Ο
νεοφιλελευθερισμός ήταν μια οικονομική φιλοσοφική θεωρία που εμφανίστηκε το 1938 μεταξύ Ευρωπαίων φιλελεύθερων οικονομολόγων που προσπαθούσαν να προτείνουν έναν "Τρίτο Δρόμο" ή "Μέση Οδό" μεταξύ του
κλασικού φιλελευθερισμού και του κολλεκτιβιστικού κεντρικού σχεδιασμού
[1]. Κατά την αρχική του διατύπωση, στον νεοφιλελευθερισμό "προείχε η ελεύθερη λειτουργία του μηχανισμού τιμών της ανοικτής αγοράς, η ελεύθερη επιχειρηματικότητα, ο ελεύθερος ανταγωνισμός, και ένα ισχυρό και άτεγκτο "Κράτος Δικαίου".
[2]. Χαρακτηριστικό είναι πως ο
Μισέλ Φουκώ χρησιμοποίησε το 1978 και 1979 τον όρο "νεοφιλελευθερισμός" στις διαλέξεις του για τη "Βιοπολιτική"
[3] ως έναν ενδιάμεσο δρόμο μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, ακριβώς με την έννοια που χρησιμοποιήθηκε το 1938 στο συνέδριο "Colloque Walter Lippmann" των Παρισίων.
Τα κίνητρα των νεοφιλελευθέρων κατά τις δεκαετίες του 1930 και 1940 ήταν η επιθυμία να αποφύγουν τις αποτυχίες των πολιτικών που οδήγησαν στην κρίση του 1929, οι οποίες αποδίδονταν σε ανεξέλεγκτο καπιταλισμό, ενώ ταυτόχρονα να αποφύγουν τον απάνθρωπο
Εθνικοσοσιαλισμό. Στις δεκαετίες του 1940 και 1950, η νεοφιλελεύθερη θεωρία διέφερε αρκετά από τη laissez-faire προσέγγιση του κλασικού φιλελευθερισμού και αντιπρότεινε μία οικονομία της αγοράς που θα ελεγχόταν από τους κανόνες ενός ισχυρού κράτους δικαίου, ένα μοντέλο που τελικά ονομάστηκε
Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς και αργότερα εφαρμόστηκε με επιτυχία στη
Σκανδιναβία και τη
Γερμανία (όπου ονομάστηκε Soziale Martkwirtschaft).
Είναι χαρακτηριστικό πως ο υπέρμαχος των
laissez-faire οικονομικών της ελεύθερης αγοράς,
Λούντβιχ φον Μίζες, κατέκρινε σφόδρα τη "νεοφιλελεύθερη" αντίληψη εκείνων των καιρών, που απαιτούσε μία ισχυρή κρατική παρέμβαση για να "μπαίνει τάξη στον ανταγωνισμό".
[4]
Έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1970, αυτό που οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονταν ως "νεοφιλελευθερισμό" προσιδιάζει σε αυτό που σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως "σοσιαλδημοκρατία", και εκφράστηκε από τον Γάλλο διανοητή
Μισέλ Φουκώ ο οποίος έγραφε το 1978 πως ο "νέο-φιλελευθερισμός" ήταν "η Γερμανική κοινωνική οικονομία της αγοράς: […] η αγορά, αν και αποτελεί τον μόνο ορθολογικό τρόπο εκτίμησης αξιών, είναι πολύ ασταθής από μόνη της και έτσι απαιτεί στήριξη, διαχείριση, και «ευταξία» που επιβάλλεται από το κράτος πρόνοιας (π.χ. βοήθημα ανεργίας, ιατροφαρμακευτική ασφάλιση, στεγαστική πολιτική, κλπ.)
[5], "ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι
Άνταμ Σμιθ, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι κοινωνία της αγοράς",
[6] και "Ο νεο-φιλελευθερισμός δεν πρέπει να συγχέεται με το laissez-faire, αλλά με την ανάγκη για συνεχή [κρατική] εποπτεία, δραστηριότητα, και ρύθμιση"
[7].
Κατά τον 21ο αιώνα, έχει συμβεί αυτό για το οποίο προειδοποιούσε ο Γκαμπλ: «πρέπει να αποφευχθεί να αντιμετωπίζεται ο ‘νέο-φιλελευθερισμός’ σαν κάτι που συμβαίνει παντού και στα πάντα»
[19]. Πλέον ο όρος "νεοφιλελευθερισμός" ορίζεται διαφορετικά από τον κάθε αρθρογράφο, για πολλά άσχετα πράγματα ταυτόχρονα
[20]. Σύμφωνα με τον Ν.Νονίνι, ο όρος «νέο-φιλελευθερισμός» εμφανίζεται πλέον σε σχέση με οποιοδήποτε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό ή πολιτιστικό φαινόμενο του σύγχρονου κόσμου
[21].
Αυτό που έχει καταλήξει να ονομάζεται "νεοφιλελευθερισμός", δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται εννοιολογικά με τον φιλελευθερισμό.
[22] Αφενός, ο
φιλελευθερισμός, με απαρχή τον 16ο αιώνα, ήταν προσπάθεια υπέρβασης των θρησκευτικών πολέμων που ταλάνισαν την ευρωπαϊκή ήπειρο, ενώ ιδεολογικά αντιτάχθηκε στη
μοναρχία προτάσσοντας το αίτημα για
δημοκρατία και ελευθερία του ατόμου, δηλαδή εξέφρασε την
Αριστερά κατά τη
Γαλλική Επανάσταση, και ήταν η ιδεολογία της νεογέννητης αστικής τάξης του 18ου αιώνα. Αφετέρου, αφού ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια έννοια που έχει εμφανιστεί απο το 1938, μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι ιδιαίτερα «νέος», ενώ με τον τρόπο που αποδίδεται πλέον δεν είναι ούτε και ιδιαίτερα «φιλελεύθερος».
[23]
Αυτό που οι μαρξιστές αποδίδουν στη Σχολή του Σικάγο θα πρέπει κανονικά να λέγεται "Μονεταρισμός", για τη θεωρία του οποίου ο Φρίντμαν κέρδισε το βραβείο
Νόμπελ Οικονομικών το 1976, οπότε και τοποθετήθηκε στη θέση του βασικού οικονομικού συμβούλου του προέδρου
Ρόναλντ Ρίγκαν. Ο μονεταρισμός εφαρμόστηκε στις ΗΠΑ μετά την πτώση της προεδρίας του
Κάρτερ και την ανάληψη της διοίκησης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Αποθεμάτων από τον Πολ Βόλκερ, καθώς επίσης και από τη
Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αν και ο μονεταρισμός είχε μακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα, προκάλεσε βραχυπρόθεσμα ανατρεπτικά αποτελέσματα στην αγορά εργασίας, τα οποία και οδήγησαν σε κοινωνικές αναταραχές και έντονες αντιπαραθέσεις. Εν τέλει, οι ίδιες αυτές πολιτικές της Θάτσερ υιοθετήθηκαν και από το Εργατικό Κόμμα κατά την πρωθυπουργία του
Τόνι Μπλερ, ενώ οι βασικές οικονομικές πολιτικές του
Ρίγκαν συνέχισαν να εφαρμόζονται και από τους διαδόχους του, ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης. Σήμερα ο μονεταρισμός αποτελεί θεμελιώδες σκέλος των σύγχρονων οικονομικών θεωριών που εφαρμόζονται από τις αναπτυγμένες χώρες, ενώ ονομάζεται και με τον όρο
νεοκλασικά οικονομικά.
Σύμφωνα με τους νεο-μαρξιστές οικονομολόγους, αυτό που ονομάζουν "νεο-φιλελευθερισμός" εμπεριέχει μια εσωτερική αντίφαση, καθώς "επιδεικνύει πάθος για παρεμβατικότητα στο όνομα της μη-παρεμβατικότητας"
[24]. Σύμφωνα με άλλους, το αίτημα για περισσότερο ελεύθερη αγορά, δηλαδή περισσότερο καπιταλισμό και λιγότερο κράτος, αποτελεί πόρισμα της οικονομικής επιστήμης
[25]. Το αίτημα για "Ελεύθερη Αγορά" διαφέρει από το αίτημα για "Ελεύθερο
Ανταγωνισμό", καθώς έχει αποδειχθεί στην πράξη πως ο ανταγωνισμός απαιτεί ρυθμιστική παρέμβαση των αρχών, ώστε να διασφαλίζονται τα συμφέροντα των πιο αδύναμων έναντι της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης των ισχυρών
[26].
Την κριτική της απορρύθμισης, η οποία βασίζεται στην "Αποτυχία των Αγορών", εκφράζουν χαρακτηριστικά οι νομπελίστες οικονομολόγοι
Πολ Κρούγκμαν και
Τζόζεφ Στίγκλιτς.
[27] Οι κύκλοι μεγάλων υφέσεων που εμφανίστηκαν ιστορικά στον σύγχρονο
καπιταλισμό θεωρούνται από πολλούς οικονομολόγους ως απόδειξη της μη αποδοτικής κατανομής πόρων από τον μηχανισμό της αγοράς, μια μη αποδοτική κατανομή που μπορεί να διατηρείται για παρατεταμένες χρονικές περιόδους. Άλλοι θεωρούν τις υφέσεις κυρίως νομισματικά φαινόμενα (
μονεταρισμός) και όχι αποτέλεσμα πραγματικών διαταραχών, όπως για παράδειγμα διαταραχών της προσφοράς. Ο "νεοφιλελευθερισμός" με την έννοια των "νεοκλασικών οικονομικών" συνδέεται από αρκετούς
μαρξιστές διανοητές με την γενικότερη μετάβαση του καπιταλισμού σε νέο στάδιο, αυτό του "
ολοκληρωτικού καπιταλισμού". Ο μοντέρνος ακαδημαϊκός αντίλογος εκφράζεται κυρίως από τη νεοκεϋνσιανή θεωρία, που υποστηρίζει περισσότερο κρατικό παρεμβατισμό και αύξηση των δαπανών σε περιπτώσεις οικονομικών κρίσεων.
Σοσιαλισμός
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο
σοσιαλισμός είναι ένα κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, και συνεταιριστική διαχείριση της οικονομίας. Στον σοσιαλισμό η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αντικαθιστά σταδιακά την ατομική ιδιοκτησία.
[1] Η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών "ΕΣΣΔ" υπήρξε το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στην παγκόσμια ιστορία. Κατά τον Μαρξ η μετάβαση στον ολοκληρωτικό κομμουνισμό περιλαμβάνει μια περίοδο μισού κράτους που να τείνει προς την εξαφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας στην υπηρεσία της εργατικής τάξης . Η μεταβατική αυτή περίοδος είναι ο σοσιαλισμός.
Ο όρος ιστορικά, αφορά ένα πολιτικό κίνημα του οποίου η γέννηση τοποθετείται στον 19ου αιώνα, και των οικονομικοκοινωνικών συνθηκών της εποχής (
βιομηχανική επανάσταση, μορφοποίηση του καπιταλισμού ως κοινωνικο/οικονομικό σύστημα), και συσχετίζεται στενά με τον όρο
Αριστερά.
Οι αντιλήψεις του σοσιαλισμού πρέπει να αναζητηθούν στις απαρχές της
Γαλλικής Επανάστασης, στη παράταξη των
Ιακωβίνων, και από μία άλλη σκοπιά στον «ουτοπισμό» του
Ανρί ντε Σαιν-Σιμόν. Η θεωρία που συγκρότησαν ο Κ. Μαρξ και ο Φρ. Ένγκελς, αντιλαμβάνεται τον σοσιαλισμό ως κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού.
[2][3] Βασικό χαρακτηριστικό του σοσιαλισμού είναι η έναρξη μιας μακράς και δύσκολης διαδικασίας υπέρβασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η διαδικασία αυτή ξεκινά από την στιγμή της ανατροπής της αστικής εξουσίας/κυριαρχίας και την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και το λαό. (βλ.
πάλη των τάξεων)
[4]
Η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής (γη/τσιφλίκια, μεγάλα εργοστάσια, βασικοί τομείς της παραγωγής) καταργείται και ξεκινά η δημιουργία νέων συλλογικών σχέσεων παραγωγής, διανομής των προϊόντων και κατανομής του κοινωνικού πλούτου που θα εξυπηρετούν τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου. Στο επίπεδο της δημοκρατίας, εφαρμόζεται η εξουσία του οργανωμένου λαού (εργατικά συμβούλια, λαϊκές συνελεύσεις).
[4] Οι νέες αυτές σχέσεις παραγωγής στηρίζονται στο ότι τα μέλη μιας κοινωνίας θα προσφέρουν ανάλογα με τις δυνατότητές τους και θα αμείβονται ανάλογα με την εργασία που προσφέρουν.
Τη θέση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, θα πάρει σταδιακά, η συλλογική διαχείριση με αρχικές μορφές την
συνεταιριστική ιδιοκτησία (οι λεγόμενες
κολεκτίβες) και την
κρατική ιδιοκτησία (όσον αφορά τους βασικούς τομείς της οικονομίας όπως είναι η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, κλπ). Με την απονέκρωση/εξαφάνιση του κράτους, των κοινωνικών τάξεων και των ταξικών διαφορών, η ανθρωπότητα περνά στον κομμουνισμό. Ο
κομμουνισμός (η κοινωνία δλδ στην οποία εξαφανίζονται οι κοινωνικές τάξεις, οι ταξικές διαφορές και το
κράτος), είναι η κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών.
Κομβικό ζήτημα στην ιστορία και στο μέλλον του σοσιαλισμού, είναι η μελέτη της φύσης και του χαρακτήρα των χωρών του λεγόμενου "υπαρκτού σοσιαλισμού" της Ανατολικής Ευρώπης οι οποίες αυτοδιαλύθηκαν εκ των έσω κατά το χρονικό διάστημα ανάμεσα στο 1989 και το 1991. Η εξέλιξη στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού διχάζει μέχρι σήμερα το κομμουνιστικό κίνημα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σύμφωνα με την γνώμη ορισμένων κομμουνιστών, ο σοσιαλισμός υλοποιήθηκε σε αυτές τις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Κατά την γνώμη άλλων τμημάτων του κομμουνιστικού κινήματος, στις χώρες του ανατολικού μπλοκ ουδέποτε οικοδομήθηκε -παρά τις τιτάνιες προσπάθειες των λαών- ο σοσιαλισμός
Ιστορικό
Η πρώτη προσπάθεια σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της αναδυόμενης αστικής κοινωνίας, σημειώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Άγγλο βιομήχανο Ρόμπερτ Όουεν. Αν και παρατηρήθηκαν σημαντικά μεμονωμένα αποτελέσματα, το πείραμά του μακροπρόθεσμα απέτυχε. Η απόπειρα αυτή για πολλούς απέδειξε την αδυναμία της ειρηνικής εγκαθίδρυσης σοσιαλιστικών νησίδων σ' ένα καπιταλιστικό ωκεανό. Το εν λόγω πείραμα αφορούσε τους 2.500 εργάτες που απασχολούσε ο ίδιος στην επιχείρησή του. Ο Όουεν είναι ένας από τους πιο σημαντικούς πρώιμους εκπροσώπους των σοσιαλιστικών ιδανικών, από κοινού με τους Κλοντ Ανρί ντε Σεν Σιμόν και Σαρλ Φουριέ. Χαρακτηρίστηκαν αργότερα ως ουτοπικοί σοσιαλιστές.
.
Η κατοπινή εμφάνιση του Καρλ Μαρξ, αλλά και του φιλελεύθερων καταβολών αναρχοατομικισμού, βοήθησε στον οριστικό σχηματισμό του σοσιαλισμού ως συγκεκριμένου, νεωτερικού πολιτικού χώρου, που απέρριπτε τόσο τον συντηρητισμό της Δεξιάς της εποχής όσο και τον αστικό φιλελευθερισμό. Η ανάλυση του Μαρξ για την πάλη των τάξεων και για τη μεθοδολογία του ιστορικού υλισμού, που στόχευε στην επιστημονική μελέτη της Ιστορίας, είναι καθοριστική για την πορεία του σοσιαλισμού ο οποίος υιοθετεί πιο ριζοσπαστική και επαναστατική προσέγγιση. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα ο σοσιαλισμός βοηθά στην ανάδυση του εργατικού κινήματος και του συνδικαλισμού, αποτελώντας συνήθως το ιδεολογικό τους υπόβαθρο.
Χαρακτηριστική έκφραση και απόπειρα πραγμάτωσης των σοσιαλιστικών ιδεών αποτελεί η Παρισινή Κομμούνα του 1871, ή αλλιώς σύμφωνα με έκφραση του Μαρξ «η έφοδος του ανθρώπου προς τον ουρανό», η οποία κράτησε μόνο δύο μήνες. Την ίδια περίοδο η Πρώτη Διεθνής, μία διεθνής σοσιαλιστική πολιτική οργάνωση η οποία είχε ιδρυθεί από τους Μαρξ και Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, διασπάται σε αναρχικούς και μαρξιστές, με κύριο σημείο διαφωνίας τον δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί για να μετασχηματιστεί η Ανθρωπότητα προς τον κομμουνισμό. Ο Μιχαήλ Μπακούνιν υποστηρίζει την άμεση μετάβαση σε μία αταξική, ακρατική και αυτοδιευθυνόμενη κομμουνιστική κοινωνία μέσω λαϊκής επαναστατικής ρήξης με το αστικό καθεστώς, ενώ ο Μαρξ υποστηρίζει πως μεταξύ της επανάστασης και της οικοδόμησης του κομμουνισμού πρέπει να μεσολαβήσει μία κρατικιστική, μεταβατική περίοδος όπου το κράτος θα είναι υπό τον έλεγχο της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού, της εργατικής τάξης (δικτατορία του προλεταριάτου). Αυτή είναι η απαρχή της διαίρεσης των σοσιαλιστών σε ελευθεριακούς και κρατικιστές.
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι περισσότεροι μαρξιστές οργανώνονταν πλέον σε αστικού τύπου πολιτικά κόμματα τα οποία συμμετείχαν νόμιμα στις κοινοβουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις. Ορισμένα από αυτά τα κόμματα άρχισαν να απορρίπτουν την επαναστατική προοπτική και να υποστηρίζουν έναν σταδιακό μετασχηματισμό της αστικής κοινωνίας μέσω διαρκών μετριοπαθών μεταρρυθμίσεων και κυβερνητικών μέτρων, στοχευμένων μακροπρόθεσμα σε μεγαλύτερη ισοκατανομή του πλούτου, μέσα στο πλαίσιο όμως του αστικού φιλελευθερισμού και της συνταγματικής νομιμότητας. Οι σοσιαλιστές αυτοί αργότερα αποκλήθηκαν σοσιαλδημοκράτες (ο όρος βρισκόταν ήδη σε χρήση, παλαιότερα όμως περιέγραφε συλλήβδην όλους τους μαρξιστές επειδή συμμετείχαν σε κοινοβουλευτικές εκλογές) και ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε την αφορμή για την οριστική απόσχισή τους από τον επαναστατικό μαρξισμό. Αργότερα, μετά τη Μεγάλη Ύφεση, οι περισσότεροι σοσιαλδημοκράτες εγκατέλειψαν οριστικά τον μαρξισμό και την αμφισβήτηση της ελεύθερης αγοράς και του καπιταλισμού, υιοθετώντας αντίθετα τον κεϋνσιανισμό και το κράτος πρόνοιας ως κεντρικό οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό τους μοντέλο.
Παράλληλα τα επαναστατικά μαρξιστικά κόμματα άρχισαν να συσπειρώνονται γύρω από τον λενινισμό, την πολιτική θεωρία και πρακτική του ρωσικού κόμματος των Μπολσεβίκων, οι οποίοι το 1917 κατάφεραν να ανατρέψουν τόσο την απολυταρχική τσαρική μοναρχία όσο και το φιλελεύθερο καθεστώς που είχε εμφανιστεί μετά από μία προηγούμενη εξέγερση, και να εγκαθιδρύσουν ένα νέο καθεστώς που όρισαν ως δικτατορία του προλεταριάτου (βλ. Οκτωβριανή επανάσταση). Εκείνη την περίοδο τα λενινιστικά κόμματα διεθνώς άρχισαν να ονομάζονται «Κομμουνιστικά» (π.χ. Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας).
Κατά τη δεκαετία του 1960, σε μία εποχή αμφισβήτησης του κατεστημένου στις χώρες της Δύσης και ανάδυσης μίας άντεργκραουντ αντικουλτούρας, συνέβησαν σημαντικές θεωρητικές και πρακτικές εξελίξεις στον ευρύτερο σοσιαλιστικό χώρο με τελικό αποτέλεσμα την εμφάνιση νέων κοινωνικών κινημάτων και πολιτικών θεωριών, όπως η Νέα Αριστερά, το αφροαμερικανικό κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων, ο μεταμαρξισμός, οι καταστασιακοί, ο σύγχρονος φεμινισμός, η αυτονομία, η πολιτική οικολογία, η κοινωνική οικολογία κλπ. Υπό τέτοιες συνθήκες, στη συνέχεια αναδύθηκε ο ευρωκομμουνισμός με αφορμή την Άνοιξη της Πράγας, αλλά και ο σύγχρονος μετααριστερός και εξεγερσιακός αναρχισμός, ο οποίος άσκησε κριτική στον κλασικό σοσιαλισμό και στις ιστορικές, σοσιαλιστικές τάσεις του κοινωνικού αναρχισμού.
Στον σοσιαλισμό έχει ασκηθεί κριτική από διαφορετικές οπτικές γωνίες και ακριβώς επειδή υπάρχουν πολλά μοντέλα σοσιαλισμού, η κριτική αυτή έχει, κατά περίπτωση, εστιάσει σε κάποιο από τα συγκεκριμένα είδη σοσιαλισμού. Έτσι, στον σοσιαλισμό έχει ασκηθεί κριτική από φιλελεύθερους και συντηρητικούς αναλυτές, ή και από σοσιαλιστές αντίθετους με τις ήδη εφαρμοσμένες, υπαρκτές εκδοχές σοσιαλισμού, η οποία μπορεί να διακριθεί σε δύο κατηγορίες: κριτική στον κομμουνισμό και κριτική στην κεϋνσιανή σοσιαλδημοκρατία.
Η θεωρητική κριτική που έχει ασκηθεί στον κομμουνισμό μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις διαφορετικές τάσεις: κριτική στην ίδια τη σύλληψη της κομμουνιστικής κοινωνίας, κριτική στη μεταβατική «δικτατορία του προλεταριάτου» όπως αυτή εφαρμόστηκε στη Σοβιετική Ένωση και στο
ανατολικό μπλοκ (εδώ συμπεριλαμβάνεται η κριτική στον λενινιστικό
κεντρικό σχεδιασμό ως οικονομικό σύστημα αυτής της «μεταβατικής» περιόδου), ή κριτική στο ανατολικό μπλοκ μόνο μετά από κάποιο χρονικό σημείο (π.χ. μετά τον θάνατο του Λένιν ή μετά τον θάνατο του Στάλιν). Για περισσότερα στοιχεία κριτικής τόσο εξ αριστερών όσο και εκ δεξιών, δείτε τα άρθρα
αντικομμουνισμός και
λενινισμός.
Η κριτική στην κεϋνσιανή σοσιαλδημοκρατία συνήθως έχει καθαρά
οικονομολογικό χαρακτήρα και στηρίζεται στην έννοια της
οικονομικής μεγέθυνσης υπό συνθήκες καπιταλιστικής ελεύθερης αγοράς. Η κριτική αυτή συνδέεται σε θεωρητικό επίπεδο με τον
νεοφιλελευθερισμό, ή ακόμα και με τον
αναρχοκαπιταλισμό. Οι υπέρμαχοι του οικονομικού φιλελευθερισμού και οι δεξιοί ελευθεριακοί θεωρούν το ηθικό δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στις αγοραίες συναλλαγές ως το κεντρικό πρόταγμα της θεωρίας τους περί ελευθερίας, και πιστεύουν ότι η οικονομική δυναμική του καπιταλισμού είναι αναλλοίωτη και απόλυτη. Για αυτούς τους λόγους, αντιλαμβάνονται την κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, τις κολεκτίβες και τον κρατικό οικονομικό ως καταπατήσεις της ελευθερίας
[5][6].
Σύμφωνα με τον οικονομολόγο της
Αυστριακής Σχολής Οικονομικής Σκέψης Λούντβιχ φον Μίζες, σε ένα οικονομικό σύστημα χωρίς νόμισμα και οικονομία της αγοράς δε θα υπάρχει τρόπος αξιολόγησης των κυριότερων αγαθών και συντονισμού της παραγωγής, συνεπώς αυτοί οι τύποι σοσιαλισμού είναι ανέφικτοι ακριβώς επειδή δεν διαθέτουν τις απαραίτητες πληροφορίες για να κάνουν πολύπλοκους υπολογισμούς
[7][8]. Ένα ακόμα βασικό επιχείρημα ενάντια στα σοσιαλιστικά συστήματα που βασίζονται στον οικονομικό σχεδιασμό στηρίζεται στη χρήση σκόρπιων γνώσεων. Ο κρατικός σοσιαλισμός είναι αδύνατος κατ'αυτή την άποψη διότι η πληροφορία δεν μπορεί να συσσωρευτεί από ένα κεντρικό σώμα και να χρησιμοποιείται αποτελεσματικά για τη δημιουργία ενός σχεδίου για μιας ολόκληρης οικονομίας. Κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα την αλλοίωση ή την απουσία των των μηνυμάτων σε ό,τι αφορά τις τιμές
[9].
Πολλές οικονομικές κριτικές του σοσιαλισμού εστιάζουν στις εμπειρίες των σχεδιασμένων οικονομιών σοβιετικού τύπου. ισχυρίζεται ότι η έλλειψη περιορισμών στον προϋπολογισμό στις επιχειρήσεις που λειτουργούν σε μια σχεδιασμένη οικονομία μειώνει τα κίνητρα αποτελεσματικής δράσης πάνω στην πληροφορία, πράγμα που χαμηλώνει την συνολική ευημερία για την κοινωνία
[10].
Άλλοι οικονομολόγοι ασκούν κριτική σε μοντέλα σοσιαλισμού βασιζόμενα σε νεοκλασικά οικονομικά λόγω της εξάρτησής της από την οικονομική ισορροπία και την κατά Παρέτο αποτελεσματικότητα
[11]
Δεδομένων αυτών των κριτικών, ιστορικοί όπως ο
Χάουαρντ Ζιν απάντησε:
Ας μιλήσουμε για τον σοσιαλισμό. Θεωρώ σημαντική την επαναφορά της ιδέας του σοσιαλισμού στην εθνική συζήτηση εκεί που βρισκόταν στην αλλαγή του [περασμένου] αιώνα προτού του δώσει κακή φήμη η
Σοβιετική Ένωση. Ο σοσιαλισμός είχε καλή φήμη σε αυτή την χώρα. Ο σοσιαλισμός είχε τον
Ευγένιο Ντεμπς. Είχε τον
Κλάρενς Ντάροου. Είχε την
Μαίρη Χάρις Τζόουνς. Είχε την
Έμμα Γκόλντμαν. Είχε πολλά εκατομμύρια ανθρώπους να διαβάζουν σοσιαλιστικού περιεχομένου εφημερίδες σε όλη τη χώρα. Ο σοσιαλισμός ουσιαστικά έλεγε να έχουμε μια ευγενέστερη κοινωνία. Ας μοιραστούμε τα πράγματά μας. Ας έχουμε ένα οικονομικό σύστημα που να παράγει πράγματα όχι επειδή είναι προσοδοφόρα για κάποια εταιρεία, αλλά να παράγει πράγματα τα οποία χρειάζονται οι άνθρωποι. Δεν θα έπρεπε οι άνθρωποι να υποχωρούν όταν ακούν την λέξη σοσιαλισμός επειδή πρέπει να πηγαίνεις πέρα από τον καπιταλισμό
Δημοκρατικός σοσιαλισμός
Ο
δημοκρατικός σοσιαλισμός είναι
κεντροαριστερός πολιτικός χώρος, συγγενής με τη
σοσιαλδημοκρατία. Συνήθως εκπροσωπείται από κόμματα τα οποία ήταν παλαιότερα
σοσιαλιστικά και μετατράπηκαν λόγω των θεσμών της
φιλελεύθερης δημοκρατίας σε δημοκρατικά σοσιαλιστικά. Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός δεν αντιτίθεται ούτε στον
φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό ούτε στον
καπιταλισμό, πιστεύοντας σε μια
αντιπροσωπευτική δημοκρατία όπου επιτρέπεται η ιδιωτική ιδιοκτησία των επιχειρήσεων και των μέσων παραγωγής, αλλά το
κράτος είναι σε θέση να ελέγξει τους ιδιώτες επιχειρηματίες ανά πάσα στιγμή. Ακόμη, ο δημοκρατικός σοσιαλισμός υποστηρίζει πως το κράτος πρέπει να επιτηρεί αυστηρά την
ελεύθερη αγορά και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις ώστε να υπηρετείται το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου. Έτσι, ιδανικά, το κράτος συντηρεί ένα πλέγμα προστασίας των πιο αδύναμων πολιτών, ενώ ο καθένας συνεισφέρει στα δημόσια βάρη αναλόγως με τη δύναμή του.
Η διαφοροποίηση του δημοκρατικού σοσιαλισμού από τα επίσης κεντροαριστερά κινήματα και κόμματα της
σοσιαλδημοκρατίας είναι ότι η σοσιαλδημοκρατία κινείται περισσότερο στα πλαίσια ενός φιλελεύθερου κράτους εμπλουτισμένου με στοιχεία κρατικοσοσιαλιστικής αντίληψης:
μεικτή οικονομία,
κράτος πρόνοιας κλπ. Η διαφορά του από τον επαναστατικό
σοσιαλισμό, όπως ο
λενινισμός, είναι ότι ο δημοκρατικός σοσιαλισμός δεν στοχεύει ούτε στην κατάργηση της
ταξικής διαίρεσηςμέσω της όξυνσης της
ταξικής πάλης, ούτε στον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας σε σοσιαλιστική, ενώ αποδέχεται πλήρως την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τη διανομή των παραγόμενων αγαθών μέσω της ελεύθερης αγοράς, στο πλαίσιο μίας καπιταλιστικής οικονομίας.
Μετά την
Άνοιξη της Πράγας το
1968, και ακόμα περισσότερα μετά την
περεστρόικα κατά τη
δεκαετία του 1980 και την κατάρρευση του
ανατολικού μπλοκ το 1991, ένα μεγάλο υποσύνολο των λενινιστικών κομμάτων διεθνώς διασπάστηκαν και μετακινήθηκαν σταδιακά πρώτα προς τον
ευρωκομμουνισμό και κατόπιν προς την Κεντροαριστερά, τοποθετούμενα συνήθως σήμερα είτε στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, είτε στον χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα, εποχή ανόδου του
νεοφιλελευθερισμού στον απόηχο της
οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1970, τα περισσότερα κυβερνητικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετακινήθηκαν εμπράκτως σε θέσεις εγγύτερα σε αυτές οι οποίες περιγράφονται εδώ ως αντιλήψεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού, εγκαταλείποντας τη μεταπολεμική δέσμευσή τους στην πλήρη απασχόληση, τη μεικτή οικονομία και το κράτος πρόνοιας. Συνεχίζουν όμως να αυτοαποκαλούνται σοσιαλδημοκρατικά και να διαφοροποιούνται από κόμματα του δημοκρατικού σοσιαλισμού, τα οποία έχουν συνήθως αριστερότερες,
μαρξιστικέςαπώτερες καταβολές.
Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός έχει εν πολλοίς συγκλίνει προγραμματικά και με τον
σοσιαλφιλελευθερισμό μες στην ευρύτερη Κεντροαριστερά, παρά τις πολύ διαφορετικές απώτερες καταβολές.
Εθνικισμός
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο
Εθνικισμός (αγγλ. ultranationalism) είναι πολιτική
ιδεολογία που υποστηρίζει την ιδέα της εθνικής ταυτότητας για μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, τη διατήρηση της ανωτερότητας της ταυτότητας αυτ
Ο εθνικισμός ως όρος & ιδεολογία στη Πολιτική Επιστήμη
Ο εθνικισμός ως ιδεολογία μπορεί να έχει και να εμφανίζεται με διάφορες μορφές, είτε ως προοδευτική και απελευθερωτική δύναμη, η οποία εξασφαλίζει την εθνική ενότητα και ανεξαρτησία, είτε ως ανορθολογικό και αντιδραστικό δόγμα, που επιτρέπει στους εκάστοτε ηγέτες να ακολοθούν πολιτικές στρατιωτικής παρέμβασης ή επεκτατικούς πολέμους στο όνομα του έθνους. Μπορούμε να πούμε ότι ο εθνικισμός κατά καιρούς υπήρξε προοδευτικός, και αντιδραστικός, δημοκρατικός και δεσποτικός, απελευθερωτικός και καταπιεστικός, αριστερός και δεξιός, οπότε και προτιμότερο θεωρείται από πολλούς μελετητές να αντιμετωπίζεται ως μια σειρά "εθνικισμών", δηλαδή όχι ως ένα καθ' αυτού συνεκτικό φαινόμενο, αλλά μια ποικιλομορφία παραδόσεων με ένα και μόνο κοινό χαρακτηριστικό, τη κεντρικη πολιτική σημασία του έθνους.ής και των ξεχωριστών χαρακτηριστικών των ατόμων ενός
έθνους.
[1]
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η έννοια του εθνικισμού, ορίζεται ως εξής: Ο εθνικισμός είναι η απόλυτη και με πάθος προσήλωση των ατόμων στο έθνος τους, η οποία φτάνει ως την περιφρόνηση και την εχθρότητα προς άλλα έθνη τα οποία θεωρεί κατώτερα (πρβ. Σοβινισμός).
Έχει -μαζί με άλλες- μια βασική και ουσιαστική διαφορά από την έννοια «πατριωτισμός» σε τούτο: Ο πατριωτισμός, ορίζεται ως η αγάπη για την πατρίδα η οποία αναπτύσσεται χωρίς καμία διάθεση υποτίμησης ή περιφρόνησης άλλου έθνους (εθνισμός, πατριωτισμός), σε αντίθεση με τον εθνικισμό, ο οποίος δομείται στη βάση της θεώρησης "ανώτερο/κατώτερο έθνος".
Από πολιτική άποψη, ο εθνικισμός αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο η γέννηση του οποίου εντοπίζεται κατά το 19ο κυρίως αι. Τότε ο εθνικισμός και αναγνώριζε και αποδεχόταν τις εθνικές διαφορές και ιδιομορφίες ως βάση για τη σύσταση και λειτουργία των πολιτικών κοινοτήτων! Στα τέλη του 19ου αι. όμως, το κίνημα του εθνικισμού άρχισε να χάνει το φιλελεύθερο και διεθνιστικό του χαρακτήρα, και να γίνεται συντηρητικότερο ακόμη και αντιδραστικό.
[2]
Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές ο εθνικισμός είναι "
η επίκληση της εθνικής ταυτότητας σαν βάση για μαζική κινητοποίηση και δράση"
[3]
Η σημερινή χρήση της λέξης Εθνικισμός αναφέρεται στον εθνικό ή θρησκευτικό εθνικισμό. Ωστόσο, οι πολιτικοί επιστήμονες τείνουν να ερευνούν ακραίες μορφές εθνικισμού που σχετίζονται με στρατιωτικά ή αποσχισματικά καθεστώτα.
Οι κυριότερες πολιτικές εκφάνσεις του εθνικισμού
Φιλελεύθερος εθνικισμός
Ως φιλελεύθερος εθνικισμός θεωρείται η κλασική μορφή του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού( παρ΄ όλο που σε κάποια σημεία ο φιλελευθερισμός σκοπεύει πέραν του έθνους στη πορεία) με απαρχή τις ιδέες της
Γαλλικής Επανάστασης , με συνέχεια τις ιδέες του ιταλικού εθνικιστικού κινήματος μετά τη
Risorgimento (αναγέννηση) και την θέληση για ιταλική ενοποίηση και το λατινοαμερικάνικο, αργότερα, κίνημα ανεξαρτησίας. Δηλαδή στα μέσα του 19ου αιώνα, στην ηπειρωτική Ευρώπη ο όρος εθνικιστής συνεπαγόταν του όρου φιλελεύθερος. Ο φιλελεύθερος εθνικισμός δέχεται ότι η ανθρωπότητα είναι εκ φύσεως διαιρεμένη σε έθνη που το καθένα έχει ξεχωριστή ταυτότητα, ενώ διασυνδέεται με τη λαϊκή κυριαρχία. Βασική θεματική αρχή του φιλελεύθερου εθνικισμού είναι η εθνική αυτοδιάθεση, ενώ ο ίδιος ο φιλελεύθερος εθνικισμός είναι αυτού καθ' αυτού βασισμένος πάνω σε αρχές, χωρίς να προωθεί τα συμφέροντα ενός έθνους σε βάρος ενός άλλου, υπό την έννοια ότι όλα τα έθνη είναι ίσα. Τελικός σκοπός του είναι η οικοδόμηση ενός κόσμου κυρίαρχων εθνών-κρατών.
Συντηρητικός εθνικισμός
Χρονολογικά, ο συντηρητικός εθνικισμός μάλλον έπεται, του φιλελεύθερου εθνικισμού. Παρ΄ όλο που μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι συντηρητικοί πολιτικοί αντιμετώπιζαν τον εθνικισμό ως ανατρεπτικό δόγμα, έπειτα με το πέρας του χρόνου τον χρησιμοποίησαν ως "ανάχωμα" στον σοσιαλισμό (π.χ. το ιδεώδες "ενός έθνους" του
Μπέντζαμιν Ντισραέλι(Disraeli), ή η υιοθέτηση του πανσλαβικού εθνικισμού από τον
Τσάρο Αλέξανδρο Γ', αφού για τον συντηρητικό εθνικισμό στόχος ήταν κυρίως η κοινωνική συνοχή, δημόσια τάξη και ασφάλεια, ενώ οι συντηρητικοί εθνικιστές πίστευαν σε πως το έθνος είναι μια οργανική οντότητα που πηγάζει από μια βασική επιθυμία των ανθρώπων να συναναστρέφονται με εκείνους που έχουν ίδιες απόψεις, συνήθειες και τρόπο ζωής με αυτούς. Αυτό το είδος εθνικισμού ευδοκιμεί σε εδραιωμένα έθνη-κράτη και όχι σε έθνη υπό διαδικασία εθνογένεσης, ενώ θεωρεί ότι υπάρχουν εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί. Οι εσωτερικοί εχθροί είναι ο ταξικός ανταγωνισμός, με τον κίνδυνο κοινωνικής επανάστασης, ενώ εξωτερικοί εχθροί είναι ο διεθνισμός και η μετανάστευση. Παρ΄ όλο που πολλοί συνδέουν αυτό το είδος εθνικισμού με το μιλιταρισμό και τον επεκτατισμό, ωστόσο κύριο γνώρισμα του συντηρητικού εθνικισμού είναι η εσωστρέφεια και ο απομονωτισμός. Τέλος, ως κριτική του συντηρητικού εθνικισμού διαφαίνεται πως μπορεί να τεθεί το γεγονός χειραγώγησης της εξουσίας από τη διοικούσα ελίτ.
Επεκτατικός Εθνικισμός
Αυτή η μορφή εθνικισμού έχει καθαρά επιθετικό, στρατιωτικό και επεκτατικό χαρακτήρα, ενώ είναι αντίθετη με τα πιστεύω του φιλελεύθερου εθνικισμού, όπως παραδείγματος χάριν τη πίστη στα ίσα δικαιώματα και την αυτοδιάθεση. Ο
ιμπεριαλισμός που διακατείχε τα ευρωπαϊκά κράτη τον 19ο αιώνα πυροδοτούσε ένα κλίμα λαϊκού εθνικισμού, όπου το εθνικό γόητρο ήταν συνυφασμένο με την όλο και περισσότερο κατοχή μιας αυτοκρατορίας, ενώ κάθε αποικιακή νίκη χαιρετίζονταν με εκδηλώσεις λαϊκου ενθουσιασμού. Ειδικά αυτού του είδους ο εθνικισμός οδηγει σε αισθήματα υστερικού, εθνικιστικού ενθουσιασμού, που αποκαλείται πολλές φορές και
θεμελιακός εθνικισμός, δηλαδή η πίστη ότι το έθνος είναι τα πάντα, ενώ το άτομο τίποτα. Αυτή η μορφή εθνικισμού είναι άμεσα και άρρηκτα συνδεδεμένη τόσο με
σοβινιστικές απόψεις και θεωρίες, όσο και με οπισθοδρομικού χαρακτήρα μυθοπλασιών (π.χ. ο
Μουσολίνι (Mussolini ) και οι Ιταλοί φασίστες ανακαλούσαν την εποχή της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή ο
Χίτλερ και οι Γερμανοί ναζί παρέπεμπαν τόσο στο
Δεύτερο Ράιχ του
Μπίσμαρκ (Bismark)όσο και στο
Πρώτο Ράιχ του
Καρλομάγνουκαι της
Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Αντιαποικιοκρατικός Εθνικισμός
Ο αναπτυσσόμενος κόσμος γέννησε διάφορες μορφές εθνικισμού, οι οποίες είχαν ως κοινή αρχή τη πάλη ενάντια στην αποικιοκρατία. Στην Αφρική και την Ασία, οδήγησε σε ένα αίσθημα εθνικότητας που διαμορφώθηκε από την κοινή επιθυμία "εθνικής απελευθέρωσης". Ακόμη και οι μεγάλες και εκτεταμένες αυτοκρατορίες της Βρετανίας, Γαλλίας, Ολλανδίας και Πορτογαλίας λύγισαν μπροστά στον αναδυόμενο αυτό εθνικισμό στη πορεία. Πιο συγκεκριμένα στην
Ινδία υποσχέθηκαν ανεξαρτησία κατά τη διάρκεια του
Β' παγκοσμίου πολέμου και την αναγνώρισαν το 1947, ενώ η
Κίνα πέτυχε την πραγματική ενότητα και ανεξαρτησία μόνο μετά τη κομμουνιστική επανάσταση του 1949. Η δημοκρατία της
Ινδονησίας ιδρύθηκε το 1949, μετά από τριετή πόλεμο εναντίον των Ολλανδών. Το
Βιετνάμ με στρατιωτική εξέγερση ανάγκασε τους Γάλλους να αποσυρθούν το 1954, αν και η τελική απελευθέρωση και ενοποίηση του βορείου και νοτίου Βιετνάμ επετεύχθη μόλις το 1975. Ο στόχος της "εθνικής απελευθέρωσης" είχε τόσο οικονομική όσο και πολιτική διάσταση, κάτι που μας βοηθά στη κατανόηση του λόγου που τα αντιαποικιοκρατικά κινήματα στράφηκαν στον σοσιαλισμό και ειδικά στον μαρξισμό-λενινισμό, ως όχημα έκφρασης των εθνικιστικών τους φιλοδοξιών και όχι στον φιλελευθερισμό, ακόμη και αν φαiνομενικά ο εθνικισμός και σοσιαλισμός είναι ασύμβατα πολιτικοϊδεολογικά συστήματα.
Πολιτειακός Εθνικισμός
Αυτή η μορφή εθνικισμού αδιαφορεί για τις αξιώσεις περι της φυλής ή του αίματος, αναπτύσσεται περισσότερο σε χώρες που τις απαρτίζουν μετανάστες όπως είναι οι Η.Π.Α, ο Καναδάς, η Αυστραλία κ.λ.π. Οι νέοι μετανάστες ζουν για κάποιο χρονικό διάστημα στην χώρα και έπειτα δίνουν όρκο πίστης στο Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους, με αυτό τον τρόπο γίνονται πολίτες του κράτους ανεξάρτητα την καταγωγή ή την εθνικότητα που είχαν πριν.
Αναρχισμός
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
O αναρχισμός (αγγλικά: anarchism, ισπανικά: anarquismο) είναι ένα ιδεολογικό πολιτικό και κοινωνικό κίνημα. Ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική λέξη αρχή (=εξουσία) και το στερητικό α. Στην κυριολεξία αναρχία σημαίνει «χωρίς εξουσία» και το κοινό χαρακτηριστικό όλων των αναρχικών κινημάτων είναι το αίτημά τους για κατάργηση τουκράτους, το οποίο βλέπουν ως βασικό καταπιεστικό παράγοντα περιορισμού της ελευθερίας του ατόμου ή / και της κοινωνίας. Ο όρος αναρχισμός αρχικά είχε αρνητική έννοια, διότι αναρχία στην καθομιλουμένη συνήθως σήμαινε χάος κοινωνικό, πολιτικό και όχι μόνο. Δήλωνε δηλαδή την αταξία ή υπήρχαν φορές που ταυτιζόταν με αντικαθεστωτικές βομβιστικές ενέργειες οι οποίες χαρακτηρίζονταν τρομοκρατικές. Η απαραίτητη σύνδεση με τη βία και το χάος ωστόσο είναι προπαγανδιστική, καθώς ορισμένοι θεωρητικοί αναρχικοί θεωρούν τη βία όχι μόνο ακατάλληλο μέσο επιβολής, αλλά επίσης την εξισώσουν με την αστική ηθική, εγκρίνοντάς την μόνο ως μέσο αυτοάμυνας.
Η λέξη
αναρχία, όπως τη χρησιμοποιούν οι περισσότεροι αναρχικοί, δηλώνει μια αρμονική αντιεξουσιαστική και αταξική κοινωνία, που στηρίζεται στις δυνατότητες της εθελοντικής συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας των ανθρώπων με βάση τον ατομικό
αυτοπροσδιορισμό και την προσωπική συμμετοχή. Στη θέση των σημερινών ιεραρχικών, εξουσιαστικών πολιτικών δομών και
οικονομικών θεσμών, οι αναρχικοί προτείνουν κοινωνικές σχέσεις θεμελιωμένες στην «εκούσια» ομαδική συγκρότηση αυτόνομων ατόμων, την αλληλεγγύη και την
αυτοδιαχείριση. Ενώ συχνά ο αναρχισμός ορίζεται από αυτό στο οποίο εναντιώνεται, εντούτοις οι αναρχικοί ανά τις εποχές προσέφεραν σύμφωνα με το όραμα για αυτό που πιστεύουν ότι είναι η αληθινά ελεύθερη κοινωνία. Ωστόσο, οι αντιλήψεις για το πώς μπορεί να είναι λειτουργική μια τέτοια κοινωνία πιθανώς διαφέρουν πολύ, ιδιαίτερα όσον αφορά την οργάνωση των οικονομικών της σχέσεων.
Οι αναρχικοί απορρίπτουν όλες τις μορφές
κοινοβουλευτικής πολιτικής δράσης ως ανούσιες και προσβλέπουν σε μία «κοινωνική επανάσταση» (
αναρχοκολεκτιβιστές/
αναρχοκομμουνιστές), σε γενικές εργατικές
απεργίες (
αναρχοσυνδικαλιστές) ή σε μία καθολική «ανυπακοή των μαζών» (
αναρχοατομικιστές), προκειμένου να επέλθει η αναρχία. Η χρήση αντικρατικής βίας, είτε κατά την επαναστατική αυτή διαδικασία είτε νωρίτερα υπό μορφή
ακτιβισμού, από κάποιους αναρχικούς απορρίπτεται ρητά ως εξουσιαστική πρακτική, ενω από άλλους θεωρείται αναγκαία προκειμένου να εξασφαλιστεί η άμυνα των εξεγερμένων, η κινητοποίηση της κοινωνίας και η ήττα των δυνάμεων του κράτους.
Ο αναρχοκολλεκτιβιστής Μιχαήλ Μπακούνιν.
Η πρώτη επίσημη γνωστοποίηση αναρχικών θέσεων προήλθε από τον
ατομιστή αναρχικό Ουίλιαμ Γκόντγουιν (William Godwin). Ήταν αυτός που στο έργο του
Έρευνα για την πολιτική δικαιοσύνη πραγματεύτηκε μία μορφή ακραίου πολιτικού
φιλελευθερισμού, ο οποίος έδινε έμφαση στην πλήρη ελευθερία του ατόμου από την κρατική καταπίεση. Οι ατομιστές έφταναν στο σημείο να πριμοδοτούν στον λόγο τους το άτομο όχι μόνο έναντι του κράτους, όπως οι συνήθεις φιλελεύθεροι, αλλά και ευρύτερα έναντι της κοινωνίας (π.χ. αρνούμενοι συλλογικούς τρόπους λήψης αποφάσεων όπως η
άμεση δημοκρατία, καθώς έβλεπαν την τελευταία ως δεσμευτική και καταπιεστική απέναντι στις εκλογικές μειοψηφίες). Όσον αφορά την
ελεύθερη αγορά ορισμένοι ατομιστές την αποδέχονταν ως φυσικό τρόπο διανομής αγαθών, ενώ άλλοι την θεωρούσαν έναν εγγενώς καταπιεστικό μηχανισμό.
Η πίστη του Μπακούνιν σε έναν «αντιεξουσιαστικό σοσιαλισμό» ήταν αυτή που οδήγησε στη διαγραφή του από τη Διεθνή και έβαλε τα θεμέλια για τον
αναρχοκολεκτιβισμό ή κολεκτιβιστικό αναρχισμό, πάνω στον οποίο στηρίχτηκαν οι περισσότερες αναρχικές θεωρίες όπως ο
αναρχοσυνδικαλισμός, ο
οικοαναρχισμός, ο
αναρχοκομμουνισμός κλπ. Με βάση λοιπόν τον αναρχοκολεκτιβισμό, ο αναρχισμός του 20ου αιώνα αρνείται τη μεταβατική περίοδο της
δικτατορίας του προλεταριάτου (που ήταν μία από τις κύριες διαφωνίες του Μαρξ με τον Μπακούνιν), που προτείνουν οι μαρξιστές για το πέρασμα στην ιδεατή αταξική, κομμουνιστική κοινωνία. Επίσης, προωθεί την αυτοδιαχείριση και εστιάζει στην προσωπική ευθύνη που έχει το άτομο για τις πράξεις του απέναντι στον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο, του οποίου είναι μέλος. Για τον κοινωνικό αναρχισμό χρησιμοποιείται και ο όρος
ελευθεριακός σοσιαλισμός, ο οποίος όμως είναι ευρύτερος.
[4]
Ο Μπακούνιν, ο Κροπότκιν και ο
Ερρίκο Μαλατέστα εκπροσωπούσαν μία μερίδα του κλασικού αναρχικού κινήματος, η οποία περί τα τέλη του 19ου αιώνα ενέκρινε βίαιους τύπους μεμονωμένου και ατομικού ακτιβισμού (κυμαινόμενους από ληστείες τραπεζών μέχρι πολιτικές δολοφονίες) ως αντίβαρο στην καταπίεση της κοινωνίας από το κράτος και ως τρόπο ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας ώστε να επέλθει ταχύτερα η επανάσταση (βλ.
έμπρακτη προπαγάνδα). Οι πρακτικές αυτές εγκαταλείφθηκαν κατά μεγάλο μέρος μετά τον
Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω της διαφαινόμενης αποτυχίας τους να επιταχύνουν την πορεία προς μία αναρχική επανάσταση, της σύνδεσής τους με την τρομοκρατία, της ανόδου του οργανωμένου αναρχοσυνδικαλισμού και της επιτυχίας της
Οκτωβριανής Επανάστασης.
Νεότερος αναρχισμός
Οι στόχοι του αναρχισμού, καθώς και οι τρόποι επίτευξης των στόχων αυτών, αντιμετώπισαν ισχυρή κριτική και θεωρήθηκαν ουτοπία από τους μαρξιστές. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και την κατοπινή επικράτηση των λενινιστών στη Σοβιετική Ένωση (αν και στα γεγονότα είχαν συμμετάσχει και πολλοί αναρχικοί), η απήχηση του αναρχισμού περιορίστηκε σημαντικά σε σχέση με άλλους πολιτικούς χώρους όπως ο κρατικιστικός σοσιαλισμός ή ο φιλελευθερισμός,[5] με μόνη σημαντική εξαίρεση την Ισπανική Επανάσταση του 1936. Ωστόσο κατά τις δεκαετίες του 1960 και του '70, με την εμφάνιση στις χώρες της Δύσης αντικαθεστωτικών πολιτισμικών κινημάτων όπως το αντεργκράουντ ή η πανκ μουσική, και υπό την επιρροή τουΨυχρού Πολέμου, του πολέμου στο Βιετνάμ, της τρέχουσας τότε οικονομικής ύφεσης, της Νέας Αριστεράς και τουαφροαμερικανικού κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων, ο αναρχισμός γνώρισε μία νέα άνθηση η οποία οδήγησε σε σημαντικές θεωρητικές εξελίξεις και μία νέα πολυδιάσπαση του χώρου. Αφετηρία αυτών των εξελίξεων στάθηκε η αμφισβήτηση, ακόμα και από μαρξιστές, του κατά πόσον η ταξική ταυτότητα καθορίζεται αποκλειστικά από αντικειμενικούς παράγοντες όπως οι παραγωγικές σχέσεις (π.χ. η ιδιότητα του μισθωτού εργαζομένου) και όχι από την υποκειμενική πρόσληψη της καταπίεσης λ .χ. άνεργοι, νοικοκυρές, φοιτ
Έτσι ο ανανεωμένος αυτός αναρχισμός αναδύθηκε μέσα από την τρέχουσα τότε
αυτονομία (ένα δίκτυο ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κινημάτων από τον ευρύτερο χώρο του
ελευθεριακού μαρξισμού) και από τα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του '60 και του '70 που εστίαζαν σε μεμονωμένα ζητήματα, χωρίς απαραίτητα σαφώς καθορισμένη πολιτική τοποθέτηση (π.χ.
φεμινισμός,
οικολογικό κίνημα,
αντιπυρηνικό κίνημα,
φοιτητικό κίνημα). Έτσι προέκυψαν νέοι τύποι αναρχισμού όπως ο
πράσινος αναρχισμός (π.χ.
κοινωνική οικολογία,
οικοαναρχισμός,
πρωτογονισμός κλπ), και ο
αναρχοφεμινισμός. Τα αυτόνομα και τα μονοθεματικά κινήματα του '60 και του '70 δώρισαν εν πολλοίς στις εν λόγω νέες αναρχικές τάσεις καινούργιες πρακτικές οι οποίες δεν συσχετίζονταν με το κλασικό αναρχικό ή με το εργατικό κίνημα, όπως το
μαύρο μπλοκ, ή ευρύτερα η
άμεση δράση, οι
καταλήψεις εγκαταλελειμμένων κτηρίων και η έμφαση στη
συναίνεση. Η τελευταία είναι ένας τύπος άμεσης δημοκρατίας όπου οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται με πλειοψηφική ψηφοφορία, αλλά συνδιαμορφώνονται συμβιβαστικά με βάση τις απόψεις όλων.
Στο πλαίσιο των ίδιων αυτών διεργασιών προέκυψε κατά τη δεκαετία του '70 και ο
εξεγερσιακός αναρχισμός, καθοριζόμενος από την αντίθεσή του στην επίσημη ομοσπονδιακή οργάνωση των αναρχικών (όπως π.χ. συνηθίζουν οι αναρχοσυνδικαλιστές και κάποιοι αναρχοκομμουνιστές) και δίνοντας αντίθετα έμφαση στην αυθόρμητη ακτιβιστική δράση, με στόχο την υπεράσπιση
αυτόνομων ζωνών (π.χ. καταλήψεις κτηρίων σε αστικά κέντρα) οι οποίες λειτουργούν ως ελεύθεροι χώροι στέγασης, νησίδες οικοδόμησης μη εμπορευματικών σχέσεων και δραστηριοτήτων (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, καλλιτεχνικών κλπ), ορμητήρια ενεργειών κατά κρατικών ή καπιταλιστικών συμβόλων και κέντρα μίας εναλλακτικής, αντιιεραρχικής
κοινωνικοποίησης για τους συμμετέχοντες. Οι τελευταίοι είναι συνήθως άτυπα οργανωμένοι σε ένα δίκτυο αυτοτελών
ομάδων συνάφειας, με αποτέλεσμα να είναι δυσκολότερη η καταστολή του ολικού κινήματος αλλά και, σύμφωνα με τους επικριτές τους, πιο εύκολη η διείσδυση πρακτόρων και προβοκατόρων σε αυτό. Σημαντικά για την ανάπτυξη του εξεγερσιακού αναρχισμού υπήρξαν τα γραπτά και η δράση του
Αλφρέντο Μπονάνο και του
Χακίμ Μπέι.
Αναρχικοί κομμουνιστέςδιαδηλώνουν στην
Αθήνα της
Ελλάδαςτην
Πρωτομαγιά του 2014 στη
Πλατεία Συντάγματος, κρατώντας μαυροκόκκινες σημαίες (ένα αναρχοκομμουνιστικό σύμβολο) και ένα πανό που γράφει: «1884-2014 1η Μάη, αγώνας για μια νέα κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο μέχρι την ανατροπή του κράτους και του κεφαλαίου, για τη παγκόσμια επανάσταση, την αναρχία και το κομμουνισμό, αναρχικό δελτίο Μαύρη Σημαία και αναρχική συλλογικότητα Κύκλος της Φωτιάς».
Παράλληλα, στη δεκαετία του 1980, κάποιοι
Αμερικανοί αναρχικοί (π.χ. ο
Μπομπ Μπλακ) άρχισαν να ασκούν κριτική στη συνήθη αντίληψη της συσχέτισης του αναρχισμού με την
Αριστερά, εννοώντας με τον όρο Αριστερά κυρίως τον μαρξισμό, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι η
πάλη των τάξεων που περιέγραφαν οι σοσιαλιστές του 19ου αιώνα είναι μία ξεπερασμένη και παρωχημένη έννοια. Ως συνέπεια οι αναρχικοί αυτοί αποκήρυξαν κάθε άμεση σύνδεση του αναρχισμού με το εργατικό κίνημα και με τις παραδοσιακές μεθόδους πολιτικής δράσης και παρέμβασης του τελευταίου (π.χ. απεργίες, διαδηλώσεις,
συνδικάτα κλπ), επικαλυπτόμενοι σε πολύ μεγάλο βαθμό με τον σύγχρονό τους εξεγερσιακό αναρχισμό και -στην Ευρώπη- αφομοιώνοντας εν πολλοίς τα παλαιότερα αυτόνομα κινήματα από τα οποία είχαν επηρεαστεί. Η τάση αυτή, η οποία έβλεπε τους μηχανισμούς και τις μεθόδους της παραδοσιακής Αριστεράς ως εγγενώς εξουσιαστικούς, εξαπλώθηκε γρήγορα διεθνώς και ονομάστηκε
μετααριστερός αναρχισμός. Από τη γέννησή της αλληλεπίδρασε και επικαλύφθηκε σε κάποιον βαθμό με τον
μεταμοντέρνο αναρχισμό ο οποίος αναδύθηκε μετά τη δεκαετία του 1960, επηρεασμένος από τον φιλοσοφικό
μεταδομισμόστοχαστών όπως ο
Ζαν Μποντριγιάρ, ο
Ζιλ Ντελέζ και ο
Μισέλ Φουκώ, από τα γεγονότα του
Μάη του '68 και από τον αναρχοατομικισμό του
Μαξ Στίρνερ.
Για τον μεταμοντέρνο αναρχισμό η εξουσία δεν είναι μία αντικοινωνική υπερβατική
ουσία η οποία διέπει το κράτος και το
κεφάλαιο, αλλά ένα σύνολο σχέσεων που χαρακτηρίζουν κάθε τύπου αλληλεπιδράσεις μεταξύ ατόμων και δεν εκπορεύονται από ένα κέντρο μα ασκούνται κατανεμημένα από αμέτρητα σημεία.
[6]
Όλες αυτές οι εξελίξεις στο εσωτερικό του αναρχισμού έχουν δεχθεί ισχυρή κριτική από επικριτές τους, οι οποίοι συνήθως τους αντιπαραθέτουν τα χαρακτηριστικά του κλασικού κοινωνικού αναρχικού κινήματος όπως η σύνδεση με την ταξική πάλη και το εργατικό κίνημα, η επίσημη οργάνωση σε ομοσπονδίες μη τοπικού επιπέδου και το αίτημα της αμεσοδημοκρατικής εργατικής αυτοδιεύθυνσης.
[7][8] Ο κοινωνικός οικολόγος
Μάρεϊ Μπούκτσιν έχει χαρακτηρίσει τον νεότερο αναρχισμό μία ασταθή και αποτυχημένη σύνθεση αναρχοατομικισμού,
μεταμοντερνισμού και κλασικού κοινωνικού αναρχισμού, η οποία γρήγορα καταλήγει ανώδυνη, αδρανοποιείται πολιτικά ή ενσωματώνεται στο
κατεστημένο, ενώ ο Μπομπ Μπλακ σε ανταπάντηση χαρακτήρισε τις ιδέες του Μπούκτσιν παρωχημένες και δείγμα «αριστερισμού», σημειώνοντας ότι οι παλαιές δομές (π.χ. τα συνδικάτα) και μέθοδοι (π.χ. απεργίες) του εργατικού κινήματος είναι που ιστορικά ενσωματώθηκαν στο κατεστημένο ή κατεστάλησαν από το κράτος. Ορισμένοι νεότεροι αναρχικοί υπήρξαν επιπρόσθετα ιδιαίτερα επικριτικοί απέναντι στον αναρχοσυνδικαλισμό, κατηγορώντας τον για εμμονή στην καπιταλιστική «ηθική της εργασίας» και για αναπαραγωγή καταπιεστικών δομών.
[9]
Μετά τα τέλη της δεκαετίας του '90, πολλές ομάδες αναρχικών παγκοσμίως συσχετίστηκαν και συμμετείχαν ενεργά στο
κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, καθώς και στο «εναλλακτικό»,
διαδικτυακό μέσο πληροφόρησης
Indymedia, το οποίο προέκυψε μέσα από τους κόλπους του εν λόγω κινήματος. Ακόμα, ο αναρχισμός (όπως και ο σοσιαλισμός ευρύτερα) έχει συσχετιστεί ορισμένες φορές με το κίνημα του
ελεύθερου λογισμικού.
Τύποι αναρχισμού
Ο αναρχοατομισμός συνιστά κυρίως ένα άθροισμα ετερόκλητων τάσεων της πολιτικής φιλοσοφίας του 19ου αιώνα. Ο αναρχοατομικισμός δίνει έμφαση στo άτομο και στην βούληση του, θεωρώντας την τελευταία ανώτερη από εξωτερικούς παράγοντες όπως η κοινωνία, η παράδοση, διάφορες ομάδες και ιδεολογικά συστήματα. Ο Αναρχοατομικισμός δεν είναι μια φιλοσοφία αλλά μία ομάδα από ιδεολογίες που συχνά αντικρούουν η μία την άλλη. Οι πρώτοι εκφραστές του Αναρχοατομικισμού υπήρξαν οι
William Godwin, ο
Henry David Thoreau, ο
Josiah Warren, καθώς επίσης και ο
Pierre-Joseph Proudhon. Οι περισσότεροι αναρχοατομικιστές, ιδιαίτερα αυτοί της Σχολής Βοστώνης όπως ο
Lysander Spooner και ο
Benjamin Tucker ενστερνίζονταν το μουτουαλιστικό οικονομικό μοντέλο που ανέπτυξε ο Pierre-Joseph Proudhon. Υπήρξαν σοσιαλιστές πρωτεργάτες του εργατικού κινήματος της Μασσαχουσέτης και πολλοί απο αυτούς υπήρξαν μέλη της Πρώτης Διεθνούς.
Αναρχοκολεκτιβισμός
Συνοπτικά ο κολεκτιβιστικός αναρχισμός (αναρχοκολεκτιβισμός) είναι μια μορφή άκρατου σοσιαλισμού (εξού και η άρνηση στη δικτατορία του προλεταριάτου), όπου κύρια στοιχεία της κοινωνικής οργάνωσης είναι η συλλογική κατοχή και διαχείριση των φυσικών πόρων και μέσων παραγωγής από κάθε κοινότητα, η έμφαση στο κοινωνικό καθήκον και η διανομή των παραγόμενων αγαθών στα άτομα αναλόγως με την εργασία που παρείχαν (μέσω ενός μισθολογικού συστήματος). Ο αναρχοκολεκτιβισμός στοχεύει στην εγκαθίδρυση της αναρχίας μέσω μίας κοινωνικής επανάστασης της εργατικής τάξης, η οποία θα καταργήσει τον καπιταλισμό. Απόρροια του αναρχοκολεκτιβισμού αποτελεί ο αναρχοκομμουνισμός, ο οποίος όμως δεν δέχεται καθόλου την ύπαρξη χρήματος ή μισθολογικού συστήματος.
Φρονεί επίσης ότι τα μέσα παραγωγής (γαίες, εργοστάσια, μεγάλες επιχειρήσεις) πρέπει να τα κατέχουν και να τα διαχειρίζονται συνεργατικά εθελοντικές ομάδες στη βάση της άμεσης δημοκρατίας και της αμοιβαίας βοήθειας, συνήθως σε επίπεδο τοπικής κοινότητας.[10] Όμως ο αναρχοκομμουνισμός αντιτίθεται ρητά όχι μόνο στην αστική ελευθερία της νομής, κατοχής και εκμετάλλευσης ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αλλά και στην ύπαρξη μισθολογικού συστήματος. Για τους αναρχοκομμουνιστές η διανομή των αγαθών στα άτομα πρέπει να γίνεται ελεύθερα αναλόγως με τις ανάγκες τους. Κύριος εκφραστής της θεωρίας αυτής ήταν ο Π. Κροπότκιν, ο οποίος επιχείρησε να τη στηρίξει επιστημονικά μελετώντας το εξελικτικό πλεονέκτημα που προσδίδουν στα μέλη μίας κοινότητας η αλληλοβοήθεια και η αλληλεγγύη.
Αναρχοσυνδικαλισμός
Αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στη Γαλλία, Ισπανία και την Ιταλία, ενώ επεκτάθηκε και σε άλλες χώρες. Αντιτίθεται στο κράτος, στον κοινοβουλευτισμό και στα πολιτικά κόμματα. Επίσης αρνείται την ιδεολογική πάλη έξω από οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια, βλέποντας τα εργατικά μαχητικά σωματεία ως τη μόνη δύναμη ικανή για επαναστατική κοινωνική αλλαγή που θα επιφέρει την εξάλειψη των ταξικών διαιρέσεων, δίνει τον πρώτο ρόλο στα συνδικάτα και θεωρεί την απεργία βασική μέθοδο π
άλης ενάντια στην αστική τάξη.
Oι αναρχοσυνδικαλιστές όσον αφορά τον τελικό στόχο της αναρχικής κοινωνίας δεν διαφέρουν από τους αναρχοκολεκτιβιστές ή τους αναρχοκομμουνιστές. Ο αναρχοσυνδικαλισμός απέκτησε ιδιαίτερη ισχύ στις ΗΠΑ πριν το 1924 και στην Ισπανία πριν την επικράτηση του
φασισμού, με αποκορύφωμα την Ισπανική Επανάσταση του 1936 κατά τον
Ισπανικό Εμφύλιο.
Αναρχοχριστιανισμός
Αναρχοχριστιανισμός ή χριστιανικός αναρχισμός λέγονται οι διάφορες παραδόσεις που συνδυάζουν τον αναρχισμό με το χριστιανισμό. Οι αναρχοχριστιανοί ή xριστιανοί αναρχικοί πιστεύουν ότι η ελευθερία είναι δικαιολογημένη πνευματικά μέσω της διδασκαλίας του Ιησού. Όσον αφορά τη στάση των αναρχοχριστιανών απέναντι στην εξωτερική εκκλησιαστική ιεραρχία, δεν υπάρχει κοινή στάση,καθώς μερικοί στρέφονται κατά της εκκλησιαστικής ιεραρχίας ενώ άλλοι δεν την πολεμούν. Το έργο του Λέοντα Τολστόι Η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας είναι ένα βασικό κείμενο στο σύγχρονο xριστιανικό αναρχισμό. Επίσης υπάρχει μεγάλος σεβασμός στις κοινότητες μοναχών, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένες του παρελθόντος (π.χ. ασκητές της ερήμου της Νιτρίας). Ο αναρχοχριστιανισμός είναι πιο κοντά στον «κοινωνικό» αναρχισμό από ό,τι στον αναρχοατομικισμό. Συχνά είναι πασιφιστικός και απορρίπτει τον πόλεμο και, γενικότερα, τη βία. Γνωστές αναρχοχριστιανικές κινήσεις είναι η Κίνηση των Καθολικών Εργατών (Catholic Worker Movement) και η Μαθητική Χριστιανική Κίνηση (Student Christian Movement).
Αναρχοκαπιταλισμός
Αναρχοκαπιταλισμός, ή αναρχισμός της ελεύθερης αγοράς, είναι ένα συνονθύλευμα πολιτικών στοιχείων το οποίο ανέπτυξε ο Μάρει Ρόθμπαρτ, ο οποίος συνδυάζοντας στοιχεία της Αυστριακής Οικονομικής Σχολής, του κλασσικού φιλελευθερισμού και κάποια στοιχεία του αναρχοατομισμού (αποκλείωντας την σοσιαλιστική θεώρησή τους περί εργασίας) δημιούργησε την αναρχοκαπιταλιστική θεώρηση. Οι κύριοι θεωρητικοί του αναρχοκαπιταλισμού οραματίστηκαν ένα κοινωνικό μοντέλο στηριγμένο αποκλειστικά στην ατομική ιδιοκτησία και στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Οι βασικοί τους στόχοι ήταν η διαμόρφωση ενός δικαίου στηριγμένου στα αρνητικά δικαιώματα, η ιδιωτικοποίηση όλων των κρατικών θεσμών και η εξάλειψη κάθε μορφής άμεσου εξαναγκασμού έναντι οποιουδήποτε πολίτη. Πίσω από τις αρχές τους υφέρπει μια προσήλωση στα φυσικά δικαιώματα και στηλοκιανή κοσμοθέαση. Πολλοί αναρχοκαπιταλιστές θεώρησαν ως εμβρυακό μοντέλο αναρχοκαπιταλιστικής κοινωνίας τη μισοδιαλυμένη από τους πολέμους και ουσιαστικά ακυβέρνητη επί χρόνια Σομαλία.
Βασικότερη φυσιογνωμία της αναρχοκαπιταλιστικής θεωρίας υπήρξε ο
οικονομολόγος, φιλόσοφος και ερασιτέχνης ιστορικός
Μάρεϊ Ρόθμπαρντ (Murray Rothbard, 1926-1995). Οι περισσότεροι σοσιαλιστές και νεότεροι αναρχικοί δεν θεωρούν τον αναρχοκαπιταλισμό πραγματική τάση του αναρχισμού, αλλά μόνο ακραία εκδοχή του
νεοφιλελευθερισμού.
Αναρχοπρωτογονισμός (Πριμιτιβισμός)
Ο πριμιτιβισμός (αναφέρεται και ως πρωτογονισμός, ενώ παλιότερα ονομαζόταν αναρχοπρωτογονισμός) είναι μία σύγχρονη τάση του αναρχισμού. Η τάση αυτή εστιάζει στη μετάβαση από τις πρώτες τροφοσυλλεκτικές και θηρευτικές κοινωνίες στις αγροτικές κοινωνίες, και στον ρόλο που διαδραμάτισε η εν λόγω μετάβαση στη δημιουργία ιεραρχικών δομών και στην αλλοτρίωση των ανθρώπων. Από τους πρωτογονιστές προτείνεται η επιστροφή σε λιγότερο διαβρωμένους από τον πολιτισμό τρόπους ζωής μέσω της αποβιομηχάνισης, της κατάργησης του καταμερισμού της εργασίας και της εγκατάλειψης της τεχνολογίας. Η επιστήμη και ητεχνολογία θεωρούνται μη ουδέτερες, αφού πιστεύεται ότι πάντα ενσωματώνουν τις αξίες και τους σκοπούς όσων τις παράγουν και τις ελέγχουν.[11]
Ο πριμιτιβισμός ασκεί κριτική κυρίως σε δύο ζητήματα: στον πολιτισμό και την τεχνολογία. Είναι κατά του καταμερισμού εργασίας και κατά της εξειδίκευσης. Έπειτα από διάφορες διενέξεις, το πρόθεμα «αναρχο-» αφαιρέθηκε και ονομάζεται πλέον πρωτογονισμός ή πριμιτιβισμός. Πηγή έμπνευσης για τον πριμιτιβισμό αποτελούν οι
Λουδίτες.
Πράσινος αναρχισμός
Ο πράσινος αναρχισμός δεν είναι μια συγκεκριμένη πολιτική θεωρία, αλλά ένα σύνολο διαφόρων φιλοσοφικών, οικολογικών καικοινωνικών κινημάτων με πολλά κοινά και κάποιες, όμως, διαφορές: αποτελεί ένα κράμα από κοινωνικούς οικολόγους,φεμινιστές, καταστασιακούς, αναρχοπρωτογονιστές, οικοαναρχικούς, υποστηρικτές του αντιβιομηχανισμού και μετααριστερούς. Η κριτική των πράσινων αναρχικών επικεντρώνεται κυρίως στους «οργανισμούς της εξουσίας» μέσα στην κοινωνία. Τέτοιοι οργανισμοί, για παράδειγμα, είναι: το κράτος, ο καπιταλισμός, η παγκοσμιοποίηση, η κτηνοτροφία, η πατριαρχία, η τεχνολογία ή / και η εργασία. Αυτοί οι οργανισμοί, σύμφωνα με τους πράσινους αναρχικούς, είναι εγγενώς καταστροφικοί και εκμεταλλευτικοί (για τους ανθρώπους και το περιβάλλον) οπότε δεν μπορούν να μεταρρυθμιστούν αλλά μόνο να εξαλειφθούν. Το κίνημα αυτό συνήθως υποστηρίζει την άμεση και αυτόνομη δράση, το σαμποτάζ, την εξέγερση, την επανασύνδεση με τη φύση και ιδίως τηβιοπεριοχή (π.χ. μία επικράτεια οικοκοινοτήτων με κοινό «οικολογικό πρότυπο»), ώστε να δημιουργηθεί σημαντική και πραγματική αλλαγή.
Μεταμοντέρνος αναρχισμός
Ο μεταμοντέρνος αναρχισμός (ή μετααναρχισμός, ή μεταδομικός αναρχισμός) εμφανίστηκε ως διακριτή τάση του νεότερου αναρχισμού κατά τη δεκαετία του 1980, είχε ωστόσο ήδη διαμορφωθεί νωρίτερα επηρεασμένος από τον φιλοσοφικό μεταδομισμό στοχαστών όπως ο Ζαν Μποντριγιάρ, ο Ζιλ Ντελέζ και ο Μισέλ Φουκώ, από τα γεγονότα του Μάη του '68 και από τον αναρχοατομικισμό του Στίρνερ. Για τον μεταμοντέρνο αναρχισμό η εξουσία δεν είναι μία αντικοινωνική υπερβατική ουσία η οποία διέπει το κράτος και το κεφάλαιο, αλλά ένα σύνολο σχέσεων που χαρακτηρίζουν κάθε τύπου αλληλεπιδράσεις μεταξύ ατόμων και δεν εκπορεύονται από ένα κέντρο μα ασκούνται κατανεμημένα από αμέτρητα σημεία.[6] Οι εξουσιαστικές σχέσεις είναι παρούσες διαρκώς σε κάθε λειτουργία και άρα δεν υπάρχει καμία διάκριση μεταξύ «ιδιωτικού» και «πολιτικού», όπως στην κλασική σοσιαλιστική σκέψη. Η εξουσία στην πραγματικότητα πηγάζει και αναδύεται από τα κάτω, από τις αναρίθμητες, κατανεμημένες και μη γραμμικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ατόμων, αντί να επιβάλλεται από έναν υπερκείμενο καθολικό μηχανισμό όπως το κράτος. Το ζήτημα για τον μεταμοντέρνο αναρχισμό είναι η διατήρηση μίας πλαστικότητας και ευμεταβλητότητας στις σχέσεις εξουσίας στο πεδίο της καθημερινότητας, ώστε να μην αποκρυσταλλώνονται σε παγιωμένες, ασύμμετρες σχέσεις κυριαρχίας. Επομένως «όπως η εξουσία είναι σχέση, έτσι και η ελευθερία είναι πρακτική» μέσα στην καθημερινή ζωή.[12] Ο μεταμοντέρνος αναρχισμός επικαλύπτεται σε κάποιον βαθμό με τον μετααριστερό, τον εξεγερσιακό και τον πράσινο αναρχισμό, αποτελώντας έτσι σημαντική συνιστώσα του νεότερου αναρχισμού.
Εξεγερσιακός αναρχισμός
Ο σύγχρονος εξεγερσιακός αναρχισμός εμφανίστηκε στην Ιταλία κατά τα
μολυβένια χρόνια (περίπου από το 1968 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980). Έχει τις βάσεις του σε ορισμένες παλαιότερες αντιοργανωτικές τάσεις του αναρχοκομμουνισμού και στον
ιλλεγκαλισμό των αρχών του εικοστού αιώνα. Στηρίζεται στην απόρριψη των μόνιμων δομών οργάνωσης και αντιπροτείνει τη δράση μέσα από παροδικές ομάδες συνάφειας και αυτόνομες ζώνες στο εσωτερικό των αστικών κέντρων (π.χ. καταλήψεις), οι οποίες λειτουργούν ως εστίες κατανεμημένης αυτοδιαχείρισης, ελεύθεροι χώροι στέγασης, νησίδες οικοδόμησης μη εμπορευματικών σχέσεων και δραστηριοτήτων (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, καλλιτεχνικών κλπ), ορμητήρια ενεργειών κατά κρατικών ή καπιταλιστικών συμβόλων και κέντρα μίας εναλλακτικής, αντιιεραρχικής κοινωνικοποίησης για τους συμμετέχοντες. Κύριο χαρακτηριστικό του εξεγερσιακού αναρχισμού είναι η έμφαση στη διαρκή άμεση δράση και σύγκρουση με το κράτος αντί για τη ρητορική προπαγάνδα. Οι εξεγερσιακοί βλέπουν στην καθημερινή ανυπακοή και εξέγερση τον σπόρο της πραγματικής επανάστασης, στόχος της οποίας θα πρέπει να είναι η άνθιση της ατομικότητας του καθενός μέσα από συνθήκες ισότητας πρόσβασης στους οικονομικούς πόρους. Έτσι, σε αντίθεση με τον παραδοσιακό σοσιαλισμό, δεν γίνεται αυστηρός διαχωρισμός μεταξύ προεπαναστατικής και μετεπαναστατικής δράσης ή κοινωνικού γίγνεσθαι.
Μεταριστερός αναρχισμός
Ο μεταριστερός αναρχισμός σχηματίστηκε με επίκεντρο την κριτική στον «αριστερίστικο» κλασικό κοινωνικό αναρχισμό και τη σύνδεσή του με το εργατικό κίνημα και τις πρακτικές του. Οι μεταριστεροί συνήθως είναι θεωρητικά επηρεασμένοι τόσο από ορισμένες πτέρυγες του αναρχοκομμουνισμού, όσο και από κάποιους αναρχοατομικιστές (π.χ. τον Μαξ Στίρνερ). Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η απόρριψη παντός τύπου τυπικής οργάνωσης (π.χ. σε συνδικάτα) ως ιεραρχικής πρακτικής,[13] η άρνηση της αρχής της πλειοψηφίας σε αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες χάριν της αρχής της συναίνεσης και η στηλίτευση της επικέντρωσης του κοινωνικού βίου στη λειτουργία της οικονομίας, μέσω καταπιεστικών θεσμών όπως η υποχρεωτική εργασία και το σύστημα αξιών που απορρέει από αυτήν.[14]Συνήθως στον λόγο τους απορρίπτουν τη δημοκρατία (είτε πλειοψηφική-άμεση, είτε αντιπροσωπευτική-φιλελεύθερη) ως εξουσιαστικό πολιτικό σύστημα, βασισμένο σε έναν εκ των προτέρων αποδεκτό διαχωρισμό μεταξύ των πολιτικών υποκειμένων ο οποίος κάνει απαραίτητη την ψηφοφορία, εφικτή τη «δικτατορία της πλειοψηφίας» και σχεδόν αδύνατη την πραγματική επαναστατική ανατροπή.[15] Αντιπροτείνουν δίκτυα αυτοτελών συνελεύσεων που λειτουργούν συναινετικά και χωρίς αυστηρές δεσμεύσεις δράσης για τις μειοψηφίες, συνήθως όμως με κάποιες πλειοψηφικές δικλείδες ασφαλείας.[16] Ο μεταριστερός αναρχισμός επικαλύπτεται σημαντικά με τον εξεγερσιακό, τον μεταμοντέρνο και με ορισμένες όψεις του πράσινου αναρχισμού.
Κατά κανόνα, η σχέση μεταξύ μαρξισμού και αναρχισμού είναι εχθρική, τουλάχιστον μετά τη διάσπαση της Πρώτης Διεθνούς. Η κύρια διαφωνία τους συνίσταται στο ζήτημα του κράτους. Ο αναρχισμός πρεσβεύει την άμεση κατάργησή του. Στο ερώτημα με τι θα αντικατασταθεί, τα ρεύματα που τον απαρτίζουν δεν δίδουν ενιαία απάντηση. Ο μαρξισμός πρεσβεύει ότι, για να καταργηθεί το κράτος, πρέπει προηγουμένως να εξαλειφθούν οι
κοινωνικές τάξεις - διαδικασία μακρόχρονη. Θα συντριβεί επαναστατικά η αστική κρατική μηχανή, θα δημιουργηθεί το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, θα οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός και, μέσα από οξύτατη ταξική πάλη ενάντια στα κατάλοιπα της εκμεταλλευτικής κοινωνίας και στις συνθήκες που αναγεννούν το ταξικό σύστημα, θα διαμορφωθούν οι όροι για τον πλήρη κομμουνισμό. Οι αναρχικοί απαντούν ότι αν δεν καταργηθεί εξαρχής το κράτος, τούτο δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Οι μαρξιστές, πατώντας πάνω στη γραμμική και νομοτελειακή σύλληψη της Ιστορίας που περιέγραψε ο Μαρξ, ανταπαντούν ότι αυτή είναι η μόνη ιστορικά δυνατή λύση και ότι ο δρόμος που προτείνουν οι αναρχικοί είναι ουτοπικός και καταδικασμένος να ηττηθεί από την αναμενόμενη αστική αντεπανάσταση.
Η διαφωνία μεταξύ μαρξισμού και αναρχισμού στο ζήτημα του κράτους ανάγεται στη διαφορετική αντίληψη εκ μέρους τους του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ο πρώτος θεωρεί ότι η διάσπαση της κοινωνίας σε αλληλοσυγκρουόμενες τάξεις (οικονομικά καθοριζόμενες μέσω του
αντικειμενικού κριτηρίου της κατοχής των μέσων παραγωγής) οδήγησε νομοτελειακά στην εμφάνιση του κράτους, ότι το κράτος, επομένως, είναι παράγωγο της ταξικής κοινωνίας και ότι αν αυτή εκλείψει, εκείνο δεν θα έχει κανέναν λόγο ύπαρξης. Μέχρι να συμβεί αυτό πρέπει να εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του προλεταριάτου, καθώς ο μαρξισμός δεν βλέπει το εκάστοτε κράτος παρά ως πολιτικό εργαλείο στα χέρια μίας εκ των δύο αντιμαχόμενων κοινωνικών τάξεων: των αστών και των προλετάριων (εργατική τάξη). Ο αναρχισμός αντίθετα, χωρίς απαραιτήτως να απορρίπτει πλήρως τον
ιστορικό υλισμό ή τον στρατηγικό επαναστατικό ρόλο των εργαζομένων, υποβαθμίζει τον ρόλο της οικονομίας στην κοινωνία και στην Ιστορία, βλέποντας ως πιο θεμελιώδες στοιχείο από το
οικονομιστικό μαρξιστικό ταξικό δίπολο την αντίθεση μεταξύ εξουσιαστικών, ιεραρχικών, κάθετων πολιτικοκοινωνικών δομών από τη μία και ελευθεριακών, αυτοοργανούμενων, οριζόντιων πολιτικοκοινωνικών δομών από την άλλη. Οι αναρχικοί θεωρούν τη μαρξιστική έννοια του μεταβατικού «σοσιαλιστικού κράτους» αντίφαση εν τοις όροις, καθώς το κράτος για αυτούς προϋποθέτει εγγενώς την καταπίεση κάποιων μέσω ανισοκατανομής της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ισχύος.
Mία συνηθισμένη κριτική των μαρξιστών απέναντι στον σύγχρονο αναρχισμό είναι ο «φετιχισμός της σύγκρουσης» με τις κρατικές δυνάμεις καταστολής.
[17]Ωστόσο η τακτική του μαύρου μπλοκ δεν συναντάται αποκλειστικά στον εξεγερσιακό αναρχισμό.
Μία άλλη έκφραση αυτών των αντιθέσεων είναι η τάση των μαρξιστών να οργανώνονται σε ιεραρχικά πολιτικά κόμματα τα οποία αναλαμβάνουν την προετοιμασία της σοσιαλιστικής επανάστασης και την κατάλληλη «επαναστατική διαπαιδαγώγηση και συνειδησιακή αφύπνιση» της εργατικής τάξης, ενώ συμμετέχουν νομότυπα σε κοινοβουλευτικές εκλογές. Την ίδια στιγμή οι αναρχικοί αντιτίθονται σε κάθε είδους, νόμιμη ή παράνομη, ιεραρχική κομματική οργάνωση στο πλαίσιο μίας κοινοβουλευτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αρνούμενοι να τη νομιμοποιήσουν εμμέσως κατ' αυτόν τον τρόπο. Ορισμένοι μαρξιστές ανταπαντούν υποστηρίζοντας ότι ένα μαζικό κόμμα τοποθετημένο στην ηγεσία της επανάστασης είναι απαραίτητο προκειμένου να οργανωθεί σωστά η καθεστωτική ανατροπή, φέρνοντας κάποιες φορές ως παράδειγμα την αποτυχία της
Γερμανικής Επανάστασης.
[18] Σε αντίθεση με τους λενινιστές ωστόσο, οι ελευθεριακοί μαρξιστές (οι οποίοι μπορούν να συμπεριληφθούν στον ελευθεριακό σοσιαλισμό, όπως και τα κλασικά κινήματα κοινωνικού αναρχισμού) ερμηνεύουν το έργο του Μαρξ υπό ένα πρίσμα περισσότερης έμφασης στην εργατική αυτοοργάνωση και αυτοδιεύθυνση, χωρίς άκαμπτες κομματικές εξαρτήσεις.
Οι περισσότεροι μαρξιστές είναι ακόμα εχθρικότεροι απέναντι στον σύγχρονο (κατά κύριο λόγο μετααριστερό και εξεγερσιακό) αναρχισμό, ο οποίος κατ' αυτούς έχει αποστασιοποιηθεί από το εργατικό κίνημα και έχει αποκτήσει ατομικιστικά στοιχεία τα οποία δεν στοχεύουν στην κοινωνική χειραφέτηση αλλά στην παροδική «εκτόνωση» των συμμετεχόντων, με αποτέλεσμα την εύκολη ενσωμάτωσή του στο κατεστημένο και την πολιτική αδρανοποίησή του.
[19] Παρόμοια κριτική έχουν ασκήσει και ελευθεριακοί συγγραφείς που τοποθετούνται εγγύτερα στον κλασικό κοινωνικό αναρχισμό (π.χ. ο Μάρεϊ Μπούκτσιν,
[20] ο
Τάκης Φωτόπουλος[21] κ.α.), αλλά ορισμένοι μαρξιστές προεκτείνουν την κριτική τους ως το σημείο να χαρακτηρίζουν τον αναρχισμό εργαλείο «που αξιοποιείται κατά καιρούς από το καπιταλιστικό κατεστημένο όχι μόνο για να προκαλέσει σύγχυση συνειδήσεων, αλλά και να ενοχοποιήσει το κομμουνιστικό κίνημα».
[22] Άλλοι, πι5minites.ioa@espiv.netο θετικά διακείμενοι προς τον ελευθεριακό χώρο, πιστεύουν ότι ο αναρχισμός συνηθίζει να τοποθετείται κριτικά, με δογματικό τρόπο, απέναντι σε μία διαστρεβλωμένη εκδοχή του μαρξισμού,
[19] ή αναζητούν μία τακτική προσέγγισης και συνεργασίας μαζί του υπό προϋποθέσεις.
[17]
Παγκοσμιοποίηση
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ξεκάθαρη εικόνα της παγκοσμιοποίησης στην επικοινωνία είναι το
ίντερνετ. Στο σχήμα διακρίνονται οι υπερπόντιες διασυνδέσεις στην υφήλιο.
Παγκοσμιοποίηση η
διεθνοποίηση είναι η αυτονόμηση όλων εκείνων των παραμέτρων (
οικονομία,
επικοινωνία κλπ) οι οποίες μέχρι πρόσφατα (μερικές δεκαετίες) επεδίωκαν να έχουν
σύνορα μέσα σε ένα
κράτος - προστάτη. Παράμετροι που τείνουν να ελευθερώνονται και να διαχέονται, ακολουθώντας την παγκοσμιοποίηση, είναι το
εμπόριο, η
κοινωνική δομή, η
τεχνολογία, η
κουλτούρα, το
πολιτικό σύστημα, η
γνώση κλπ. Ο όρος συχνά χρησιμοποιείται στην επιχειρηματολόγηση για την ανάγκη μιας νέας καθολικού τύπου ηγεμονίας στον κόσμο. Ο όρος χρησιμοποιείται τουλάχιστον από το
1944 και ο πρώτος που τον χρησιμοποίησε σε οικονομικό πλαίσιο ήταν ο
Θήοντορ Λέβιτ.
[1]
Ορισμός Ένας τυπικός, αν και περιοριστικός, ορισμός είναι αυτός που δίνει το
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο οποίος δίνει έμφαση στην αυξανόμενη οικονομική αλληλεξάρτηση των χωρών παγκόσμια μέσω του αυξανόμενου όγκου και ποικιλίας διεθνών συναλλαγών αγαθών και υπηρεσιών, της ελεύθερης ροής κεφαλαίου διεθνώς, και της γρήγορης και ευρείας διάχυσης της τεχνολογίας. Παρόλο που η παγκοσμιοποίηση είναι ένα ιδιαίτερα περίπλοκο σύμπλεγμα φαινομένων και σχέσεων, εντούτοις μπορεί κάποιος να διαχωρίσει διάφορες πτυχές της:
- βιομηχανική παγκοσμιοποίηση - η ενίσχυση και επέκταση των πολυεθνικών εταιρειών
- χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση - η ανάδυση παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών και η πιο εύκολη πρόσβαση σε εξωτερικές χρηματοδοτήσεις για εταιρικούς και κρατικούς δανειζόμενους
- πολιτική παγκοσμιοποίηση - η επέκταση των πολιτικών συμφερόντων σε περιοχές και χώρες που δεν γειτνιάζουν με τα πολιτικά ισχυρά κράτη
- παγκοσμιοποίηση της πληροφόρησης - αύξηση της ροής πληροφόρησης μεταξύ γεωγραφικά μακρινών περιοχών
- πολιτισμική παγκοσμιοποίηση - ανάπτυξη διαπολιτισμικών επαφών και δημιουργία μιας παγκόσμιας κουλτούρας.
Σύμφωνα με τον
Ισμαήλ Σαρίφ, η παγκοσμιοποίηση είναι η παγκόσμια διαδικασία ομογενοποίησης τιμών, προϊόντων, απολαβών, τόκων, και κερδών.
[2] Η ανάπτυξη της παγκοσμιοποίησης έγκειται σε τρεις παράγοντες: στον ρόλο της
μετανάστευσης ανθρώπων, στο διεθνές
εμπόριο, και στις γρήγορες μετακινήσεις
κεφαλαίων και την ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών
αγορών.
KFC (παλαιότερα "Kentucky Fried Chicken") στο
Κουβέιτ.
Η παγκοσμιοποίηση ταυτίζεται με διάφορες τάσεις οι οποίες έκαναν την εμφάνισή τους ή ενισχύθηκαν σημαντικά μετά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτές περιλαμβάνουν την αυξημένη διεθνή κινητικότητα αγαθών, χρημάτων, πληροφοριών και ανθρώπων, καθώς και την ανάπτυξη της τεχνολογίας, των οργανισμών, των νομικών συστημάτων και των υποδομών που συνέβαλαν σε αυτή την κινητικότητα. Όμως αμφισβητείται το κατά πόσο αυτές οι τάσεις υπάρχουν πραγματικά.
- Περισσότερες διεθνείς πολιτισμικές ανταλλαγές
- Τεχνικές/νομικές
Οι τεχνολογίες (
Web 2.0,
μεταφορές) κάνουν πλέον σήμερα την παγκόσμια διάχυση αναπόφευκτη σε πολλά επίπεδα. Η παγκοσμιοποίηση χαλιναγωγείται κυρίως σε οικονομικό επίπεδο, σε επίπεδο ανταλλαγής ανθρώπινων πληθυσμών, διάχυσης πανίδας και τέλος με απαγόρευση πληροφόρησης που ενδέχεται να συμβαίνει εντός ή εκτός κάποιων συνόρων. Το ενδιαφέρον είναι πως οι παράμετροι αυτές δεν ελέγχονται κοινωνικά αλλά από τις ηγεσίες που τις διαχειρίζονται.
Οι υποστηρικτές της δημοκρατικής παγκοσμιοποίησης θεωρούν ότι η πρώτη φάση, η οποία αφορά τις αγορές, πρέπει να ολοκληρωθεί με τη δημιουργία πολιτικών θεσμών που θα εκφράζουν τη θέληση των παγκόσμιων πολιτών. Η διαφορά τους με άλλους γκλομπαλιστές είναι ότι δεν καθορίζουν εκ των προτέρων κάποια ιδεολογία που να συγκεκριμενοποιεί αυτή τη θέληση, η οποία θα πρέπει να αφεθεί στην ελεύθερη επιλογή των πολιτών μέσω δημοκρατικών διαδικασιών.
Οι υποστηρικτές του
ελεύθερου εμπορίου επισημαίνουν ότι οι οικονομικές θεωρίες για
συγκριτικό πλεονέκτημα υποδεικνύουν ότι το ελεύθερο εμπόριο οδηγεί σε πιο αποτελεσματική κατανομή του πλούτου, με όφελος για όλες τις χώρες που μετέχουν στο εμπόριο. Γενικά, αυτό οδηγεί σε χαμηλότερες τιμές, χαμηλότερη ανεργία και υψηλότερη αποδοτικότητα.
Οι
φιλελεύθεροι και άλλοι υποστηρικτές του
laissez-faire καπιταλισμού ισχυρίζονται ότι περισσότερη πολιτική και οικονομική ελευθερία υπό τη μορφή
δημοκρατίας και καπιταλισμού στον ανεπτυγμένο κόσμο είναι αυτοσκοπός, αλλά παράγει ταυτόχρονα και περισσότερο υλικό πλούτο. Βλέπουν την παγκοσμιοποίηση ως την ωφέλιμη επικράτηση της ελευθερίας και του καπιταλισμού.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση παρουσιάζει μη εμπεριστατωμένα επιχειρήματα και ότι οι διεθνείς στατιστικές υποστηρίζουν σθεναρά την παγκοσμιοποίηση:
- Το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε αναπτυσσόμενες χώρες με ημερήσιες απολαβές κάτω του ενός δολαρίου ΗΠΑ (προσαρμοσμένο για πληθωρισμό και αγοραστική αξία) έχει πέσει στο μισό σε διάστημα είκοσι ετών,[3] αν και κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να ληφθούν υπ' όψη άλλοι παράγοντες μέτρησης της φτώχειας.[4]
- Το προσδόκιμο ζωής στον αναπτυσσόμενο κόσμο έχει σχεδόν διπλασιαστεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η ψαλίδα, σε σχέση με τον αναπτυγμένο κόσμο όπου η αύξηση ήταν μικρότερη, έχει μικρύνει κάπως. Η παιδική θνησιμότητα έχει μειωθεί σε όλες τις αναπτυσσόμενες περιοχές του κόσμου,[5] ενώ η εισοδηματική ανισότητα ανά τον κόσμο μειώνεται.[6]
- Η δημοκρατία είχε εντυπωσιακή αύξηση, όπου σχεδόν σε κανένα κράτος δεν υπήρχε δικαίωμα ψήφου για όλους το 1900, σε σύγκριση με 62.5% όλων των κρατών το 2000.[7]
- Η αναλογία του ανά τον κόσμο πληθυσμού που ζει σε χώρες όπου η κατά κεφαλή προμήθεια τροφίμων ανά ημέρα είναι κάτω από 2.200 θερμίδες (9,200kilojoule) μειώθηκε από 56% στα μέσα της δεκαετίας του 1960 σε κάτω από 10% τη δεκαετία του 1990.[8]
- Μεταξύ του 1950 και του 1999 ο αλφαβητισμός στον κόσμο αυξήθηκε από 52% σε 81%. Ο αλφαβητισμός των γυναικών ως ποσοστό σε σχέση με τους άντρες αυξήθηκε από 59% το 1970 σε 80% το 2000.[9]
- Το ποσοστό παιδιών στο εργατικό δυναμικό μειώθηκε από 24% το 1960 σε 10% το 2000.[10]
- Υπάρχει αυξητική τάση για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, αυτοκίνητα, ραδιόφωνα και τηλέφωνα κατά κεφαλή, καθώς και για ποσοστό πληθυσμού με πρόσβαση σε πόσιμο νερό.[11]
Παρ' όλα αυτά, μερικές από αυτές τις βελτιώσεις πιθανόν να μην οφείλονται στην παγκοσμιοποίηση, ή να ήταν δυνατές σε κάποιον βαθμό χωρίς τη σημερινή μορφή της παγκοσμιοποίησης ή των αρνητικών συνεπειών τις οποίες επικαλούνται τα κινήματα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση.
Μερικοί υπέρμαχοι του καπιταλισμού τηρούν κριτική στάση έναντι στην
Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για διεφθαρμένους γραφειοκρατικούς οργανισμούς που ελέγχονται και χρηματοδοτούνται από κράτη και όχι από εταιρείες. Πολλά δάνεια έχουν δοθεί σε
δικτάτορες που ποτέ δεν υλοποίησαν μεταρρυθμίσεις τις οποίες υποσχέθηκαν, αφήνοντας αντ' αυτού τον λαό να πληρώσει αργότερα τα χρέη. Θεωρούν ότι ο καπιταλισμός σήμερα είναι πολύ λίγος και όχι υπερβολικός. Επισημαίνουν επίσης ότι αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση φέρνουν διάφορες ομάδες με ειδικά συμφέροντα, όπως
συντεχνίεςσε χώρες του
Δυτικού Κόσμου. Ο
Χοσέ Μποβέ, ένας από τους ηγέτες του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, εκπροσωπεί επίσης τους Γάλλους αγρότες, οι οποίοι προστατεύονται από τον ανταγωνισμό με χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου με ψηλούς εισαγωγικούς
δασμούς και μεγάλες επιχορηγήσεις από την
Ευρωπαϊκή Ένωση.
Άλλοι, όπως ο Καναδός γερουσιαστής
Ντάγκλας Ρος, βλέπουν την παγκοσμιοποίηση ως απλώς αναπόφευκτη και υποστηρίζουν τη δημιουργία θεσμών όπως μια
Κοινοβουλευτική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, η οποία θα εκλέγεται απευθείας από τους πολίτες και θα επιβλέπει τη λειτουργία διεθνών φορέων των οποίων η διοίκηση δεν εκλέγεται.
Οι υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης ασκούν έντονη κριτική σε αρκετές υφιστάμενες πολιτικές, ιδιαίτερα στις πολύ ψηλές επιχορηγήσεις για τη γεωργία στον αναπτυγμένο κόσμο και τους σχετικούς προστατευτικούς δασμούς. Για παράδειγμα, σχεδόν ο μισός προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης πάει σε αγροτικές επιχορηγήσεις, κυρίως σε μεγαλοαγρότες και αγροεπιχειρήσεις, οι οποίοι αποτελούν ένα ισχυρό
λόμπι.
[12] Το 2005 η
Ιαπωνία έδωσε 47 δισ. δολάρια σε επιχορηγήσεις του αγροτικού της τομέα,
[13] σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερα χρήματα από τη συνολική βοήθεια που έδωσε σε άλλες χώρες.
[14] Οι
ΗΠΑ δίνουν 3,9 δισ. δολάρια κάθε χρόνο για να στηρίξουν τον τομέα καλλιέργειας βαμβακιού, ο οποίος περιλαμβάνει 25.000 καλλιεργητές, τρεις φορές φορές περισσότερο από τον προϋπολογισμό της
USAID για τα 500 εκατομμύρια
Αφρικανούς.
[15] Αυτό εξαντλεί τα έσοδα του κράτους από φορολογία και αυξάνει τις τιμές για τους καταναλωτές στον αναπτυσσόμενο κόσμο, μειώνει τον ανταγωνισμό και την αποτελεσματικότητα, αποτρέπει τις εξαγωγές από περισσότερο ανταγωνιστικούς αγροτικούς και άλλους τομείς στον αναπτυσσόμενο κόσμο λόγω των εμποδίων, και υποδαυλίζει τους τομείς στους οποίους οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα.
Οι επικριτές της οικονομικής πτυχής της παγκοσμιοποίησης υποστηρίζουν ότι δεν είναι, όπως δηλώνουν οι υποστηρικτές της, μια αναπόφευκτη διαδικασία η οποία πηγάζει φυσικά από τις οικονομικές ανάγκες όλων. Οι επικριτές συνήθως επισημαίνουν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιρειών, και αντιτάσσουν τη δυνατότητα καθιέρωσης εναλλακτικών θεσμών και πολιτικών, οι οποίοι θα αντιμετωπίσουν τις επιθυμίες των φτωχών και
εργατικών τάξεων στον κόσμο, καθώς και τα
περιβαλλοντικά θέματα, με πιο δίκαιο και σωστό τρόπο.
[17] Το κίνημα είναι πολύ ευρύ και περιλαμβάνει εθνικοαπελευθερωτικές ομάδες,
αριστερά κόμματα,
αναρχικούς,
οικολόγους, αγροτικές
συντεχνίες,
αντιρατσιστικές οργανώσεις,
θρησκευτικές οργανώσεις, κλπ. Κάποιοι ζητούν μεταρρυθμίσεις (για ένα «πιο ανθρώπινο» είδος καπιταλισμού), ενώ άλλοι έχουν πιο επαναστατική προσέγγιση (υποστηρίζοντας εναλλακτικές προτάσεις στον καπιταλισμό) και άλλοι αντιδρούν θεωρώντας την παγκοσμιοποίηση ως καταστροφική για τη βιομηχανία και την απασχόληση της χώρας τους.
Αναφορικά με το φλέγον θέμα της παγκόσμιας μετανάστευσης, η διαμάχη εκτυλίσσεται γύρω από τις αιτίες (σε τι βαθμό είναι εθελοντική ή υποχρεωτική, απαραίτητη ή όχι), αλλά και τις συνέπειες (κατά πόσο είναι ωφέλιμη ή όχι, αν συμφέρει κοινωνικά ή περιβαλλοντικά). Οι υποστηρικτές θεωρούν τη μετανάστευση απλά σαν μια διαδικασία κατά την οποία μέλη του εργατικού δυναμικού μπορούν να πάνε από μία χώρα σε άλλη για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, ενώ οι επικριτές δίνουν έμφαση στις αρνητικές συνέπειες, όπως την οικονομική, πολιτική και περιβαλλοντική ανασφάλεια, και επισημαίνουν τον συσχετισμό μεταξύ μετανάστευσης και της τεράστιας ανάπτυξης φτωχών συνοικιών σε πόλεις του αναπτυσσόμενου κόσμου. Σύμφωνα με το
The Challenge of Slums, έκθεση που εξέδωσε ο
Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών το 2003, «η κυκλική φύση του καπιταλισμού, η αυξημένη ζήτηση για ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό σε σχέση με το ανειδίκευτο, και οι αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης — και ιδιαίτερα οι απότομες βελτιώσεις και επιδεινώσεις της οικονομίας ανά τον κόσμο που συμβάλλουν στην ανισότητα και τη μη ομοιόμορφη κατανομή του νέου πλούτου — συμβάλλουν στην τεράστια ανάπτυξη των φτωχογειτονιών».
[18]
Διάφορες πτυχές της παγκοσμιοποίησης θεωρούνται ζημιογόνες από πολλές ομάδες
ακτιβιστών, καθώς και από
εθνικιστές. Έτσι, περί τα τέλη της δεκαετίας του '90 σφυρηλατήθηκε ένα ετερόκλητο, διεθνές κίνημα το οποίο έγινε γνωστό κυρίως από τις αναταραχές, τις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις που ξέσπασαν το 1999 στο
Σιάτλ των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του
Συνεδρίου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Παρόμοιες συγκρούσεις επαναλήφθηκαν το
2001 στη
Γένουα της
Ιταλίας, στην
27η Σύνοδο των G8. Το κίνημα αυτό, το οποίο χαρακτηρίζεται κυρίως από έναν
σοσιαλιστικό και οικολογικό χαρακτήρα, δεν έχει συγκεκριμένο όνομα. Ο όρος
ενάντια στην παγκοσμιοποίηση ή
κατά της παγκοσμιοποίησης χρησιμοποιείται συχνά από τα ΜΜΕ, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, καθώς πολύ συχνά οι ακτιβιστές αντιτίθενται σε συγκεκριμένες πτυχές της παγκοσμιοποίησης και όχι σε ολόκληρο το φαινόμενο. Ακτιβιστές όπως ο
Νόαμ Τσόμσκι είπαν ότι ο όρος αυτός δεν έχει νόημα, αφού στόχος του κινήματος είναι η παγκοσμιοποίηση της δικαιοσύνης
[19] (βλ.
Κίνημα Παγκόσμιας Δικαιοσύνης). Πολλοί ακτιβιστές έχουν ως σύνθημα το «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», το οποίο έχει δώσει ονόματα όπως το
altermondialisme στα
γαλλικά.
Υπάρχουν πολλά είδη «αντι-παγκοσμιοποίησης». Σε γενικές γραμμές, οι πολέμιοι ισχυρίζονται ότι τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης δεν ήταν αυτά που προβλέφθηκαν όταν ξεκίνησαν οι προσπάθειες για απελευθέρωση του εμπορίου και ότι πολλοί οργανισμοί που είναι αναμεμιγμένοι στο σύστημα της παγκοσμιοποίησης δεν λαμβάνουν υπ' όψη τα συμφέροντα των φτωχότερων χωρών, της εργατικής τάξης και του φυσικού
περιβάλλοντος.
Στο επίπεδο της οικονομίας, θεωρητικοί που υποστηρίζουν το
δίκαιο εμπόριο δηλώνουν ότι το
ελεύθερο εμπόριο χωρίς περιορισμούς ευνοεί τους πλούσιους σε βάρος των φτωχών. Ορισμένοι πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης βλέπουν το φαινόμενο ως την προώθηση των συμφερόντων των εταιρειών, με πρόθεση να περιοριστούν οι ατομικές ελευθερίες στο όνομα του κέρδους. Υποστηρίζουν επίσης ότι η αυξανόμενη αυτονομία και δύναμη των εταιρειών καθορίζει την πολιτική των κρατών.
Η οικονομική κρίση που ξέσπασε στην ανατολική Ασία το 1997, ξεκινώντας από την εύθραυστη οικονομία της
Ταϊλάνδης για να εξαπλωθεί γρήγορα στη
Μαλαισία, την
Ινδονησία και τη
Νότια Κορέα και σιγά σιγά έγινε αισθητή σε όλο τον κόσμο, έδειξε τους νέους κινδύνους και την αστάθεια των ευμετάβλητων παγκοσμιοποιημένων αγορών. Η εκχώρηση χρημάτων που ακολούθησε από το
ΔΝΤ ήταν υπό όρους για πολιτικές αλλαγές, κάτι οι πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης είδαν ως νεοαποικιακό πλήγμα στην εθνική κυριαρχία των κρατών.
Η κύρια αντίδραση είναι στη
νεοφιλελεύθερη πτυχή της παγκοσμιοποίησης, βασικοί εκφραστές της οποίας θεωρούνται κυβερνήσεις και άλλοι φορείς με μεγάλη δύναμη (όπως το
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η
Παγκόσμια Τράπεζα), οι οποίοι - σύμφωνα με τους πολέμιους - δεν ενδιαφέρονται για τους λαούς, αλλά για τα συμφέροντα των εταιρειών. Πολλά συνέδρια και συναντήσεις μεταξύ υπουργών εμπορίου και οικονομικών των ισχυρών χωρών συνοδεύτηκαν από διαμαρτυρίες, καμιά φορά βίαιες, από ομάδες που αντιτίθενται στην εταιρική παγκοσμιοποίηση. Ορισμένοι έχουν εκφράσει την άποψη ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ταυτόχρονα αναπόφευκτη συνέπεια αλλά και αιτία του νεοφιλελευθερισμού, η οποία συνίσταται κυρίως στην απελευθέρωση των
αγορών κεφαλαίου και στην κατάργηση
δασμώνκαι ρυθμιστικών ελέγχων στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα την υπερσυγκέντρωση πλούτου στα χέρια των πιο ανταγωνιστικών πολυεθνικών εταιρειών εις βάρος των επί μέρους τοπικών κοινωνιών.
Ακτιβιστές που είναι εναντίον της παγκοσμιοποίησης αντιδρούν επίσης στο γεγονός ότι η τρέχουσα παγκοσμιοποίηση παγκοσμιοποιεί το κεφάλαιο και τις επιχειρήσεις, αλλά όχι τους ανθρώπους και τις
συντεχνίες, υποδεικνύοντας τους αυστηρούς ελέγχους μετανάστευσης σε όλες σχεδόν τις χώρες και την απουσία εργατικών δικαιωμάτων σε πολλές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Μερικές ομάδες που τάσσονται εναντίον ισχυρίζονται ότι η παγκοσμιοποίηση είναι
ιμπεριαλιστική, και είναι ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στον
πόλεμο του Ιράκ και συμβάλλουν στην εισροή κεφαλαίων στις ΗΠΑ αντί στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Έτσι, από μία άποψη, η «παγκοσμιοποίηση» είναι άλλος ένας όρος για την «
αμερικανοποίηση», καθώς κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ είναι μια από τις πολύ λίγες χώρες που πραγματικά επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση.
Μία πιο συντηρητική παράταξη που αντιτίθεται στην παγκοσμιοποίηση είναι οι εθνικιστές που υποστηρίζουν ένα ισχυρό κράτος και οι οποίοι φοβούνται ότι η παγκοσμιοποίηση συρρικνώνει τον ρόλο των
εθνικών κρατών στη διεθνή πολιτική, καθώς και ότι οι
μη κυβερνητικές οργανώσεις τα αποδυναμώνουν. Παραδείγματα αυτής της αντίληψης είναι ο
Πατ Μπιουκάναν και ο
Ζαν Μαρί Λεπέν.
Πολλοί έχουν επικρίνει την έλλειψη ενότητας και προσανατολισμού του κινήματος, αν και άλλοι, όπως ο
Νόαμ Τσόμσκι έχουν δηλώσει ότι αυτή η απουσία συγκέντρωσης μπορεί να είναι και ένα δυνατό σημείο.