Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι απειλές και οι κίνδυνοι για την ειρήνη μετατοπίστηκαν σε περιφερειακό επίπεδο, αυξήθηκαν οι τοπικές κρίσεις και συγκρούσεις. Το σημαντικότερο διπλωματικό επίτευγμα του 2013, είναι ότι ο κόσμος κατάφερε να αποφύγει νέους περιφερειακούς πολέμους. Ως γνωστόν, στην ημερήσια διάταξη της διεθνούς πολιτικής, κάποιοι είχαν καταφέρει να εισάγουν τις έννοιες του «ανθρωπιστικού» πολέμου ενάντια στη Συρία και του «αποτρεπτικού» χτυπήματος για τον αφοπλισμό στο Ιράν. Ωστόσο, με τις επίμονες προσπάθειες των διπλωματών, η «στρατιωτική» λύση αυτών των κρίσεων, έχει -τουλάχιστον προς το παρόν- αναβληθεί. Σε όλο αυτό το σκηνικό, η Μόσχα διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο, που υπαγορεύθηκε κυρίως από τα εθνικά της συμφέροντα.
Η κρίση στη Συρία
Στο πρόβλημα της Συρίας, η βασική θέση της Ρωσίας ήταν απ’ την αρχή ξεκάθαρη: Η εσωτερική κρίση δεν πρέπει να αποτελέσει το πρόσχημα για την αλλαγή του καθεστώτος με εξωτερικές επεμβάσεις. Ακόμα και αν αυτή η παρέμβαση γίνεται με τη μορφή των διεθνών κυρώσεων από τα Ηνωμένα Έθνη, όπως συνέβη για παράδειγμα στη Λιβύη. Ο ΟΗΕ, δεν δημιουργήθηκε για ένα τέτοιο σκοπό. Το πολιτικό μέλλον της Συρίας πρέπει να αποφασιστεί από τους ίδιους τους Σύριους, με τη στήριξη και τη βοήθεια της διαμεσολάβησης που προσφέρει η διεθνής κοινότητα. Με βάση αυτή τη θέση, η Ρωσία από κοινού με την Κίνα, μπλόκαραν τρία ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που στην πραγματικότητα είχαν σαν στόχο την ανατροπή του σημερινού προέδρου Άσαντ.
Το πιο ενδιαφέρον σε αυτή την περίπτωση είναι ότι στην πραγματικότητα μαζί με τη Ρωσία ενώθηκαν και οι υπόλοιπες χώρες της «G8». Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε, το αποτέλεσμα της συνόδου κορυφής των «οκτώ» στην Ιρλανδία με τη συναίνεση που επιτεύχθηκε για την ανάγκη πολιτικής διευθέτησης του προβλήματος της Συρίας.
Διπλωματικό «ματ»
Βέβαια, τα κίνητρα των εταίρων της Ρωσίας ήταν κάπως διαφορετικά. Μέχρι το καλοκαίρι του 2013 είχε καταστεί σαφές ότι η κύρια δύναμη της ένοπλης αντιπολίτευσης στον Άσαντ, αποτελείται πλέον από ριζοσπαστικές ισλαμικές οργανώσεις που συμμερίζονται τις αρχές και τις μεθόδους της «Αλ – Κάϊντα». Και αυτό, δεν είναι προς το συμφέρον ούτε της Δύσης, ούτε των κοσμικών αραβικών καθεστώτων, ούτε της ίδιας της Ρωσίας. Ειδικά για τη Ρωσία, στην οποία οι ισχυρές μουσουλμανικές κοινότητες συγκεντρώνεται όχι μόνο στην περιοχή του Βόλγα και στον Καύκασο, αλλά και στη Μόσχα, η αυθόρμητη εισαγωγή του ριζοσπαστικού Ισλάμ στη Συρία είναι μια άμεση απειλή. Γι' αυτό, η Μόσχα και η Ουάσινγκτον συμφώνησαν πολύ γρήγορα στη οργάνωση της ειρηνευτικής συνδιάσκεψης για τη Συρία.
Ωστόσο, η χρήση χημικών όπλων στα περίχωρα της Δαμασκού, ενέργεια για την οποία κατηγορήθηκαν οι κυβερνητικές δυνάμεις, εξανάγκασε τον Μπαράκ Ομπάμα να οδηγηθεί στο δρόμο, το οποίο απόφευγε προσεκτικά, τη στρατιωτική λύση. Την κατάσταση έσωσε, ο Λαβρόφ. Ξεπερνώντας το ερώτημα ποιός πραγματικά χρησιμοποίησε χημικά όπλα, η Μόσχα έπεισε τον Άσαντ να προχωρήσει στην πλήρη εξάλειψη των χημικών οπλοστασίων της χώρας. Αυτή η κίνηση, εξουδετέρωσε τα επιχειρήματα όλων εκείνων που θα ήθελαν να βάλουν τις ΗΠΑ σε ένα ακόμα περιφερειακό πόλεμο. Σήμερα, η καταστροφή του στρατιωτικο-χημικού συγκροτήματος της Συρίας βρίσκεται σε εξέλιξη. Τι είναι όμως αυτό που πραγματικά κέρδισε από τις διπλωματικές κινήσεις του 2013 ο κόσμος;
Στη Μέση Ανατολή, διατηρήθηκε η στρατηγική σταθερότητα. Άρχισε να κατακτά έδαφος το καθεστώς της μη διάδοσης των όπλων μαζικής καταστροφής και ενισχύθηκε ο ρόλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τη διατήρηση της ειρήνης. Και το σημαντικότερο: Τα θετικά αποτελέσματα από τις επιτυχίες της διπλωματίας στην περιοχή, μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν μια καλή παρακαταθήκη απ’ όλη τη διεθνή κοινότητα για μελλοντικά προβλήματα.
Το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα
Το στρατιωτικό σενάριο αποφεύχθηκε και στην περίπτωση του Ιράν. Η Μόσχα, υποστήριζε τις κυρώσεις του ΟΗΕ εναντίον του Ιράν, ωστόσο, πάντα απαιτούσε την ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος, υποστηρίζοντας ότι το ιρανικό πυρηνικό πρόβλημα θα επιλυθεί μόνο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η Ρωσία που συνορεύει με το Ιράν, εκτός από την υπεράσπιση των αρχών των Ηνωμένων Εθνών έβαλε σαν στόχο να αποτραπεί, όχι μόνο η ανάπτυξη ενός στρατιωτικού πυρηνικού προγράμματος, αλλά και οι μαζικές ταραχές που θα μπορούσαν να προκληθούν από τις κυρώσεις της Δύσης, αλλά και το χάος που μπορεί να δημιουργηθεί από ένα στρατιωτικό χτύπημα
Σε σχέση με όλα τα παραπάνω, παρουσιάστηκε πριν από δύο χρόνια το «Σχέδιο Λαβρόφ». Η σταδιακή κατάργηση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν σε αντάλλαγμα για την προοδευτική άρση των κυρώσεων. Μια βήμα – βήμα απομάκρυνση από την «κόκκινη γραμμή». Αυτή είναι η βασική αρχή που διέπει την ενδιάμεση συμφωνία μεταξύ της Τεχεράνης και της ομάδας των «έξι» χωρών που συνομολογήθηκε τον Νοέμβριο. Προς το παρόν, η συμφωνία περιορίζεται χρονικά - σε έξι μήνες. Και τίποτα δεν προμηνύεται εύκολο στις διαπραγματεύσεις για την κύρια συμφωνία που θα ξεκινήσουν στην επόμενη φάση. Μια συμφωνία που θα πρέπει να καθησυχάζει τη διεθνή κοινότητα, να επιτρέπει στο Ιράν να αναπτύξει με ασφάλεια την πυρηνική βιομηχανία της χώρας για ειρηνικούς σκοπούς και -το σημαντικότερο- θα εξαλείψει την απειλή μιας κρίσης στην περιοχή. Πολλά από αυτά πρόκειται να αποσαφηνιστούν σύντομα, μέσα στο 2014.
Να σημειωθεί ότι η ρωσική διπλωματία είχε αυτές τις επιτυχίες επειδή τα συμφέροντα της χώρας συνέπεσαν με τα βασικά συμφέροντα των μεγάλων γεωπολιτικών παικτών του κόσμου. Ωστόσο, κάτι τέτοιο από μόνο του δεν αρκούσε για να μην υπάρξουν τα χειρότερα. Και εδώ έβαλε το στίγμα της ειρηνικές διευθέτησης η ρωσική διπλωματία.
Ρωσο-αμερικανική κρίση
Η χρονιά που φεύγει, σημαδεύτηκε και από την κρίση στις ρωσο- αμερικανικές σχέσεις. Επισήμως, η αιτία της κλιμάκωσης ήταν το άσυλο στη Μόσχα του Έντουαρντ Σνόουντεν (Edward Snowden), που αποκάλυψε αρκετά μυστικά της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών, NSA. Φυσικά, η Ουάσιγκτον είναι εξαιρετικά ενοχλημένη και ανησυχεί για το γεγονός ότι ο αμερικανικός τεχνικός που αποκάλυψε σημαντικές κρατικές πληροφορίες βρέθηκε εκτός δικαιοδοσίας της αμερικανικής Δικαιοσύνης. Αλλά είναι πολύ δύσκολο να πιστέψει κανείς, ότι αυτή ήταν η αιτία για την ακύρωση της επίσκεψης Ομπάμα στη Μόσχα. Παρόμοιο συμβάν, είχαμε μόνο στην εποχή της «αντιπαράθεσης των διακηρύξεων» και των «μπλοφών» μεταξύ Χρουστσόφ και Αϊζενχάουερ, στη διάρκεια του «Ψυχρού Πολέμου».Το πιο πιθανό είναι, ότι στον Λευκό Οίκο κατάλαβαν ότι, αν ο Ομπάμα επιστρέψει από τη Μόσχα χωρίς τον Σνόουντεν, θα υπάρξει μια ακόμα αιτία για να τον κατηγορήσουν για αδυναμία. Και ο Πούτιν, παρόλο που ήθελε να αποκαταστήσει το διάλογο με τον αμερικανό πρόεδρο για την επίτευξη συνεργασίας των δύο χωρών στα ζητήματα της Συρίας και του Ιράν, δεν ήταν πρόθυμος να υποχωρήσει έναντι των ΗΠΑ. Οι διμερείς σχέσεις πρέπει να βασίζονται στην ισότητα. Αυτή είναι ένα Δόγμα, βασική θέση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής σήμερα.
Φυσικά, δεν μπορούμε να πούμε ότι ο ρωσο-αμερικανικός διάλογος έχει σταματήσει. Οι Πούτιν και Ομπάμα όλο και για κάτι συζήτησαν στη συνάντηση τους στη διάρκεια της
συνόδου κορυφής της «G20» στην Αγία Πετρούπολη, μετά την ακύρωση της επίσκεψης στη Μόσχα. Είναι επίσης προφανές ότι επίκειται μια νέα συνάντησή τους. Αυτή τη φορά στο Σότσι, εκεί που το καλοκαίρι του 2014 θα πραγματοποιηθεί η επόμενη σύνοδος κορυφής των «οκτώ». Ίσως, μέχρι τότε οι διπλωμάτες των δύο χωρών να έχουν βρει τη βάση για μια συμβιβαστική λύση.