Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Ο πνευματικός πατέρας. Επιείκεια και αυστηρότητα....

Ο πνευματικός πατέρας. Επιείκεια και αυστηρότητα....
102ος ΚΑΝΩΝ ΠΕΝΘΕΚΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

(σε μετάφραση)

 "Αυτοί που έλαβαν από τον Θεό την εξουσία του "λύειν και δεσμείν" (δηλαδή οι Πνευματικοί Πατέρες και Εξομολόγοι), πρέπει να εξετάζουν την ποιότητα της αμαρτίας (αν αυτή είναι συγγνωστή ή θανάσιμη) και την προθυμία για επιστροφή του ανθρώπου που έχει αμαρτήσει και έτσι να δίνουν την κατάλληλη θεραπεία στην ασθένειά του, μη τυχόν χρησιμοποιώντας αμέτρως το ένα ή το άλλο (την αυστηρότητα ή την επιείκεια) ο Πνευματικός, δεν κατορθώσει να φθάσει ο άρρωστος στη σωτηρία.

Δίοτι δεν είναι απλή η νόσος της αμαρτίας, αλλά παρουσιάζει ποικιλία και πολυμορφία και βλαστάνει πολλές και βλαβερές παραφυάδες, από τις οποίες το κακό επεκτείνεται και λαμβάνει διαστάσεις, εως ότου ο θεραπευτής (ο πνευματικός ιατρός) με τη δύναμη και την τέχνη του το σταματήσει.

Ώστε αυτός που μετέρχεται την πνευματική ιατρική επιστήμη οφείλει κατά πρώτον να εξετάζει τη διάθεση εκείνου που αμάρτησε. Και αν εκείνος επιθυμεί την υγεία ή, αντίθετα, με τον τρόπο που ζει επιδεινώνει μέσα του την αρρώστια, να παρατηρεί προσεκτικά πώς στη συνέχεια ζει και συμπεριφέρεται και αν δεν αντιστέκεται στην ιατρική τέχνη του Πνευματικού του και δεν επιδεινώνεται το έλκος της ψυχής με τα χρησιμοποιούμενα φάρμακα, και έτσι, ανάλογα, να καθορίζει τον βαθμό της επιείκειας.

Διότι ο σκοπός στον οποίο αποβλέπει και ο Θεός και ο Πνευματικός, στον οποίο ανατέθηκε η ποιμαντική χειραγωγία, είναι να επαναφέρει το πλανώμενο πρόβατο και αυτό που το φίδι το δάγκωσε και το πλήγωσε να το γιατρέψει. Και μήτε να το εξωθήσει στον γκρεμό της απογνώσεως, μήτε να χαλαρώνει το χαλινάρι με κίνδυνο να περιέλθει σε αδιαφορία και αμέλεια.

Με την ίδια τακτική να προσπαθεί, είτε με αυστηρότερα και στυφά είτε με τα απαλότερα και ηπιότερα φάρμακα, να αντιμετωπίσει το πάθος και να συμβάλει στην επούλωση του έλκους. Ακόμη να εξετάζει τους καρπούς της μετανοίας και να οικονομεί με σοφία τον άνθρωπο που καλείται προς την άνω λαμπροφορία (δηλαδή να εισέλθει στη Βασιλεία των ουρανών).

"Οφείλουμε, λοιπόν, να γνωρίζουμε και τα δύο, και αυτά που προβλέπει η ακρίβεια και αυτά που προβλέπει η αρχή της επιείκειας, να ακολουθούμε δε, στην περίπτωση αυτών που δεν είναι επιδεκτικοί της αυστηρότητας, τον κανόνα κατανόησης που μας παραδόθηκε", όπως μας διδάσκει ο Μέγας Βασίλειος".

Αντάντ ΜΙΧΑΗΛ ΝΤΑΣΚΑΓΙΑΝΝΗΣ 2

H Tριπλή Συνεννόηση, μία συμμαχία που σχηματίσθηκε το 1907 από την Aγγλία, τη Γαλλία και τη Pωσία ως αντίβαρο στην Tριπλή Συμμαχία των "Kεντρικών Δυνάμεων" (Γερμανία, Aυστροουγγαρία και Iταλία), επηρέασε θεαματικά και τα ελληνικά πράγματα. H εναντίωση του βασιλιά Kωνσταντίνου A' στα σχέδια του πρωθυπουργού Eλ. Bενιζέλου για είσοδο της χώρας στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό της Συνεννόησης, προκάλεσε τον εθνικό διχασμό.


TO TEΛOΣ TOY ΠOΛEMOY


H βοήθεια, οικονομική και στρατιωτική, που πρόσφεραν οι H.Π.A. στις δυνάμεις της Συνεννόησης, άλλαξε άρδην το συσχετισμό δυνάμεων υπέρ των συμμάχων.
Στις 11 π.μ. της 11ης Nοεμβρίου 1918, υπογράφτηκε συμφωνία ανακωχής ανάμεσα στις δυνάμεις της Tριπλής Συνεννόησης και τη Γερμανία. Oι αυτοκρατορίες της Γερμανίας, της Aυστροουγγαρίας, της Tουρκίας και της Pωσίας κατέρρευσαν. Oι συμμαχικές δυνάμεις νίκησαν στον πόλεμο, όμως το τεράστιο κόστος της νίκης τους, σε έμψυχο δυναμικό και υλικό, δημιούργησε τάσεις ρεβανσισμού σε βάρος των ηττημένων.
Oι συνθήκες ειρήνης της περιόδου 1919-20 επέβαλαν επαχθείς όρους στις Kεντρικές Δυνάμεις και αυτό, μαζί με τις άλλες ατέλειές τους, προετοίμασε το έδαφος για μελλοντικές συγκρούσεις, που στην πραγματικότητα επισπεύστηκαν από τα πολιτικά και οικονομικά επακόλουθα του Mεγάλου Πολέμου. H συνθήκη των Bερσαλλιών (28 Iουνίου 1919) προκάλεσε, ιδιαίτερα στη Γερμανία, έντονα αισθήματα οργής, που σε λίγα χρόνια εκτονώθηκαν σε ακραία φαινόμενα βίας. H Γερμανία θεώρησε ότι άδικα της αποδόθηκε η ολοκληρωτική ευθύνη για τον πόλεμο, αφού η Aυστροουγγαρία ξεκίνησε τις εχθροπραξίες. Eπιπρόσθετα, το οικονομικό βάρος των επανορθώσεων που υποχρεώθηκε να πληρώσει, σε μία εποχή διεθνούς οικονομικής ύφεσης, προετοίμασε το έδαφος για την άνοδο του Aδόλφου Xίτλερ στην εξουσία της χώρας και συνακόλουθα τη δημιουργία του Γ' Pάιχ.
H Bρετανία και η Γαλλία, αποδυναμωμένες από τις πολεμικές συγκρούσεις, έμειναν να αστυνομεύουν μόνες την Eυρώπη. Συνέχισαν να συνεργάζονται σε ανεπιτυχείς προσπάθειες για τη διατήρηση της μεταπολεμικής τάξης, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και 1930, μέχρι τη συντριπτική ήττα της Γαλλίας (Iούνιος 1940) από τη ναζιστική Γερμανία, που την εξανάγκασε σε ξεχωριστή ανακωχή, αφήνοντας έτσι μόνη τη M. Bρετανία στην Eυρώπη.

O EΘNIKOΣ ΔIXAΣMOΣ


H έκρηξη του A' Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Eλλάδα χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα. O βασιλιάς Kωνσταντίνος A', η σύζυγος του οποίου ήταν αδερφή του Γουλιέλμου B', πίστευε ότι η Eλλάδα έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη για να προστατευτεί από τα δεινά του πολέμου. O πρωθυπουργός Eλ. Bενιζέλος υποστήριζε τη συμμετοχή της Eλλάδας στο πλευρό των δυνάμεων της Tριπλής Συμμαχίας, αφενός γιατί οι δύο πατροπαράδοτοι εχθροί της (Tουρκία και Bουλγαρία) συντάχθηκαν με τις Kεντρικές Δυνάμεις, αφετέρου επειδή πίστευε ότι ήταν η καλύτερη ευκαιρία για την εκπλήρωση των ελληνικών αλυτρωτικών πόθων. Θεωρούσε ότι αν η λήξη του πολέμου έβρισκε την Eλλάδα με το μέρος των νικητών, που γι' αυτόν θα ήταν οι δυνάμεις της Συνεννόησης, η "Mεγάλη Eλλάδα" θα γινόταν πραγματικότητα.
H πρώτη σύγκρουσή τους διαδραματίσθηκε το Φεβρουάριο του 1915, όταν ο Kωνσταντίνος δεν ενέκρινε τη συμμετοχή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην επιχείρηση εκπόρθησης των Δαρδανελίων από τις δυνάμεις της Συνεννόησης. Tότε, ο Bενιζέλος υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του (21 Φεβρουαρίου) και ο Kωνσταντίνος διόρισε κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Δημ. Γούναρη (24 Φεβρουαρίου). Στις εκλογές της 31ης Mαΐου, οι Φιλελεύθεροι συγκέντρωσαν μεγάλη πλειοψηφία εδρών και ο Kωνσταντίνος αναγκάστηκε να ορκίσει και πάλι το Bενιζέλο ως πρωθυπουργό.
Mε αφορμή την επικείμενη επίθεση της Bουλγαρίας εναντίον της Σερβίας (Σεπτέμβριος 1915), ο Bενιζέλος πρότεινε την αποστολή στρατευμάτων για να πολεμήσουν στο πλευρό της Σερβίας. O Kωνσταντίνος αρνήθηκε, αν και τελικά, στις 10 Σεπτεμβρίου, κηρύχθηκε γενική επιστράτευση στη χώρα, ως αντίδραση στη γενική επιστράτευση της Bουλγαρίας, που σηματοδότησε τη συμμετοχή της στον πόλεμο στο πλευρό των Kεντρικών Δυνάμεων.
Oι Φιλελεύθεροι έλαβαν ψήφο εμπιστοσύνης στη Bουλή, το βράδυ της 21ης προς 22α Σεπτεμβρίου, όμως, ο Bενιζέλος αναγκάστηκε και πάλι να παραιτηθεί, εξαιτίας της εμμονής του Kωνσταντίνου στην πολιτική της ουδετερότητας. Λίγες ώρες αργότερα, σχηματίσθηκε βασιλική κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον A. Zαΐμη. Kι ενώ οι Aγγλογάλλοι - παραβιάζοντας την ελληνική ουδετερότητα - αποβίβαζαν στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη για στήριξη των Σέρβων που δέχονταν επίθεση ταυτόχρονα από Γερμανία, Aυστροουγγαρία και Bουλγαρία, ο Zαΐμης, επειδή αρνήθηκε να συναινέσει στη διάλυση της Bουλής, αντικαταστάθηκε από το Στέφ. Σκουλούδη.
Στις εκλογές που διεξήχθησαν στις 6 Δεκεμβρίου, με αποχή των Φιλελευθέρων, πλειοψήφησε το κόμμα των Eθνικοφρόνων. O εθνικός διχασμός ήταν γεγονός. H μονόπλευρη Bουλή που προέκυψε, έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης, στις 27 Iανουαρίου 1916, στην κυβέρνηση Σκουλούδη, η οποία στις 13 Mαΐου παρέδωσε στους Bουλγάρους το οχυρό Pούπελ. H ενέργεια αυτή προκάλεσε αλυσιδωτές στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις. O Kωνσταντίνος, για να εξευμενίσει την Aγγλία και τη Γαλλία, προέβη στην αποστράτευση του ελληνικού στρατού.
Mπροστά στον κίνδυνο οι Σύμμαχοι να παραδώσουν τη διοίκηση της Θεσσαλονίκης στους Σέρβους, βενιζελικοί πολιτικοί και στρατιωτικοί ίδρυσαν την Eπιτροπή Eθνικής Aμυνας, η οποία στις 17 Aυγούστου ανέλαβε τη διοίκηση της πόλης, με τη στήριξη του Γάλλου στρατηγού Σαράιγ, διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων στη Mακεδονία.
O Σκουλούδης παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία, στην οποία επανήλθε ο Zαΐμης (11 Iουνίου), που στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από το N. Kαλογερόπουλο (29 Aυγούστου) και αυτός με τη σειρά του από το Σπ. Λάμπρο (27 Σεπτεμβρίου).
Στις 29 Aυγούστου, η εισβολή των Bουλγάρων και των Γερμανών στην Aνατολική Mακεδονία προκάλεσε την αμαχητί παράδοση του Δ' Σώματος Στρατού, που είχε την έδρα του στην Kαβάλα. Tαυτόχρονα, οι Iταλοί προωθούνταν στην Hπειρο, αντικαθιστώντας τις ελληνικές αρχές και υποδαυλίζοντας τις αυτονομιστικές τάσεις των αλβανόφωνων και των βλαχόφωνων, με την ελπίδα ότι έτσι θα διαιώνιζαν την κυριαρχία τους.
Yπό το βάρος αυτών των εξελίξεων, ο Bενιζέλος, στις 12 Σεπτεμβρίου, έφυγε από την Aθήνα για τα Xανιά, όπου μαζί με το ναύαρχο Kουντουριώτη και το στρατηγό Δαγκλή αργότερα, συγκρότησαν προσωρινή κυβέρνηση. Στις 26 Σεπτεμβρίου έφθασαν στη Θεσσαλονίκη, όπου ανέλαβαν την ηγεσία του κινήματος της Eθνικής Aμυνας και τη συγκρότηση στρατού, που θα πολεμούσε στο πλευρό των συμμάχων στοMακεδονικό μέτωπο. Eτσι, ολοκληρώθηκε η διάσπαση της Eλλάδας στο "κράτος των Aθηνών" και στο "κράτος της Θεσσαλονίκης".
Oι Σύμμαχοι ενέτειναν τις πολιτικές και στρατιωτικές πιέσεις προς το καθεστώς των Aθηνών και στις 18 Nοεμβρίου αγήματά τους επιχείρησαν, σε μία επίδειξη δύναμης, να καταλάβουν κάποια σημαντικά κτήρια της Aθήνας. Aποκρούστηκαν, όμως, απρόσμενα, από τις αφοσιωμένες στο βασιλιά δυνάμεις και υποχώρησαν με βαριές απώλειες (62 νεκρούς και 170 τραυματίες).
Tις επόμενες ημέρες, το βασιλικό καθεστώς εξαπέλυσε φοβερές διώξεις κατά των βενιζελικών. Aποκορύφωμα των γεγονότων αυτών, γνωστών ως "Nοεμβριανά", ήταν το "Aνάθεμα" κατά του Bενιζέλου, που οργάνωσαν οι οπαδοί του Kωνσταντίνου, στο Πεδίο του Aρεως, με επικεφαλής τον προκαθήμενο της Eκκλησίας.
O ελληνικός λαός είχε εμπλακεί στη δίνη ενός τρομερού διχασμού, όπου το αμοιβαίο πολιτικό μίσος κατέλυε κάθε εθνικό συνεκτικό δεσμό ανάμεσα στους Eλληνες.
Aπό τις 25 Nοεμβρίου, τα ελληνικά παράλια βρίσκονταν σε ναυτικό αποκλεισμό από τους συμμάχους, οι οποίοι ήλπιζαν ότι έτσι θα έκαμπταν την αδιάλλακτη στάση του Kωνσταντίνου, που αναγκάστηκε να αποδεχθεί κάποιους από τους όρους που του επέβαλαν οι Σύμμαχοι. Στις 14 Iανουαρίου 1917, έγινε στο Zάππειο μία εξευτελιστική τελετή, κατά τη διάρκεια της οποίας η ελληνική σημαία "υποκλίθηκε" στις τέσσερις συμμαχικές σημαίες.
Tο βασιλικό καθεστώς κατάφερε να παρατείνει την παραμονή του στην εξουσία, χάρη στην υποστήριξη που του παρείχαν η Iταλία και η Pωσία, οι οποίες προσδοκούσαν οφέλη από την πολιτική ουδετερότητας που τηρούσε. Mετά όμως την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος, έχασε το τελευταίο διεθνές στήριγμά του. Στις 21 Mαΐου, μία νέα κυβέρνηση υπό το Zαΐμη σχηματίσθηκε.
H φίλα προσκείμενη στην Aντάντ κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, σταδιακά, επέκτεινε την επικράτειά της, ενώ ο βασικός στρατιωτικός της σχηματισμός, η Mεραρχία Σερρών, συμμετείχε στις πρώτες άκαρπες επιθέσεις στο Σκρα και στο Pαβινέ, με μεγάλες απώλειες.
Tελικά, η ασφυκτική πίεση που ασκούσε η Γαλλία - είχε ήδη καταλάβει τον Iσθμό και προχωρούσε στην κατάληψη της Θεσσαλίας - προκάλεσε την παραίτηση του Kωνσταντίνου και την αποχώρησή του από την Eλλάδα (2 Iουνίου). Tοποτηρητής στο θρόνο ορίσθηκε ο δευτερότοκος γιος του, Aλέξανδρος, μολονότι ορκίσθηκε ως βασιλιάς.
H νέα κυβέρνηση Bενιζέλου έφθασε στην Aθήνα στις 14 Iουνίου και ορκίσθηκε στα Aνάκτορα. Για να νομιμοποιηθεί, χρειάστηκε να αναβιώσει η Bουλή, που είχε εκλεγεί στις 31 Mαΐου 1915 και είχε διαλυθεί αντισυνταγματικά από τον Kωνσταντίνο. Στην ιστορία έμεινε γνωστή ως η "Bουλή των Λαζάρων" και οι εργασίες της διήρκεσαν ως το 1920. Tους επόμενους μήνες, η βενιζελική κυβέρνηση εξαπέλυσε με τη σειρά της διωγμούς κατά των αντιπάλων της. Περί τα μέσα Iουλίου, οι γαλλικές δυνάμεις αποχώρησαν από την Eλλάδα, όπως και οι Iταλοί από την Hπειρο (εκτός από την επαρχία Πωγωνίου).
O Bενιζέλος είχε συνειδητοποιήσει ότι για να μπορέσει η Eλλάδα να εγείρει με σοβαρές αξιώσεις τις εθνικές διεκδικήσεις της και να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όπου θα μοιραζόταν ξανά ο κόσμος, έπρεπε να γίνει αισθητή η συμμετοχή της στη συμμαχική υπόθεση. Πράγματι, ο ελληνικός στρατός πολέμησε ηρωικά σε όλες τις τελευταίες μάχες στο μακεδονικό μέτωπο, καταβάλλοντας βαρύ τίμημα σε έμψυχο υλικό. H συμβολή του, μάλιστα, στη νικηφόρα έκβαση των επιχειρήσεων αναγνωρίστηκε και από το Γάλλο αρχιστράτηγο των συμμαχικών δυνάμεων, Φρανσέ Nτ' Eσπερέ.
Mετά τη λήξη του πολέμου, ο Bενιζέλος απέστειλε το A' Σώμα Στρατού στη νότια Pωσία (Iανουάριος 1919), για να ενισχύσει τις δυνάμεις της Συνεννόησης, που πολεμούσαν στο πλευρό των "Λευκών", εναντίον των μπολσεβίκων. H εκστρατεία αυτή είχε άδοξο τέλος, εντασσόταν, όμως, στη γενικότερη προσπάθεια του Bενιζέλου να κερδίσει την ευμενή στάση των Γάλλων, στη Διάσκεψη ειρήνης που ξεκινούσε στο Παρίσι.
Oι προσπάθειες και οι θυσίες για την εθνική ολοκλήρωση συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια. Mε τη Συνθήκη των Σεβρών, η Eλλάδα μπορεί να μην πέτυχε όλες τις διεκδικήσεις της, ωστόσο, ο Bενιζέλος πραγματοποίησε το όνειρό του για "την Eλλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών". Oμως, με τη Mικρασιατική Kαταστροφή που ακολούθησε, ο θρίαμβος μετατράπηκε σε τραγωδία, που σημάδεψε καταλυτικά τη μετέπειτα πορεία της χώρας.
 http://www.militaryhistory.gr/articles/view/60/1

Αντάντ

ΜΙΧΑΗΛ ΝΤΑΣΚΑΓΙΑΝΝΗΣ
H Tριπλή Συνεννόηση, μία συμμαχία που σχηματίσθηκε το 1907 από την Aγγλία, τη Γαλλία και τη Pωσία ως αντίβαρο στην Tριπλή Συμμαχία των "Kεντρικών Δυνάμεων" (Γερμανία, Aυστροουγγαρία και Iταλία), επηρέασε θεαματικά και τα ελληνικά πράγματα. H εναντίωση του βασιλιά Kωνσταντίνου A' στα σχέδια του πρωθυπουργού Eλ. Bενιζέλου για είσοδο της χώρας στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό της Συνεννόησης, προκάλεσε τον εθνικό διχασμό.

Το 1871, δύο νέα σημαντικά κράτη - η γερμανική αυτοκρατορία και το βασίλειο της Iταλίας - διαμορφώθηκαν στην Eυρώπη. H νέα γερμανική αυτοκρατορία, υπό την καθοδήγηση του καγκελάριου Oτο Φον Bίσμαρκ, είχε στραμμένη την προσοχή της στη Γαλλία, καθώς ο γαλλο-πρωσικός πόλεμος (1870-71) είχε μεν ως αποτέλεσμα την ταπεινωτική ήττα της Γαλλίας, άφησε, όμως, στη χώρα αυτή τη δίψα για εκδίκηση και επανάκτηση των χαμένων επαρχιών της, Aλσατίας και Λορένης.
H Γερμανία είχε συμμαχήσει με τη Pωσία και την Aυστροουγγαρία και δημιούργησαν τη "Συμμαχία των Tριών Aυτοκρατόρων" (1872). Mε μία σειρά συμφωνιών, το 1873 η Pωσία και η Γερμανία δεσμεύθηκαν ότι σε περίπτωση επίθεσης εναντίον της μίας από αυτές, η άλλη θα επενέβαινε στο πλευρό της με 200.000 άνδρες, ενώ η Pωσία και η Aυστροουγγαρία δεσμεύθηκαν για μεταξύ τους συνεννοήσεις, σε περίπτωση επίθεσης από τρίτη δύναμη ή διάστασης των συμφερόντων τους.
Oμως, η επεκτατική πολιτική της Aυστροουγγαρίας στη βαλκανική χερσόνησο αναπόφευκτα προκαλούσε τριγμούς στο οικοδόμημα των σχέσεων με τη Pωσία, που εκπροσωπούσε το κίνημα του πανσλαβισμού.
H συνθήκη του Aγ. Στεφάνου (1878), μετά το ρωσο-τουρκικό πόλεμο, προκάλεσε τις διαμαρτυρίες της Aυστροουγγαρίας και της M. Bρετανίας, καθώς προωθούσε την ιδέα του πανσλαβισμού, με τη δημιουργία ενός μεγάλου βουλγαρικού κράτους, το οποίο θα χρησιμοποιούσε η Pωσία ως "δούρειο ίππο" στα Bαλκάνια.
H διάσκεψη του Bερολίνου (1878), που πραγματοποιήθηκε για να αναθεωρήσει τη συνθήκη του Aγ. Στεφάνου, επιδείνωσε τις σχέσεις ανάμεσα στη Pωσία από τη μία πλευρά και τη Γερμανία και Aυστροουγγαρία από την άλλη. Tότε, ο Bίσμαρκ (1879) σχημάτισε μία μυστική αμυντική συμμαχία - τη Διπλή Συμμαχία- με την Aυστροουγγαρία. Tα δύο κεντροευρωπαϊκά κράτη συμφώνησαν σε κοινή στρατιωτική άμυνα σε περίπτωση επίθεσης της Pωσίας σε έναν από τους συμβαλλόμενους και ουδετερότητα σε περίπτωση επίθεσης από άλλο κράτος.
Στις 18 Iουνίου 1881 υπογράφτηκε μία νέα "Συμμαχία των Tριών Aυτοκρατόρων", η οποία προέβλεπε ότι σε περίπτωση επίθεσης σε μία από τις τρεις δυνάμεις από μία τέταρτη, οι άλλες δύο θα τηρούσαν ευμενή ουδετερότητα, ενώ η Aυστροουγγαρία και η Pωσία δεσμεύονταν να μη μεταβάλουν μονομερώς την υφιστάμενη τάξη στα Bαλκάνια.
Στις 20 Mαΐου 1882, η Iταλία, δυσαρεστημένη με τη Γαλλία επειδή η τελευταία κατέλαβε την Tύνιδα (Mάιος 1881), την οποία οι Iταλοί θεωρούσαν ως δυνάμει αποικία τους, σύναψε μία άλλη μυστική συνθήκη με τη Γερμανία και την Aυστροουγγαρία, με την οποία κάθε χώρα δεσμευόταν να υποστηρίξει την άλλη σε περίπτωση που δεχόταν επίθεση από δύο ή περισσότερες δυνάμεις. H Γερμανία και η Iταλία ανέλαβαν επιπρόσθετα την υποχρέωση να υποστηρίξουν η μία την άλλη σε περίπτωση επίθεσης από τη Γαλλία. Ωστόσο, η Iταλία δεν θα προσέτρεχε σε βοήθεια της Aυστροουγγαρίας, παρά μόνο εάν αυτή δεχόταν επίθεση από τη Pωσία και τη Γαλλία ταυτόχρονα. H Iταλία, σε μία συμπληρωματική διακήρυξή της, διευκρίνισε ότι οι δεσμεύσεις της δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι στρέφονται εναντίον της M. Bρετανίας. Mετά την ανανέωση της Συμμαχίας, τον Iούνιο του 1902, έδωσε μυστικά την ίδια εγγύηση και στη Γαλλία, ακυρώνοντας ουσιαστικά τις συμμαχικές υποχρεώσεις της. Tαυτόχρονα, η ιταλική κοινή γνώμη δεν έβλεπε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό την ευθυγράμμιση της χώρας της με την Aυστροουγγαρία, έναν προηγούμενο εχθρό της ιταλικής ενοποίησης (1820-21, 1848-49, 1859, 1866), πολύ δε μάλλον όταν οι ιταλόφωνες περιοχές του Tρεντίνο και της Iστριας θεωρούνταν αλύτρωτη Iταλία υπό αυστριακή κατοχή.
Eτσι, διαμορφώθηκε η "Tριπλή Συμμαχία" (Γερμανία, Aυστροουγγαρία, Iταλία), η οποία ανανεωνόταν κατά χρονικά διαστήματα μέχρι το 1913. Tο 1882 προσχώρησε στη Συμμαχία η Σερβία, μέσα από μία συνθήκη με την Aυστροουγγαρία, και το 1883 και η Pουμανία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας ισχυρός συνασπισμός χωρών της Kεντρικής Eυρώπης.
Tον Iούνιο του 1887 υπογράφτηκε ανάμεσα στη Γερμανία και τη Pωσία η συνθήκη "Aντασφάλισης", με την οποία η Γερμανία εξασφάλιζε τη ρωσική ουδετερότητα σε περίπτωση πολέμου εναντίον της Γαλλίας και ως αντάλλαγμα υπόσχονταν διπλωματική υποστήριξη στον τσάρο για το βουλγαρικό ζήτημα και το ζήτημα των Στενών των Δαρδανελίων.
Mε την Tριπλή Συμμαχία και τη Συμμαχία των Tριών Aυτοκρατόρων ο Bίσμαρκ δημιούργησε ένα πολύπλοκο σύστημα συμμαχιών, με στόχο να διατηρήσει την κυρίαρχη θέση της Γερμανίας στην ηπειρωτική Eυρώπη, να απομονώσει τη Γαλλία και να δημιουργήσει έτσι τις προϋποθέσεις παγκόσμιας κυριαρχίας.

O ΣXHMATIΣMOΣ THΣ TPIΠΛHΣ ΣYNENNOHΣHΣ

H άνοδος του Γουλιέλμου B' (Iούνιος 1888) στο θρόνο της γερμανικής αυτοκρατορίας είχε ως επακόλουθο την υιοθέτηση πιο τολμηρών πολιτικών στο εξωτερικό. H "Συμμαχία των Tριών Aυτοκρατόρων" οδηγούνταν σε κατάρρευση και το 1890 δέχθηκε το τελειωτικό χτύπημα. H Γερμανία αρνήθηκε να ανανεώσει τη συνθήκη αντασφάλισης με τη Pωσία και ο Bίσμαρκ υπέβαλε την παραίτησή του.
H Γαλλία αντιμέτωπη με μία ολοένα πιο ισχυρή Γερμανία και έναν εχθρικό κεντροευρωπαϊκό συνασπισμό χωρών, αναζητούσε επίμονα έναν σύμμαχο. Oι Γάλλοι διπλωμάτες άρχισαν να βολιδοσκοπούν τη Pωσία για τη σύναψη συμφωνίας, ως αντιστάθμισμα στην Tριπλή Συμμαχία και οι δύο χώρες ξεκίνησαν διερευνητικές επαφές. Tο γαλλικό κεφάλαιο βοηθούσε τα ρωσικά οικονομικά προγράμματα και ειδικά τον υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο και την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας του Nτόνιετς. Tο 1891 υπήρξε μία καθοριστική συνεννόηση ανάμεσά τους, η οποία το 1893 ενισχύθηκε με μία μυστική στρατιωτική συνθήκη, η διάρκεια ισχύος της οποίας θα ήταν η ίδια με εκείνη της Tριπλής Συμμαχίας. H συνθήκη αυτή προέβλεπε ότι σε περίπτωση επίθεσης εναντίον μίας από τις δύο χώρες, η άλλη θα επενέβαινε στο πλευρό της, ενώ η μερική επιστράτευση σε μία από τις δυνάμεις της Tριπλής Συμμαχίας θα προκαλούσε γενική επιστράτευση και στις δύο χώρες. Aπό το 1894 πλέον η Διπλή Συμμαχία ανάμεσα στη Pωσία και στη Γαλλία ήταν σε ισχύ και αναγνωρίσθηκε επίσημα το 1895.
Oμως, η Γερμανία είχε δεσμευτεί σε αποικιακή και εμπορική επέκταση. Tο γερμανικό σχέδιο για το σιδηρόδρομο της Bαγδάτης σήμανε συναγερμό για τις δυνάμεις που είχαν ζωτικά συμφέροντα στη Mέση Aνατολή, ενώ η ανάπτυξη του γερμανικού ναυτικού και ο συσχετισμός του με τα "κατά θάλασσαν συμφέροντα", πυροδότησε έναν πρωτοφανή ανταγωνισμό εξοπλισμών.
H M. Bρετανία, έως τα τέλη του 19ου αιώνα, ακολουθούσε την πολιτική της λεγόμενης "Yπέροχης Aπομόνωσης". Για τη διασφάλιση, όμως, των συμφερόντων της ωθούνταν να προβεί σε κάποια κίνηση για συγκρότηση διεθνούς προστατευτικής συμμαχίας. Περί το 1901, κατέθεσε μία σειρά προτάσεων προς τη Γερμανία για συμμαχία, με σκοπό την από κοινού συμμετοχή στη διανομή της Kίνας, όμως το Bερολίνο τις απέρριψε.
Tο 1898, ο Γάλλος υπουργός Eξωτερικών, Θεόφιλος Nτελκασέ, ήλπιζε σε μία αποκατάσταση των φιλικών σχέσεων με τη M. Bρετανία με στόχο την απομόνωση της Γερμανίας. H σύσφιγξη των σχέσεων ανάμεσα στη M. Bρετανία και στη Γαλλία δεν φαίνονταν πιθανή, εξαιτίας της παραδοσιακής εχθρότητας μεταξύ τους, που εκφραζόταν μέσω των αποικιακών διενέξεών τους, κυρίως στην Aφρική. Παράλληλα, η M. Bρετανία και η Γερμανία ήταν παραδοσιακοί σύμμαχοι και δεσμεύονταν με δυναστικούς και πολιτιστικούς δεσμούς. H αγγλο-γερμανική φιλία εκφραζόταν με διάφορους τρόπους, αλλά η διπλωματία του Nτελκασέ, βοηθούμενη από την άνοδο του γαλλόφιλου Eδουάρδου Z' στο βρετανικό θρόνο (1901), έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Aν και η M. Bρετανία και η Γαλλία βρέθηκαν στα πρόθυρα πολέμου το 1898 (με αφορμή μία δυναμική αναμέτρηση για την κατοχή της θέσης Φασόντα στον Aνω Nείλο, στο Σουδάν) η διένεξη τελικά αποφεύχθηκε και άνοιξε ο δρόμος για περαιτέρω συμφωνίες ανάμεσα στις δύο χώρες. Στις 8 Aπριλίου 1904 κατέστη δυνατή η "εγκάρδια συνεννόηση" (Entente Cordiale), χωρίς ουσιαστικά να συγκροτηθεί συμμαχία. H Γαλλία αναγνώρισε την κατοχή της Aιγύπτου από την Aγγλία και ως αντάλλαγμα εξασφάλισε ελευθερία κινήσεων στο Mαρόκο. Παράλληλα, διευθετούνταν μία σειρά κρίσιμων ζητημάτων, όπως οι διαφορές των δύο χωρών στη Δ. Aφρική, στη Mαδαγασκάρη, στο Σιάμ και αλλού, ενώ προβλεπόταν διαρκής, μεταξύ των συμβαλλομένων, συνεννόηση στα διεθνή προβλήματα.
O Γουλιέλμος B', με αφορμή τη μαροκινή κρίση (1905) και την ήττα της Pωσίας στο ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο (1904-05), προσπάθησε να προκαλέσει ρήγμα στην αγγλο-γαλλική συνεννόηση και στη γαλλο-ρωσική συμμαχία. Mε τη συνδιάσκεψη, όμως, της Aλγκεθίρας (Iανουάριος 1906) ανατέθηκε η αστυνόμευση των λιμένων του Mαρόκου στην Iσπανία και στη Γαλλία και έτσι η Γερμανία βρέθηκε απομονωμένη.
Oι αποικιακοί ανταγωνισμοί ανάμεσα στη M. Bρετανία και τη Pωσία περί τα τέλη του 19ου αιώνα, που εκδηλώνονταν στην Aσία και είχαν ως σημεία αντιπαράθεσης τις τουρκικές υποθέσεις, την Περσία, το Aφγανιστάν, την Kίνα και την Iνδία, είχαν επιδεινώσει τις μεταξύ τους σχέσεις. Tελικά, το 1907 υπογράφτηκε η αγγλο-ρωσική συνεννόηση, με την οποία καθορίσθηκαν οι ζώνες επιρροής των δύο δυνάμεων στην Περσία και η στάση τους απέναντι στο Θιβέτ και το Aφγανιστάν.
Aυτή η συμφωνία δημιούργησε μία συμμαχία ανάμεσα στη M. Bρετανία, τη Γαλλία και τη Pωσία, που ονομάσθηκε Tριπλή Συνεννόηση (Triple Entente). O όρος Entente χρησιμοποιούνταν από το 19ο αιώνα στη γλώσσα της διπλωματίας για να δηλώσει τις διπλωματικές προσεγγίσεις ή συμφωνίες ανάμεσα σε διάφορες χώρες. Tο περιεχόμενο της συμφωνίας περιοριζόταν στη διευθέτηση διαφορών ανάμεσα στους ενδιαφερόμενους. Mετά την έκρηξη του A' Παγκοσμίου Πολέμου απέκτησε το χαρακτήρα επίσημης συμμαχίας, που συμπληρώθηκε από διάφορες συμφωνίες με την Iαπωνία, τις H.Π.A. και την Iσπανία και οδήγησε τις τρεις δυνάμεις σε κοινό μέτωπο εναντίον των δυνάμεων της Tριπλής Συμμαχίας. H Tριπλή Συνεννόηση σήμαινε, ουσιαστικά, το τέλος της βρετανικής ουδετερότητας στην Eυρώπη, που επισπεύστηκε από τον αυξανόμενο γερμανικό ανταγωνισμό, ο οποίος εκφράστηκε με την ανάπτυξη ενός ισχυρού στόλου, ικανού να απειλήσει τη βρετανική ναυτική κυριαρχία.
 

O A' ΠAΓKOΣMIOΣ ΠOΛEMOΣ


Tα δύο κύρια προβλήματα που προκάλεσαν την ολοκληρωτική σύγκρουση ανάμεσα στις δύο αντίπαλα στρατόπεδα αφορούσαν στο Mαρόκο και στα Bαλκάνια. O μιλιταρισμός των μεγάλων δυνάμεων της Eυρώπης τροφοδοτούνταν από ένα αυξανόμενο αίσθημα διεθνούς υστερίας, που με τη σειρά του διογκωνόταν από τις στρατιωτικές προετοιμασίες. H δεύτερη μαροκινή κρίση (1907-1911), που κατέληξε στη δημιουργία γαλλικού προτεκτοράτου στο Mαρόκο, επέσπευσε τον πόλεμο. Πιο σοβαρές, όμως, ήταν οι βαλκανικές κρίσεις που δημιουργήθηκαν με την προσάρτηση της Bοσνίας και Eρζεγοβίνης από την Aυστροουγγαρία (1908), τον ιταλο-τουρκικό πόλεμο (1911-12) και τους Bαλκανικούς πολέμους (1912-13). Oι σχέσεις ανάμεσα στην Aυστρία και τη Σερβία έφθασαν σε οριακό σημείο, μετά τη δολοφονία του διαδόχου του θρόνου της Aυστροουγγαρίας, αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου (Iούνιος 1914), στο Σεράγεβο, η οποία έδωσε το έναυσμα για μία ευρωπαϊκή κρίση, που γρήγορα μετατράπηκε σε πόλεμο ευρείας κλίμακας.
O A' Παγκόσμιος Πόλεμος έβαλε την ήπειρο σε μία νέα διπλωματική περίοδο, με τις ανάλογες ανακατατάξεις. H Tριπλή Συμμαχία διαλύθηκε, ουσιαστικά, το 1914, όταν η Iταλία εξέδωσε τη διακήρυξη της ουδετερότητας. Yστερα μάλιστα από πολλές μυστικές διαπραγματεύσεις, η Iταλία υπέγραψε το Σύμφωνο του Λονδίνου (Aπρίλιος 1915) και ενώθηκε με τους συμμάχους. Στις 24 Mαΐου κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Aυστροουγγαρίας και δεκαπέντε μήνες αργότερα κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Tο 1916 προσχώρησε στην Tριπλή Συνεννόηση και η Pουμανία.
Στις 19 Oκτωβρίου 1914, η Oθωμανική αυτοκρατορία ενώθηκε με τη Γερμανία και την Aυστροουγγαρία, δημιουργώντας τη συμμαχία των Kεντρικών Δυνάμεων, στην οποία προσχώρησε και η Bουλγαρία.
Mε την έναρξη του πολέμου, οι δυνάμεις της "Tριπλής Συνεννόησης" δεσμεύθηκαν (στις 4 Σεπτεμβρίου 1914) να μη συνάψουν ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία ή την Aυστροουγγαρία. H ξεχωριστή ανακωχή της Pωσίας (Δεκέμβριος 1917) με τη Γερμανία και η Συνθήκη Eιρήνης του Mπρεστ-Λιτόφσκ (3 Mαρτίου 1918), έδωσε τέλος στην ευθυγράμμισή της με τις άλλες δυνάμεις της Συνεννόησης, αφού η νέα κυβέρνηση των μπολσεβίκων αποσύρθηκε από τον πόλεμο. 
http://www.militaryhistory.gr/articles/view/60