Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Η δυσφήμηση του BREXIT ως ρατσιστικού, η μεταναστευτική κρίση και η πολιτιστική παγκοσμιοποίηση

Δημοσιεύουμε ένα εκτενές απόσπασμα σχετικά με την «επανάσταση» του BREXIT και την αντεπανάσταση που είναι σήμερα σε πλήρη εξέλιξη από την Υπερεθνική Ελίτ και τα πολυποίκιλα όργανα της στη Βρετανία και στην ΕΕ, από το υπό έκδοση βιβλίο του Τάκη Φωτόπουλου «Η Νέα Διεθνής Τάξη εν δράσει: Παγκοσμιοποίηση, η επανάσταση του BREXIT και η “Αριστερά”» (Εκδόσεις Γόρδιος, Φθινόπωρο 2016). Στο άρθρο αυτό απομυθοποιείται αναλυτικά η λοιδωρία που εκτοξεύει η Υπερεθνική Ελίτ, αλλά ιδιαίτερα σχεδόν σύσσωμη και η παγκοσμιοποιητική «Αριστερά», ότι τα κίνητρα της ψήφου της μεγάλης πλειονότητας των Βρετανών που ψήφισαν υπέρ του BREXIT ήταν ρατσιστικά και αντι-μεταναστευτικά. Όμως, όπως εξηγείται, το «μεταναστευτικό και προσφυγικό πρόβλημα» είναι αναπόσπαστο μέρος της παγκοσμιοποίησης και των «4 ελευθεριών» και επιτείνονται τόσο λόγω των συνεχιζόμενων στρατιωτικών και οικονομικών πολέμων της Υπερεθνικής Ελίτ, όσο και λόγω της μαζικής ζήτησης φτηνών εργατικών χεριών από τις Πολυεθνικές, της ΕΕ και ιδίως της Γερμανίας. Πέραν, λοιπόν, της απώλειας της Εθνικής και Οικονομικής Κυριαρχίας, που ήταν ο κυρίαρχος λόγος, ο οποίος οδήγησε μαζικά τους Βρετανούς υπέρ του BREXIT, ο βρετανικός λαός, όπως και άλλοι Ευρωπαϊκοί λαοί που σήμερα στηρίζουν μαζικά τα νέο-εθνικιστικά κινήματα, στρέφονται για εύλογους οικονομικούς, πολιτικούς και πολιτιστικούς λόγους κατά της μαζικής μετανάστευσης και των «ανοιχτών συνόρων»: Οι πολιτικές αυτές οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερη πίεση του επιπέδου ζωής των θυμάτων της παγκοσμιοποίησης «προς τα κάτω», καθώς και στην περαιτέρω ζουγκλοποίηση των κοινωνιών, με τις ευλογίες των ΜΚΟ, της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς» και των πατρώνων τους, που θα «συντονίζουν» την εξαθλίωση μας! Τέλος, το άρθρο αποκαλύπτει πως η ίδια η Υπερεθνική Ελίτ, μέσω μάλιστα του ΟΗΕ (πέρα των διάφορων Σόρος!), επιδιώκει (και συνειδητά) την «πολιτιστική ομογενοποίηση» των λαών σε βάρος της πολιτιστικής τους κυριαρχίας. Για όλα αυτά γίνεται επιτακτικότερη από ποτέ σήμερα η σύμπηξη του λαού μας καθώς και των άλλων λαών σε Μέτωπα για την Κοινωνική και Εθνική Απελευθέρωση (ΜΕΚΕΑ), ώστε να αποσοβηθεί η ολοκλήρωση της Νέας Διεθνούς Τάξης, η πλήρης καθυπόταξη των λαών και η απώλεια κάθε Εθνικής και Οικονομικής κυριαρχίας.

ΒΡΕΧΙΤ: Η κατηγορία για ρατσιστικές και αντι-μεταναστευτικές τάσεις, η μεταναστευτική/προσφυγική κρίση και η πολιτιστική παγκοσμιοποίηση
Όσον αφορά την κατασπίλωση της επανάστασης του Brexit ως «ρατσιστικής», η διεθνής ναυαρχίδα της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς» (Guardian) και οι βασικοί «ριζοσπάστες» αρθρογράφοι της καθόρισαν τη γραμμή της επίθεσης, που βασιζόταν σταθερά στην ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης γενικά και στον δήθεν αντιμεταναστευτικό χαρακτήρα της ψήφου του Βrexit, ειδικότερα. Έτσι, ένα κύριο άρθρο της Γκάρντιαν δήλωνε, μετά τη νίκη του Brexit:
«Η χώρα ξεκίνησε ένα επικίνδυνο ταξίδι… Η άμεση πρόβλεψη για τις προοδευτικές, ακόμα και τις ανθρωπιστικές αξίες στο Ην. Βασίλειο δεν είναι ενθαρρυντική. Δεν χωράει αμφιβολία ότι, έστω και στις παρυφές των οπαδών του Φάρατζ, η ξενοφοβία έπαιξε τον ρόλο της στην εκστρατεία υπέρ της αποχώρησης… Οι περισσότεροι, αλλά όχι όλοι οι Συντηρητικοί της πτέρυγας του Brexit αντιτάσσονταν, για παράδειγμα, στον γάμο των ομοφυλοφίλων, το κατεξοχήν στέρεο προοδευτικό επίτευγμα στο εγχώριο μέτωπο».[1]
Εν συνεχεία, χωρίς να παρεκκλίνουν ποτέ από τη γραμμή, ο Όουεν Τζόουνς και ο Τζορτζ Μόνμπιοτ, οι δυο βασικοί «ριζοσπάστες» αρθρογράφοι της, προέβλεψαν ένα σενάριο «Δευτέρας Παρουσίας» ως επακόλουθο του Brexit. Έτσι, πρώτος ο Όουεν Τζόουνς είδε στο Brexit μια συμφορά:
«Οι επιπτώσεις του δημοψηφίσματος μοιάζουν τρομακτικές: οικονομικό χάος, αναζωπύρωση του ρατσισμού, διάλυση του Ην. Βασιλείου. Πρέπει να αγωνιστούμε ενάντια σ’ αυτές τις πολλαπλές απειλές… Η σκέψη και μόνο των επόμενων χρόνων είναι εξαντλητική όσο και τρομακτική. Από το οικονομικό χάος έως τη νομιμοποίηση της ξενοφοβίας και του ρατσισμού· από την επικείμενη διάλυση του Ην. Βασιλείου έως την πίεση που ασκείται στην ειρηνευτική διαδικασία της Βόρειας Ιρλανδίας· από την άνοδο της σκληροπυρηνικής δεξιάς των Τόρηδων έως τις επικείμενες επιθέσεις κατά παντός, από τα δικαιώματα των εργαζομένων μέχρι το ΕΣΥ· από την αναπόφευκτη οργή που θα γεννηθεί όταν η εκστρατεία υπέρ της αποχώρησης εγκαταλείψει τις ανεπίτευκτες συλλογιστικές της έως την αναπόφευκτη ανταπόδοση από μια Ευρωπαϊκή Ένωση που φοβάται για την ύπαρξή της και που υποφέρει από τις μετασεισμικές δονήσεις του Brexit. Οτιδήποτε από αυτά θα ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστεί ακόμα και μόνο του. Τώρα έρχονται όλα μαζί, και έρχονται γρήγορα».[2]
Ύστερα ήρθε η σειρά του Τζορτζ Μόνμπιοτ, του δεύτερου «ριζοσπάστη» αρθρογράφου της, να περιγράψει τη δική του εκδοχή της Δευτέρας Παρουσίας που θα ακολουθήσει το Brexit:
«Ναι, η ψήφος του Βrexit ενίσχυσε την πιο φρικιαστική συνάθροιση μηχανορράφων, απροσάρμοστων, ψευτών, εξτρεμιστών και μαριονέτων που γέννησε η βρετανική πολιτική στη σύγχρονη εποχή. Απειλεί να αφυπνίσει μια νέα εποχή δημαγωγίας, μια απειλή που εντείνεται από τη σκέψη ότι αν αυτό μπορεί να συμβεί, το ίδιο μπορεί και ο Ντόναλντ Τραμπ. Προκάλεσε μια αναζωπύρωση του ρατσισμού και μια οικονομική κρίση της οποίας οι διαστάσεις παραμένουν άγνωστες. Θέτει σε κίνδυνο τον έμβιο κόσμο, το ΕΣΥ, την ειρήνη στην Ιρλανδία και την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση».[3]
Αφήνοντας κατά μέρος τα σενάρια καταστροφολογίας που παρουσίασαν αυτοί οι δυο «ριζοσπάστες» στοχαστές της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς», θα πρέπει να θυμηθούμε ότι η αποστολή τους είναι να υποστηρίζουν τα θύματα των ελίτ (στην προκειμένη περίπτωση, της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης), αλλά φαίνεται ότι σ’ αυτή την περίπτωση «λησμόνησαν» την αποστολή τους και, αντιθέτως, υποστήριξαν τις ίδιες τις ελίτ, δηλ. εκείνους που διευθύνουν γενικά τη ΝΔΤ και ειδικά την ΕΕ, στη μάχη τους κατά των θυμάτων της παγκοσμιοποίησης! Εντούτοις, η εργατική τάξη ψήφισε συντριπτικά υπέρ του Brexit και αυτό ήταν κάθε άλλο παρά μεγάλη έκπληξη. Στην πραγματικότητα, άλλοι αρθρογράφοι της Guardian, μόλις μια εβδομάδα πριν από το δημοψήφισμα, προέβλεπαν το ίδιο αποτέλεσμα. Ωστόσο, η ναυαρχίδα της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς» δημοσίευσε τα συμπεράσματά τους, για χάρη μιας «αντικειμενικότητας», η οποία ωστόσο, μόνο ως σπάνια εξαίρεση επιτρέπει να δημοσιεύονται τέτοιες αιρετικές απόψεις, με προφανή στόχο να εξαπατήσει τους αναγνώστες της ότι σε αυτή την εφημερίδα δίνεται δίκαιο βήμα σε όλες τις απόψεις. Έτσι, ο Τζον Χάρις, ένας έντιμος φιλελεύθερος αριστερός αρθρογράφος, άντλησε το εξής συμπέρασμα μετά από μια τοπική έρευνα στην Αγγλία και την Ουαλία (αφού απέκλεισε ορθώς τη Σκωτία από την έρευνά του, ίσως επειδή αντιλήφθηκε ότι η πλειονότητα του σκοτσέζικου λαού είναι «χαμένη υπόθεση» για τον αγώνα κατά της παγκοσμιοποίησης):
«Για να παραθέσω την εταιρεία δημοσκοπήσεων Populus: ‘Αμφότερες οι κοινωνικοοικονομικές ομάδες C2 και DE υποστηρίζουν δυσανάλογα την αποχώρηση του Ην. Βασιλείου από την ΕΕ’. Για να γίνω λίγο πιο δραματικός, τώρα που η Σκωτία τελείωσε με την πολιτική μεταρρύθμισή της, η Αγγλία και η Ουαλία βρίσκονται εν μέσω μιας εξέγερσης της εργατικής τάξης… μην γελιέστε: σε μια σχεδόν κωμική αντανάκλαση της καθαγιασμένης αριστερής δοξασίας ότι κάθε άξιο λόγου πολιτικό κίνημα θα δημιουργηθεί κατ’ ανάγκην με άξονα τους εργαζομένους, το θεμέλιο του συνασπισμού του Brexit είναι ό,τι αποκαλούσαμε άλλοτε προλεταριάτο, μεγάλα κομμάτια του οποίου είναι τόσο ενωμένα όσο θα επιθυμούσε η οποιαδήποτε αριστερή φαντασίωση, έστω κι αν κάποια από τα ηχηρότερα παράπονά τους γεννούν μια αγωνία χωρίς τέλος στους καλώς σκεπτόμενους και προκαλούν στους Εργατικούς μεγάλη ανησυχία».[4]
Εν συνεχεία, αναφερόμενος ευθέως στον δήθεν ρατσιστικό χαρακτήρα του Brexit, θεώρησε σιωπηρά (και ορθώς) δεδομένο ότι, όπως επιχείρησα να καταδείξω στο παρελθόν, το «προσφυγικό πρόβλημα» είναι, στην πραγματικότητα, αναπόσπαστο μέρος της παγκοσμιοποίησης και των «4 ελευθεριών» που κηρύσσει η ιδεολογία της:
«Εντούτοις, μερικοί άνθρωποι –από τους μισαλλόδοξους στη ζώνη του χρηματιστηρίου μέχρι τους μαινόμενους ανεγκέφαλους στα εμπορικά κέντρα της νότιας Ουαλίας– είναι απλώς ρατσιστές. Αλλά σε μια κοινωνία και οικονομία τόσο επισφαλή όσο η δική μας, η άφιξη πλήθους ανθρώπων που είναι διατεθειμένοι να κάνουν δουλειές με ολοένα φρικτότερους όρους και συνθήκες θα πυροδοτούσε πάντοτε ηχηρή αγανάκτηση. Για πολλά μέρη, ο ρυθμός της αλλαγής και οι πιέσεις που ασκούνται στις δημόσιες υπηρεσίες εύλογα αποδείχτηκαν υπερβολικά έντονα για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν. Προτού κάποιος με ορθότερη άποψη για όλα αυτά εκραγεί από θυμό, θα μπορούσε επίσης να εξετάσει τα νούμερα. Από το 1991 μέχρι το 2003, στο Ην. Βασίλειο έφταναν κατά μέσο όρο 60.000 μετανάστες από την ΕΕ κάθε χρόνο. Μεταξύ 2004 και 2012, ο αριθμός αυτός ανέβηκε στους 170.000. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, οι κάτοικοι του Ην. Βασιλείου που κατάγονται μόνο από την Πολωνία ανέρχονται σε 654.000».[5]
Στην πραγματικότητα, τα στοιχεία που δημοσιοποίησε τον Μάιο η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία έδειχναν ότι στο Ην. Βασίλειο εργάζονται 2,15 εκατ. μετανάστες από την ΕΕ –224.000 περισσότεροι απ’ ό,τι έναν χρόνο νωρίτερα. Άλλοι 1,19 εκατ. άνθρωποι από χώρες εκτός της ΕΕ εργάζονται επίσης στο Ην. Βασίλειο, κάτι που σημαίνει ότι οι αλλοεθνείς αντιπροσωπεύουν το 10,6% του βρετανικού εργατικού δυναμικού. Κατά συνέπεια, πολλές βιομηχανίες λένε ότι εξαρτώνται από την εργασία των μεταναστών και ότι ο περιορισμός της ελευθερίας της μετακίνησης θα προκαλέσει μεγάλα προβλήματα.[6] Μάλιστα, ακόμα και ο Γκίντεον Ράχμαν, ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί ο ιδεολογικός πατέρας της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης, είχε υπογραμμίσει ότι, αναπόφευκτα, τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης κατανέμονται άνισα:
«Όσοι βρίσκονται στην κορυφή της βρετανικής κοινωνικής κλίμακας γενικά έχουν ωφεληθεί αρκούντως από την παγκοσμιοποίηση, που κατά καιρούς επικρίνουν: οι μισθοί τους είναι υψηλότεροι, τα σπίτια τους έχουν μεγαλύτερη αξία, οι ορίζοντές τους και οι ορίζοντες των παιδιών τους είναι πλατύτεροι χάρη στο γεγονός ότι ζουν σε μια από τις χώρες με τις περισσότερες διεθνείς διασυνδέσεις στον κόσμο. Ο αντίκτυπος της παγκοσμιοποίησης στα φτωχότερα τμήματα της χώρας είναι πολύ πιο αμφίλογος. Η εργατική τάξη είναι αυτή που πιθανότατα θα δει τα ημερομίσθιά της να παραμένουν χαμηλά λόγω του ανταγωνισμού με τους μετανάστες και τις περιοχές της να μεταμορφώνονται από τη μαζική μετανάστευση».
Αυτή η εξέλιξη, κάθε άλλο παρά αναπάντεχη, αντιπροσωπεύει την ουσία της παγκοσμιοποίησης. Είναι πολύ γνωστό ότι, λόγω των δημογραφικών τάσεων, αρκετές χώρες της Ευρώπης, ιδίως στον Βορρά, τάχθηκαν υπέρ του να διευκολυνθεί η εισροή φθηνής εργασίας από τον ευρωπαϊκό νότο στον βορρά, καθώς και από την Ασία και την Αφρική. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για τη Γερμανία, η οποία ήρθε αντιμέτωπη με μια αυξανόμενη ζήτηση εργασίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης –ιδίως από τότε που αναδύθηκε η Ευρωζώνη, η οποία ελέγχεται ουσιαστικά από αυτή τη χώρα. Επιπλέον, οι εγκληματικοί πόλεμοι της Υπερεθνικής Ελίτ στη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Λιβύη και τη Συρία, καθώς και η εξίσου εγκληματική οικονομική βία κατά του ελληνικού λαού, δημιούργησαν επίσης μια μαζική έξοδο από τις αντίστοιχες χώρες του νότου προς τον βορρά και ιδίως προς τη Γερμανία.
Ειδικά τα τελευταία χρόνια, όμως, η ιδεολογία των ανοιχτών συνόρων προβλήθηκε κατά κόρον από τα ΜΜΕ της Υπερεθνικής Ελίτ, συνοδευόμενη από μια μαζική (δήθεν ανθρωπιστική) εκστρατεία για τη διάσωση των προσφύγων –τους οποίους, βεβαίως, δημιούργησε εξαρχής η Υπερεθνική Ελίτ με τους πολέμους της στη Μέση Ανατολή! Περιττό να προσθέσουμε ότι τα «ανοιχτά σύνορα» –η πολιτική που προάγουν ο Σόρος, η Υπερεθνική Ελίτ, ο Βαρουφάκης και οι όμοιοί τους– στην ουσία εκμεταλλεύονται ένα παλιό ελευθεριακό ιδεώδες, διαστρεβλώνοντας παντελώς την ουσία του στην πορεία. Τα ανοιχτά σύνορα έχουν νόημα μόνο σε μια δημοκρατική διεθνή τάξη, όπου οι λαοί του κόσμου ζουν σε πραγματική αυτοδιάθεση, ελέγχοντας οι ίδιοι τις πλουτοπαραγωγικές πηγές που έχουν στη διάθεσή τους, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπινων πόρων. Δηλαδή, σ’ έναν κόσμο δίχως εκμετάλλευση και δίχως ανισότητα, όπου οι λαοί αποφασίζουν οι ίδιοι ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να καλύψουν τις ανάγκες που αποφασίζουν να καλύψουν, μέσα από τον κοινωνικό έλεγχο και όχι μέσα από την αναρχία των αγορών. Είναι φανερό ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε σήμερα είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτόν τον ιδανικό κόσμο και ότι εκείνοι που αγωνίζονται για τα ανοιχτά σύνορα είναι στην πραγματικότητα οι ελίτ και οι σύμμαχοί τους, με σκοπό να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους διαμέσου της ελεύθερης διακίνησης όχι μόνο του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων, αλλά και της φθηνής εργασίας από χώρα σε χώρα. Η αναπόφευκτη συνέπεια είναι η εξίσωση «στο κατώτατο όριο» της πραγματικής αξίας των αμοιβών και των μισθών (του «κόστους παραγωγής» τους) ανά τον κόσμο.
Αυτή είναι, επομένως, η ουσία της οικονομικής πλευράς της μετανάστευσης και όχι η ψευτο-ανθρωπιστική μαύρη προπαγάνδα περί βοήθειας στις μάζες των προσφύγων και στα θύματα της παγκοσμιοποίησης. Πόσω μάλλον όταν αμφότεροι είναι απλώς το αποτέλεσμα, αντίστοιχα, της πολιτικής και της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Οι εγκληματικοί πόλεμοι της Υπερεθνικής Ελίτ ήταν αυτοί που δημιούργησαν εκατομμύρια πρόσφυγες στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και η οικονομική βία της ίδιας ελίτ, με όπλο το άνοιγμα και τη φιλελευθεροποίηση των αγορών, ήταν αυτή που γέννησε δισεκατομμύρια θύματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ανά τον κόσμο.
Ωστόσο, υπάρχει ακόμα μία, εξίσου σημαντική πλευρά της παγκοσμιοποίησης: η πολιτιστική παγκοσμιοποίηση, δηλ. η σημερινή ομογενοποίηση της κουλτούρας, όπως εκφράζεται π.χ. από το γεγονός ότι σχεδόν οι πάντες στο σημερινό «παγκόσμιο χωριό» παρακολουθούν λίγο πολύ τα ίδια τηλεοπτικά σίριαλ και βίντεο, και καταναλώνουν –ή φιλοδοξούν να καταναλώσουν– τα ίδια προϊόντα κ.ο.κ.
Η εθνική κουλτούρα έρχεται, ασφαλώς, σε φανερή σύγκρουση με μια παγκοσμιοποιητική κουλτούρα σαν κι αυτή που επιβάλλεται σήμερα «από τα πάνω», από την Υπερεθνική και τις ενσωματωμένες στη ΝΔΤ εθνικές ελίτ. Έτσι, η εθνική κουλτούρα συμπεριλαμβάνει όλες τις μείζονες όψεις της κουλτούρας που δημιούργησε ένα έθνος κατά τη διάρκεια της ιστορίας του (γλώσσα, ιδέες, δοξασίες, έθιμα, ταμπού, κώδικες, θεσμούς, εργαλεία, τεχνικές, έργα τέχνης, ιεροτελεστίες, τελετές κ.ο.κ.). Υπό αυτή την έννοια, ένα έθνος μπορεί να οριστεί ως «μια ιστορικά συσταθείσα, σταθερή κοινότητα ανθρώπων, η οποία έχει συσταθεί ιστορικά στη βάση μιας κοινής κουλτούρας, αλλά επίσης μιας κοινής επικράτειας και οικονομικής ζωής.
Από την άλλη πλευρά, η παγκοσμιοποιητική κουλτούρα είναι ουσιαστικά η άρνηση της εθνικής κουλτούρας, καθώς βασίζεται στην παγκοσμιοποιητική ιδεολογία της πολυπολιτισμικότητας, της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.λπ., που στην ουσία είναι μια προέκταση της κλασικής φιλελεύθερης ιδεολογίας στη ΝΔΤ. Στην ουσία, οι εγκληματικοί πόλεμοι που εξαπέλυσε η Υπερεθνική Ελίτ στην εποχή της παγκοσμιοποίησης απέβλεπαν κυρίως στην «προστασία» των ανθρώπινων δικαιωμάτων (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη και, εμμέσως, Συρία). Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι ιδεολόγοι της παγκοσμιοποίησης χαρακτηρίζουν την παρούσα άνθηση του νεο-εθνικισμού, όπως τον αποκάλεσα (UKIP στη Βρετανία, FN στη Γαλλία κ.ο.κ.), ως άνοδο του «ανελευθερισμού».
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η πολιτιστική παγκοσμιοποίηση δεν είναι μόνο κάποιου είδους «αυτόματη» συνέπεια της παγκοσμιοποίησης. Αποδεικνύεται ότι είναι επίσης μια εσκεμμένη πολιτική της Υπερεθνικής Ελίτ, που σκοπό έχει να δημιουργήσει τη μαζική ροή μεταναστών στην ΕΕ, η οποία αποκαλείται κατ’ ευφημισμόν «προσφυγικό πρόβλημα». Έτσι, ο Πίτερ Σάδερλαντ, ο υπεύθυνος του ΟΗΕ για τη μετανάστευση (με την ιδιότητα του Ειδικού Αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για τη Διεθνή Μετανάστευση, καθώς και του προέδρου του Παγκόσμιου Φόρουμ για τη Μετανάστευση και την Ανάπτυξη, το οποίο φέρνει κοντά εκπροσώπους 160 εθνών για να μοιραστούν ιδέες για πολιτικές στρατηγικές) εξέφρασε επίσημα τη γραμμή της Υπερεθνικής Ελίτ για τη μετανάστευση και την πολιτική ομοιογένεια. Μάλιστα, ο Σάδερλαντ είναι και ο ίδιος επιφανές μέλος της Υπερεθνικής Ελίτ, καθώς ήταν ο πρώτος γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ενός από τους κύριους θεσμούς της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Θήτευσε επίσης επί 20 χρόνια ως πρόεδρος της Goldman Sachs International και είναι τέως πρόεδρος της γιγάντιας βιομηχανίας πετρελαίου BP. Με τόσο εξαιρετικά «διαπιστευτήρια» από τη ΝΔΤ, έπαιξε φυσικά εξέχοντα ρόλο στην εκστρατεία κατά του Βrexit. Ωστόσο, ακόμα σημαντικότερο είναι να εξετάσουμε τις απόψεις του σε σχέση με τη «μεταναστευτική κρίση» και το «προσφυγικό πρόβλημα», όπως αποκάλυψε το ίδιο το BBC, το κορυφαίο όργανο προπαγάνδας της Υπερεθνικής Ελίτ.
Πριν από τέσσερα χρόνια, ο Σάδερλαντ, ερωτώμενος από την επιτροπή της βρετανικής Βουλής των Λόρδων σχετικά με τη μετανάστευση, αποκάλυψε ακούσια ποιος και γιατί δημιούργησε τη μαζική έξοδο των μεταναστών στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, καθώς και τα κίνητρα πίσω από το επονομαζόμενο «προσφυγικό πρόβλημα». Δηλαδή, αποκάλυψε ακούσια ότι, στην πραγματικότητα, η Υπερεθνική Ελίτ, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις για φθηνή εργασία, είχε χρησιμοποιήσει την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, με όρους της πολυπολιτισμικότητας και των ανοιχτών συνόρων, ουσιαστικά για να επιτύχει τους σκοπούς της, την οικονομική και πολιτιστική παγκοσμιοποίηση. Το μέσον για την επίτευξη αυτού του μείζονος σκοπού ήταν η υπονόμευση της πολιτιστικής ομοιογένειας των ευρωπαϊκών εθνών.
Ιδού τι ανέφερε το BBC για την κρίσιμη συνάντηση της επιτροπής με τον Σάδερλαντ:
Ένας γερασμένος ή μειούμενος γηγενής πληθυσμός σε χώρες όπως η Γερμανία ή τα κράτη της νότιας Ευρώπης ήταν το “κεντρικό επιχείρημα –διστάζω να χρησιμοποιήσω τη λέξη, επειδή έχει δεχτεί επίθεση από τον κόσμο– υπέρ της ανάπτυξης των πολυπολιτισμικών κρατών”, πρόσθεσε. «Είναι αδύνατον να θεωρήσουμε ότι μπορεί να επιβιώσει η ομοιογένεια, στον βαθμό που την προϋποθέτει το άλλο επιχείρημα, επειδή τα κράτη πρέπει να γίνουν πιο ανοιχτά κράτη, από την άποψη των ανθρώπων που τα κατοικούν. Όπως ακριβώς έχει αποδείξει το Ηνωμένο Βασίλειο». Στο πλέον βασικό επίπεδο, τα άτομα θα πρέπει να έχουν την ελευθερία της επιλογής. Ο ειδικός αντιπρόσωπος του ΟΗΕ για τη μετανάστευση ερωτήθηκε επίσης τι θα πρέπει να κάνει η ΕΕ με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που δείχνουν ότι τα ποσοστά απασχόλησης των μεταναστών είναι υψηλότερα στις ΗΠΑ και την Αυστραλία απ’ ό,τι στις χώρες της ΕΕ. Είπε στην επιτροπή: «ΟΙ ΗΠΑ ή η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία είναι κοινωνίες μεταναστών και γι’ αυτό φιλοξενούν πιο πρόθυμα εκείνους που προέρχονται από διαφορετικά υπόβαθρα απ’ ό,τι εμείς, που διατηρούμε ακόμη μια αίσθηση της ομοιογένειάς μας και της διαφοράς μας από τους άλλους. Και αυτό ακριβώς, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση να βάλει τα δυνατά της για να το υπονομεύσει». (Η έμφαση είναι δική μου).[7]
Έτσι, γι’ αυτόν τον συχνό συμμέτοχο στις συσκέψεις της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ (που είναι άλλος ένας άτυπος θεσμός της Υπερεθνικής Ελίτ, δηλαδή ένας οργανισμός διεθνούς δικτύωσης ανωτάτου επιπέδου, ο οποίος συχνά επικρίνεται για την υποτιθέμενη μυστικότητά του), η ΕΕ θα πρέπει να βάλει τα δυνατά της για να υπονομεύσει την πολιτιστική ομοιογένεια σε εθνικό επίπεδο, με τις μεταναστευτικές και προσφυγικές πολιτικές της, με το πρόσχημα ότι υποστηρίζει το «ιερό» δικαίωμα της ελευθερίας της επιλογής και τις ανθρωπιστικές «ευρωπαϊκές αξίες» στο ζήτημα των προσφύγων. Με βάση αυτό το αποπροσανατολιστικό επιχείρημα, που εκφράζει τις φιλελεύθερες αξίες της αυτονομίας του ατόμου (σε αντιδιαστολή με τις ελευθεριακές και σοσιαλιστικές αξίες της συλλογικής ή κοινωνικής αυτονομίας), δημιουργήθηκε η τεράστια προπαγάνδα της Υπερεθνικής Ελίτ περί «διάσωσης των προσφύγων», η οποία είχε πολλαπλούς στόχους:
α) Να υποβοηθήσει την οικονομική παγκοσμιοποίηση, παρέχοντας άφθονη φθηνή εργασία για να καλυφθούν οι αναπτυξιακές ανάγκες του ευρωπαϊκού Βορρά και, συγχρόνως, εξισώνοντας στο κατώτατο όριο τις αμοιβές και τους μισθούς·
β) Να προαγάγει ουσιαστικά την πολιτιστική ομογενοποίηση, υπονομεύοντας την πολιτιστική ομοιογένεια κάθε έθνους, ως προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας ενοποιημένης πολιτικής και οικονομικής Ευρώπης, η οποία θα είναι και το πρώτο βήμα στη διαδικασία της παγκόσμιας διακυβέρνησης (το επόμενο θα είναι η ουσιαστική συγχώνευση της ΕΕ και της NAFTA διαμέσου της ΤΤΙΡ) ·
γ) Να καταστρέψει οποιαδήποτε υπολείμματα οικονομικής και εθνικής κυριαρχίας, στο πλαίσιο μιας ΕΕ χωρίς σύνορα. Αντιδρώντας σ’ αυτή την τάση και στην επακόλουθη άνοδο των νεοεθνικιστικών κινημάτων ανά την Ευρώπη, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες αναγκάστηκαν τους τελευταίους μήνες να κλείσουν τα σύνορά τους, πλην εκείνων που έχουν ήδη απολέσει κάθε ίχνος κυριαρχίας, όπως η Ελλάδα, η οποία κυβερνάται, όπως ανέφερα πιο πάνω, από μια εγκληματική «αριστερή» κυβέρνηση απατεώνων.
Ακριβώς με αυτή την έννοια, επομένως, ήταν επαναστατική η απόφαση του βρετανικού λαού για το Brexit, καθώς τορπίλιζε αυτή την προσεκτικά σχεδιασμένη μακροπρόθεσμη διαδικασία της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Αυτό εξηγεί και την τεράστια αντεπανάσταση που τέθηκε σε κίνηση από την Υπερεθνική Ελίτ, αμέσως μόλις ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Ο σκοπός ήταν να «τιμωρηθούν» με κάθε δυνατό τρόπο όσοι Βρετανοί είχαν το θάρρος να αντισταθούν στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ούτως ώστε κανείς άλλος να μην διανοηθεί καν να τους μιμηθεί.
Ωστόσο, η ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης δεν δημιούργησε μόνον ένα πελώριο οικονομικό ρήγμα στους κόλπους του βρετανικού πληθυσμού (οι πλούσιοι έγιναν κατά 64% πλουσιότεροι απ’ ό,τι ήταν πριν από την ύφεση, ενώ οι φτωχοί έγιναν κατά 57% φτωχότεροι, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη του Ιδρύματος Κοινωνικής Αγοράς [SMF]),[8] αλλά και ένα εξίσου πελώριο πολιτιστικό ρήγμα, όπως περιέγραψα πιο πάνω. Ο Πολ Μέισον, ένας πολύ γνωστός πρώην τροτσκιστής που σήμερα είναι παρατρεχάμενος της ΕΕ τηλεπαρουσιαστής, μέλος της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς» και θαυμαστής του Βαρουφάκη και των λοιπών, έκανε μια ωραία περιγραφή αυτού του πολιτιστικού ρήγματος και της απολιτικής νεολαίας που ψήφισε συντριπτικά κατά του Brexit: «το άλλο μισό (που ψήφισε υπέρ της παραμονής) συμβολίζεται από τον μουσάτο «χίπστερ» –ο οποίος βλέπει να τελούν τώρα υπό αμφισβήτηση τα ταξίδια του στο Βερολίνο για τέχνη, στην Ιμπίθα για χορό  και την υποτιθέμενη πολιτιστική κυριαρχία του κοινωνικού φιλελευθερισμού και του αντιρατσισμού του να αντιμετωπίζει απειλή».[9]

[1] Κύριο άρθρο, “Britain after Brexit: our economy, our union and our place in the world are all at stake”, The Guardian, 25/6/2016.
[2] Owen Jones, “We cannot succumb to inevitable disaster. It’s time to campaign to save our future”, The Guardian, 28/6/2016.
[3] George Monbiot, “Brexit is a disaster, but we can build on the ruins”, The Guardian, 29/6/2016.
[4] George Harris, “We are in the midst of a working-class revolt”, The Guardian, 17/6/2016.
[5] Ό. π.
[6] Sarah Butler, “Employers dependent on foreign workers seek reassurances from Whitehall”,The Observer, 3/7/2016.
[7] Brian Wheeler, “EU should ‘undermine national homogeneity’ says UN migration chief”, BBC News, 21/6/2012.    http://www.bbc.com/news/uk-politics-1851
[8] Nigel Morris, “Britain’s divided decade: the rich are 64% richer than before the recession, while the poor are 57% poorer”, The Independent, 10/3/2015.
http://www.antipagkosmiopoihsh.gr/2016/09/21/i-disfimisi-tou-brexit-os-ratsistikou-i-metanasteftiki-krisi-ke-i-politistiki-pagkosmiopiisi/

«H φουστανέλα και ο εθνικός μας ύμνος με έκαναν ηθοποιό» Η φωνή του αστυνόμου Σαΐνη Τάσος Κωστής

«Γράψε όχι όσα σου είπα, αλλά αυτά που εισέπραξες από εμένα. Κάνε δική σου τη συνάντησή μας, γιατί εγώ δεν δίνω συνεντεύξεις αλλά συζητήσεις». Με αυτά τα σοφά λόγια με αποχαιρέτησε ο Τάσος Κωστής στην Αίγλη Ζαππείου κι εγώ στεκόμουν και κοιτούσα τον επιβλητικό άνδρα που έφευγε, έχοντας προηγουμένως ανοίξει στην «Εspresso» τα βάθη της ψυχής του.
ΑΠΟ ΤΗ
ΜΑΡΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ 
Ακούγοντας τη χαρακτηριστική φωνή των Γκούφυ, Δρακουμέλ, Αστυνόμου Σαΐνη και του σκίουρου του Νιλς Χόλγκερσον να αφηγείται ιστορίες που έζησε δίπλα σε ιερά τέρατα του θεάτρου και του κινηματογράφου, ξεδιπλώθηκε το προφίλ ενός αθώου και πολύ συμπαθούς γίγαντα, που κουβαλά σημαντικές εμπειρίες από το θέατρο και την τηλεόραση. Μάλιστα προς το τέλος της συνάντησής μας μου αποκάλυψε πως είχε ανεβεί στο σανίδι μόνο λίγες εβδομάδες έπειτα από σοβαρή επέμβαση που είχε κάνει, ενώ η «κυρία Κάτια Δανδουλάκη», όπως την αποκαλεί, τον περίμενε για να σηκώσουν μαζί την αυλαία.
Προτού ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη για την πρεμιέρα της παράστασης «Πάμε σαν άλλοτε» στο θέατρο Βεργίνα του «Regency Casino», σε κείμενο-σκηνοθεσία Πάνου Αμαραντίδη, με τους Πασχάλη Τσαρούχα, Ευαγγελία Μουμούρη, Νικολέττα Καρρά, Τζένη Διαγούπη και Κώστα Καραφώτη, ο Τάσος Κωστής ξετυλίγει στην «Espresso»το νήμα της 45χρονης καριέρας του, η οποία άρχισε με τον... εθνικό ύμνο που τραγούδησε στον Δημήτρη Μυράτ, αφού δεν είχε προλάβει να ετοιμάσει κάποιον μονόλογο, με τον μεγάλο θεατράνθρωπο να τον προσλαμβάνει στην πρώτη δουλειά του γιατί είχε ωραία φωνή!
Ο ηθοποιός μιλά για τις συνεργασίες του με μύθους του θεάματος και νιώθεις ότι για εκείνον ήταν πάνω από όλα οι φίλοι του, με τους οποίους μοιραζόταν ένα κοινό πάθος: τη σκληρή δουλειά. Αναφέρεται στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, η οποία άνοιγε τα βράδια το σπίτι της και τραπέζωνε τους συνεργάτες της, για την Τζένη Καρέζη, η οποία ήταν γλεντζού αλλά απαιτητική στη σκηνή, για τον γόη Αλέκο Αλεξανδράκη, που δεν έδωσε ποτέ σημασία στα χρήματα, για τον σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά, ο οποίος του πρόσφερε έναν ρόλο-κλειδί στην ταινία «Παράδεισος στη Δύση».
Και ενώ η εγγονή του, που τον βλέπει στις χιλιοπαιγμένες επαναλήψεις του «Ρετιρέ» και στην «Τρελή οικογένεια» τον ρωτά «παππού, είσαι TV star;», εκείνος δηλώνει... αγρότης. Συσκευάζει για την οικογένειά του πελτέ, από ντομάτες που καλλιεργεί μόνος σε ένα χωράφι που νοικιάζει. Θεωρεί ότι οι ξένοι μάς ζηλεύουν επειδή έχουμε θεό τον Διόνυσο και ξέρουμε ότι η φτώχεια θέλει καλοπέραση.
Αλλωστε για εκείνον η ζωή περνά και φεύγει, γι' αυτό θέλει να σκέφτεται μόνο καινούργια και όμορφα πράγματα, αφού, όπως λέει, δεν του αρέσουν τα μνημόσυνα! Για τον λόγο αυτό δεν κρατά αρχεία και φωτογραφίες, αφού μηδενίζει το κοντέρ κάθε μέρα που ξυπνά!
Από πού είναι η καταγωγή σας;
Γεννήθηκα στον Πειραιά, του πατέρα μου, όμως η καταγωγή μου είναι από τη Ζάκυνθο και υπερηφανεύομαι γι' αυτό.
Πώς γίνατε ηθοποιός; Είχε κάποιος από την οικογένειά σας καλλιτεχνική φλέβα;
Ο μπαμπάς είχε αρωματοπωλείο, καμία σχέση με το επάγγελμά μου. Ούτε ο αδελφός μου είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες. Στο σχολείο, η ενασχόλησή μου με το θέατρο ήρθε γιατί είχα μία φουστανέλα.
Επρεπε να υποδυθεί κάποιο παιδί τον Καραϊσκάκη και ο ρόλος μού δόθηκε γιατί διατηρούσαμε πραγματική φουστανέλα στο σπίτι μας ως κειμήλιο από τον παππού μου, που ήταν ιερέας. Από την άλλη, ο πατέρας μου ήταν στην Αντίσταση και μεγάλωσα με μεγάλη αγάπη προς την πατρίδα. Τον έπαιξα λοιπόν τον Καραϊσκάκη και οι δάσκαλοί μου είπαν τότε ότι τους συγκίνησα.
Από τότε μπήκε το νερό στο αυλάκι;
Οχι. Ημουν ζωηρός νεαρός. Ο στόχος μου ήταν να γίνω πιλότος, όπως ο θείος μου, που ήταν στην Πολεμική Αεροπορία -έχω και το όνομά του- και σκοτώθηκε το 1941. Αλλά είχα θέμα με τα μάτια μου και κόπηκα στις εξετάσεις. Το διάστημα εκείνο ήμουν μπερδεμένος. Χάθηκε για εμένα αυτό που λέμε «σχολικός επαγγελματικός προσανατολισμός». 
Θυμάμαι ότι το καλοκαίρι έβαζα ξύλινα πατώματα στις οικοδομές, δεν μπορούσα να καθίσω σπίτι. Δεκαοχτώ χρονών και ήθελα δουλειά. Και ως πατωματζής ήμουν καλός, γιατί με ό,τι ασχολούμαι δεν το βλέπω ως χόμπι αλλά ως επάγγελμα.
Και πώς βρεθήκατε στη Σχολή Θεοδοσιάδη;
Ενας φίλος μου μού είπε «Τάσο, θέλω να γίνω ηθοποιός. Θα με πας με τη μηχανή σου να δω τρεις τέσσερις σχολές;» Ετσι κι έγινε. Πήγαμε σε αρκετές και του είπα, θυμάμαι, «σ' αυτήν να πας, έχει και ωραία κορίτσια». Μου είχε πει λοιπόν η γραμματέας «εσείς δεν θα γραφτείτε;». Αστραπιαία κοίταξα τις υποψήφιες συμφοιτήτριές μου και της απάντησα «ναι». Μάλιστα έδωσα έξι μηνιάτικα μπροστά, γιατί δούλευα και είχα χρήματα στην άκρη. Σημειωτέον, η γυναίκα που παντρεύτηκα, η Μαριάννα, με την οποία είμαστε ακόμη μαζί και αγαπημένοι, δεν ήταν ηθοποιός.
Αλλά είναι μια κούκλα, καλός άνθρωπος και την έκανα σύζυγό μου από τα 21 της χρόνια. Αποκτήσαμε έναν γιο, τον Διονύση, που σπούδασε σκηνοθέτης, αλλά τα παράτησε με την κρίση για έναν πιο σίγουρο μισθό. Μου έχει κάνει δύο εγγονάκια, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, που με ρωτούσαν όταν με έβλεπαν πέρυσι στην «Τρελή οικογένεια» στο Star «παππού, είσαι TV star;»
Βρήκατε δηλαδή τον επαγγελματικό προσανατολισμό σας!
Μπήκα στη σχολή και στο πρώτο έτος ήμουν «αγγούρι», γιατί μου έλεγαν «κάνε το δέντρο, αυτοσχεδίασε» και δεν ένιωθα ότι δημιουργώ. Περισσότερο χρήσιμος ένιωθα στην οικοδομή βάζοντας καρφιά στο πάτωμα, βλέποντας το αποτέλεσμα.
Στο δεύτερο έτος αγάπησα την υποκριτική όχι για το περιτύλιγμα, ότι θα με γνώριζε δηλαδή πάνω στη σκηνή η θεία μου η Φωτούλα, αλλά για το περιεχόμενό της. Το δώρο αυτής της δουλειάς είναι ένα συνεχές ταξίδι σε διάφορους ρόλους. Από τότε, 45 ολόκληρα χρόνια, χειμώνα καλοκαίρι ζω από αυτήν τη δουλειά και με προτιμούν γιατί είμαι ένας καλός, εργατικός μάστορας.
Απέδειξα και στον θείο μου τον γυμνασιάρχη ότι δεν πείνασα από αυτήν την επιλογή μου. Με αυτήν τη δουλειά νιώθω μάχιμος, ορεξάτος και φρέσκος. Κάθε νέος ρόλος είναι και ένα καινούργιο ταξίδι.
Η πρώτη δουλειά πώς ήρθε;
Ημουν στο τρίτο έτος της σχολής και ο Δημήτρης Μυράτ εγκαινίαζε το 1972 το καλοκαιρινό θέατρο Αθηνά, στη Δεριγνύ, με Μπρεχτ. Θα ανέβαζε την «Αγία Ιωάννα των Σφαγείων». Ενας φίλος μου πέρασε στην οντισιόν, αλλά μετά του ήρθε μια πρόταση για ένα σίριαλ στην τηλεόραση και προτίμησε τη μικρή οθόνη. Μου λέει στο παρά πέντε «Τάσο, πήγαινε εσύ».
Ετσι κι έγινε. Εγώ δεν ήξερα τι σημαίνει ακρόαση. Πάω να δω τον Μυράτ και με αυτήν τη χαρακτηριστική φωνή που είχε μου είπε «πες τον μονόλογο που έχεις ετοιμάσει». «Δεν έχω ετοιμάσει κάτι» του απάντησα.
Με κοίταξε παράξενα. «Πες μου τον εθνικό ύμνο» μου αντιπρότεινε. Αφού τον τραγούδησα, με κοίταξε και μου είπε «πολύ ωραία φωνή, προσλαμβάνεστε». Μπήκα στο θέατρο, λοιπόν, λέγοντας τον εθνικό ύμνο. Μια η φουστανέλα, μια ο εθνικός ύμνος, με έκαναν ηθοποιό.
Μετά τον Μυράτ πώς εξελίχθηκε η καριέρα σας; 
Στην παράσταση με τον Μυράτ με είδε ο Στέφανος Ληναίος. Ο Στέφανος με ξεμπλόκαρε, δίνοντάς μου τον ρόλο του θεατή στο αντιπολεμικό έργο «Η απαγωγή του Πάπα». Καθόμουν στην τέταρτη σειρά, στη θέση δύο, και διέκοπτα τους ηθοποιούς ρωτώντας τους αν ξέρουν πόσα κιλά γάλα θα μπορούσε να είχαν αγοραστεί με μια σφαίρα και πόσο στοιχίζει η παραγωγή της. Επειδή ήμουν ευγενής, με κοστούμι και με επιχειρήματα, οι θεατές δεν μπορούσαν να αντιδράσουν στα όσα έλεγα και στο τέλος μού έδιναν και συγχαρητήρια.
Ηταν πολύ προχωρημένο έργο κι εγώ δούλευα τη δεύτερη χρονιά μου ως ηθοποιός. Ωστόσο ήμουν σίγουρος γι' αυτό που έκανα. Καλό ή κακό, πάντως ήμουν έτοιμος στην πρεμιέρα. Ηξερα τα λόγια μου και πώς θα το έπαιζα. Αυτό άρεσε στους πρωταγωνιστές του θεάτρου. Ετσι με επέλεξαν μετά ο Αλέκος Αλεξανδράκης αλλά και ο θεατρικός επιχειρηματίας Γιώργος Λεμπέσης. Για εμένα ο Αλεξανδράκης είχε το πιο γοητευτικό βλέμμα που έχει περάσει ποτέ από το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Ο Ανδρέας Μπάρκουλης μπορεί να ήταν ο πιο όμορφος, αλλά ο Αλέκος ήταν αριστοκρατικός. Και οι δυο τους ήταν μοναδικοί. Αγαπούσαν τις γυναίκες ως πλάσματα και δεν έδωσαν ποτέ σημασία στο χρήμα.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη πώς σας διάλεξε για την παράσταση «Βίκτορ - Βικτόρια»;
Πρέπει στη ζωή να προσεύχεσαι και λιγάκι. Εγώ προσεύχομαι. Ηταν πολύ δύσκολο το να δεις από κοντά την Αλίκη, γιατί τη θωράκιζαν οι δικοί της άνθρωποι. Η ίδια ήταν πολύ απλός άνθρωπος. Με τον Γιώργο Λεμπέση παίζαμε κανένα χαρτάκι, έτσι για το καλό, κάθε Πρωτοχρονιά. Μου λέει ξαφνικά «Τάσο, θες να σε στείλω στην Αλίκη; Ανεβάζουν το Βίκτορ - Βικτόρια». Του απάντησα θετικά. Οταν πήγα, εκείνη με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
Η Αλίκη σε φλέρταρε με τη φωνή της. Τους μάγευε όλους, ήταν το πιο λαμπρό αστέρι. Με πήρε λοιπόν τηλέφωνο η γραμματέας της, η Νότα, και μου είπε «να είστε στη Στησιχόρου, στο σπίτι της Αλίκης». Πάω, βλέπω τον Μάριο Πλωρίτη, τον Ηλία Λογοθέτη, τον Βλάσση Μπονάτσο. Με έβαλε αμέσως στους δικούς της ανθρώπους, γιατί δούλευα πολύ, όπως και εκείνη. Η Αλίκη δεν κοιμόταν τα βράδια, ήθελε παρέα, συζητούσε για την παράσταση, για νέες δουλειές, έκανε καλέσματα, ήταν φιλόξενη, τόσο στο Κολωνάκι όσο και στον Θεολόγο. Εμένα όμως μου έλεγε, γι' αυτό και την εκτιμούσα, «Τάσο, έχεις οικογένεια, να πας στο σπίτι σου».
Στην Τζένη Καρέζη είχα ζητήσει ο ίδιος δουλειά. Ηταν στο Ηρώδειο, θυμάμαι, στην παράσταση «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» και της είπα «συγγνώμη, τι θα κάνετε τον χειμώνα με τον κύριο Καζάκο;» Κάπνιζε στα σκαλάκια προς τα καμαρίνια και μου λέει «πέρασε από το θέατρο να τα πούμε». Η Τζένη με είχε τσεκάρει πρώτα στη σκηνή. Ηταν πολύ σκληρή στη δουλειά της, δεν κορόιδευε. Αν και την έκανα να γελάει. Μια φορά κλείσαμε τρεις φορές την αυλαία από τα γέλια, στην «Αγριόγατα».
Τι σχέση έχετε με την Κάτια Δανδουλάκη; Εχετε ανεβεί στο ίδιο σανίδι αρκετές φορές.
Η Κάτια Δανδουλάκη δεν είναι μόνο σπουδαία ηθοποιός, αλλά και άνθρωπος. Κάποια στιγμή πέρασα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, επισκέφτηκα ένα δημόσιο νοσοκομείο, έκανα μια επίπονη εξέταση και μετά πήγα στις πρόβες της παράστασης που είχα κλείσει με την Κάτια.
Με πήραν από το νοσοκομείο και μου είπαν ότι έπρεπε να χειρουργηθώ. Εκείνη μου λέει «δεν με νοιάζει, θα σε περιμένω, Κωστή, ας αργήσουμε». Της λέω «να με αντικαταστήσεις», μου απάντησε όμως αρνητικά. Αντιμετωπίσαμε το πρόβλημα εγώ, η γυναίκα μου και η Κάτια. Η μόνη που ήθελα να ακούσω στο τηλέφωνο. Κανέναν άλλον.
Ηθελα την εσωτερική μου δύναμη. Βγαίνω από το νοσοκομείο, μέσα σε έναν μήνα, Χριστούγεννα ήταν, κάναμε πρεμιέρα. Αλλος τρελός κι εγώ. Ετσι είναι. Η ζωή συνεχίζεται. Μια με τα δύσκολα, μια με τα όμορφα. Της οφείλω ένα μεγάλο «ευχαριστώ».
Η μοίρα σάς έφερε να δουλέψετε υπό τις οδηγίες του σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά στην ταινία «Παράδεισος στη Δύση». Αυτό το περιμένατε;
Επαιζα με τον Πέτρο Φιλιππίδη στον «Μπακαλόγατο» και με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν «κύριε Κωστή, σας θέλει αύριο ο κύριος Γαβράς στο ξενοδοχείο “St George Lycabettus”. Μπορείτε να έρθετε;» Η συνάντηση ήταν στις 12 το μεσημέρι. Είχε πάει 12.15 και δεν είχε έρθει να με φωνάξει η γραμματέας του. Και τότε βλέπω να ανοίγει ο ανελκυστήρας και να έρχεται ο ίδιος ο Κώστας Γαβράς από τον έβδομο όροφο και να μου ζητάει συγγνώμη για την αργοπορία, αλλά μιλούσε με Παρίσι.
Ανεβήκαμε μαζί επάνω και μου είπε ότι είχε δύο ρόλους για μένα, αλλά είναι μικροί. Ωστόσο έψαχνε καλούς ηθοποιούς. Είχε ανάγκη το Χόλιγουντ να μου δικαιολογηθεί; Και όμως, ήταν αληθινός, ταπεινός, δεν έριχνε καμία σκιά πάνω μου. Του απάντησα «ό,τι θέλετε» και τον ρώτησα «δεν θα με ακούσετε;» «Σας έχω δει από την τηλεόραση, αγαπητέ» απάντησε.
Στην τηλεόραση η επιτυχία ήρθε το 1990 με το «Ρετιρέ»;
Η αναγνωρισιμότητα μέσα από την τηλεόραση ήρθε από τη «Φιορούλα» το 1981, από τη σειρά «Ο κόσμος και ο Κοσμάς» που βασιζόταν στα μυθιστορήματα του Ξενόπουλου. Υποδυόμουν τον φαρμακοποιό, τον Γερολυμάκη. Το 1990 ήρθε το «Ρετιρέ» του Γιάννη Δαλιανίδη. Με είχε δει μαζί με τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τη Νόνικα Γαληνέα στο θέατρο. Μου λέει «Τάσο, σε θέλω για έναν κόντρα ρόλο. Με αυτή τη θωριά και τη φωνή θέλω να κάνεις τον μπουφετζή σε μια κωμική σειρά». Του λέω «ΟΚ, αλλά θέλω να τον ψάξω τον ρόλο». Ημουν 38 χρονών τότε. Τον συναντάω τον Δαλιανίδη και του λέω «τα μαλλιά του Φοίβου θα είναι σαν τα ανθρωπάκια του Γαΐτη». Το σκέφτεται και μου λέει «έκλεισε».
Στις σειρές ήθελα ο κάθε μου ρόλος να είναι διαφορετικός. Αλλιώς «ο κύριος Ντιμούτρης» στο «Εκείνες κι εγώ» με τον Γιάννη Μπέζο, αλλιώς ο ταξίαρχος Τζαζλέας στης «Ελλάδος τα παιδιά». Δεν μπορεί ο ηθοποιός να παίζει τον «Καραγκιόζη μάγειρα», τον «Καραγκιόζη γιατρό», τον «Καραγκιόζη δάσκαλο». Η χαρά μας πρέπει να είναι να ψάχνουμε τους ρόλους και τα κείμενα, και όχι τις προσωπικές μας φιλοδοξίες.
Τον Αστυνόμο Σαΐνη με αυτήν τη λογική τον δημιουργήσατε;
Ολα άρχισαν με τον Νίκο Πιλάβιο στην ΕΡΤ, που ήταν υπεύθυνος παιδικού προγράμματος. Μου άρεσε πολύ το σκίτσο, γιατί κάνει αυτό που επιθυμεί η φαντασία του ανθρώπου.
Ερχεται, λοιπόν, αυτός ο γκαφατζής αστυνομικός ως κινούμενο σχέδιο και εγώ τον βαφτίζω Σαΐνη και του δίνω και τη συγκεκριμένη φωνή, γιατί δεν μιλάει έτσι ο ξένος ηθοποιός. Μετά έκανα τον Δρακουμέλ στα «Στρουμφάκια», τον Κάπτεν Χουκ, τον Γκούφυ.
Αλλά η πιο αγαπημένη μου φωνή ήταν στην παραγωγή «Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον». Εκανα το σκιουράκι, τον Κρούμελ. Αν ήμουν στο Χόλιγουντ, με τόσες μεταγλωττίσεις θα ήμουν ζάπλουτος.
Πώς έχετε ταιριάξει τόσο πολύ με τον Γιάννη Μπέζο και τον Πέτρο Φιλιππίδη;
Τόσο ο Γιάννης όσο και ο Πέτρος είναι πολύ μεγαλόκαρδοι πάνω στη σκηνή με τους συναδέλφους τους. Αλλά πολύ σκληροί με τους εαυτούς τους και άλλο τόσο απαιτητικοί με την ομάδα τους. Και όταν μιλάνε αιχμηρά καλά κάνουν, γιατί έτσι σταματάνε τη σαχλαμάρα. Ο Γιάννης και ο Πέτρος ξέρουν να κάνουν πλάκα με τον θίασο. Δεν έχουν χαζό χιούμορ.
Γίνονται παρέα με τους συμπρωταγωνιστές τους. Ερχεται μια σπαθάτη κοπέλα να παίξει στο «Εκείνες κι εγώ» και όλοι την κοιτάμε με θαυμασμό. Ο Γιάννης Μπέζος τη ρωτάει ποια σχολή έχει τελειώσει. Αυτή απαντά ότι δεν έχει πάει στη σχολή.
Τότε ο Γιάννης της απάντησε «συγγνώμη, αλλά περιμένουν τόσες άλλες κοπέλες που έχουν τελειώσει τις σπουδές τους». Ηταν δίκαιος και το χάρηκα πάρα πολύ. Από την άλλη μεριά, ο Πέτρος είναι ένα άλλο «τέρας».
Επειδή στις δουλειές του δίνει το 120% από το 100% -να σας αποκαλύψω ότι περπατούσε με σπασμένο δάχτυλο στο πόδι πάνω στη σκηνή- απαιτεί και από τους άλλους συνέπεια. Με ρώτησε αυτήν την ημέρα με το σπασμένο δάχτυλο, αν ήταν καλός. Δεν χαρίζεται σε κανέναν.
Είχε έρθει γυναίκα συνάδελφος να κάνει πρόβα με 12ποντα παπούτσια κι όλα καθυστερούσαν. Της είπε κάποια πράγματα και της έκανε καλό. Είναι ιδιοφυής και σκληρός ο Πέτρος. Μου θυμίζει την Τζένη Καρέζη, που ήταν γλεντζού στην παρέα αλλά σκληρή στη δουλειά.
Πώς βλέπετε τα χρόνια του Μνημονίου; Είναι από τις χειρότερες χρονικές στιγμές της σύγχρονης Ελλάδας;
Οχι, η χειρότερη ήταν του Εμφυλίου. Οταν ο αδελφός σκότωνε αδελφό. Τώρα ζούμε όπως θα έπρεπε να ζούμε. Οχι με τις κάρτες από τις τράπεζες. Πλέον δεν είμαστε βασιλιάδες. Πρέπει να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα.
Πριν από τέσσερα χρόνια ο κόσμος είχε βυθιστεί στην κατάθλιψη. Τώρα όχι ότι έχουν φτιάξει τα πράγματα, αλλά βλέπω τους Ελληνες πιο ρεαλιστές. Ψυχολογικά είμαστε καλύτερα, ζούμε, δεν πεθάναμε. Το θέμα είναι να μάθουμε να δουλεύουμε με σύστημα. Οι ξένοι μάς ζηλεύουν. Ξέρετε γιατί; Εμείς οι Ελληνες έχουμε τον θεό Διόνυσο μέσα μας. Γλεντάμε και με λυπητερά τραγούδια. Εχουμε προσφυγιές, πολέμους, αλλά χαιρόμαστε τη ζωή.
Τη φράση «η φτώχεια θέλει καλοπέραση» την κάνουμε πράξη. Αιμορραγούμε, αλλά ξέρουμε ότι είναι όλα περαστικά. Γιατί, όσοι έχουν πολλά λεφτά είναι ευτυχισμένοι; Θα τα πάρουν μαζί τους; Το θέμα είναι όσο ζούμε να περνάμε όμορφα και με τα λίγα. Να κοιτάμε συνέχεια μπροστά και όχι να σκεφτόμαστε το παρελθόν. Η ζωή δεν είναι... μνημόσυνο.
Πού βρίσκετε την απόλυτη ηρεμία;
Νοικιάζω ένα κτήμα από την Εκκλησία. Εκεί έχω βάλει ελιές, ντομάτες, μελιτζάνες, κολοκύθια, άνηθο, μαϊντανό, τα πάντα. Είμαι εγώ και τα φυτά μου, τα δέντρα μου, τα ζαρζαβατικά μου. Το χώμα, το νερό, ο κόπος μου, καμία σκέψη.
Φέτος γέμισα 26 βάζα με πολτό από ντομάτα, αυτή που έβγαλα με τα χέρια μου, για την οικογένειά μου. Πάω και στο σαλέ μου (γέλια). Εχω φτιάξει δύο δωμάτια στην ορεινή Αρκαδία και ξεκουράζομαι. Δεν το επισκέπτομαι συχνά.
Ποτέ δεν πέρασα Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, καλοκαιρινές διακοπές με την οικογένεια. Δεν έτρωγα, θυμάμαι, στις γιορτές για να μη νιώθω βαρύς στις διπλές παραστάσεις.
Φέτος ευχήθηκα -ήταν οι ουρανοί ανοιχτοί και με άκουσαν (;)- να παίξω σε μια καλή σειρά στην Κύπρο. Μου ήρθε το «Μπρούσκο» στον ΑΝΤ1 κι αυτό μού φτάνει. Γιατί θα έχω και τον χρόνο να πηγαίνω να σκαλίζω τη γη.
http://www.espressonews.gr/showbiz/2016/09/153211/i-foni-toy-astynomoy-saini