Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

«Αν βλέπεις ότι δεν έχεις γαλήνη, αλλά στεναχώρια, να ξέρεις ότι υπάρχει μέσα σου κάτι ατακτοποίητο και πρέπει να το βρείς, για να το διορθώσεις»

 «Για να ταπεινούμεθα, έστω και χωρίς την θέλησή μας, ο Κύριος οικονόμησε και τούτο: Κανείς δεν μπορεί να βλέπει τα τραύματά του, όπως τα βλέπει ο πλησίον του.

Έτσι είμεθα υποχρεωμένοι να χρεωστούμε την θεραπεία μας όχι στον εαυτόν μας, αλλά στον πλησίον και στον Θεόν.

Αν, ακούγοντας την υψηλή πολιτεία των Αγίων, κινηθείς από θείο ζήλο και επιθυμήσεις να τη μιμηθείς, βάλε αρχή και ζήτα από τον Θεό να σ’ ενισχύσει, συμβουλεύει κάποιος Πατήρ. Αν τελειώσεις το έργο που άρχισες, χρεώστα ευγνωμοσύνη σ’ Εκείνον που σου χάρισε τη δύναμη.

Αν πάλι δεν τα καταφέρεις να τελειώσεις, αναγνώρισε την αδυναμία σου και ταπεινώσου. Θεώρησε τον εαυτό σου ανίκανο, φτωχό σε αρετή κι ανυπομόνητο.

Κατάκρινε τον που άρχισε κάτι καλό και δε κατόρθωσε να το τελειώσει. Έτσι, ταπεινωμένος τουλάχιστον, υπάρχει ελπίδα να σωθείς».

Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος

«Αν βλέπεις ότι δεν έχεις γαλήνη, αλλά στεναχώρια, να ξέρεις ότι υπάρχει μέσα σου κάτι ατακτοποίητο και πρέπει να το βρεις, για να το διορθώσεις. Κάνεις ας υποθέσουμε ένα σφάλμα, στεναχωριέσαι, αλλά δεν το εξομολογείσαι. Σου συμβαίνει μετά ένα ευχάριστο γεγονός και νιώθεις χαρά. Αυτή η χαρά σκεπάζει τη στεναχώρια για το σφάλμα σου και σιγά-σιγά το ξεχνάς, δεν το βλέπεις επειδή καπακώθηκε από τη χαρά. Αλλά εκείνο εσωτερικά δουλεύει…».

Άγιος Γέροντας Παϊσιος

hristospanagia3

https://simeiakairwn.wordpress.com/2021/03/23/αν-βλέπεις-ότι-δεν-έχεις-γαλήνη-αλλά-σ/


Στρατηγός Μακρυγιάννης: Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν!

 

Στρατηγός Μακρυγιάννης: Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν!

Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα. Απόσπασμα από το πλήρες κείμενο. Μεταγραφή από το πρωτότυπο του Γιάννη Βλαχογιάννη, επεξεργασμένη από τον καθηγητή Γιάννη Καζάζη.

Εισαγωγή

Αδελφοί αναγνώστες! Επειδή έλαβα αυτείνη την αδυναμία να σας βαρύνω με την αμάθειά μου (αν έβγουν εις φως αυτά οπού σημειώνω εδώ και ξηγώμαι πότε με κόλλησε αυτείνη η ιδέα, -από τα 1829, Φλεβαρίου 26, εις το Άργος -και ακολουθώ αγώνες και άλλα περιστατικά της πατρίδος) σας λέγω, αν δεν τα διαβάσετε όλα, δεν έχει το δικαίωμα κανένας από τους αναγνώστες να φέρη γνώμη ούτε υπέρ, ούτε κατά.

Ότι είμαι αγράμματος και δεν μπορώ να βαστήσω ταχτική σειρά ᾿σ τα γραφόμενα και… τότε φωτίζεται και ο αναγνώστης.

Μπαίνοντας εις αυτό το έργον και ακολουθώντας να γράφω δυστυχήματα αναντίον της πατρίδος και θρησκείας, οπού της προξενήθηκαν από την ανοησίαν μας και ᾿διοτέλειά μας και από θρησκευτικούς και από πολιτικούς και από ᾿μάς τους στρατιωτικούς, αγαναχτώντας και εγώ απ᾿ ούλα αυτά, ότι ζημιώσαμε την πατρίδα μας πολύ και χάθηκαν και χάνονται τόσοι αθώοι άνθρωποι, σημειώνω τα λάθη ολωνών και φτάνω ως την σήμερον, οπού δεν θυσιάζομε ποτές αρετή και πατριωτισμόν και είμαστε σε τούτην την άθλια κατάστασιν και κιντυνεύομεν να χαθούμεν.

Γράφοντας αυτά τα αίτια και τις περίστασες, οπού φέραμεν τον όλεθρον της πατρίδας μας όλοι μας, τότε ως έχοντας και εγώ μερίδιον εις αυτείνη την πατρίδα και κοινωνία, γράφω με πολλή αγανάχτησιν αναντίον των αιτίων όχι να ᾿χω καμμιά ιδιαίτερη κακία αναντίον τους, αλλά ο ζήλος της πατρίδος μου δίνει αυτείνη την αγανάχτησιν και δεν μπόρεσα να γράψω γλυκώτερα.

Αυτό το χειρόγραφον, από την περίστασιν οπού μου έγιναν πολλές καταδρομές, το είχα κρυμμένο. Τώρα οπού το έβγαλα, το διάβασα όλο και έγραψα ως τα 1850 Απρίλη μήνα, και διαβάζοντάς το είδα ότι δεν ξηγώμαι γλυκώτερα δια κάθε άτομον.

Πρώτο λοιπόν αυτό, και ύστερα σε πολλά μέρη ᾿παναλαβαίνω πίσω τα ίδια (ότι είμαι αγράμματος και δεν θυμώμαι και δεν βαστώ σειρά ταχτική) και τρίτο, εκείνα οπού σημειώνω εις την πρωτοϋπουργίαν του Κωλέτη, οπού έκαμεν τόσα μεγάλα λάθη αναντίον της πατρίδος του και της θρησκείας του και των συναγωνιστών του, όλων των τίμιων ανθρώπων -και να χύση τόσα άδικα αίματα των ομογενών του και να πάθη η δυστυχισμένη του πατρίδα και να παθαίνη και τώρα εις τον πεθαμό του από τους ίδιους τους μαθητάς του και συντρόφους του, οπού μάς κυβερνούν και οι προκομμένες του οι Βουλές και άλλοι τοιούτοι, οπού δεν άφησαν λεπτό εις το ταμείο, και όλο το κράτος τό᾿ ᾿φεραν σε μίαν μεγάλη δυστυχία και ανωμαλία και ένας μεγάλος στόλος των σκύλων μας έχουν μπλόκον, οπού ᾿ναι περίτου από τρεις μήνες, και μας πήραν όλα τα καράβια και μας κατακερμάτισαν όλο το εμπόριον και τζαλαπάτησαν την σημαίαν μας και πεθαίνουν της πείνας οι ανθρώποι των νησιών και εκείνοι οπού ᾿χουν τα καράβια τους γκιζερούν εις τους δρόμους και κλαίνε με μαύρα δάκρυα.

Όλα αυτά τα δεινά και άλλα πλήθος είναι έργα του Κωλέτη και της συντροφιάς του, οπού άφησε εντολή να κυβερνιώμαστε με αυτό το σύστημα και με τους τοιούτους συντρόφους του.

Και από αυτό παθαίνομεν και τι θα πάθωμεν ακόμα ο Θεός το γνωρίζει.

Και αυτά ήταν διά τους ξένους σκοπούς του και τις ᾿διοτέλειές του και για-να κατακερματίσουνε και την Τρίτη-Σεπτεβρίου -οπού διαλαβαίνει περί θρησκείας και άλλης σωτηρίας της πατρίδος αυτό το Σύνταμα -και τό᾿ ᾿χομεν εις το χαρτί και αντίς-να μας ωφελήση μας αφανίζει ολοένα.

Όλοι οι άλλοι, οπού γράφω εξ-αρχής, είναι άγιοι ομπρός-᾿σ αυτόν και την συντροφιά του τη σημερνή, μ᾿-όλον-οπού τα λάθη τα πρώτα εγέννησαν και τούτα.

Δια όλα αυτά γράφω εδώ.

Ως άνθρωπος μπορώ να πεθάνω και ή τα παιδιά μου, ή άλλος τα αντιγράψη, για-να τα βγάλη εις φως, πρώτο τους ανθρώπους, οπού γράφω μ᾿ αγανάχτησιν αναντίον τους, να βάνη τις πράξες του κάθε-ενού και τ᾿ όνομά του με καλόν τρόπον, όχι με βρισές, δια-να χρησιμεύουν αυτά όλα εις τους μεταγενεστέρους και να μάθουν να θυσιάζουν δια την πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή, να ζήσουν ως ανθρώποι ᾿σ αυτήν την πατρίδα και μ᾿ αυτήν την θρησκείαν.

Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν.

Και προσοχή να μην τους απατάγη η ᾿διοτέλεια.

Και αν σκοντάψουν, τότε εις τον κρεμνόν θα πηγαίνουν, καθώς το πάθαμεν εμείς. -Όλο εις τον κρεμνόν κυλάμεν κάθε ᾿μέρα.

Όταν λοιπόν βγη αυτό το χειρόγραφον εις φως, διαβάζοντάς το όλο οι τίμιοι αναγνώστες, αρχή και τέλος, τότες έχουν το δικαίωμα να κάμη ο καθείς των την κρίση του είτε υπέρ, είτε κατά.

πηγή: pemptousia

φώτο: dromokirix.gr

https://simeiakairwn.wordpress.com/2021/03/23/στρατηγός-μακρυγιάννης-χωρίς-αρετή-κ/

Χαιρετισμοί της Παναγίας

 Το προσταχθέν μυστικώς λαβών έν γνώσει, εν τή σκηνή του Ιωσήφ σπουδή επέστη, ο Ασώματος λέγων τή Απειρογάμω· Ο κλίνας τή καταβάσει τους ουρανούς, χωρείται αναλλοιώτως όλος εν σοι· Ον καί βλέπων εν μήτρα Σου, λαβόντα δούλου μορφήν, εξίσταμαι κραυγάζειν Σοι·

Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια,

Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια.

Αναγράφω Σοι η πόλις Σου, Θεοτόκε.

Αλλ' ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,

Εκ παντίων μέ κινδύνων ελευθέρωσον

ίνα κράζω Σοι·

Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τή Θεοτόκω το χαίρε· (τρις)

και συν τή ασωμάτω φωνή, σωματούμενόν Σε θεωρών, Κύριε, εξίστατο, καί ίστατο, κραυγάζων πρός Αυτήν τοιαύτα·

Χαίρε, δι' ης η χαρά εκλάμψει·

χαίρε, δι' ης η αρά εκλείψει.

Χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις·

χαίρε, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις.

Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς·

χαίρε, βάθος δυσθεώρητον καί Αγγέλων οφθαλμοίς.

Χαίρε, ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα·

χαίρε, ότι βαστάζεις τόν βαστάζοντα πάντα.

Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τον Ήλιον·

χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως.

Χαίρε, δι' ης νεουργείται η κτίσις·

χαίρε, δι' ής βρεφουργείται ο Κτίστης.

Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

Βλέπουσα η Αγία, εαυτήν εν αγνεία, φησί τω Γαβριήλ θαρσαλέως·

το παράδοξόν Σου της φωνής, δυσπαράδεκτόν μου τή ψυχή φαίνεται·

ασπόρου γαρ συλλήψεως την κύησιν πώς λέγεις; κράζων·

Αλληλούϊα.

Γνώσιν άγνωστον γνώναι η Παρθένος ζητούσα εβόησε πρός τόν λειτουργούντα·

Εκ λαγόνων αγνών Υιόν, πώς εστι τεχθήναι δυνατόν; λέξον μοι.

Προς Ήν εκείνος έφησεν εν φόβω, πλην κραυγάζων ούτω·

Χαίρε, βουλής απορρήτου μύστις·

χαίρε, σιγής δεομένων πίστις.

Χαίρε, των θαυμάτων Χριστού το προοίμιον·

χαίρε, των δογμάτων Αυτού το κεφάλαιον.

Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι' ής κατέβη ο Θεός·

χαίρε, γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης πρός ουρανόν.

Χαίρε, το των Αγγέλων πολυθρύλητον θαύμα·

χαίρε, το των δαιμόνων πολυθρήνητον τραύμα.

Χαίρε, το φώς αρρήτως γεννήσασα·

χαίρε, το πως μηδένα διδάξασα.

Χαίρε, σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν·

χαίρε, πιστών καταυγάζουσα φρένας.

Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

Δύναμις του Υψίστου, επεσκίασε τότε, πρός σύλληψιν τή Απειρογάμω·

και την εύκαρπον ταύτης νηδύν, ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν άπασι, τοις θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν, εν τω ψάλλειν ούτως·

Αλληλούϊα.

Έχουσα θεοδόχον, η Παρθένος την μήτραν, ανέδραμε προς την Ελισάβετ· το δε βρέφος εκείνης, ευθύς επιγνόν τόν ταύτης ασπασμόν, έχαιρε·

και άλμασιν ως άσμασιν εβόα προς την Θεοτόκον·

Χαίρε, βλαστού αμαράντου κλήμα·

χαίρε, καρπού ακηράτου κτήμα.

Χαίρε, γεωργόν γεωργούσα φιλάνθρωπον·

χαίρε, φυτουργόν της ζωής ημών φύουσα.

Χαίρε, άρουρα βλαστάνουσα ευφορίαν οικτιρμών·

χαίρε, τράπεζα βαστάζουσα ευθηνίαν ιλασμών.

Χαίρε, ότι λειμώνα της τρυφής αναθάλλεις·

χαίρε, ότι λιμένα των ψυχών ετοιμάζεις.

Χαίρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα·

χαίρε, παντός του κόσμου εξίλασμα.

Χαίρε, Θεού πρός θνητούς ευδοκία·

χαίρε, θνητών προς Θεόν παρρησία.

Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

Ζάλην ένδοθεν έχων, λογισμών αμφιβόλων, ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη, προς την άγαμόν Σε θεωρών, και κλεψίγαμον υπονοών, Άμεμπτε·

μαθών δε Σου την σύλληψιν εκ Πνεύματος Αγίου, έφη·

Αλληλούϊα.

Ήκουσαν οι ποιμένες, των Αγγέλων υμνούντων, την ένσαρκον Χριστού παρουσίαν·

και δραμόντες ως προς ποιμένα, θεωρούσι Τούτον ως αμνόν άμωμον, εν τη γαστρί Μαρίας βοσκηθέντα, ην υμνούντες είπον·

Χαίρε, αμνού και ποιμένος Μήτηρ·

χαίρε, αυλή λογικών προβάτων.

Χαίρε, αοράτων εχθρών αμυντήριον·

χαίρε, Παραδείσου θυρών ανοικτήριον.

Χαίρε, ότι τα ουράνια συναγάλλεται τή γη·

χαίρε, ότι τα επίγεια συγχορεύει ουρανοίς.

Χαίρε, των Αποστόλων το ασίγητον στόμα·

χαίρε, των Αθλοφόρων το ανίκητον θάρσος.

Χαίρε, στερρόν της πίστεως έρεισμα·

χαίρε, λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα.

Χαίρε, δι' ης εγυμνώθη ο Άδης·

χαίρε, δι' ης ενεδύθημεν δόξαν.

Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

Θεοδρόμον αστέρα, θεωρήσαντες Μάγοι, τη τούτου ηκολούθησαν αίγλη·

και ως λύχνον κρατούντες αυτόν, δι' αυτού ηρεύνων κραταιόν Άνακτα·

και φθάσαντες τόν άφθαστον, εχάρησαν Αυτώ βοώντες·

Αλληλούϊα.

Ίδον παίδες Χαλδαίων, εν χερσί της Παρθένου, τον πλάσαντα χειρί τους ανθρώπους·

και Δεσπότην νοούντες Αυτόν, ει και δούλου έλαβε μορφήν, έσπευσαν τοις δώροις θεραπεύσαι, και βοήσαι τη ευλογημένη·

Χαίρε, αστέρος αδύτου μήτηρ·

χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας.

Χαίρε, της απάτης τήν κάμινον σβέσασα·

χαίρε, της Τριάδος τους μύστας φωτίζουσα.

Χαίρε, τύρρανον απάνθρωπον εκβαλούσα της αρχής·

χαίρε, Κύριον φιλάνθρωπον επιδείξασα Χριστόν.

Χαίρε, η της βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας·

χαίρε, η του βορβόρου ρυομένη των έργων.

Χαίρε, πυρός προσκύνησιν παύσασα·

χαίρε, φλογός παθών απαλλάττουσα.

Χαίρε, πιστών οδηγέ σωφροσύνης·

χαίρε, πασών γενεών ευφροσύνη.

Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

Κήρυκες θεοφόροι, γεγονότες οι Μάγοι, υπέστρεψαν εις τήν Βαβυλώνα·

εκτελέσαντές Σου τον χρησμόν, και κηρύξαντές Σε τον Χριστόν άπασιν, αφέντες τον Ηρώδην, ως ληρώδη, μή ειδότα ψάλλειν·

Αλληλούϊα.

Λάμψας εν τη Αιγύπτω, φωτισμόν αληθείας, εδίωξας του ψεύδους το σκότος·

τα γαρ είδωλα ταύτης, Σωτήρ, μή ενέγκαντά Σου τήν ισχύν, πέπτωκεν·

οι τούτων δε ρυσθέντες, εβόων πρός τήν Θεοτόκον.

Χαίρε, άνόρθωσις των ανθρώπων·

χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων.

Χαίρε, της απάτης την πλάνην πατήσασα·

χαίρε, των ειδώλων τον δόλον ελέγξασα.

Χαίρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραώ τόν νοητόν·

χαίρε, πέτρα η ποτίσασα τους διψώντας την ζώην.

Χαίρε, πύρινε στύλε, οδηγών τους εν σκότει·

χαίρε, σκέπη του κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης.

Χαίρε, τροφή του Μάννα διάδοχε·

χαίρε, τρυφής αγίας διάκονε.

Χαίρε, η γή της επαγγελίας·

χαίρε, εξ ης ρέει μέλι καί γάλα.

Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

Μέλλοντος Συμεώνος, του παρόντος αιώνος, μεθίστασθαι του απατεώνος, επεδόθης ως βρέφος αυτώ, αλλ' εγνώσθης τούτω και Θεός τέλειος·

διόπερ εξεπλάγη Σου τήν άρρητον σοφίαν, κράζων·

Αλληλούϊα.

Νέαν έδειξε κτίσιν, εμφανίσας ο Κτίστης, ημίν τοις υπ' αυτού γενομένοις·

εξ ασπόρου βλαστήσας γαστρός, και φυλάξας ταύτην, ώσπερ ην, άφθορον·

ίνα το θαύμα βλέποντες, υμνήσωμεν αυτήν, βοώντες·

Χαίρε, το άνθος της αφθαρσίας·

χαίρε, το στέφος της εγκρατείας.

Χαίρε, αναστάσεως τύπον εκλάμπουσα·

χαίρε, των Αγγέλων τον βίον εμφαίνουσα.

Χαίρε, δένδρον αγλαόκαρπον, εξ ου τρέφονται πιστοί·

χαίρε, ξύλον ευσκιόφυλλον, υφ' ου σκέπονται πολλοί.

Χαίρε, κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις·

χαίρε, απογεννώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις.

Χαίρε, Κριτού δικαίου δυσώπησις·

χαίρε, πολλών πταιόντων συγχώρησις.

Χαίρε, στολή των γυμνών παρρησίας·

χαίρε, στοργή πάντα πόθον νικώσα.

Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

Ξένον τόκον ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου, τόν νουν εις ουρανόν μεταθέντες·

διά τούτο γαρ ο υψηλός Θεός, επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος, βουλόμενος ελκύσαι πρός το ύψος τους Αυτώ βοώντας·

Αλληλούϊα.

Όλος ην εν τοις κάτω, και των άνω ουδόλως απήν ο απερίγραπτος Λόγος·

συγκατάβασις γαρ θεϊκή, ου μετάβασις δε τοπική γέγονε·

και τόκος εκ Παρθένου θεολήπτου, ακουούσης ταύτα·

Χαίρε, Θεού αχωρήτου χώρα·

χαίρε, σεπτού μυστηρίου θύρα.

Χαίρε, των απίστων αμφίβολον άκουσμα·

χαίρε, των πιστών αναμφίβολον καύχημα.

Χαίρε, όχημα πανάγιον του επί των Χερουβίμ·

χαίρε, οίκημα πανάριστον του επί των Σεραφίμ.

Χαίρε, η ταναντία εις ταυτό αγαγούσα·

χαίρε, η παρθενίαν καί λοχείαν ζευγνύσα.

Χαίρε, δι' ης ελύθη παράβασις·

χαίρε, δι' ης ηνοίχθη Παράδεισος.

Χαίρε, η κλεις της Χριστού βασιλείας·

χαίρε, ελπίς αγαθών αιωνίων.

Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

Πάσα φύσις Αγγέλων, κατεπλάγη το μέγα της Σης ενανθρωπήσεως έργον·

τόν απρόσιτον γάρ ως Θεόν, εθεώρει πάσι προσιτόν άνθρωπον,

ημίν μεν συνδιάγοντα, ακουόντα δε παρά πάντων ούτως·

Αλληλούϊα.

Ρήτορας πολυφθόγους, ως ιχθύας αφώνους, ορώμεν επί Σοι, Θεοτόκε·

απορούσι γαρ λέγειν το πώς και Παρθένος μένεις, καί τεκείν ίσχυσας·

ημείς δε το Μυστήριον θαυμάζοντες, πιστώς βοώμεν·

Χαίρε, Σοφίας Θεού δοχείον·

χαίρε, προνοίας Αυτού ταμείον.

Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα·

χαίρε, τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα.

Χαίρε, ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί·

χαίρε, ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί.

Χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα·

χαίρε, των αλιέων τας σαγήνας πληρούσα.

Χαίρε, βυθού αγνοίας εξέλκουσα·

χαίρε, πολλούς εν γνώσει φωτίζουσα.

Χαίρε, ολκάς των θελόντων σωθήναι·

χάιρε, λιμήν των του βίου πλωτήρων.

Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

Σώσαι θέλων τον κόσμον, ο των όλων κοσμήτωρ, πρός τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε·

και ποιμήν υπάρχων ως Θεός, δι' ημάς εφάνη καθ' ημάς άνθρωπος·

ομοίω γάρ το όμοιον καλέσας, ως Θεός ακούει·

Αλληλούϊα.

Τείχος ει των παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε, καί πάντων των εις Σε προστρεχόντων·

ο γαρ του ουρανού καί της γης, κατεσκεύασέ σε Ποιητής Άχραντε, οικήσας εν τη μήτρα Σου, και πάντας Σοι προσφωνείν διδάξας·

Χαίρε, η στήλη της παρθενίας·

χαίρε, η πύλη της σωτηρίας.

Χαίρε, αρχηγέ νοητής αναπλάσεως·

χαίρε, χορηγέ θεϊκής αγαθότητος.

Χαίρε, Συ γαρ ανεγέννησας τους συλληφθέντας αισχρώς·

χαίρε, Συ γαρ ενουθέτησας τους συληθέντας τον νούν.

Χαίρε, η τον φθορέα των φρένων καταργούσα·

χαίρε, η τον σπορέα της αγνείας τεκούσα.

Χαίρε, παστάς ασπόρου νυμφεύσεως·

χαίρε, πιστούς Κυρίω αρμόζουσα.

Χαίρε, καλή κουροτρόφε παρθένων·

χαίρε, ψυχών νυμφοστόλε αγίων.

Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

Ύμνος άπας ηττάται, συνεκτείνεσθαι σπεύδων, τω πλήθει των πολλών οικτιρμών σου·

ισαρίθμους γαρ τή ψάμμω ωδάς, αν προσφέρωμέν Σοι, Βασιλεύ Άγιε, ουδέν τελούμεν άξιον, ων δέδωκας ημίν, τοις Σοι βοώσιν·

Αλληλούϊα.

Φωτοδόχον λαμπάδα, τοις εν σκότει φανείσαν, ορώμεν την Αγίαν Παρθένον·

το γαρ άυλον άπτουσα φως, οδηγεί προς γνώσιν θεϊκήν άπαντας, αυγή τόν νουν φωτίζουσα, κραυγή δε τιμωμένη ταύτα·

Χαίρε, ακτίς νοητού Ηλίου·

χαίρε, βολίς του αδύτου φέγγους.

Χαίρε, αστραπή τας ψυχάς καταλάμπουσα·

χαίρε, ως βροντή τους εχθρούς καταπλήττουσα.

Χαίρε, ότι τόν πολύφωτον ανατέλλεις φωτισμόν·

χαίρε, ότι τον πολύρρυτον αναβλύζεις ποταμόν.

Χαίρε, της κολυμβύθρας ζωγραφούσα τόν τύπον·

χαίρε, της αμαρτίας αναιρούσα τον ρύπον.

Χαίρε, λουτήρ εκπλύνων συνείδησιν·

χαίρε, κρατήρ κιρνών αγαλλίασιν.

Χαίρε, οσμή της Χριστού ευωδίας·

χαίρε, ζωή μυστικής ευωχίας.

Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

Χάριν δούναι θελήσας, οφλημάτων αρχαίων, ο πάντων χρεωλύτης ανθρώπων, επεδήμησε δι' Εαυτού, πρός τους αποδήμους της Αυτού χάριτος·

καί σχίσας το χειρόγραφον, ακούει παρά πάντων ούτως·

Αλληλούϊα.

Ψάλλοντές Σου τον τόκον, ανυμνούμεν Σε πάντες, ως έμψυχον ναόν Θεοτόκε·

εν τη Ση γαρ οικήσας γαστρί, ο συνέχων πάντα τη χειρί Κύριος ηγίασεν, εδόξασεν, εδίδαξε βοάν Σοι πάντας·

Χαίρε, σκηνή του Θεού καί Λόγου·

χαίρε, Αγία Αγίων μείζων.

Χαίρε, κιβωτέ χρυσωθείσα τω Πνεύματι·

χαίρε, θησαυρέ της ζωής αδαπάνητε.

Χαίρε, τίμιον διάδημα βασιλέων ευσεβών·

χαίρε, καύχημα σεβάσμιον ιερέων ευλαβών.

Χαίρε, της Εκκλησίας ο ασάλευτος πύργος·

χαίρε, της βασιλείας το απόρθητον τείχος.

Χαίρε, δι' ης εγείρονται τρόπαια·

χαίρε, δι' ης εχθροί καταπίπτουσι.

Χαίρε, χρωτός του εμού θεραπεία·

χαίρε, ψυχής της εμής σωτηρία.

Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

Ω πανύμνητε Μήτερ, η τεκούσα τον πάντων Αγίων Αγιώτατον Λόγον· (τρις)

δεξαμένη την νυν προσφοράν, από πάσης ρύσαι συμφοράς άπαντας·

και της μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως, τους σοι βοώντας·

Αλληλούϊα.

Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια,

Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια.

Αναγράφω Σοι η πόλις Σου, Θεοτόκε.

Αλλ' ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,

Εκ παντίων μέ κινδύνων ελευθέρωσον

ίνα κράζω Σοι·

Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε.


https://www.agioskonstantinosirakleiou.gr/gr/xairetismoi-tis-panagias

Η Μάχη στα Δερβενάκια

 Η Μάχη στα Δερβενάκια ήταν μία από τις σημαντικότερες μάχες του αγώνα της Ανεξαρτησίας, στην οποία διαφάνηκε η στρατηγική ιδιοφυΐα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.


Στις αρχές Ιουλίου του 1822, ένας νέος κίνδυνος ανεφάνη για την Επανάσταση, με την κάθοδο στην Πελοπόννησο ισχυρής τουρκικής δύναμης υπό τον ικανότατο Μαχμούτ Πασά, γνωστότερο ως Δράμαλη. Ο Σουλτάνος, σε πλεονεκτική θέση μετά την εξολόθρευση του Αλή Πασά, είχε στρέψει την προσοχή του στους επαναστατημένους Έλληνες. Χωρίς να συναντήσει την παραμικρή αντίσταση στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, ο Δράμαλης με 25.000 άνδρες προέλασε ταχύτατα και στις 6 Ιουλίου στρατοπέδευσε στην Κόρινθο. Βασικός του στόχος ήταν η ανακατάληψη της Τριπολιτσάς και η κατάπνιξη της Επανάστασης στον Μοριά με τη βοήθεια του στόλου, που θα κατέπλεε στον Αργολικό Κόλπο.


Από την Κόρινθο, παρά την αντίθετη συμβουλή του Γιουσούφ Πασά, αποφάσισε να εισβάλει με όλον τον στρατό του στην αργολική πεδιάδα, υπολογίζοντας και στη βοήθεια του τουρκικού στόλου. Αφού κατέλαβε τον Ακροκόρινθο, έφθασε ανενόχλητος στο Άργος και στρατοπέδευσε έξω από την πόλη στις 12 Ιουλίου. Οι επαναστάτες πιάστηκαν στον ύπνο και δεν μπόρεσαν να υπερασπίσουν τα μεταξύ Κορίνθου και Άργους στενά, από τα οποία διήλθε η τουρκική στρατιά.


Στις 13 Ιουλίου, κατέλαβε την πόλη του Άργους, όπου πίστευε ότι θα έβρισκε χρήματα και εφόδια που θα είχαν συγκεντρώσει οι επαναστάτες. Τα περισσότερα μέλη της Κυβέρνησης και οι κάτοικοι είχαν ήδη φύγει, πανικόβλητοι. Την ίδια ημέρα ξεκίνησε η πολιορκία του κάστρου της πόλης (Λάρισσα).


Μόλις μαθεύτηκε ότι ο Δράμαλης με τον στρατό του πλησιάζει στο Άργος, επικράτησε μεγάλη σύγχυση στους Έλληνες, ιδιαίτερα μάλιστα όταν πληροφορήθηκαν τη λύση της πολιορκίας του Ναυπλίου. Κυβέρνηση και βουλευτές αναχώρησαν πανικόβλητοι από το Άργος για τους Μύλους και από εκεί στα πλοία.


Τη δύσκολη αυτή στιγμή όρθωσε το ανάστημά του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο κήρυξε πανστρατιά, ενώ με δραστήρια μέτρα και συντονισμένες ενέργειες κατόρθωσε να περιορίσει τον στρατό του Δράμαλη στην Αργολίδα και να ματαιώσει την πορεία του προς την Τριπολιτσά. Τα μέτρα του Κολοκοτρώνη εστιάστηκαν στην κατάληψη στρατηγικών θέσεων στην Αργολίδα (κυριότερη απ’ όλες ήταν η Λάρισα, η αρχαία Ακρόπολη του Άργους) και στην τακτική της «καμμένης γης» που εφάρμοσε, δημιουργώντας οξύ επισιτιστικό πρόβλημα στους εισβολείς.


Οι Έλληνες ενέκριναν το σχέδιο του Κολοκοτρώνη να καταληφθούν καίριες θέσεις για να αποκλειστεί ο Δράμαλης στην Αργολίδα, να απασχοληθεί ο Δράμαλης με την πολιορκία του κάστρου του Άργους για να χάσει χρόνο, να εφαρμόσουν τακτική «καμμένης γης», καταστρέφοντας τα σπαρτά της επαρχίας ώστε να εξολοθρευθούν οι Τούρκοι από λιμό.


Μέρα με τη μέρα ο οθωμανικός στρατός άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά επισιτιστικά προβλήματα και αρρώστιες. Επιπλέον, το καλοκαίρι του 1822 ήταν ιδιαίτερα θερμό, την άνοιξη υπήρξαν λίγες βροχοπτώσεις και τα περισσότερα πηγάδια και ρέματα γύρω από το Άργος είχαν στερέψει. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Δράμαλης άρχισε να σκέπτεται σοβαρά τη διακοπή της εισβολής και την επάνοδο στην Κόρινθο.


Ο Δράμαλης δεν μπορούσε να προχωρήσει προς την Τριπολιτσά χωρίς να έχει εξασφαλισμένα τα νώτα του. Έχασε πολύτιμο χρόνο με την πολυήμερη πολιορκία του φρουρίου του Άργους και οι άνδρες του εγκλωβίστηκαν εκεί, έχοντας εξαντλήσει τα αποθέματα τροφών τους και χωρίς να έχουν δυνατότητα ανεφοδιασμού. Συνειδητοποιώντας τη δύσκολη κατάσταση, ο Δράμαλης αποφάσισε να επιστρέψει στην Κόρινθο, ελπίζοντας σε βοήθεια από τον Χουρσίτ Πασά της Λάρισας, τον Γιουσούφ Πασά της Πάτρας ή από τον στόλο.


Στις 20 Ιουλίου οι Μύλοι Αργολίδας αποτελούσαν το στρατηγείο των Ελλήνων αγωνιστών πέριξ των οποίων είχαν συρρεύσει τα ελληνικά σώματα ατάκτων. Στο συμβούλιο που ακολούθησε, ο Κολοκοτρώνης πρότεινε να περικυκλώσουν τους Τούρκους και έτσι αποφασίστηκε ο εγκλωβισμός του εχθρού στην αργολικό κάμπο, με αποκλεισμό των στενών των Δερβενακίων και ισχυρή άμυνα του Αχλαδόκαμπου και των Μύλων. Παράλληλα, στις 18 Ιουλίου, αποφασίστηκε ο απεγκλωβισμός των πολιορκημένων του κάστρου του Άργους, οι οποίοι είχαν αρχίσει να υποφέρουν από ελλείψεις σε τρόφιμα και νερό. Άλλωστε ο αντικειμενικός σκοπός, για τον οποίο είχαν εγκλειστεί, είχε πετύχει απόλυτα με την καθήλωση του Δράμαλη στο Άργος, δίνοντας τον απαιτούμενο χρόνο στρατολόγησης και συγκέντρωσης των ελληνικών στρατευμάτων. Την επόμενη ημέρα επιχειρήθηκε έξοδος η οποία όμως απέτυχε, με τους Έλληνες να αφήνουν 200 νεκρούς. Από την επόμενη ημέρα, διατάχθηκαν κάποια τμήματα των επαναστατών έξω από το κάστρο να προσβάλουν απ΄ όλες τις πλευρές τους Τούρκους, προκαλώντας τους πανικό. Αποτέλεσμα αυτών των διαρκών επιθέσεων ήταν, την 23η Ιουλίου, οι πολιορκημένοι να εξέλθουν ανενόχλητοι και να ενωθούν με τα υπόλοιπα ελληνικά τμήματα.


Το σχέδιο υποχώρησης του Δράμαλη έγινε αντιληπτό από τον Κολοκοτρώνη και παρά τις διαφωνίες των προκρίτων, έσπευσε να καταλάβει τις στενές διαβάσεις που οδηγούσαν από το Άργος στην Κόρινθο, με 2.500 άνδρες. Δεν θα άφηνε για δεύτερη φορά τις στενωπούς αφύλακτες, όπως είχε γίνει κατά την προέλαση του Δράμαλη. Η βασική διάβαση, με βάση το σχέδιο του Θ. Κολοκοτρώνη, φυλαγόταν από τον Αντώνη Κολοκοτρώνη και περίπου 1.500 άντρες.


Παράλληλα ο Θ. Κολοκοτρώνης είχε τοποθετήσει τον Πλαπούτα με περίπου 800 άντρες στο Σχινοχώρι για να φυλάει τη βορειοδυτική έξοδο της Αργολίδας προς τη Στυμφαλία, και τους Νικηταρά – Παπαφλέσσα στο Στεφάνι και στo Αγιονόρι, με άλλους 800 άντρες για να φυλάξουν την τρίτη διάβαση προς την Κλένια.




Την προηγουμένη της μάχης, ο Κολοκοτρώνης ανέβηκε στη στέγη ενός σπιτιού και εμψύχωσε τους μαχητές με μια ομιλία που διασώζει ο Φωτάκος. Άρχισε λέγοντας “Έλληνες, σήμερα εγεννήθημεν και σήμερα θα πεθάνωμεν δια την σωτηρίαν της πατρίδος μας και δια την εδικήν μας” και συνέχισε: “Σήμερα ο καθείς από εμάς θα καταδιώκη πολλούς, θα πάρητε λάφυρα πολλά και θησαυρούς του Αλή Πασιά θα τους μοιράζετε με το φέσι τα φλωριά, όπου τα έχουν οι Τούρκοι, είναι χρήματα χριστιανικά. Τα είχεν ο τύραννος της Ηπείρου παρμένα από τους αδελφούς μας. Ο Άγιος Θεός μας τα έστειλε και είναι κελεπούρι δικό μας. Αύριον αυτήν την στιγμήν θα σας ιδώ όλους με τ’ άρματα των Τούρκων, με τ’ άλογά τους, λαμπροφορεμένους με τα ρούχα τους. Ο Θεός είναι με ημάς να μή σας μέλλη τίποτε, …”


Στις 26 Ιουλίου 1822, οι Τούρκοι της εμπροσθοφυλακής μπήκαν στο στενό πέρασμα και όταν έφτασαν στην έξοδο δέχτηκαν τα πυρά των Ελλήνων που ενέδρευαν. Ο κύριος όγκος οπισθοχώρησε με μεγάλες απώλειες, και τότε οι Τούρκοι στράφηκαν προς το δεύτερο κοντινό πέρασμα, αυτό του Άγιου Σώστη, ανατολικά από την κύρια διάβαση. Αυτό το πέρασμα ήταν πολύ ανηφορικό και πιο δύσκολο για τους πεζούς και τα ζώα, αλλά οι Τούρκοι το βρήκαν αφύλακτο και άρχισαν να περνούν προς την Κουρτέσα, ενώ τα τμήματα του Αντώνη Κολοκοτρώνη τους πλευροκοπούσαν. Εν τω μεταξύ, το σώμα των Νικηταρά – Παπαφλέσσα, το μεσημέρι ειδοποιήθηκε με σήματα καπνού ότι ο Δράμαλης κινείται προς τα Δερβενάκια. Ανασυντάχτηκε και με γρήγορη πορεία έφτασε το απόγευμα στις κορυφές ανατολικά, πάνω από τον Αγιο Σώστη, και είδαν τους Τούρκους που περνούσαν προς την Κουρτέσα. Τότε επιτέθηκαν αμέσως στους Τούρκους που βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά, ανατολικά οι νεοφερμένοι και δυτικά τα τμήματα του Α. Κολοκοτρώνη.


Η μάχη κράτησε μέχρι αργά τη νύχτα και οι Τούρκοι είχαν τρομακτικές απώλειες, σε ανθρώπους, ζώα και υλικά. Όταν σκοτείνιασε, η προσπάθεια των Τούρκων σταμάτησε και γύρισαν στην Τίρυνθα όπου είχαν και πριν το στρατόπεδό τους. Στη μάχη των Δερβενακίων της 26η Ιουλίου 1822, και με βάση τη διασταύρωση απομνημονευμάτων, άλλων ειδήσεων και εγγράφων, οι απώλειες των Τούρκων υπολογίζονται περίπου στους 2.500 – 3.000 νεκρούς και τραυματίες. Οι Τούρκοι υπέστησαν δεινή ήττα.


Στη μάχη εκτός του Κολοκοτρώνη διακρίθηκαν ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Παπαφλέσσας και ιδιαιτέρως ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστότερος ως Νικηταράς, που έλαβε το προσωνύμιο Τουρκοφάγος. Ο Δράμαλης και οι εναπομείναντες άνδρες του προσπάθησαν να διαφύγουν την επομένη από την κλεισούρα του Αγιονορίου. Όμως, ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης και ο Παπαφλέσσας ήταν κι εκεί για να προκαλέσουν νέες βαριές απώλειες στον Δράμαλη στις 28 Ιουλίου.


Η τουρκική στρατιά έχασε, καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας στην Πελοπόννησο, περίπου το ένα πέμπτο της αρχικής δύναμης, σχεδόν όλο το πολεμικό της υλικό και το μεγαλύτερο μέρος των υποζυγίων και των πολεμικών αλόγων. Οι απώλειες, αν και βαρύτατες, μπορούσαν να αναπληρωθούν με τις κατάλληλες ενέργειες του Χουρσίτ και των πασάδων της Στερεάς Ελλάδας. Τίποτα όμως δεν μπορούσε να αναπληρώσει το χαμένο θάρρος των Τούρκων στρατιωτών. Η στρατιά έπαψε ουσιαστικά να υφίσταται ως μάχιμη δύναμη κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι ο τρόμος είχε φωλιάσει στις καρδιές των ανδρών της. Οι περιπέτειες για τα θλιβερά απομεινάρια της στρατιάς «που θα αιματοκυλούσε την Πελοπόννησο» δεν τελείωσαν. Ο Κολοκοτρώνης με την κατάληψη επίκαιρων θέσεων άρχισε να σφίγγει τον κλοιό γύρω από την Κορινθία. Οι απόπειρες των Τούρκων, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, να εξασφαλίσουν επικοινωνία με τα πολιορκημένα φρούρια της Πάτρας και του Ναυπλίου απέτυχαν. Κατά τη λαϊκή παράδοση στις 26 Οκτωβρίου ο Δράμαλης πέθανε στην Κόρινθο από τη λύπη του για τη συντριβή του στρατού του. Πιθανώς προσβλήθηκε από τύφο. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου η σημαία των επαναστατών υψώθηκε στο φρούριο του Ναυπλίου. Οι αντικαταστάτες του Δράμαλη, Ερήπ Αχμέτ πασάς και Ντελή Αχμέτ, θεωρώντας ότι η παραμονή τους στην Κόρινθο δεν είχε νόημα, αποφάσισαν να αποχωρήσουν. Ο τύφος και η πείνα είχαν αποδεκατίσει τους στρατιώτες τους και δεν υπήρχε καμία ελπίδα ενίσχυσης από τη Στερεά Ελλάδα. Ούτε ο πιο απαισιόδοξος Τούρκος αξιωματούχος δεν θα μπορούσε να προβλέψει ένα τόσο τραγικό αποτέλεσμα για μια εκστρατεία που είχε αρχίσει με βάσιμες ελπίδες για την τελική νίκη….


Ο θριαμβευτής Κολοκοτρώνης ανακηρύχθηκε από την Κυβέρνηση Αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου, κατ’ απαίτηση των οπλαρχηγών. Η Επανάσταση όχι μόνο είχε διασωθεί, αλλά είχε αποκτήσει ισχυρά θεμέλια, χάρη στο σχέδιο και την τακτική του Γέρου του Μοριά.


Βίντεο για τη μάχη 


Πηγές

sansimera.gr

wikipedia

mixanitouxronou.gr

cognoscoteam.gr

https://timisto1821.gr/η-μάχη-στα-δερβενάκια/

Αθανάσιος Διάκος

 Οικογένεια

Ο Αθανάσιος Διάκος γεννήθηκε στα 1781 – 1782 στην Αρτοτίνα και ήταν το μικρότερο από πέντε αδέλφια. Ο πατέρας του Γεώργιος ήρθε σε μικρή ηλικία από τη Μουσουνίτσα ψυχοπαίδι στον αρχιτσέλιγκα θείο του Θανάση Γραμματικό, παίρνοντας έτσι το επώνυμο Ψυχογυιός. Το πατρικό του επώνυμο ήταν Πανουργιάς. Παντρεύτηκε την Χρυσούλα Καφούρα (ή Μπουκουβάλα), μπαίνοντας σώγαμπρος στην οικογένειά της. Απέκτησαν πέντε παιδιά και ασχολήθηκαν με τον ποιμενικό βίο.

Όταν ο Ψυχογυιός με το μεγάλο γιο του Αποστόλη συλλαμβάνονται από τους Τούρκους γιατί βοηθούσαν τους Κλέφτες, φυλακίζονται στην Υπάτη, όπου και πεθαίνουν από τα φρικτά βασανιστήρια. Η περιουσία της οικογένειας δημεύεται. Η χήρα Ψυχογυίνα στέλνει τον ένα γιο της, τον Κώστα, στη Μουσουνίτσα, στην άτεκνη αδερφή του άντρα της Στάμω, σύζυγο του Γιάννη Μασσαβέτα. Ο μικρός Θανάσης μπαίνει στο μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη και οι δύο αδερφές του Σοφία και Καλομοίρα παντρεύονται στην Αρτοτίνα, η πρώτη τον Κώστα Κούστα και η δεύτερη τον Κώστα Σταμάτη.

Μοναστήρι

Στο μοναστήρι ο μικρός Θανάσης διδάσκεται γραφή και ανάγνωση. Μαθαίνει να διαβάζει και να ψέλνει από τα εκκλησιαστικά βιβλία. Γαλουχείται με τα ιδανικά της πίστης και της πατρίδας και ξεχωρίζει για το ήθος του.
Κάποτε πέρασε ο δεσπότης του Λιδωρικιού και τον άκουσε να απαγγέλλει τον Απόστολο. Συνεκτιμώντας την καλλιφωνία του, μαζί με τα υπόλοιπα προσόντα του, τον χειροτονεί διάκονο (διάκο), χαρίζοντάς του έτσι το επώνυμο με το οποίο θα μείνει στην Ιστορία.

Δεν έμεινε πολύ στο μοναστήρι ο Θανάσης. Κυνηγημένος από τους Τούρκους, αναγκάζεται να καταφύγει στα βουνά. Υπάρχουν αρκετές εκδοχές για την αφορμή. Σύμφωνα με μία απ’ αυτές, ο Θανάσης σκότωσε έναν Τούρκο μπέη που, περαστικός απ’ το μοναστήρι, τον πρόσβαλλε. Κατ’ άλλους, στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου ένας ακούσιος φόνος του παιδιού μιας Κοντογιάνναινας από την Κωστάριτσα (Διχώρι) ή ενός Τούρκου που τον απείλησε, έχοντας ντροπιαστεί απ’ το Διάκο σε επίδειξη σκοπευτικής ικανότητας, ήταν ο λόγος που τον έσπρωξε να φύγει από το μοναστήρι.

Κλεφταρματολός

Καταφεύγει στο Σώμα του Τσαμ Καλόγερου, ο οποίος αποπαίρνει το Διάκο (όπως πλέον θα λέγεται) αρχικά, θεωρώντας τον «καλό για τ’ ασκί» μόνο. Σύντομα, όμως, θα δείξει τις ικανότητές του όταν μετά από μια μάχη θα παρουσιαστεί πάνοπλος μπροστά στον αρχηγό, με τ’ άρματα που πήρε από Τούρκο που σκότωσε. Μάλιστα, σε μια δύσκολη περίσταση σε μάχη στη Ζηλίστα (Κυδωνιά) είναι αυτός που θα σώσει τη ζωή του πρωτοκλέφτη, κουβαλώντας τον τραυματισμένο στην πλάτη του.

Μόλις ο Τσαμ Καλόγερος αποχωρεί, επικεφαλής αναλαμβάνει ο Σκαλτσοδήμος, με πρωτοπαλλήκαρο το Γούλα. Ο Διάκος επιστρέφει για λίγο στο μοναστήρι, αλλά σ’ ένα γάμο στην Αρτοτίνα συλλαμβάνεται από τούρκικο απόσπασμα και οδηγείται στη φυλακή στο Λιδωρίκι. Δραπετεύει και πια βγαίνει οριστικά Κλέφτης με το Σκαλτσοδήμο.

Ο Σκαλτσάς παίρνει το αρματολίκι του Λιδωρικιού και κρατάει για τον εαυτό του την πιο πεδινή περιοχή προς το Λιδωρίκι, ενώ ο Διάκος μένει υπεύθυνος στο «πάνω κόλι» των Βαρδουσίων. Η συνύπαρξη, όμως, των δύο ανδρών είναι δυσχερής, καθώς και οι δύο είναι ισχυρές προσωπικότητες. Ο Διάκος αποφασίζει να φύγει αυτός. Στην Άμφισσα πληροφορείται ότι ο Αλή Πασάς τον έχει επικηρύξει.

Πηγαίνει στη Λιβαδειά, όπου είναι αρματολός ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Ο Διάκος γίνεται ένα από τα πρωτοπαλλήκαρά του. Μαζί πηγαίνουν στα Γιάννενα και καταφέρνουν να αποσύρει ο Αλής την επικήρυξη.
Ο Διάκος, αγαπητός από τους συμπολεμιστές του και τους κατοίκους της πόλης, αναλαμβάνει την ηγεσία του αρματολικιού μόλις ο Οδυσσέας σπεύδει σε βοήθεια του Αλή Πασά, εναντίον του οποίου κινούνται σουλτανικά στρατεύματα. Ταυτόχρονα, ορίζεται και αρματολός του Ταλαντίου (Αταλάντη).

Επανάσταση

Οι παραμονές του ξεσηκωμού βρίσκουν το Διάκο μυημένο στη Φιλική Εταιρεία και έτοιμο. Τέλη του Μάρτη του 1821 στέλνει τον έμπιστό του Βασίλη Μπούσγο στη Βοστίτσα (Αίγιο) να πληροφορηθεί για την έναρξη του Αγώνα. Αυτός, όμως, πριν φτάσει, μαθαίνει ότι στην Πελοπόννησο έχουν πέσει τα πρώτα ντουφέκια και επιστρέφοντας σκοτώνει στο Ζεμενό έναν Τούρκο ταχυδρόμο.

Ο Διάκος, εκμεταλλευόμενος την ανησυχία των Τούρκων, αποσπά άδεια γενικής στρατολόγησης. Στις 28 Μαρτίου 1821, στη μονή του Οσίου Λουκά, κηρύσσει την Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα με τον Σαλώνων Ησαΐα και τον Πανουργιά. Συγκεντρώνει αγωνιστές και απελευθερώνει τη Λιβαδειά την 1η Απριλίου, ενώ ο ξάδερφός του Γεράντωνος απελευθερώνει την Αταλάντη και ο Μπούσγος τη Θήβα. Παίρνει μέρος στις αποτυχημένες επιθέσεις εναντίον της Μπουντουνίτσας (Μενδενίτσας) και του Πατρατζικίου (Υπάτης).

Μαθαίνοντας ότι ο Κιοσσέ Μεχμέτ και ο Ομέρ Βρυώνης κινούνται νότια για την κατάπνιξη της Επανάστασης, σε σύσκεψη με τον Πανουργιά και το Δυοβουνιώτη στους Κομποτάδες αποφασίζουν να τους αντιμετωπίσουν στην Αλαμάνα.

Αλαμάνα

Οι τρεις οπλαρχηγοί χωρίζουν τη δύναμή τους για να καλύψουν όλες τις πιθανές πορείες των Τούρκων, αδυνατίζοντας όμως έτσι τις θέσεις τους. Ο Διάκος πιάνει την Αλαμάνα, από τα ριζά του Καλλιδρόμου, στα Πουριά, προς τη μονή Δαμάστας, μέχρι κάτω τον κάμπο. Ένα μέρος από τους περίπου 500 άντρες του, με επικεφαλής τους Καλύβα και Μπακογιάννη, πιάνει ένα χάνι στο γεφύρι της Αλαμάνας.

Στις 23 Απριλίου 1821 εκδηλώνεται η τουρκική επίθεση. Ο πολυάριθμος στρατός τους κινείται πρώτα εναντίον των Σωμάτων του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη, οι οποίοι αναγκάζονται να υποχωρήσουν. Ο Διάκος με τα παλληκάρια του μένουν σταθεροί στις θέσεις τους. Αντιστέκονται με πείσμα, αλλά με μεγάλες απώλειες.

Μάχονται ηρωικά, όμως τα τούρκικα βόλια τους αποδεκατίζουν. Κάποιος προτείνει στο Διάκο να φύγει να σωθεί, γιατί ο Αγώνας τον χρειάζεται. Ο Διάκος όμως αρνείται. Συνεχίζει ακόμη κι όταν όλοι γύρω του έχουν πέσει. Το σώμα του νεκρού αδερφού του Κώστα το κρατά κοντά του. Μια σφαίρα τσακίζει το ντουφέκι του. Βγάζει τις κουμπούρες, αλλά κι αυτές γρήγορα ανάβουν. Οι Τούρκοι τον κυκλώνουν, με το γιαταγάνι θερίζει όσους μπορεί, κι αυτό όμως σπάει και τον αφήνει άοπλο, πληγωμένο κι εξουθενωμένο, αιχμάλωτο στα χέρια τους.

Μαρτύριο

Δέσμιος οδηγείται στο Ζητούνι (Λαμία). Οι Τούρκοι, ιδιαιτέρως ο Ομέρ Βρυώνης, έχοντας μείνει έκπληκτοι από το θάρρος και την παλληκαριά του, προσπαθούν να τον μεταστρέψουν. Του προτείνουν να απαρνηθεί την πίστη του για να γλιτώσει. Ο Διάκος όχι μόνο αρνείται, αλλά τους εμπαίζει και τους προκαλεί. Δεν φοβάται το θάνατο. Αυτή είναι και η ετυμηγορία. Θάνατος με ανασκολοπισμό, αργός και μαρτυρικός.

Λέγεται πως λίγο πριν ξεψυχήσει ψιθύρισε το, θρυλικό πια, δίστιχο:
Για ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει,
τώρα που ανθίζουν τα κλαριά και βγάνει η γης χορτάρι
παραλληλίζοντας την άνοιξη που μόλις πρόβαλλε με το διαφαινόμενο ξαναζωντάνεμα του Έθνους.

http://www.artotina.gr/index.php/el/diakos/