατρου… Στα χρόνια της τεράστιας λάμψης, εκείνη η περίκομψη καλλονή, που παντρεύτηκε έναν σπουδαίο πρωθυπουργό, που πιο πριν εγκατέλειψε τα πάντα για να ακολουθήσει έναν άλλον έρωτα στο Παρίσι, που οι Βενιζελικοί, με αυτή μούσα, σκοτώνονταν στους δρόμους με τους αντιβενιζελικους και μούσα τους την Μαρίκα Κοτοπούλη, που δέχτηκε ύμνους απ τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της εποχής, που ράπισε τους χουντικούς, όταν αρνήθηκε να κηδέψουν τον Γιώργο Παπανδρέου με δικά τους έξοδο, αυτή λοιπόν, εκείνη λοιπόν, πάντα μέσα της, ήταν ένα παρατημένο κοριτσάκι, που φοβόταν πως μπορεί να μείνει, ξανά, χωρίς αγάπη.
Ξεκίνησε ανεπιθύμητη, για να είναι η πιο ποθητή μιας εποχής, αλλά αν πράγματι, οι επιστήμονες έχουν δίκιο και ο χρόνος διαρκεί πάντα, σε μια άκρη του, ένα παρατημένο μωρό κλαίει για πάντα, σε κάποιο δρομάκι…
Όταν η σφαίρα δε βρήκε τον Βασίλη Αυλωνίτη
Ήταν 1932. Η τελευταία χρονιά του Ελευθερίου Βενιζέλου, στην εξουσία. Ο λαός αντιμετώπιζε τεράστια οικονομική κρίση. Πείναγε. Φορολογούνταν. Ώσπου κηρύχτηκε χρεοκοπία! Οι εξουσιαστές του και οι πολιτικοί του ήταν μπλεγμένοι σε σκάνδαλα και η σκανδαλολογία, κυριαρχούσε στις εφημερίδες όπου κάτι ταλαίπωροι δημοσιογράφοι έκαναν τη δουλειά τους και κυρίως έκαναν ισχυρούς εχθρούς.
Στο Περοκέ, ο κόσμος όμως, έτρεχε να ακούσει τα νούμερα, που κάθε μέρα σχεδόν ανανεώνονταν και να ξεφωνίζουν τους πολικούς, στην «Κατεργάρα». Μεγάλη επιτυχία έκανε ο 27χρονος Βασίλης Αυλωνίτης, με το νούμερο του «απ’ τους πολιτικούς βγήκαν τα κολοκύθια». Μίλαγε για τα σκάνδαλα, έλεγε ονόματα, κυρίως τα βάζε με έναν υπουργό, τον Γαλόπουλο και το «σκάνδαλο της κινίνης». Μέσα φώτα και λούσα και καταγγελία αστεία, ικανά να ρίξουν κυβερνήσεις. Έξω; Σκοτάδια, παρακράτος και αιώνιοι Εφιάλτες – Κοτζαμπάσηδες με το φόνο στα μάτια. Πρώτη σειρά στο νούμερο του Αυλωτή, κάθονται οι τέσσερις άντρες. Απ την πρώτη σειρά, σηκώνονται και ανεβαίνουν στην σκηνή. Το όπλο, πριν καλά κρυμμένο, στοχεύει τον ηθοποιό στο κεφάλι. Ρόπαλα σπάνε τη σκηνή. Ο κόσμος χειροκροτεί. Λέει στο νούμερο θα ναι!
Ένας 35χρονος, άντρας, τεχνικός, ο Παναγιώτης Μωραΐτης, βγαίνει να δει τι γίνεται στη σκηνικό. Ο Αυλωνίτης σκύβει και τρώει αυτός την σφαίρα, μοιραία, να κάνει αυλαία στην ζωή του. Οι τέσσερις πυροβολούν πια τύφλα. Το κοινό ουρλιάζει και σπρώχνεται προς την έξοδο. Ο Αυλωνίτης συγκλονίζεται. Χάθηκε μια ζωή και φταίει, λέει. Δε θέλει να ξανανέβει στην σκηνή. Η επιθεώρηση είναι χαρά και γέλιο, όχι θάνατος, όχι αιματοβαμμένη η αυλαία της. Οι συλλήψεις αργούν.
Το κουτί της Πανδώρας ανοίγει, στα δικαστήρια και δεν έχει στο βάθος του, δώρο στους ανθρώπους, ελπίδα, αλλά μόνο φόβο. Σχέδια δολοφονιών, λίστες με ονόματα, ηθοποιοί, διευθυντές εφημερίδων, οι ταλαίπωροι δημοσιογράφοι, διανοούμενοι. Δυο αθωώθηκαν και δυο δικάστηκαν για εφτά χρόνια. Βγήκαν νωρίτερα! Επίσημα η δικαιοσύνη και οι ανακριτικές αρχές απάντησαν πως υπεύθυνη ήταν η σάτιρα και όχι οι δράστες!

Τότε εκδόθηκε και ο γνωστός νόμος «περί τύπου» που περιελάμβανε και το θέατρο στην επακόλουθη λογοκρισία. Ο Βασίλης Αυλωνίτης θα επιστρέψει για λόγους βιοπορισμού στο θέατρο. Κι όμως κάθε κρότος, για πάντα θα τον κάνει να πετάγεται και να τρέχει να προστατέψει τους κοντινούς του στη σκηνή. Μη και άλλη σφαίρα ψάχνει το δικό του σώμα και ξεστρατίσει…
Ο μοναχικός ακόμα και στον θάνατο Βασίλης Λογοθετίδης
Να παίζει με κάθε ανάσα, βλεφάρισμα, ή μάλλον να μη παίζει αλλά να είναι, να σε κάνει να γελάς και ταυτόχρονα να βουρκώνεις, να ‘χει αγνότητα, τρυφερότητα, αυθορμητισμό και συνάμα αγωνιστικότητα, κακοτυχία και να βγάζει γέλιο. Ένα γέλιο με ποιότητα από τότε που ο κόσμος ήταν μεν ασπρόμαυρος αλλά όλο αποχρώσεις και αθωότητα! Ο Βασίλης Λογοθετίδης, λεγόταν Ταυλαρίδης, Πόντιος που γεννήθηκε το 1898 στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης και για να μεγαλώσει και να ζήσει στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1919 θα βγει θριαμβικά στο θέατρο και θα αλλάξει το επώνυμο του σε Λογοθετίδης. Θα παίξει σε περισσότερα από 200 ξένα θεατρικά έργα, σε 110 κωμωδίες Ελλήνων συγγραφέων και μόλις 12 κινηματογραφικές ταινίες, για να τον θυμόμαστε όλοι οι επόμενοι του, όσο εκείνοι που τον λάτρευαν στο θέατρο! Ο Βασίλης Λογοθετίδης, όταν βρισκόταν στη σκηνή, ήταν ο ρόλος του και αρκούσε ένα βλέμμα, μια αναπάντεχη σιωπή, μια αδιόρατη σχεδόν γκριμάτσα για να κάνει το κοινό να ξεκαρδιστεί και τον αποθεώσει. Ο σημαντικότατος συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ποιητής, κριτικός και εκπαιδευτικός Ι.Μ Παναγιωτόπουλος έγραψε για τον Βασίλη Λογοθετίδη την ευτυχέστερη επιγραμματική κριτική που μπορεί να τιμήσει ηθοποιό, πως «υπήρξε ο άνθρωπος του λαού, που ένιωσε το λαό και που έπαιξε για το λαό»… Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν απέκτησε παιδιά.

Αγάπησε με θυελλώδη τρόπο την συμπρωταγωνίστρια του Ίλια Λιβυκού, εκείνη την ξεχωριστή για την εποχή γυναίκα που από διακεκριμένη αθλήτρια, σπούδασε Νομικά και έγινε ηθοποιός τελειώνοντας, κόντρα στις επιθυμίες της οικογενείας της, με άριστα την σχολή του Εθνικού. Κόντρα στις επιθυμίες όμως, όχι μόνο της οικογένειας, αλλά και μιας κοινωνίας ολόκληρης η Ίλια Λιβυκού, χώρισε από τον σύζυγο της με τρία παιδιά και δεν μίλησε ποτέ δημόσια για τα αισθήματα της για τον Βασίλη Λογοθετίδη. Εκείνος, έμενε στο Παλιό Φάληρο. Πάντα μοναχικός! Πάντα ιδιαίτερα σιωπηλός.
Εκτός κι αν βρισκόταν στη σκηνή. Δεν του άρεσαν οι κοσμικότητες ακόμα και στην απλούστερη κοινωνική σύμβαση τους. Είχε δυο αδέλφια. Μια αδελφή στην Αμερική και έναν αδελφό, πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Δύσκολα τα ταξίδια, με τα χρόνια ξέχασε τον ήχο της φωνής τους και αν του μοιάζανε. Κάθε μέρα έτρωγε μοναχός του, σιωπηλά και τελετουργικά σχεδόν, σε ένα εστιατόριο κοντά στο σπίτι του. Είχε την καρδιά του. Οι γιατροί του είπαν να μη πίνει και να μη καπνίζει. Τα μείωσε και τα δυο. Του είπαν να μη παίζει θέατρο. Αδύνατον! Γιατί για εκείνον τον μοναχικό, μικροσκοπικό, όλο ευαισθησία άνδρα «η ώρα της πικρής μοναξιάς κάνει πιο ανθρώπινη την άλλη ώρα, εκείνη του γέλιου», όπως έγραφε ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος ξανά. Και έπαιζε συνεχώς. Ετοιμαζόταν μες στη σιωπή και ανέβαινε απ το Φάληρο στο κέντρο της Αθήνας να συναντήσει, κάθε απόγευμα, ένα κοινό που τον λάτρευε. Και καμία φορά, ξεχνιόταν και έπινε, πάλι, λιγάκι παραπάνω.
Ο μέγας και αναντικατάστατος θεατράνθρωπος Δημήτρης Μουράτ έγραψε για τον Βασίλη Λογοθετίδη, τον φίλο του, στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, που αρθρογραφούσε τον Μάρτιο του 1963 : «… Ο Λογοθετίδης δεν ήταν, φυσικά, αλκοολικός, αλλά έπινε πολύ, κι όταν ακόμα του το είχαν απαγορεύσει οι γιατροί. Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι φεύγαμε μαζί από το θέατρο Μουσούρη. Είχεν εγερθή κάποια διαφορά μεταξύ του Κώστα Μουσούρη και της τριάδας Λαμπέτη – Παππά – Χορν για τη «Λουίζα Μίλερ» του Σίλερ. Την είχαν αναγγείλει και τη διεκδικούσαν και οι δύο θίασοι. Αποφασίσαμε να λύσουμε τη διαφορά με διαιτησία και οι αντίδικοι δέχτηκαν τον μακαρίτη, την Κατερίνα και μένα. Φεύγοντας απ’ το θέατρο της πλατείας Καρύτση, σταθήκαμε στου Αγαλλιώτη, γιατί του είχε κοπεί λίγο η ανάσα. Είχε πιει πολλά ούζα στη διάρκεια της συνεδριάσεως και τον είχε λίγο πειράξει. Τότε, με το θάρρος της παλιάς φιλίας, τον ρώτησα γιατί αυτοκτονεί… «Το είπες, αυτοκτονώ» μου απάντησε χαμηλόφωνα, χωρίς ίχνος ρομαντικής διαθέσεως.
Λίγοι, στενοί κοινοί φίλοι, πληροφορήθηκαν αυτή τη στιχομυθία. Και ξέραμε πια πως κάθε προσπάθεια να τον πείσουμε να ξεκουραστεί κανένα καλοκαίρι θα ήτανε μάταιη, αφού είχαμε μαντέψει πως ήθελε να πεθάνει στη σκηνή. Πώς μπορούσε να συνταιριαστεί η ηθελημένη αποχώρηση από τη ζωή με μιαν άλλη πτυχή της προσωπικότητάς του, τη θρησκευτικότητα, δεν κατάλαβα. Μεγαλωμένος στην Πόλη, στην χριστιανική της ατμόσφαιρα, που χρησίμευε σαν πανοπλία μέσα στο εχθρικό περιβάλλον, ήξερε όλα τα τροπάρια και όλα τα κοντάκια, και τα στιχηρά και τα ιδιόμελα, κι όταν τύχαινε, σε κάπως παλιότερα χρόνια, να πάμε μαζί στην εκκλησία, τον άκουγα να σιγοψέλνει τις υπέροχες βυζαντινές μελωδίες, με μια κατάνυξη που μόνο εκείνοι που είχαν ζήσει στις χώρες του αλύτρωτου ελληνισμού μπορούσανε να νιώσουν.

Ίσως αυτός ο αργός θάνατος να μην του φαινότανε, έξω από τις λίγες στιγμές που το συνειδητοποιούσε από κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, πραγματική αυτοκτονία. Ποιος ξέρει; Μια φορά είναι βέβαιο πως δεν κοιμήθηκε ποτέ νύχτα χωρίς να προσευχηθεί. Και δεν ήταν η προληπτική συνήθεια ή η συναλλαγή που επιζητούν πολλοί άνθρωποι με το θείο, αλλά ήταν η προσευχή ενός θρησκευόμενου ανθρώπου που θέλει στο τέλος της ημέρας να ξεφορτώσει τη βαρημένη ψυχή του…»…
Παλαιό Φάληρο. 20 Φεβρουαρίου 1960. Ο ηθοποιός δεν είναι μόνος στο σπίτι. Ανάσα κοντά, στην στέγη του από κάτω η γυναίκα που έκανε τις οικιακές δουλειές. Ετοιμαζόταν στο μπάνιο ώρα για να πάει στο θέατρο. «Ο τελευταίος τίμιος». Αυτή ήταν η παράσταση που έπαιζε. Η τελευταία παράσταση! Την ώρα που ξυριζόταν, έπαθε καρδιακή προσβολή. Η γυναίκα, καθώς ξεσκόνιζε και έκανε τις δουλειές της, άκουσε έναν γδούπο. Έτρεξε στο μπάνιο. Ο ηθοποιός ήταν, ήδη, νεκρός… Δεν πρόλαβε να πεθάνει στο θέατρο μέσα, στο σανίδι επάνω όπως σε όλους έλεγε πως επιθυμούσε.
Πέθανε όμως ενώ ετοιμαζόταν για αυτό… χωρίς χειροκρότημα… με την προσμονή άλλης μιας, της τελευταίας αυλαίας… Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής ζητά η σωρός του Βασίλη Λογοθετίδη να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα και η κηδεία του να γίνει δημοσία δαπάνη. Το κοινό είναι απαρηγόρητο και ο θεατρικός κόσμος της χώρας σε πένθος!… Η Μαίρη Αρωνη λέει πως στη γενιά της δε θα υπάρξει άλλος, ο Κουν μιλεί για το θρύλο της σκηνής, ο Ηλιόπουλος αναγνωρίζει το μεγαλείο… 50.000 Αθηναίοι, εκείνο το κοινό που για χάρη του γινόταν όλα, ήταν εκεί, στο Α Νεκροταφείο σε ένα αντίο με το οποίο ελάχιστοι θεατρίνοι στον κόσμο έχουν τιμηθεί.

Λουλούδια, στεφάνια, υπουργοί, το Παλάτι, πρωταγωνιστές, σπουδαίοι καλλιτέχνες. Και ανάμεσα σ όλα ένα μεγάλο αλλά λιτό, λευκό στεφάνι: «ανώνυμος θεατής απ’ την πλατεία». Ήταν 62 ετών. Ήταν ο μεταπολεμικός Έλληνας, που πάλευε την μιζέρια και κοιτούσε μπροστά, όλο ελπίδα. Ήταν σαν το παππού, σα τον μπαμπά μας, σαν εμάς. Ήταν ο Βασίλης Λογοθετίδης. Και επειδή δεν είχε κανέναν στον κόσμο οι πολιτικοί και οι μεγαλόσχημοι δεν είχαν σε ποιον να δώσουν συλλυπητήρια στην κηδεία. Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία πλησίαζαν τους άλλους ηθοποιός που δέχονταν τα συλλυπητήρια τους. Πενθούσαν… είχαν χάσει άνθρωπο… Μόνος του ξανά..
https://www.mononews.gr/life-style/kiveli-zervos-avlonitis-papagiannopoulos-logothetidis-dramata-anipofora-gia-ekinous-pou-skorpizan-gelio

Το χτύπημα της μοίρας που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί ποτέ η Ίλυα Λιβυκού Ο μεγάλος έρωτας των δύο πρωταγωνιστών του ελληνικού κινηματογράφου που δεν κατέληξε σε γάμο

«Οι μεγάλοι έρωτες δε φοράνε νυφικό» είναι ο τίτλος του βιβλίου της Μήτση Βαλάκα και μάλλον ταιριάζει στην περίπτωση του αγαπημένου ζευγαριού του ελληνικού κινηματογράφου. Η Ίλυα Λιβυκού και ο Βασίλης Λογοθετίδηςέζησαν έναν μεγάλο έρωτα, από εκείνους που ξεπηδάνε από τις σελίδες ενός μυθιστορήματος ή τους βλέπεις στον κινηματογράφο.
Και ο έρωτας των δύο σπουδαίων αυτών ηθοποιών, του «αταίριαστου ζευγαριού» όπως συνήθιζαν να έλεγαν για εκείνους, είχε όλα αυτά τα μυθιστορηματικά στοιχεία. Και παρόλο που είχε όλες τις περγαμηνές για το «κι έζησαν αυτοί καλά…», τελικά αυτός ο έρωτας έμελλε να μη… φορέσει νυφικό. Ίσως, έτσι να το θέλησε και η μοίρα, μήπως και χανόταν η μαγεία που γεννήθηκε από την πρώτη στιγμή της συνάντησης τους.

Η πρώτη γνωριμία

Ήταν το 1948, όταν η Ίλυα Λιβυκού προσλαμβάνεται από τον θίασο Κατερίνας-Λογοθετίδη για να παίξει στο έργο των Ψαθά -Ρούσσου «Δε θυμάμαι τίποτα». Και μόνο προφητικός δεν αποδείχθηκε ο τίτλος της παράστασης για αυτούς τους δύο, αφού η συνάντηση αυτή έμελλε να ήταν μοιραία για τις ζωές τους.
Η πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιός είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που την έκαναν να μην περνά απαρατήρητη όπου στεκόταν. Φινετσάτη, πανέμορφη και χυμώδης, η νεαρή Κρητικοπούλα με το αθλητικό παράστημα (μικρή είχε ασχοληθεί με τον ακοντισμό) τράβηξε αμέσως την προσοχή του σπουδαίου ηθοποιού. Αλλά κι εκείνη, όμως, γοητεύτηκε από τον Λογοθετίδη, παρά το αταίριαστο του χαρακτήρα τους.
Άλλωστε, ο έρωτας δεν λογά από χαρακτήρες, ομοιότητες, κοινωνικά στρώματα, ηλικίες. Κι έτσι, η πληθωρική Ίλυα στο πρόσωπο του «πρίγκιπα της κωμωδίας» βρίσκει τον μεγάλο έρωτα, τον δάσκαλο, τον μέντορα, τον συμπρωταγωνιστή, τον σύντροφο, τον συνοδοιπόρο της ζωής. Μίας ζωής που τα είχε όλα και που οι δυο τους φρόντισαν να την προστατεύσουν όσο μπορούσαν. Αν και αυτό έμοιαζε αδύνατο.

Μαζί στο πανί, στη σκηνή και στη ζωή


Η πρώτη τους συνάντηση, λοιπόν, στάθηκε μοιραία για τις ζωές τους και μία ευτυχής συγκυρία για το ελληνικό θέατρο και κινηματογράφο, αφού Λογοθετίδης και Λιβυκού αποτέλεσαν ένα από τα «χρυσά» καλλιτεχνικά ζευγάρια.
Ο σπουδαίος ηθοποιός αναγνώρισε σε εκείνη το υποκριτικό της ταλέντο κι αμέσως η χημεία τους έδεσε κι επαγγελματικά, αποτελώντας ένα από τα πιο πετυχημένα δίδυμα. Από τις 12 ταινίες που γύρισε ο Λογοθετίδης, στις εννιά είχε δίπλα του Λιβυκού. Το ίδιο και στο θέατρο. Ήταν αχώριστοι.
Μάλιστα, όπως έλεγαν τα θεατρικά πηγαδάκια της εποχής, η Λιβυκού ήταν εκείνη που τον παρακίνησε να σχηματίσει τον δικό του θίασο. Και αν αυτό ισχύει και πράγματι είχε αυτή την επιρροή πάνω του, σε αυτό που δεν τα κατάφερε, ήταν να βγάλει τον μεγάλο ηθοποιό από τη μοναχικότητα που έμοιαζε να ήταν για εκείνον η δεύτερη φύση του.
Εξάλλου, όπως έλεγαν τότε, ο μεγάλος αυτός έρωτας προσέκρουε πάντα σε αυτή τη μοναχικότητα του Λογοθετίδη, που δεν κατάφερε η αγάπη να την κάνε θρύψαλα. Αν και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, έτσι και με το αγαπημένο ζευγάρι, υπάρχουν πολλές εκδοχές για το λόγο που η σχέση τους δεν κατέληξε σε γάμο.
Ας πούμε, μία εκδοχή που ακουγόταν ήταν ο πρώτος γάμος της Λιβυκού, η οποία παντρεύτηκε όταν τελείωσε το Γυμνάσιο στην Κρήτη (από τον γάμο της με τον δικηγόρο Αγησίλαο Κοζύρη απέκτησε τρία παιδιά) και χώρισε νωρίς και δεν ήθελε να παντρευτεί ξανά.
Την αλήθεια την γνώριζαν οι δυο τους και την κρατούσαν σαν το δικό τους μικρό μυστικό, αφού επισήμως ποτέ δεν παραδέχτηκαν τη σχέση τους. Πάντως, όποια και αν είναι αυτή η αλήθεια, το σίγουρο είναι ότι Λογοθετίδης και Λιβυκού ερωτεύτηκαν παράφορα, συμπλήρωναν ιδανικά ο ένας τον άλλον και στο τέλος τους χώρισε μόνο ο θάνατος του. Ένας θάνατος που βρήκε εκείνον μόνο του κι εκείνη μπροστά σε ακόμη μία μεγάλη αλλαγή πλεύσης στη ζωή της.

Ο μοναχικός Βασίλης Λογοθετίδης


«Η ώρα της πικρής μοναξιάς κάνει πιο ανθρώπινη την άλλη ώρα, εκείνη του γέλιου» είχε γράψει σε κείμενο του ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος για τον Λογοθετίδη. Και πόση αλήθεια κρύβουν τα λόγια αυτά, όχι μόνο για την περίπτωση του σπουδαίου ηθοποιού, αλλά και για κάθε μοναχικό άνθρωπο.
Η αλήθεια είναι ότι ο Λογοθετίδης όσο πληθωρικός ήταν στη σκηνή ή στο πανί, τόσο «σιωπηλός» ήταν στην πραγματική του ζωή. Όσοι τον γνώρισαν από κοντά, μιλούσαν για έναν άνθρωπο που δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός και απέφευγε τις κοσμικές εκδηλώσεις, προτιμώντας τις μοναχικές στιγμές. Και έτσι κατά βάση μοναχικός ήταν ακόμη και στη διάρκεια της σχέσης του με τη Λιβυκού.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έμενε μόνος στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο, ενώ αντιμετώπιζε προβλήματα με την καρδιά του. Το θέατρο ήταν η ζωή του, εκεί μεταμορφωνόταν και με αυτό (αλλά και μέσα από τις ταινίες του) έδινε πραγματική χαρά στον κόσμο. Κι εκεί, πάνω στο σανίδι ήθελε να πεθάνει.
Αλλά, ο θάνατος τον πρόλαβε ενώ ετοιμαζόταν να φύγει για το θέατρο. Πέθανε στο σπίτι του στις 20 Φεβρουαρίου του 1960, βυθίζοντας στο πένθος έναν ολόκληρο λαό που έχασε τον άνθρωπο «που ένιωσε το λαό κι έπαιξε για το λαό», όπως πάλι είχε γράψει για εκείνον ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος.

Η ζωή μετά τον Λογοθετίδη


Ο θάνατος του βύθισε στο πένθος και την Ίλυα Λιβυκού, η οποία κλήθηκε να αποχαιρετήσει το ταίρι της στο θέατρο, στο πανί και στη ζωή. Έχασε το μέντορα της, το στήριγμά της. Έπρεπε να προχωρήσει μόνη. Και μέσα στον πόνο της απώλειας έπρεπε να αποδείξει πως δεν ήταν απλά το ταίρι του Λογοθετίδη, αλλά είχε και η ίδια τη δική της καλλιτεχνική υπόσταση.
Ο σπουδαίος ηθοποιός την είχε δει από την πρώτη στιγμή της συνάντησης τους, τώρα θα την έβλεπαν και όσοι κακοπροαίρετοι δεν πίστευαν σε εκείνη. Για τη Λιβυκού δεν ήταν η πρώτη φορά που θα έφερνε τούμπα τη ζωή της. Το είχε κάνει και μικρότερη, όταν κυνήγησε το όνειρό της για το θέατρο και όταν αποφάσισε να χωρίσει με τρία μικρά παιδιά.
Μόνο που αυτή η «τούμπα» είχε να κάνει με την καριέρα της. Αφού πήρε τον χρόνο της, να πενθήσει τον αγαπημένο της, αλλά και να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, επέστρεψε στα καλλιτεχνικά δρώμενα εντελώς αλλαγμένη. Και όπως έλεγαν τότε, πιο ώριμη καλλιτεχνικά από ποτέ.
Η μετά Λογοθετίδη καριέρα της ήταν μία στροφή κυρίως προς το δράμα και η νέα καλλιτεχνική της πορεία εκτιμήθηκε περισσότερο από τους κριτικούς. Κράτησε χαμηλούς τόνους στη ζωή της και απασχολούσε μόνο με την καριέρα της, την οποία εγκατέλειψε το 1986, όταν έχασε την κόρη της Εύα από καρκίνο.
Την απώλεια αυτή δεν την ξεπέρασε ποτέ. Ήταν ένα χτύπημα της μοίρας που δε μπορούσε να το διαχειριστεί. Έτσι, αποτραβήχτηκε από τα φώτα της δημοσιότητας προτιμώντας την μοναξιά. Έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 2002, μετά από σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Και κάπως έτσι, έπεσε η αυλαία ενός μεγάλου έρωτα, που «δεν φόρεσε νυφικό», αλλά και δεν τον παραδέχτηκε κανείς.

https://www.newsbeast.gr/weekend/arthro/4480679/to-chtypima-tis-moiras-poy-den-mporese-na-diacheiristei-pote-i-ilya-livykoy

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

ΔΗΜΟΣ ΠΥΡΓΟΥ ...το μικροπολιτικό συμφέρον. 2019

Ο ΝΟΜΟΣ ΗΛΕΙΑΣ ήταν ανέκαθεν "πράσινος" . Ο  εκλογικός χάρτης σε κάθε εκλογική περίοδο ήταν ξεκάθαρος . Τι είναι αυτό που το ΝΟΜΟ μας τον γύρισε πίσω από κάθε αναπτυξιακή πλευρά ;
Οι τοπικοί άρχοντες οι περιφερικοί ,  βουλευτές , υπουργοί ; Βαριά πολιτικά ονόματα έδωσε ο ευλογημένος τόπος μας μάταια όμως ανάπτυξη δεν είδαμε ποτέ .

 Τραγικό   είναι αυτό που συμβαίνει στο Δήμο πύργου .
Πέντε υποψήφιοι από τον ίδιο πολιτικό χώρο ζητούν χωρίς  πολιτική ντροπή την ψήφο για την κατάκτηση του δημαρχικού θώκου . Ποιος λοιπόν είναι ο καλύτερος για τον εξαθλιωμένο δήμο πύργου;

Άρα λοιπόν ο υποψήφιος της Ν.δ για το Δήμο πύργου είναι σίγουρος νικητής . Άρα για κάποιο λόγο ανεξήγητο το παιχνίδι μοιάζει στημένο . 
Ο κάθε υποψήφιος έχει τους προσωπικούς του στόχους ,κάτι σαν το " θανασακη τον πολιτευόμενο" από την ομώνυμη ελληνική ταινία.  

Το πρόβλημα στο ΔΗΜΟ ΠΥΡΓΟΥ είναι το μικροπολιτικό συμφέρον.  

Το  πρόβλημα στο ΔΗΜΟ ΠΥΡΓΟΥ  είναι ποια ακριβώς είναι η πολιτική διαφορά των πέντε υποψηφίων του ΠΑΣΟΚ.

Αυτό είναι πολιτικό ζήτημα που αφορά τον λαό του πύργου. Άλλο η φιλία και άλλο η πολιτική. 

Αισθάνομαι ότι κατευθύνουν τον κόσμο προς την επιλογή της Ν.Δ.

Έτσι δεν έγινε και στις προηγούμενες  εκλογές; 

 H Ματαιοδοξία ; 
H ρηχότητα ;
Καλύτερα να ψηφίσουμε υδρογονάνθρακες 

   


Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

«Επιστολή του Ιωάννου Μακρυγιάννη προς τους Νέους» «… Η Επανάσταση δεν έγινε μονάχα το ’21…»

«Επιστολή του Ιωάννου Μακρυγιάννη προς τους Νέους»
«… Η Επανάσταση δεν έγινε μονάχα το ’21…»
Αγαπητά μου Παιδιά,
Μαζί με πολλούς άλλους άξιους και γενναίγους Έλληνες πολεμήσαμε και λευτερώσαμε τούτο τον τόπο που πατάτε εσείς, και να στοχάζεστε πως τον λευτερώσαμε για σας που γεννηθήκατε σε πατρίδα ελεύθερη, γιατί εμείς λίγο την απολάψαμε, ότι, μόλις εδιώξαμε τους Τούρκους, αρχίσαμε να τρώμε ο ένας τον άλλον κι έτσι μας βρήκαν διαιρεμένους οι Μπαυαροί και μας τζαλαπάτησαν.
Μα ο Θεός, το έλεός του μεγάλο, δεν συνερίστη τα κρίματά μας και στέριωσε το έθνος, όπου καταφανίστηκε τόσους χρόνους στη σκλαβιά και ήρθε ο καιρός πάλι να δικαιωθεί. Ότι το δίκιο μας μάς το ‘δινε ο  Θεός και το χαλούσαμε εμείς. Κι απ’ το λίγο που δεν προκάναμε να χαλάσουμε εστερεώθη το έθνος αυτό, που εγέννησε κι εσάς. Εσείς τώρα μάθατε και γράμματα, ότι σκολάσατε από τις αγγαρείες και τους κιντύνους και κατατρεγμούς οπού ‘χαμεν εμείς – εγώ εμεγάλωσα αγράμματος, με άσπρα τα μαλλιά, όψιμος έπιασα κοντύλι στο χέρι μου. Και τα γράμματα  που μάθατε σας δίδαξαν πως είστε Έλληνες και Χριστιανοί της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Αν ήθελ’ εμείς, για να γλυτώσουμε από την τυραγνία και τα βάσανα, να γίνουμε Τούρκοι, όπως έγιναν καμπόσοι τότε, θα σας είχαν γεννημένους χανούμισσες κι όχι Ρωμαίϊσσες Χριστιανές και με τούτο θα ήστενε κι εσείς Τούρκοι. Και θα παίρνατε πάνω σας και τα κρίματα του μολεμένου αυτού Έθνους, που εσώριασε τόσα αδικοχαμένων και ατιμασμένων κουφάρια απάνω στη γη.
Κι αν θέλαμε μεις να σεργιανάμε με τες καρρότσες της βασιλείας, φορτωμένοι τα παράσημα, και να μας φυλεύουν οι Μπαυαροί τιμές και περιουσίες, ήθελ’ αφήσομε τον Κωλέττη με τους μισσιονάριους και τους ξένους πρέσβεις να μας αλλάξουνε την πίστη και τότε κι εσείς θα ‘χατε γεννηθεί από μάννες Φράγκισες και θα κάνατε ανάποδα το σταυρό σας. Και θα στοχαζόσασταν ότι εχρειάστη να χυθεί ποτάμι το αίμα τόσων παλληκαριών και ηρώων της πατρίδος, για να χάσετε ελεύτεροι την πίστη που είχατε σκλαβωμένοι.
Τώρα όμως ζείτε πάνω σε τούτο το ματωμένο και καπνισμένο χώμα και λογαριάζεστε Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί και όσοι έχετε μέσα σας καρδιά και νου, το ‘χετε για την πιο τρανή χαρά σας, κορώνα στο κεφάλι. Να μη θαρρείτε όμως πως έτσι κοιμηθήκαμε από βραδίς Τούρκοι και ξυπνήσαμε Έλληνες. Εχρειάστηκε να θυσιάσουμε αρετή καντάρια και κόπους και αίματα γι’ αυτή την ελευθερία που έχετε εσείς. Ότι η επανάσταση δεν έγινε το ’21 μονάχα κάθε ώρα και στιγμή από τότε που πήρε ο Αγαρηνός την Πόλη, με κάθε σφαγή και αρπαγή και ατιμία που σήκωνε ο σβέρκος του σκλάβου, για να προσκυνήσει και δεν προσκύναγε, γίνονταν μια επανάσταση. Κι όλες αυτές οι επαναστάσεις γνωστών και αγνώστων ηρώων της πίστης και της πατρίδος έτρεξαν σαν τα ρυάκια στο μεγάλο ράμμα και έτσι έγινε το ’21 που ήθελε ο Θεός και μας έκανε λεύτερους.
Γι’ αυτό, παιδιά μου, τέτοιες μέρες, που γιορτάζετε το σηκωμό του γένους, να μνημονεύετε αυτούς τους ήρωες που θυσίασαν και τη ζωή τους και το βιος τους για πίστη και πατρίδα κι άφησαν τις φαμίλιες τους γυμνές να διακονεύουν. Και τούτη την πίστη να τη λογαριάζετε ως ένα τζιβαΐρι που το κρατά ο άνθρωπος και περπατεί και φόβος είναι να μην του πέσει. Και η πατρίδα δεν είναι ενός ούτε ολίγων αλλά την έχουμε όλοι μαζί, ότι όλοι μαζί την ελευτερώσαμε.
Ώστε αν αμελήσετε την πίστιν όπου σας παραδώσαμεν Ορθόδοξην Ανατολικήν και σας την κλέψουν, αν πέσετε στες παραλυσίες και αφήσετε τα κάστρα αφύλακτα και σας τα πάρουν, ούτε να ζήσετε μπορείτε ούτε να πεθάνετε παρηγοριέστε, ότι θα βρείτε εκεί που θα πάτε τους γενναίγους πατέρες σας, το Διάκο, τον Υψηλάντη, τον Κολοκοτρώνη, το Δυσσέα, και θα σας ζητήσουν τα αίματα πίσω που χύθησαν για την ελευθερία της πατρίδος. Και καθώς τα αίματα δεν γυρίζουν πλέον, θε να είστε καταδικασμένοι. Όθεν, αγαπητά μου Ελληνόπουλα, κάνετε τα καλά σας και μη σκολάτε τις μετάνοιες σας για τούτη την άγια πατρίδα, τηράτε να ‘χετε το νου καθαρό και Ορθόδοξο και το σώμα τυραννισμένο, για να αντέχει τους κόπους και να πηγαίνετε τούτες τις μέρες στους τάφους μας και να στοχάζεστε τα χρέη σας. Ότι εμείς από μέσ’ απ’ αυτούς τους τάφους μας μια μέρα θ’ αναστηθούμε και θα σας κρίνουμε.
Γιάννης Μακρυγιάννης
https://www.impantokratoros.gr/3B8CB1A8.el.aspx

Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Η πιο σπουδαία φράση του Κολοκοτρώνη και η «προφητεία» που δεν επιβεβαιώθηκε Τα χαστούκια που τον πείσμωσαν και η υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του

«Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση», ανακαλούσε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην Πνύκα στις 7 Οκτωβρίου 1838, «δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πώς δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε "πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;", αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι, εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
Η εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία του 1821, ο πιο αγαπητός αντάρτης, δεν αμφέβαλε ποτέ για τη νικηφόρα έκβαση του εθνικού ξεσηκωμού.
Ένα πράγμα φοβόταν μόνο: τους Έλληνες, τους «προσκυνημένους» όπως τους αποκαλούσε, οι οποίοι σε συνάρτηση και με την επέλαση του Ιμπραήμ έθεταν σε άμεσο κίνδυνο τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα: «Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου», έλεγε στα απομνημονεύματά του.

Η γέννηση του εθνικού μας ήρωα και η «προφητεία» του παππού του που δεν επιβεβαιώθηκε

Όταν απέτυχε η επανάσταση του 1770, τα λεγόμενα Ορλωφικά, οι Τούρκοι ανελέητα έσφαζαν στο πέρασμά τους τον άμαχο πληθυσμό. Ανάμεσα σε όσους έφευγαν για να γλιτώσουν από το μίσος του κατακτητή ήταν και η μάνα του Θόδωρου Κολοκοτρώνη. Αν και ετοιμόγεννη πήρε το δρόμο προς τη Μεσσηνία μαζί με το υπόλοιπο πλήθος και από εκεί προς το Ραμαβούνι, για να γλυτώσει και εκείνη αλλά και το παιδί που κουβαλούσε στην κοιλιά της.
Στις 3 Απριλίου 1770 την έπιασαν οι πόνοι. Ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο και έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο αγόρι, τον πρωτότοκο γιο του περίφημου αρματολού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, που είχε πρωτοστατήσει στην υποκινούμενη από τους Ρώσους ένοπλη εξέγερση της Πελοποννήσου το 1770.
Αυτό το αγόρι έμελλε να γίνει ο πιο διάσημος Έλληνας, ο πολέμαρχος Θόδωρος Κολοκοτρώνης. Κάτω από ένα δέντρο φτελιάς είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου και εκείνη ακριβώς τη στιγμή λες κι έκανε μια «μυστική συμφωνία» με το Θεό να «καθαρίσει» τον ελληνικό αέρα.
Ο παππούς του, όταν του έδιναν τα συχαρίκια για τον ερχομό του αρσενικού εγγονού, κουνούσε θλιβερά το κεφάλι του μονολογώντας: «Εάν τύχει και γλυτώσουμε τώρα από το τουρκικό μαχαίρι, αυτό το παιδί θα μεγαλώσει, θα παντρευτεί, θα κάνει παιδιά, αλλά ποτέ ούτε εκείνος ούτε εκείνα δεν θα δουν τη λευτεριά μας». Πόσο έξω έπεσε…
Το παιδί που γεννήθηκε την ώρα της φυγής και της μεγάλης σφαγής, έγινε στρατάρχης του ’21 και πολέμησε για το ύψιστο αγαθό που απολαμβάνουμε εμείς σήμερα: Την ελευθερία!
Γνώρισε νωρίς την ορφάνια. Σε ηλικία 10 ετών, έχασε τον πατέρα του όταν εκείνος σκοτώθηκε από τον κατακτητή, έπειτα από προδοσία τούρκου φίλου του. Μπορεί η μητέρα του, ο ίδιος και τα τέσσερα αδέλφια του να γλίτωσαν τη σφαγή και να κατέφυγαν στη Μάνη αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν για να γλυτώσουν από τους Τούρκους.

Τα χαστούκια που τον πείσμωσαν και η υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του

Μια μέρα που είχε βρέξει πολύ, έμπαινε με το γαϊδουράκι του φορτωμένο ξύλα στη Τρίπολη. Το ζώο γλίστρησε, παραπάτησε σε μια λακκούβα με νερά και πιτσίλισε τα ρούχα διερχόμενων Τούρκων. Ένας από αυτούς αγριεμένος του έδωσε δύο χαστούκια. Ο Κολοκοτρώνης, 13 ετών τότε, τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια και ορκίστηκε μέσα του: αυτό το χαστούκι θα το γυρνούσε. Στην Τρίπολη δεν θα γυρνούσε παρά το 1821, ως στρατηγός των Ελλήνων πια, πορθητής και εκδικητής.
Αν και σχεδόν αγράμματος γνώριζε αρκετά καλά την ιστορία του γένους του. Στα 15 του εισχώρησε στα σώματα των κλεφτών της Πελοποννήσου και λίγο αργότερα, το 1787, οι κάτοικοι του Ακόβου τον διόρισαν οπλαρχηγό της περιοχής.
Σε ηλικία 20 χρονών, παντρεύτηκε τη μικρότερη κόρη του προεστού του Ακόβου, Κατερίνα Καρούσου, και απέκτησε 6 παιδιά (3 γιους και 3 κόρες, ενώ αργότερα φέρεται να απέκτησε άλλον έναν γιο, καρπό της σχέσης του με μια Υδραία). Αγρότης, κτηνοτρόφος και μυλωνάς, ζούσε μία ήρεμη ζωή.
Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του και έγινε πρωτοπαλίκαρο, πριν συγκροτήσει δικό του σώμα και αναπτύξει πλούσια δράση. Από το 1797, οι Τούρκοι τον βάζουν στο μάτι και τα επόμενα χρόνια επιδόθηκε σε σφοδρό ανταρτοπόλεμο με τα 60 παλικάρια του. Αποτέλεσμα; Το 1802 εκδόθηκε φιρμάνι από την Υψηλή Πύλη εναντίον του, να σκοτώσουν δηλαδή με κάθε τρόπο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη!
Οι Τούρκοι τον καταδιώκουν και πάντα βρίσκονται καλοθελητές που τον προδίδουν.
Τον Απρίλιο του 1806 φτάνει τελικά στη Ζάκυνθο όπου θα περάσει 15 ολόκληρα χρόνια. Κατατάχθηκε στον αγγλικό στρατό κι έφθασε μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1819 έχασε τη γυναίκα του. Επόμενος σταθμός ήταν η Μάνη.
Στις 23 Μαρτίου 1821 ύψωσε μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη το λάβαρο της ελληνικής επανάστασης στην Καλαμάτα και τέθηκε επικεφαλής πολλών ακόμα αγωνιστών, απελευθερώνοντας την πόλη.
Αμέσως μετά έβαλε σκοπό να καταλάβει την Τριπολιτσά. Η νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821) και η άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), συμβάλλουν στην ανάδειξή του σε αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων. Η Τριπολιτσά είναι και πάλι ελεύθερη, χάρη στις μάχες των Ελλήνων παλικαριών που στάθηκαν σαν δέντρα αγέρωχα μπροστά στον τούρκο εισβολέα.
Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα «Απομνημονεύματά» του για την κατάληψη της Τριπολιτσάς:
«Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: "Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί", και διέταξα και το έκοψαν».
Στη μάχη των Δερβενακίων (26-28 Ιουλίου 1822), όπου καταστράφηκε ο στρατός του Δράμαλη, αναδείχθηκε η στρατηγική του ιδιοφυΐα. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον διόρισε αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων.
Την ίδια στιγμή βέβαια που ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι αγωνιστές δοξάζονταν στα πεδία των μαχών, οι πολιτικοί άντρες θέλησαν να αμφισβητήσουν την εξουσία του. Κάπως έτσι ξεσπά η πρώτη εμφύλια διαμάχη μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών.
Στις 13 Νοεμβρίου 1824, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη σκότωσαν τον γιο του Πάνο. Ο θάνατος του πρωτότοκου γιου του τον καταρράκωσε. Ο Κολοκοτρώνης παραδόθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου του 1824 για να τερματιστεί ο εμφύλιος. Στις 6 Φεβρουαρίου 1825 φυλακίστηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας, αν και τον αποφυλάκισαν άρον-άρον το 1825 καθώς ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ.
Στο Ναύπλιο, μετά την αποφυλάκισή του, μίλησε ανεβασμένος σε μια πέτρα στο πλήθος που παραληρούσε: «Έλληνες! Πριν βγω στ’ Ανάπλι, έριξα στη θάλασσα τα πικρά τα περασμένα. Κάντε και σεις το ίδιο. Στο δρόμο που περνάγαμε για να ρθούμε στην εκκλησιά, είδα να σκάβουν κάποιοι άνθρωποι. Ρώτησα και μου είπαν πως σκάβουν να βρούνε κρυμμένο θησαυρό. Εκεί στο λάκκο μέσα ρίξτε και τα μίση τα δικά σας. Έτσι θα βρεθεί κι ο χαμένος θησαυρός».
Την ίδια στιγμή, εκτόξευε φοβέρες στον Ιμπραήμ: «Όχι τα κλαριά να μας κόψεις, όχι τα δένδρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μήτε πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνάμε. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμούμε. Και μην ελπίζεις πως τη γη μας θα την κάνεις δική σου, βγάλ’ το από το νου σου».

«Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»

Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1827, η Πελοπόννησος εξακολουθούσε να υφίσταται λεηλασίες και καταστροφές από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Οι Έλληνες κατέφευγαν πάντα σε ανταρτοπόλεμο, για τον οποίο παρατηρεί ο Κολοκοτρώνης στα «Απομνημονεύματά» του: «O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου».
Οι εξαντλημένοι Πελοποννήσιοι συνέχιζαν την αντίσταση όπως μπορούσαν και τότε ο Ιμπραήμ εφάρμοσε τη μέθοδο του μαζικού προσκυνήματος. «Προσκύνημα» ονομαζόταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η δήλωση υποταγής μεμονωμένων ατόμων ή ολόκληρων ομάδων (ή ακόμα και περιοχών) προς τον κατακτητή, εναντίον του οποίου είχαν προηγουμένως εξεγερθεί. Η αποδοχή της υποταγής εκφραζόταν έμπρακτα από τους Τούρκους με χορήγηση στους προσκυνημένους ειδικού πιστοποιητικού, γνωστού ως «προσκυνοχάρτι». Έτσι οι επαναστατημένοι επανέρχονταν στην κατάσταση του νομιμόφρονα υπηκόου.
Σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ο Κολοκοτρώνης με το σύνθημα «Φωτιά στα σπίτια και τσεκούρι στην περιουσία και το λαιμό εκείνων που κάνουν τα χατίρια των Τούρκων. Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!», εξαπέλυσε φόβο και τρόμο στους προσκυνημένους και αναζωπύρωσε τη σπίθα μίας επανάστασης που έδειχνε ετοιμοθάνατη.

Η δίκη και φυλάκιση

Ο Κολοκοτρώνης δεν σταμάτησε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής έως και το τέλος της Επανάστασης.
Ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια, πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα αν και με την έλευση του τελευταίου, στις 30 Ιανουαρίου 1832, έγινε στόχος συκοφαντιών και ραδιουργιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων.
Η σκευωρία που στήθηκε εναντίον του κατέληξε τελικά στο να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και να συλληφθεί στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 από κοινού με τους Πλαπούτα, Τζαβέλα, Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς ηγέτες με την κατηγορία ότι προετοίμαζαν συνομωσία εναντίον του ανήλικου βασιλιά και της κυβέρνησής του.
Η διαβόητη δίκη άρχισε στο Ναύπλιο στις 30 Απριλίου 1834 και διήρκησε μέχρι τις 26 Μαΐου. Όσον αφορά στις βαρύτατες κατηγορίες επρόκειτο περισσότερο για αοριστίες που δεν θεμελίωναν νομικά την παραπομπή των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, πόσο μάλιστα για εσχάτη προδοσία.
Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο του κατηγορουμένου συγκλόνισε το ακροατήριο. Ερωτηθείς ο Γέρος του Μοριά «τι επάγγελμα έχεις;», έδωσε την ιστορική απάντηση: «Στρατιωτικός. Κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα». Το δέος απαθανατίστηκε ακόμα και στο πρόσωπο των εχθρών του οπλαρχηγού.
Ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας καταδικάστηκαν σε θάνατο και φυλακίστηκαν στο Παλαμήδι. Ο Γέρος ήταν 64 ετών. Λίγο αργότερα η ποινή του μετατράπηκε σε εικοσαετή κάθειρξη από τον βασιλιά, με τον Κολοκοτρώνη να υποδέχεται τα νέα της μετατροπής της ποινής του ως εξής: «Θα γελάσω τον βασιλιά! Δεν θα ζήσω τόσους (χρόνους)!»…

Το τέλος ενός Μεγάλου άντρα

Τον Μάιο του 1835, μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, ο Κολοκοτρώνης έλαβε βασιλική χάρη και αποφυλακίστηκε. Αποκαμωμένος και εξουθενωμένος από τις άθλιες συνθήκες κράτησης αλλά και την ταπείνωση κατέφυγε στην Αθήνα. Τιμήθηκε με τον βαθμό του στρατηγού, διορίστηκε σύμβουλος Επικρατείας, βραβεύτηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος, ορίστηκε μέλος της επιτροπής για την ανέγερση του Πανεπιστημίου Αθηνών και στάθηκε πιστός σύμβουλος του Όθωνα.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 Φεβρουαρίου 1843, σε ηλικία 73 ετών από εγκεφαλικό επεισόδιο. Αφού στεφάνωσε τον γιο του και ευθύμησε στον γάμο του, πήγε στις 3 Φεβρουαρίου, στον βασιλικό χορό, φανερά ευδιάθετος, όπου και αστειεύτηκε με τους παλιούς του συντρόφους, συνομίλησε με τον Όθωνα και ήπιε άφθονο κρασί. Κάποια στιγμή παρακάλεσε τον βασιλιά να διατάξει τους μουσικούς να παίξουν ελληνικούς χορούς. Τα δημοτικά τραγούδια αντήχησαν στα σαλόνια του παλατιού. Γύρω στα μεσάνυχτα «επέστρεψεν χαίρων εις την οικίαν του, κατεκλίθη εις την στρώμνην του, όπου κοιμόμενον τον προσέβαλεν η αποπληξία» (εφημερίδα «Αιών»).
Ήταν ένας από τους λίγους Κολοκοτρωναίους που πέθανε στο κρεβάτι και όχι στη μάχη. Ίσως γιατί γεννήθηκε πάνω σε μάχη.
Πριν «φύγει» υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του στον Γεώργιο Τερτσέτη τα οποία εκδόθηκαν το 1846 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836» και είναι μια ανεκτίμητη πηγή της Εθνικής μας Ιστορίας, που φωτίζει γεγονότα της επανάστασης του 1821.

«Είδα τότε ότι, ό,τι κάμομε, θα το κάμομε μοναχοί και δεν έχομε ελπίδα καμμία από τους ξένους»

Ο Κολοκοτρώνης θεωρούσε πάντα πως οι Έλληνες έχουν χρέος να πολεμήσουν μόνοι τους για την ανεξαρτησία τους. Εξάλλου αντιμετώπιζε με δυσπιστία την ανάμειξη των ξένων δυνάμεων στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας, πιστεύοντας πως αυτή γινόταν πρωτίστως για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων.
«Ό,τι κάμομε θα το κάμομε μοναχοί και δεν έχομε ελπίδα καμμία από τους ξένους» έλεγε και ξαναέλεγε κρατώντας έτσι υψηλό το σθένος και το φρόνημα των Ελλήνων. Για αυτό και πάντα τους αποκαλούσε Έλληνες, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να τους κάνει να συνειδητοποιήσουν την ιστορία τους αλλά και την υψηλή αποστολή που έχουν για τη σωτηρία ολόκληρου του ελληνικού έθνους.
Ποιος να φανταζόταν ότι η φράση του αυτή θα ακουγόταν τόσο -δραματικά- προφητική σήμερα…

https://www.newsbeast.gr/weekend/arthro/2625803/i-pio-spoudea-frasi-tou-kolokotroni-ke-i-profitia-pou-den-epiveveothike

Για παιδιά .... καi όχι μόνο

Αγαπητοί μας επισκέπτες, με χαρά σας ανακοινώνουμε ότι προχωρούμε στη δημιουργία μιας νέας ενότητας που έχει τον τίτλο «Για παιδιά και όχι μόνο...».
Θεωρούμε επιτακτική πλέον την ανάγκη να δημοσιεύσουμε ενα πλούσιο υλικό που θα απευθύνεται στους μαθητές, στα μικρά παιδιά και όχι μόνο, και θα περιλαμβάνει κείμενα, παιχνίδια, χειροτεχνίες κ.α.
Η Πατρίδα μας περνάει δύσκολες μέρες λόγω μιας πρωτοφανούς  οικονομικής κρίσης. Όμως δεν θα σταματήσουμε να λέμε  ότι η κρίση είναι πρωτίστως πνευματική. Η Ελλάδα έχασε την Ορθόδοξη πνευματικότητά της και την σύνδεσή της με την Εκκλησία του Χριστού.  Οι Πατέρες μας πολέμησαν «Για του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία». Αντί, λοιπόν, εμείς να συνεχίσουμε αυτόν τον αγώνα ξεπουλήσαμε τα πάντα, έχοντας σαν «καθημερινή προσευχή» «Δόξα τα λεφτά, έχουμε Θεό!».
Δυστυχώς το μεγαλύτερο πλήγμα το δέχτηκε η Πατρίδα μας με την αλλοτρίωση της Παιδείας μας. Με πολύ «ωραίο» και έντεχνο τρόπο ξεριζώσανε από την Παιδεία όλα εκείνα τα στοιχεία που την έκαναν τόσο ξεχωριστή και σπουδαία. Ξερίζωσαν κάθε αναφορά στο Χριστό και στην Εκκλησία Του, μετατρέποντας την Ομολογία Πίστεως σε Θρησκειολογία. Ξερίζωσαν κάθε αναφορά στην Πατρίδα μας, την Ελλάδα, εισάγοντας το πολυπολιτισμικό μοντέλο και «ξαναγράφοντας» την Ιστορία της. Διέλυσαν τον θεσμό της οικογένειας προβάλλοντας την διαφορετικότητα.
Επειδή η κατάσταση δείχνει ότι δεν έχει επιστροφή -και δυστυχώς το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω - πρέπει ο καθένας μας να δραστηριοποιηθεί και να αναλάβει την εκπαίδευση των παιδιών του. Δεν πρέπει να επαφίεται στην εκπαίδευση που το σχολείο δίνει  γιατί τότε είναι πλέον αργά. Η «κατ’οίκον» εκπαίδευση είναι στις μέρες μας περισσότερο αναγκαία από κάθε άλλη εποχή.
Αυτό το γνώριζε καλά ο  πρώτος Κυβερνήτης μας, ο Ιωάννης Καποδίστριας και το ώρισε σάν πρωτεύον θέμα της διακυβερνήσεώς του, αλλά και πρίν από τη διακυβέρνησή του, όταν πρότεινε να εκδοθούν σχολικά καί εκκλησιαστικά βιβλία για τη μόρφωση των παιδιών και την τόνωση του θρησκευτικού συναισθήματος του Ελληνικού λαού. «Ἀποτελεῖ θεία τιμή τό νά ἀναθρέψει κάποιος Ἑλληνόπαιδες, μέ τίς γνώσεις τῆς ἱερᾶς μας θρησκείας, νά τούς ἐκπαιδεύσει στήν πάτριον γλῶσσα καί νά τούς προπαρασκευάσει γιά ἀνώτερες πανεπιστημιακές σπουδές».
Εχοντας λοιπόν συγκεντρώσει ένα πλούσιο υλικό, με τη βοήθεια των συνεργατών μας, θα προσπαθήσουμε να το δημοσιεύσουμε σταδιακά για να  είναι προσβάσιμο σε όλους.  Μέσα απ’ αυτά τα κείμενα μπορεί εύκολα να διακρίνει κανείς την αλλοίωση που έχει υποστεί η Παιδεία μας τα τελευταία 30 χρόνια. Ελπίζουμε το υλικό αυτό να φανεί χρήσιμο σε εσάς  και στους μικρούς μας φίλους.
http://www.kapodistrias.info/gia-paidia-kai-oxi-mono

Προσβολή Παππά στην Ιστορία

Τόλμησε να πει ότι η Μακεδονία ήταν ξακουστή μόνο ως χώρα των Σκοπιανών
Εχοντας χάσει την ψυχραιμία του από τις συνεχείς αποδοκιμασίες σε βάρος του, ο Νίκος Παππάς προχώρησε σε μια πρωτοφανή όσο και ανιστόρητη δήλωση που προσβάλλει βάναυσα τη χώρα μας και το εθνικό συναίσθημα. Κατά την προχθεσινή ομιλία του στη Βέροια (αποδοκιμάστηκε και εκεί, όπως και στο Κιλκίς την περασμένη Τρίτη) είπε τα εξής καθ΄όλα απαράδεκτα ακόμη και για έναν υπουργό της σημερινής κυβέρνησης: «Κι αν η Μακεδονία ήταν ξακουστή πριν από τη Συμφωνία των Πρεσπών, θα με συγχωρέσετε που θα σας το πω, αλλά ήταν ξακουστή ως Μακεδονία μόνο των γειτόνων μας. Κι όταν έλεγε κανείς Μακεδονία διεθνώς, εννοούσαμε τη Μακεδονία των γειτόνων μας, τη Μακεδονία που τώρα τη λέμε Βόρεια Μακεδονία».
Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια ανατριχιαστική αναφορά που εγείρει αυτονόητα ερωτήματα για τις σκοπιμότητες του υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής. Μόνον ένα πρόσωπο που δεν γνωρίζει ελληνική Ιστορία ή είναι ημιμαθές ή κάποιος που εν τέλει τρέφεται από ανθελληνικά κίνητρα θα τολμούσε να ξεστομίσει ότι η Μακεδονία είναι οικουμενικά ταυτισμένη με το μικρό κράτος στα βόρεια σύνορά μας...
Το σχετικό απόσπασμα αυτής της απαράδεκτης αποστροφής του κ. Παππά ανέβασε η Ν.Δ. σε βίντεο στα social media. Το βίντεο συνοδεύει το εξής μήνυμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης: «Σταματήστε να προσβάλλετε τους Ελληνες. Αυτό που είπε χθες (σ.σ.: προχθές) ο κ. Νίκος Παππάς στη Βέροια είναι όχι μόνον ανήκουστο, αλλά και αποκαλυπτικό του τρόπου που εξαρχής αντιμετώπισε η κυβέρνηση το Σκοπιανό. Οταν στο μυαλό σου “ξακουστή” ήταν η Μακεδονία των Σκοπίων και αυτή είναι η αφετηρία της διαπραγμάτευσής σου, αναμενόμενο είναι μετά να πανηγυρίζεις, ακόμη και για μια εθνικά επιζήμια συμφωνία, όπως αυτή των Πρεσπών».
Ο κ. Παππάς απάντησε στη Ν.Δ., αλλά αποφεύγει μέχρι ώρας να ζητήσει έστω και διακριτικά συγγνώμη από τον ελληνικό λαό για αυτή τη βίαια παραχάραξη στην οποία προέβη. Ο υπουργός περιορίστηκε να κατηγορήσει τη Ν.Δ. και τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι «έχουν παραδοθεί σε μια ομάδα ακροδεξιών», η οποία -όπως είπε- αρνείται να καταδικάσει τις αντισυγκεντρώσεις ελάχιστων ακραίων, αλλά και το φασιστικό σύνθημα «αλήτες, προδότες, πολιτικοί»...
https://www.dimokratianews.gr/content/97799/ti-eipe-o-anthropos-nikos-pappas-makedonia-xakoysti-itan-mono-ayti-ton-skopion

Οταν οι βουλευτές μας φορούσαν φουστανέλα

Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αγωνιστών που επέμεναν στην εθνική ενδυμασία
Από την
Κατερίνα Κανάκη
Κι όμως, υπήρξαν εποχές που η Βουλή γέμιζε από περήφανους φουστανελοφόρους βουλευτές που αρνούνταν να ακολουθήσουν τη μόδα της εποχής και να φορέσουν φράγκικα, δηλαδή παντελόνι! Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 συγκλήθηκαν οι λεγόμενες Εθνοσυνελεύσεις, που ήταν πρόδρομοι της σημερινής Βουλής, στις οποίες συνέρχονταν οι πολιτικές και οι στρατιωτικές ηγεσίες του Αγώνα. Σε αυτές τις Εθνοσυνελεύσεις γράφτηκε η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και ψηφίστηκε το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας, η Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος.

Οι πληρεξούσιοι, οι σημερινοί βουλευτές, ανάμεσα στους οποίους ανήκε και πληθώρα Αγωνιστών του '21, φορούσαν, φυσικά, την παραδοσιακή φουστανέλα. Ακόμη όμως και μετά τα πρώτα χρόνια της εθνικής ανεξαρτησίας και μετά την Επανάσταση του 1843, η οποία οδήγησε τον Οθωνα στην παροχή Συντάγματος, και επομένως την εθνική αντιπροσωπία να συνεδριάσει πρώτη φορά κανονικά, πολλοί βουλευτές αρνήθηκαν να φορέσουν... παντελόνια.

Για την ακρίβεια, οι φουστανελοφόροι βουλευτές εξακολούθησαν να μονοπωλούν το ενδιαφέρον για δεκαετίες μετά την Επανάσταση. Αλλωστε η φουστανέλα φοριόταν συστηματικά στην Ελλάδα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε σταδιακά αντικαταστάθηκε για λόγους μόδας από «τα φράγκικα», αυτό δηλαδή που σήμερα αποκαλούμε παντελόνι και σακάκι. Ετσι, αρκετοί ήταν οι βουλευτές που θέλησαν να αποχωριστούν την εθνική μας ενδυμασία. Χαρακτηριστικότερος όλων είναι σαφώς ο Αλέξιος Στριφτόμπολας, ένας από τους τελευταίους φουστανελοφόρους πολιτικούς, ο οποίος φορούσε την πολύπτυχη λευκή φούστα για όλη του τη ζωή, αρνούμενος να φορέσει φράγκικα.

Φουστανέλα φορούσε και ο Ιωάννης Κότταρης από τη Δωρίδα, που έμεινε στην Ιστορία για τις ομιλίες του στη Βουλή, στις οποίες χρησιμοποιούσε την τοπική διάλεκτο, ενώ ήταν και ιδιαιτέρως ευθύς, για να μην πούμε και απότομος. Είχαμε μάλιστα και φουστανελοφόρους προέδρους της Βουλής, με τον Δημήτριο Χατζίσκο, που είχε εκλεγεί στο αξίωμα το 1871, να ξεχωρίζει. Με την αυγή του 20ού αιώνα πάντως οι βουλευτές μας, καλώς ή κακώς, συμμορφώθηκαν με τα δυτικά ήθη και αντικατέστησαν τη φουστανέλα με... κοστούμι.
https://www.dimokratianews.gr/content/97833/otan-oi-voyleytes-mas-foroysan-foystanela

Πιστεύω ... Ιωάννης Καποδίστριας

Μελετώντας κανείς τη ζωή του Καποδίστρια, δηλ. τις πεποιθήσεις, τις ιδέες και τη στάση του απέναντι σε αυτοκράτορες, καγκελάριους, διπλωμάτες, προύχοντες, Φαναριώτες και τόσους άλλους, προβληματίζεται. Προβληματίζεται και διερωτάται από πού αντλούσε την ευθύτητα, την ανδρεία, τη σταθερότητα, τη σωφροσύνη αλλά και τη διορατικότητα για να υψώσει μια φωνή δίκαιη και αληθινή.
«Ας λέγουν και ας γράφουν ό,τι θέλουν. Θά έλθη όμως κάποτε καιρός, ότε οι άνθρωποι κρίνονται όχι σύμφωνα με όσα είπον ή έγραψαν περί των πράξεών των, αλλά κατ' αυτήν την μαρτυρίαν των πράξεών των. Υπ' αυτής της πίστεως, ως αξιώματος, δυναμούμενος έζησα μέσα εις τον κόσμον μέχρι τώρα, οπότε ευρίσκομαι εις την δύσιν της ζωής μου, καί υπήρξα πάντοτε ευχαριστημένος δια τούτο. Μου είναι αδύνατον πλέον να αλλάξω τώρα. Θα συνεχίσω εκπληρών πάντοτε το χρέος μου, ουδόλως φροντίζων περί του εαυτού μου, καί ας γίνη ό,τι γίνη».
 Με αυτό ακριβώς το ήθος επέλεξε να υπηρετήσει ως διπλωμάτης στη Ρωσία. Συνειδητοποίησε ότι, η μόνη ελπίδα, για να σωθεί το υπόδουλο γένος, είναι η ομόδοξη Ρωσία και όχι οι υπόλοιπες, Προτεσταντικές και Καθολικές στο θρήσκευμα, Δυνάμεις. Ως διπλωμάτης στην υπηρεσία του Τσάρου δεν απορροφήθηκε από το κοσμοπολίτικο περιβάλλον της Ρωσικής αυλής: «Είμαι ευχαριστημένος... (γράφει στον πατέρα του) Αντιστάθηκα στις πιό μεγάλες και γοητευτικές προτάσεις ... Έμεινα σταθερός στο να παραιτηθώ από λαμπρές και ανετότατες θέσεις ... προκειμένου να μείνω με όλη μου την καρδιά προσκολλημένος ... σε όσα εγώ πιστεύω ως ιερά καθήκοντα ... Μού προσφέρθηκαν περισσότερες από μιά ωραίες αποκαταστάσεις. Τις αρνήθηκα χωρίς δυσαρέσκειαν. Θα είχα γίνει Κροίσος στα πλούτη, αλλά στους αντίποδες. Θα είχα προχωρήσει κατά χίλια βήματα στην σταδιοδρομία μου, αλλά έξω από τις αρχές μου, από την ατμόσφαιρά μας. Δεν το θέλησα και ούτε θα το θελήσω ποτέ... Ελπίζω στην θεϊκή προστασία ...».
Την ψυχική ανάπαυση και ψυχαγωγία τη βρίσκει αλλού: «Επέρασα την Μεγάλη Εβδομάδα με τον Μητροπολίτην. Καί παρητήθην όλων των οχληρών διπλωματικών γευμάτων. Το αυτό έπραξα και κατά τας δύο πρώτας ημέρας του Πάσχα κατά το εκκλησιαστικόν τυπικόν των οποίων μόνον ηδυνήθην να εκπληρώσω τα θρησκευτικά μου καθήκοντα.» Ανέβηκε τα σκαλιά της διπλωματίας ζώντας πραγματικά μια ζωή ασκητική και δεν έπαυε να διακηρύττει: «Είμαι πεπεισμένος ποτέ να μην εγκαταλείψω τα συμφέροντα της πατρίδας μου. Καμιά θεώρηση των πραγμάτων, οποιαδήποτε κι αν είναι, δεν θα μπορούσε να μ' επηρεάσει να αποστασιοποιηθώ από τα καθήκοντα που μου επιβάλλει η τιμή μου. Τι χρησιμότητα έχει για μένα η υψηλή εύνοια με την οποία με τιμά ο αυτοκράτορας, εφόσον δεν θα είχα τη δυνατότητα να τη χρησιμοποιήσω για να βοηθήσω αυτούς τους ανθρώπους (δηλ. τους συμπατριώτες του), στους οποίους ανήκω ολόψυχα και αποκλειστικά». Ακόμα στον ίδιο τον Τσάρο έλεγε: «Μένω εις τον τόπον μου (το υπουργείο των Εξωτερικών της Ρωσίας) και θέλω μείνει εν όσω θέλω ελπίζει να τους είμαι ωφέλιμος (στους Έλληνες). Οποίαν ημέραν ίδω ότι τα χρέη του υπουργήματός μου είναι ασυμβίβαστα με τα χρέη τα οποία με απαιτεί η πατρίς, πιστεύσατέ με, Κύριέ μου, ότι δεν θέλω αναβάλει ουδεποσώς ν' ακολουθήσω τον δρόμον, τον οποίο πρέπει ν' ακολουθήση πάς τίμιος άνθρωπος».
Δεν δίστασε μάλιστα ν' αποκαλύψει ότι: «... δεν ηθέλησα ποτέ να είμαι υπήκοός Του, αλλά υπηρέτης Του. Είναι διότι μίαν φοράν είπον εις την Α.Μ. ότι δεν θα αντήλλασον τον τάφον μου που έχω εις την Κέρκυραν με οιανδήποτε αποκατάστασιν εν τω κόσμω».
Όταν το 1815 ο Τσάρος του ανακοίνωσε την πρόθεσή του να τον διορίσει Υπουργό των Εξωτερικών, αρχικά δεν δέχτηκε, διότι δεν θα μπορούσε να θυσιάσει τα συμφέροντα της πατρίδας του ευρισκόμενος στην υψηλή αυτή θέση. Απάντησε, λοιπόν, στον Τσάρο: «Μεγαλειότατε, εντίμως σας δηλώνω ότι οσάκις ευρεθώ προ του τραγικού διλήμματος να υποστηρίξω τα συμφέροντα της σκλαβωμένης πατρίδος μου ή τα συμφέροντα της αχανούς αυτοκρατορίας σας, δεν θα διστάσω ούτε στιγμή: Θα τεθώ με το μέρος της πατρίδος μου ... Θα ήταν εκ μέρους μου αχαριστία, θα παρέβαινα τα καθήκοντά μου προς την γήν που με γέννησε, εάν, προκειμένου να απαλλαγώ από τις πιέσεις που θα μου έκαναν, θεωρούσα τον εαυτό μου ξένον προς την Ελλάδα. Αισθάνομαι όμως τον εαυτό μου ανίκανον για μιά τέτοια θυσία! ... Θα ευρίσκομαι σε συνεχή επικοινωνία μαζί τους, θα τους βοηθώ!...» και «Είμαι Έλλην και θα μείνω Έλλην για πάντα».
Αυτή την εντιμότητα του την αναγνώρισαν μέχρι και οι εχθροί του. Ως πολιτικό αντίπαλο, μπορεί ο Μέττερνιχ να τον πολεμούσε με ασίγαστο μίσος, αλλά ως άνθρωπο τον θαύμαζε: «Ο μόνος αντίπαλος που δύσκολα ηττάται είναι ο απόλυτα έντιμος άνθρωπος. Και τέτοιος είναι ο Καποδίστριας». Πιστός στη ζωή που επέλεξε απομακρύνθηκε εκούσια από τη θέση του Υπουργού των Εξωτερικών όταν κατάλαβε ότι δεν μπορεί να ελπίζει βοήθεια από τον Τσάρο στον αγώνα των Ελλήνων. Αντιτάχθηκε σθεναρά απέναντί του αρνούμενος να εκτελέσει αποφάσεις: «Ναί, βεβαίως το βλέπω, όπως και σείς. Αλλά δεν είμαι εγώ εκείνος που θα τις εκτελέσει!». Έδωσε την παραίτησή του στον Τσάρο «πιστά αφοσιωμένος στην έντιμη μοίρα της πατρίδος του».
Η αυτοκράτειρα μητέρα του Τσάρου Νικολάου, Μαρία Θεοδώρεβνα, τον πίεζε να μην αποδεχθεί την εκλογή του ως Κυβερνήτη της Ελλάδος λέγοντας του: «Στην Ελλάδα θα διακινδυνεύσετε τη ζωή σας». Προφητικά λόγια! Ο Καποδίστριας όμως απάντησε: «Εάν δεν δεχθώ την εκλογή μου και η Ελλάς γονατίσει, τί θα πούν για μένα; Νά ένας άνθρωπος, που θα μπορούσε να τη σώσει και προτίμησε μιά λαμπρή θέση στη Ρωσία από τη σωτηρία της πατρίδας του και την άφησε να χαθεί. Αφιέρωσα τη νεότητά μου στην υπηρεσία του αείμνηστου μεγαλόψυχου γιού σας. Έτσι μπορώ σήμερα να προσφέρω στην Ελλάδα τη θυσία των γηρατειών μου!..».
Υπερασπίστηκε την απόφασή του απέναντι στον Τσάρο: «Η απόφασή μου είναι αμετάκλητη. Πάνω απ' όλα ανήκω στη χώρα μου. Δεν έχω την ψευδαίσθηση να πιστεύω ότι εγώ μονάχος μπορώ να τη σώσω. Όταν βλέπω όμως σε ποιών ανθρώπων τα χέρια βρίσκεται τώρα η τύχη της, δεν μπορώ να αποκρύψω ότι διαθέτω περισσότερα μέσα απ' αυτούς. Πιστεύετε, μεγαλειότατε, ότι θα εγκατέλειπα μιά τόσο λαμπρή θέση, μιά τόσο ένδοξη υπηρεσία και μιά τέλεια εξασφάλιση στη Ρωσία ... εάν δεν ένιωθα ότι με προστάζει η επιτακτική ανάγκη των περιστάσεων της χώρας μου και η έλλειψη των ανθρώπων... Μην πιστέψετε καθόλου, μεγαλειότατε, ότι πηγαίνω στην Ελλάδα με τη ρωσική λιβρέα στους ώμους μου. Δεν είμαι εγώ εκείνος που θα σας βοηθούσε να στήσετε εκεί τις σημαίες σας και δεν είμαι εγώ εκείνος που θα σας δάνειζε το χέρι του για να επιτευχθεί ένα δεύτερο έγκλημα, σαν εκείνο του διαμελισμού της Πολωνίας!..»
Αρνήθηκε να δεχθεί την αποζημίωση που δικαιούνταν από τον Τσάρο για τις υπηρεσίες του - ισόβια σύνταξη εξήντα χιλιάδων φράγκων - με κριτήριο το συμφέρον της πατρίδας του και όχι το δικό του. Αναγνώριζε ότι το ποσό αυτό θα τον βοηθούσε ν' ανακουφίσει τους δυστυχισμένους Έλληνες, αλλά θα έδινε την ευκαιρία στους αντιπάλους του να τον κατηγορήσουν ότι εξαρτάται οικονομικά από τη Ρωσία.
Ο Καποδίστριας γνώριζε ότι «η κάθοδός του εις την Ελλάδα σημαίνει άνοδον εις τον Γολγοθάν», ήρθε όμως έχοντας την πεποίθηση ότι: «Ο Θεός είναι προστάτης μου ... και άνευ ταύτης της πίστεως ούτε εμαυτόν θα ηδυνάμην να κατανοήσω, ούτε να ελπίσω τι». Τοποθέτησε υπεράνω του εαυτού του το συμφέρον της πατρίδας: «Ευτυχείς, διότι ηδυνήθημεν να προσφέρωμεν δι' αυτό το τόσον θεάρεστον έργον τα λείψανα της μετρίας κατατάσεώς μας εις το θυσιαστήριον της πατρίδος!» Το μόνο που ζήτησε από τον Μουστοξύδη κατά τον ερχομό του στην Ελλάδα ήταν: «Ελπίζων δε να έχω και μίαν στέγην εις την Ελλάδα, ως αρχηγός της διοικήσεως, καλόν νομίζω το να περιλαμβάνη και εν μικρόν παρεκκλήσιον...».
Στην πατρίδα πλέον και ελεύθερος από κάθε δέσμευση υλοποίησε την ανασύσταση του Ελληνικού κράτους θέτοντας πρώτα - πρώτα τις βασικές αρχές. Πρώτη και κύρια αρχή ήταν να διαφυλαχθεί η πίστη και η ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας διότι: «Οι Έλληνες ... ηνωμένοι δια της εις Χριστόν και εις την Αγίαν του Εκκλησίαν σταθεράς πίστεώς των ... υποστάντες την οθωμανικήν δυναστείαν, υπό μόνην την σκέπην της Εκκλησίας των διεσώθησαν. Άμα δε τώ ανεγερθήναι εις σώμα Έθνους, οι αυτών αντιπρόσωποι ανεκήρυξαν την Ελληνικήν θρησκείαν, θρησκείαν της επικρατείας, ...» και δεύτερο να διασωθεί η ταυτότητα του Έθνους η οποία «... σύγκειται εκ των ανθρώπων, οίτινες από της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαυσαν ομολογούντες την Ορθόδοξον Πίστιν και την γλώσσαν των Πατέρων αυτών λαλούντες, και διέμειναν υπό την πνευματικήν ή κοσμικήν δικαιοδοσίαν της Εκκλησίας των, όπου ποτέ της Τουρκίας και αν κατοικώσι».
Η Εκκλησία έσωσε την πατρίδα και η Εκκλησία του Χριστού θα αποτελέσει τη «σωτηρία του Έθνους, το λίκνο του μέλλοντος». Για να γίνει αυτό εφικτό, ο Καποδίστριας οργάνωσε συστηματικά και γρήγορα την παιδεία. «Αποτελεί θεία τιμή το να αναθρέψει κάποιος Ελληνόπαιδες, με τις γνώσεις της ιεράς μας θρησκείας, να τους εκπαιδεύσει στην πάτριον γλώσσα και να τους προπαρασκευάσει για ανώτερες πανεπιστημιακές σπουδές».
Με την οργάνωση της παιδείας προσπάθησε τα παιδιά να σπουδάσουν στην πατρίδα τους διότι: «Τα παιδιά μας, ούτως εκείσε κείμενα, οποίας και άν απολαμβάνουν φροντίδος παρά των φιλανθρώπων προστατών, κινδυνεύουν όμως να εκστραφούν της οικείας φύσεως, χάνοντα βαθμηδόν και την αίσθησιν των θρησκευτικών χρεών των, και την χρήσιν της γλώσσης των, και την μνήμην των εφεστίων και ιδιογενών ηθών». Και αλλού: «Χωρίς να γνωρίζουν καλά την Γερμανικήν και την Ελληνικήν, χωρίς να έχουν μίαν κάποιαν ηλικίαν εις την οποίαν ημπορεί κανείς να στερηθή την εκκλησίαν χωρίς να χάση την θρησκείαν του, δεν θα συνεβούλευα ποτέ να τοποθετηθούν εις έν Ινστιτούτον όπου ασκείται η θρησκεία των Διαμαρτυρομένων».
Πίστευε στην αξία στη εκπαίδευσης βάσει όμως αξιών και χρηστών ηθών. Εφόσον λοιπόν ο λαός θα μορφωθεί με τις αξίες του ευαγγελίου κατόπιν θα ιδρυθή η Ελλάς.
Χαρακτηριστική υπήρξε η συνομιλία με τον γραμματέα του Νικόλαο Δραγούμη, ο οποίος την εξιστορεί:
- Σύ δε τί προτιμάς, γράμματα άνευ χρηστών ηθών ή χρηστά ήθη άνευ γραμμάτων;
Και επειδή κατανεύσας τους οφθαλμούς εσιώπησα, αυτός επαναλαβών τον λόγον
 - Δεν αποκρίνεσαι; Προσέθετο. Διέστρεψε λοιπόν και σε, τόσω νέον, η ελληνική οίησις; Πολλοί λογιώτατοι Έλληνες τους οποίους εγνώρισα εις Βιένναν και αλλαχού, ενόμιζον εαυτούς σοφωτάτους διότι έμαθον ολίγα γράμματα. Αλλ' εάν, ως καυχάσθε, είσθε απόγονοι των Ελλήνων, έπρεπε και να μη λησμονήτε ότι σοφίαν εκείνοι ούτε ενόμιζον ούτε ωνόμασαν μόνην την άσκησιν του νού, αλλά και της ψυχής την καλλιέργειαν. Ο μόνον γράμματα γινώσκων, στερούμενος δε ψυχικής αγωγής, είναι και του χειρίστου κακούργου χείρων, ως μαθών να κακουργή επιτηδειότερον. Γνωρίζεις τον Σ;...
 - Μάλιστα, εξοχώτατε.
 - Αυτός, ως ακούω, είναι εκ των λογιωτέρων, αλλά και εκ των κακοηθεστέρων διότι, ότε διέτριβεν εις Παρισίους, έκλεπτε, περί δε των άλλων αυτού αρετών ουδέν λέγω.
 - Το κακόν υμών είναι ότι μόλις μάθετε μερικούς κανόνας της γραμματικής, έστω και εις την Γερμανίαν, μόλις ιδήτε μερικά βουνά της Ευρώπης και χειροτονείσθε μόνοι διορθωταί της κοινωνίας και νομοθέται της πολιτείας. Πλην, κύριε, άλλο γραμματική, άλλο κοινωνία και άλλο πολιτεία. Τόσο πολύς καπνός γεμίζει τας κεφαλάς υμών, ώστε δεν εννοείτε οποίον και οπόσον χάσμα διαχωρίζει τας δύο τελευταίας από της πρώτης. Οι παλαιοί σοφισταί εγίνωσκον πλείονα γράμματα, και όμως αυτοί ήσαν οι λυμεώνες των Αθηνών.
 Εμού δε εδιπλασιάζετο ο θαυμασμός, ου μόνον διά την χάριν και την σαφήνειαν δι' ων ηρμήνευε την διάνοια αυτού, αλλά και διά την απροσδόκητον ανακάλυψιν ότι οικείοι ήσαν αυτώ οι αρχαίοι.
 
 - Πιθανόν να με νομίζης και συ μετά των κατηγόρων μου φωτοσβέστην. Πλην τι θέλετε; Να συστήσω ακαδημίαν ως του Γκυλφόρδ; Αλλά πριν πατήση τις το κατώφλιον ακαδημίας πρέπει να πατήση το κατώφλιον αλληλοδιδακτικού.
 
Αγωνίσθηκε να πείσει τους ξένους, διότι με αυτούς πάλεψε περισσότερο παρά με τους Τούρκους, για πόσο δίκαιος ήταν ο αγώνας των Ελλήνων. Χαρακτηριστική ήταν η απάντηση που έδωσε στον Ουίλλμοτ Όρτον, υφυπουργό του Πολέμου, όταν εκείνος έθεσε το ερώτημα: «Τι θα πρέπει να εννοήσουμε σήμερα όταν μιλάμε για την Ελλάδα;». Ο Καποδίστριας τότε απάντησε: «Το Ελληνικόν Έθνος αποτελείται από ανθρώπους, οι οποίοι από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαυσαν να ομολογούν την πιστότητά τους στην ορθόδοξη πίστη τους, δεν σταμάτησαν ποτέ να ομιλούν την γλώσσα των πατέρων τους, την ελληνική, και παρέμειναν ακλόνητοι υπό την πνευματική ή κοσμική δικαιοδοσία της εκκλησίας τους, σε οποιοδήοτε μέρος της τουρκοκρατουμένης πατρίδας τους και άν ευρίσκονταν».
 Και στο ερώτημα για το ποια θα έπρεπε να είναι τα γεωγραφικά σύνορα της Ελλάδος, απάντησε:
 «Τα σύνορα της Ελλάδος, εδώ και τέσσερις αιώνες, από την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, έχουν οροθετηθεί από ακλόνητα δικαιώματα, τα οποία ούτε ο χρόνος, ούτε οι ανυπολόγιστες συμφορές από τους Τούρκους, ούτε η πολεμική κατάκτηση κατόρθωσαν ποτέ να παραγράψουν. Χαράχθηκαν δε αυτά τα σύνορα από το 1821 από το αίμα το ελληνικό, που χύθηκε στις σφαγές των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών, του Μεσολογγίου και στις πολυάριθμες ναυμαχίες και πεζομαχίες, στις οποίες δοξάσθηκε τούτο το Έθνος... Τα πραγματικά σύνορα της Ελλάδος ήταν εκείνα που περιέγραψε ο Έλληνας γεωγράφος Στράβων: Από την Πελοπόννησο ως τη Μακεδονία και την Ήπειρο, ως τους Αγίους Σαράντα, από τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους ως και τη Μικρά Ασία. Αυτά ήταν τα ιστορικά και φυσικά σύνορα της Ελλάδος, τα οποία οι Έλληνες είχαν ιερό χρέος να διεκδικήσουν. Αυτό το χρέος το ιερό και απαραβίαστο δεν επέτρεπε στην Ελλάδα να περιορίσει ή να σμικρύνει και στο ελάχιστο τα όρια της χώρας της. Αν τα ωμά συμφέροντα των ισχυροτέρων χωρών την αναγκάσουν να σιγήσει αυτό το χρέος, τότε οι Έλληνες θα έχουν δικαίωμα να αναρωτηθούν: Άραγε οι μεσίτριες Δυνάμεις φθάνουν στο σημείο να αναγκάσουν τους Έλληνες να εγκαταλείψουν τους ομογενείς αδελφούς τους στον βάρβαρο οθωμανικό ζυγό;... Οι προστάτριες Δυνάμεις, όσο και αν θέλουν να σταματήσουν τον πόλεμο, σύντομα θα καταλάβουν ότι η ειρήνευση της Ανατολής δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει στερεά και διαρκής, αν δεν στηρίζεται στη βάση της γεωγραφικής δικαιοσύνης, και ας μη νομίζουν ότι είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μονάχα με τη δύναμη των διαπραγματεύσεων!...»
 Χαρακτηριστικά είναι όσα ανέφερε για την οριοθέτηση του Ελληνικού κράτους τον Οκτώβριο του 1828 σε υπόμνημά του προς τους αντιπροσώπους των τριών Δυνάμεων στη συνδιάσκεψη του Πόρου: «Περί δε των νήσων, εκ τε της ιστορίας και εκ των μνημείων και εκ των λοιπών πάντων μαρτυρείται ομοίως ότι και η Κύπρος και η Ρόδος και πολλαί άλλαι νήσοι, αποσπάσματα εισί της Ελλάδος».
Ο Καποδίστριας δεν αγκιστρώθηκε στην εξουσία και δεν θέλησε να κυβερνήσει για πάντα την Ελλάδα ακόμα και όταν του δόθηκε η ευκαιρία. Όταν «Οι δ' επιζώντες ενθυμούνται ότι, ότε η παρά της εν Άργει Εθνοσυνελεύσεως σταλείσα επιτροπή ίνα υποβάλη αυτώ το εξ εκατόν πεντήκοντα χιλιάδων φοινίκων ψήφισμα είπεν ότι το έθνος ην έτοιμον να ονομάση και ηγεμόνα τον Κυβερνήτην, εκείνος προέτεινεν ως άλλος Φερεκύδης την δεξιάν, υπονοών ότι ο ηγεμών έπρεπε να κατάγεται εξ αίματος βασιλικού και να μη έχη τας χείρας τραχείας ως αυτός ένεκα της πολλής εργασίας». Πίστευε ότι το συμφέρον της Ελλάδος ήταν να έχει ηγεμόνα από βασιλική γενιά ώστε οι Μεγάλες Δυνάμεις να αναγνώριζαν πιο εύκολα την ανεξαρτησία της.
Επίσης, ήταν αντίθετος στην ιδέα ότι, για να κυβερνήσει, έπρεπε να στηριχθεί στα όπλα. «....Δεν φρονώ ότι η νέα ελληνική κυβέρνησις πρέπει να έλθη εις την Ελλάδα επί κεφαλής λόχων και πυροβόλων. Τούτο είναι έξω των δυνάμεών μου, αλλά και αν ηδυνάμην, δεν θα ηρχόμην τοιουτοτρόπως».
Αυτή ήταν η ευγενική ψυχή του Καποδίστρια ο οποίος προέτασσε των πάντων το συμφέρον της πατρίδας την οποία υπηρέτησε χωρίς ουδόλως να τη ζημιώσει. Η προσωπική του ζωή ήταν πρότυπο ήθους και χριστιανικών αρχών. Έλληνες από τη Μαριανούπολη, θέλοντας να τον ευχαριστήσουν για τη βοήθειά του προς την κοινότητά τους, του έδωσαν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Αρνήθηκε να το δεχθεί και για να μην τους προσβάλλει τους είπε: «... δέχομαι το δώρο σας. Αλλά με τον όρο να καταθέσετε αυτά τα χρήματα σε Τράπεζα και με τους τόκους να προσλάβετε Έλληνα διδάσκαλο για να σας διδάσκει τη μητρική σας γλώσσα. Γιατί αποτελεί εντροπή, όντας Έλληνες στην καταγωγή, στο φρόνημα και στη θρησκεία, να αγνοείτε την ευγενέστερη και πλουσιότερη γλώσσα του κόσμου, που την διδάσκονται τόσοι άλλοι αλλοεθνείς ...».
Προσωπικά για τον εαυτό του δεν δέχθηκε ούτε τα αυτονόητα. Αρνήθηκε το επιμίσθιο που του αναλογούσε ως αρχηγός κράτους και το οποίο εγκρίθηκε δύο φορές από τη Βουλή των Ελλήνων και τη Γερουσία. «Διά τον αυτόν τούτον λόγον θέλομεν αποφύγει και ήδη το να δεχθώμεν την προσδιοριζομένην ποσότητα διά τα έξοδα του αρχηγού της επικρατείας, απεχόμενοι, εν όσω τα ιδιαίτερά μας χρηματικά μέσα μας εξαρκούσιν, από του να εγγίσωμεν μέχρι και οβολού τα δημόσια χρήματα προς ιδίαν ημών χρήσιν. Οψέποτε δε βιασθώμεν εις τούτο, εξαντληθέντων διόλου των ιδιαιτέρων ημών πόρων, τότε θέλομεν καταφύγει εις το δημόσιον ταμείον, πλην μόνον δια τα έξοδα, όσα απαιτεί η εκτέλεσις των καθηκόντων μας».
Αυτός που είχε ζήσει στα παλάτια του Τσάρου, αυτός που ως Υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου είχε επηρεάσει ουσιαστικά την εξέλιξη της Ευρώπης, ζούσε φτωχικά.
 Χαρακτηριστικό παράδειγμα της λιτής του ζωής αποτέλεσε το περιστατικό που αναφέρει η βαρώνη Charlotte de Sor και συνέβη όταν ο Καποδίστριας ήταν στη Γενεύη: «Μιά ημέρα, στη διάρκεια μιάς εγκάρδιας συνομιλίας, μου είπε με εκείνη την αξιολάτρευτη απλότητα που τον διέκρινε: "Εκπλήττεσθε γιατί έχω διαλέξει αυτά τα δύο πενιχρά δωμάτια στο σπίτι της κυρίας Lamotte ... Μα ο λόγος είναι ότι μου στοιχίζουν μονάχα 30 φράγκα το μήνα και ασφαλώς δεν ξέρετε ότι για τη συντήρηση και των δύο μας (και του υπηρέτη του) δεν πρέπει να ξεπεράσουμε το ποσόν των 6 φράγκων την ημέρα." Χονδρά δάκρυα ύγραναν τα μάτια μου και του έσφιξα το χέρι με συγκίνηση: "Είσθε αξιοθαύμαστος", του είπα βαθιά συγκλονισμένη. "Μα όχι, κυρία μου, απλώς είμαι συνεπής προς τον εαυτό μου! Αυτό είναι όλο. Όταν όλα τα διαβήματα και οι ενέργειές μου, όλες οι γραπτές μου εκκλήσεις ζητούν από τις γενναιόδωρες ψυχές ψωμί και ενδύματα για τους συμπατριώτες μου, όταν, αφού χτύπησα τις πόρτες των παλατιών των πλουσίων, χτύπησα μετά και τις πόρτες των καλυβών των φτωχών, για να συλλέξω τον οβολό του φτωχού, πρέπει να ημπορώ να τους λέω με παρρησία: Έδωσα τα πάντα πριν ζητήσω και τη δική σας βοήθεια για τους αδελφούς μου".
Και πραγματικά είχε δώσει τα πάντα. Είχε γενναιόδωρα δαπανήσει όλη την αξιόλογη περιουσία του για να υπερασπιστεί την πατρίδα του και δεν κράτησε για τον εαυτό του παρά τα απολύτως αναγκαία για την επιβίωσή του».
Δεν δίστασε να υποθηκεύσει ολόκληρη τη μεγάλη ακίνητη πατρική περιουσία του στην Κέρκυρα, να δαπανήσει όλα τα χρήματά του για να στηρίξει το νεοσυσταθέν κράτος, να ζήσει ο ίδιος με τρόπο λιτό φέρνοντας τον εαυτό του και την υγιεία του στα όρια, όπως αναφέρει και η Γενική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: «... Ο γιατρός του είπε να βελτιώσει λίγο την τροφή του, ήταν επείγουσα ανάγκη για την υγεία του. Κι εκείνος απήντησε αποφασιστικά: Τότε μονάχα θα βελτιώσω την τροφή μου, όταν θα είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει ούτε ένα Ελληνόπουλο που να πεινάει ...». Ο δε Μακρυγιάννης γράφει για να δείξει τον τρόπο ζωής του: «Ο Κυβερνήτης έτρωγε επί 4 ημέρες μία κότα».
Δυστυχώς το ήθος και το παράδειγμα του Καποδίστρια δεν μιμήθηκαν οι σύγχρονοι πολιτικοί. Ο Καποδίστριας εισήλθε στη πολιτική βαθύπλουτος έζησε «κοπιών όλον σχεδόν νυχθημερόν και ελάχιστον αναπαυόμενος» και εξήλθε δολοφονημένος και πάμπτωχος. Εν αντιθέσει σύγχρονοι πολιτικοί εισήλθαν πάμφτωχοι στη πολιτική, πολιτεύτηκαν άκοπα και άνετα και εξήλθαν πάμπλουτοι.
http://www.kapodistrias.info/pisteyo