.
Από την ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Ωραία γυναίκα ήταν αυτή!», είπε η μάνα μου, -σχεδόν συνομήλικη της Βούλας Ζουμπουλάκη και μόνιμη θεατής των παραστάσεων που ανέβαζαν με τον Δημήτρη Μυράτ στο Θέατρο Αθηνών-, μόλις της είπα ότι η Βούλα Ζουμπουλάκη πέθανε. Η δική μου γενιά τη γνώρισε μόνο από τον κινηματογράφο. Στο θέατρο την είδα μια φορά, συχνότερα την έβλεπα να κατηφορίζει την Βουκουρεστίου με ένα αχνό κραγιόν, μεγάλα φυμέ γυαλιά και να χαμογελά αφηρημένα. Η Βούλα Ζουμπουλάκη έπαιξε έναν αληθινά κόντρα ρόλο για το οποίο είναι πιο διάσημη παρόλο που στο θέατρο έπαιξε μεγαλύτερους και καλύτερους ρόλους. Ήταν η αλησμόνητη Αννέτα στην «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Και έδωσε με μαεστρία την εικόνα της ζηλιάρας, διψασμένης δεύτερης που αγωνίζεται να γίνει πρώτη Η Βούλα Ζουμπουλάκη συνόψιζε κάτω από την ταμπέλα «Μυράτ-Ζουμπουλάκη», αυτό που σήμαινε αστικό θέατρο, αστός ηθοποιός, μορφωμένος. Στις δεκαετίες που αυτή η γωνία Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου ήταν σχεδόν Κολωνάκι, τόπος των σικ συναντήσεων και των «καλών» εξόδων της Παρασκευής και του Σαββάτου για να δει ο κόσμος θέατρο. Η Βούλα Ζουμπουλάκη γεννήθηκε το 1924 και είχε κάνει σπουδές στη Νομική, πράγμα σπάνιο για τις γυναίκες μιας γενιάς που απέκτησαν ψήφο τη δεκαετία του 50. Σπούδασε παράλληλα υποκριτική και τραγούδι στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Μονωδίας του Εθνικού Ωδείου. Με τη Νόνικα Γαληνέα στο «Η σκιά» Θέατρο Αθηνών, Φεβρουάριος 1968 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυράτ. Προερχόταν από τους Έλληνες της Αιγύπτου, γεννημένη στο Κάιρο και έφερε τον αέρα των ανθρώπων που είναι αστοί χωρίς να επιδεικνύονται, κάνουν τέχνη γιατί έχουν μια κομψή άποψη για την ομορφιά, άλλωστε αυτές οι επιλογές που σήμερα φαίνονται συντηρητικές είναι αυτές που έφεραν το αστικό θέατρο, ένα θέατρο ανάλαφρο, της Ευρώπης και της Αμερικής στην Ελλάδα. Αλλά και Λόρκα, Τενεσί Ουίλιμας και Πιραντέλο. Ήταν παιδί μιας οικογένειας καλλιτεχνών, ο αδερφός της Πέτρος Ζουμπουλάκης είναι ζωγράφος και ο ανιψιός της Γιάννης Ζουμπουλάκης κριτικός κινηματογράφου. Ο άλλος αδερφός της Δημητρης Ζουμπουλάκης ήταν ο παιδίατρος «όλων των παιδιών», όπως έλεγε η μητέρα μου, ένας συναρπαστικός γιατρός της εποχής του. Mε τον Δημήτρη Μυράτ Με τον Δημήτρη Μυράτ γνωρίστηκαν στην Σχολή του Εθνικού και παντρεύτηκαν στη γενέθλια πόλη της, το Κάιρο, το 1951. Αν και ο πρώτος της σημαντικός ρόλος ήταν, ως Μαρτίριο στο στο «Σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα», στο θέατρο Κοτοπούλη, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. – όπου τότε ο Μυράτ ήταν διευθυντής-, έγινε αληθινά πρωταγωνίστρια όταν από το 1957 άνοιξαν το δικό τους θέατρο. Ήταν το σπίτι τους κυριολεκτικά. Σε μια επίσκεψη στο Αθηνών μπορεί κανείς να διακρίνει το περιβάλλον, το καρυδένιο γραφείο, μια οικιακή πολυτέλεια που έδειχνε μεγάλο σεβασμό. Είναι κρίμα που δεν μπορεί κανείς σήμερα να δει το γραφείο του Μυράτ και της Ζουμπουλάκη, τους πίνακες και τις λάμπες και τα κρυστάλλινα τασάκια, την ακαθημερινή πολυτέλεια, που στην πλατεία εκφραζόταν με σεβασμό στον θεατή. Με τον Μυράτ έπαιξε όλα τα χρόνια. Μια αληθινή ντάμα σε ρόλους όπως «Υπόθεση Ντρέυφους» του Σκουλούδη, «Το φως της καρδιάς» του Ουΐλλιαμς, τους «Δίκαιους» του Καμί, το θρυλικό «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο , «Εσθήρ» του Ρακίνα, «Απαγορευμένο τετράδιο» του Τσέσπεντες, «Αντιγόνη» του Σοφοκλή »,« Διάλογοι »του Πλάτωνα,« Εκάβη »του Ευριπίδη , «Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Πιραντέλο. Δημήτρης Μυράτ και Βούλα Ζουμπουλάκη με τον πρώην πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Είναι αξιοσημείωτο ότι μέχρι το 1968 ήταν μέλος του θιάσου του Δημήτρη Μυράτ. Ο Μυράτ έβαλε το όνομά της στην ταμπέλα του θεάτρου το οποίο μετονομάστηκε σε Μυράτ Ζουμπουλάκη, μετά από 17 χρόνια που ήταν μαζί. Μετά το θάνατο του Μυράτ έπαιξε ελάχιστα, λίγο στο Εθνικό, το 1991 και στο θίασο του Γιώργου Μεσσάλα. Η Ζουμπουλάκη αποσύρθηκε αθόρυβα από το θέατρο. Εμφανιζόταν σπανίως σε πρεμιέρες και θυμάμαι την Κάτια Δανδουλάκη να τρέχει με χαρά μικρού παιδιού να την αγκαλιάσει και να την φιλήσει. Χωρίς να κάνει ποτέ βαρύγδουπες δηλώσεις και σχόλια για το θέατρο απολάμβανε μια ευτυχή κατάσταση μέσα στον σεβασμό των συναδέλφων της και των νεώτερών της, ακόμα και αν δεν την είχαν προλάβει να παίζει. Η Βούλα Ζουμπουλάκη έπαιξε έναν αληθινά κόντρα ρόλο για το οποίο είναι πιο διάσημη παρόλο που στο θέατρο έπαιξε μεγαλύτερους και καλύτερους ρόλους. Ήταν η αλησμόνητη Αννέτα στην «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Και έδωσε με μαεστρία την εικόνα της ζηλιάρας, διψασμένης δεύτερης που αγωνίζεται να γίνει πρώτη. Τραγούδησε το «Εφτά τραγούδια θα σου πω», μαγικά. Με τη Μελίνα Μερκούρη και τη Σοφία Βέμπο στη "Στέλλα" Η Βούλα Ζουμπουλάκη ήταν μια χορτάτη γυναίκα. Γνώρισε χαρές και επιτυχίες, αγάπη και σεβασμό, έζησε χωρίς την αγωνία της πρωτιάς, έξω από τον ανταγωνισμό, σε ένα δικό της βελούδινο κόσμο, τον κόσμο του πιο αστικού θεάτρου της Αθήνας του θεάτρου Αθηνών. Καμιά φορά κατεβαίνω και νομίζω θα τη δω με την Άννα Συνοδινού να κάθονται στο ακριανό τραπέζι του Ζόναρς μέσα από τη τζαμαρία και να χαμογελάνε μεταξύ τους. Ή τη σκηνή στην οποία η Συνοδινού της απονέμει το βραβείο Κοτοπούλη με τη χαρά να καθρεφτίζεται στα πρόσωπα και των δυο. Αν υπάρχει μια εικόνα που θέλετε να κρατήσετε είναι η Αννέτα, με το μικρό φουλάρι κόμπο στο λαιμό. Θα σας δώσω άλλη μια: Μια κομψή γυναίκα με μελί μαλλιά κατηφορίζει στο δρόμο, με μια μπεζ βιζόν και φορά Αρπέζ. Ήταν πολύ σημαντική ηθοποιός, δίπλα σε έναν σπουδαίο ηθοποιό. Από αυτές που όρισαν μια ολόκληρη γενιά υποκριτικής, ήθους και παρουσίας.
Πηγή: www.lifo.gr
http://www.lifo.gr/team/theatre/60244
Από την ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Ωραία γυναίκα ήταν αυτή!», είπε η μάνα μου, -σχεδόν συνομήλικη της Βούλας Ζουμπουλάκη και μόνιμη θεατής των παραστάσεων που ανέβαζαν με τον Δημήτρη Μυράτ στο Θέατρο Αθηνών-, μόλις της είπα ότι η Βούλα Ζουμπουλάκη πέθανε. Η δική μου γενιά τη γνώρισε μόνο από τον κινηματογράφο. Στο θέατρο την είδα μια φορά, συχνότερα την έβλεπα να κατηφορίζει την Βουκουρεστίου με ένα αχνό κραγιόν, μεγάλα φυμέ γυαλιά και να χαμογελά αφηρημένα. Η Βούλα Ζουμπουλάκη έπαιξε έναν αληθινά κόντρα ρόλο για το οποίο είναι πιο διάσημη παρόλο που στο θέατρο έπαιξε μεγαλύτερους και καλύτερους ρόλους. Ήταν η αλησμόνητη Αννέτα στην «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Και έδωσε με μαεστρία την εικόνα της ζηλιάρας, διψασμένης δεύτερης που αγωνίζεται να γίνει πρώτη Η Βούλα Ζουμπουλάκη συνόψιζε κάτω από την ταμπέλα «Μυράτ-Ζουμπουλάκη», αυτό που σήμαινε αστικό θέατρο, αστός ηθοποιός, μορφωμένος. Στις δεκαετίες που αυτή η γωνία Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου ήταν σχεδόν Κολωνάκι, τόπος των σικ συναντήσεων και των «καλών» εξόδων της Παρασκευής και του Σαββάτου για να δει ο κόσμος θέατρο. Η Βούλα Ζουμπουλάκη γεννήθηκε το 1924 και είχε κάνει σπουδές στη Νομική, πράγμα σπάνιο για τις γυναίκες μιας γενιάς που απέκτησαν ψήφο τη δεκαετία του 50. Σπούδασε παράλληλα υποκριτική και τραγούδι στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Μονωδίας του Εθνικού Ωδείου. Με τη Νόνικα Γαληνέα στο «Η σκιά» Θέατρο Αθηνών, Φεβρουάριος 1968 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυράτ. Προερχόταν από τους Έλληνες της Αιγύπτου, γεννημένη στο Κάιρο και έφερε τον αέρα των ανθρώπων που είναι αστοί χωρίς να επιδεικνύονται, κάνουν τέχνη γιατί έχουν μια κομψή άποψη για την ομορφιά, άλλωστε αυτές οι επιλογές που σήμερα φαίνονται συντηρητικές είναι αυτές που έφεραν το αστικό θέατρο, ένα θέατρο ανάλαφρο, της Ευρώπης και της Αμερικής στην Ελλάδα. Αλλά και Λόρκα, Τενεσί Ουίλιμας και Πιραντέλο. Ήταν παιδί μιας οικογένειας καλλιτεχνών, ο αδερφός της Πέτρος Ζουμπουλάκης είναι ζωγράφος και ο ανιψιός της Γιάννης Ζουμπουλάκης κριτικός κινηματογράφου. Ο άλλος αδερφός της Δημητρης Ζουμπουλάκης ήταν ο παιδίατρος «όλων των παιδιών», όπως έλεγε η μητέρα μου, ένας συναρπαστικός γιατρός της εποχής του. Mε τον Δημήτρη Μυράτ Με τον Δημήτρη Μυράτ γνωρίστηκαν στην Σχολή του Εθνικού και παντρεύτηκαν στη γενέθλια πόλη της, το Κάιρο, το 1951. Αν και ο πρώτος της σημαντικός ρόλος ήταν, ως Μαρτίριο στο στο «Σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα», στο θέατρο Κοτοπούλη, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. – όπου τότε ο Μυράτ ήταν διευθυντής-, έγινε αληθινά πρωταγωνίστρια όταν από το 1957 άνοιξαν το δικό τους θέατρο. Ήταν το σπίτι τους κυριολεκτικά. Σε μια επίσκεψη στο Αθηνών μπορεί κανείς να διακρίνει το περιβάλλον, το καρυδένιο γραφείο, μια οικιακή πολυτέλεια που έδειχνε μεγάλο σεβασμό. Είναι κρίμα που δεν μπορεί κανείς σήμερα να δει το γραφείο του Μυράτ και της Ζουμπουλάκη, τους πίνακες και τις λάμπες και τα κρυστάλλινα τασάκια, την ακαθημερινή πολυτέλεια, που στην πλατεία εκφραζόταν με σεβασμό στον θεατή. Με τον Μυράτ έπαιξε όλα τα χρόνια. Μια αληθινή ντάμα σε ρόλους όπως «Υπόθεση Ντρέυφους» του Σκουλούδη, «Το φως της καρδιάς» του Ουΐλλιαμς, τους «Δίκαιους» του Καμί, το θρυλικό «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο , «Εσθήρ» του Ρακίνα, «Απαγορευμένο τετράδιο» του Τσέσπεντες, «Αντιγόνη» του Σοφοκλή »,« Διάλογοι »του Πλάτωνα,« Εκάβη »του Ευριπίδη , «Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Πιραντέλο. Δημήτρης Μυράτ και Βούλα Ζουμπουλάκη με τον πρώην πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Είναι αξιοσημείωτο ότι μέχρι το 1968 ήταν μέλος του θιάσου του Δημήτρη Μυράτ. Ο Μυράτ έβαλε το όνομά της στην ταμπέλα του θεάτρου το οποίο μετονομάστηκε σε Μυράτ Ζουμπουλάκη, μετά από 17 χρόνια που ήταν μαζί. Μετά το θάνατο του Μυράτ έπαιξε ελάχιστα, λίγο στο Εθνικό, το 1991 και στο θίασο του Γιώργου Μεσσάλα. Η Ζουμπουλάκη αποσύρθηκε αθόρυβα από το θέατρο. Εμφανιζόταν σπανίως σε πρεμιέρες και θυμάμαι την Κάτια Δανδουλάκη να τρέχει με χαρά μικρού παιδιού να την αγκαλιάσει και να την φιλήσει. Χωρίς να κάνει ποτέ βαρύγδουπες δηλώσεις και σχόλια για το θέατρο απολάμβανε μια ευτυχή κατάσταση μέσα στον σεβασμό των συναδέλφων της και των νεώτερών της, ακόμα και αν δεν την είχαν προλάβει να παίζει. Η Βούλα Ζουμπουλάκη έπαιξε έναν αληθινά κόντρα ρόλο για το οποίο είναι πιο διάσημη παρόλο που στο θέατρο έπαιξε μεγαλύτερους και καλύτερους ρόλους. Ήταν η αλησμόνητη Αννέτα στην «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Και έδωσε με μαεστρία την εικόνα της ζηλιάρας, διψασμένης δεύτερης που αγωνίζεται να γίνει πρώτη. Τραγούδησε το «Εφτά τραγούδια θα σου πω», μαγικά. Με τη Μελίνα Μερκούρη και τη Σοφία Βέμπο στη "Στέλλα" Η Βούλα Ζουμπουλάκη ήταν μια χορτάτη γυναίκα. Γνώρισε χαρές και επιτυχίες, αγάπη και σεβασμό, έζησε χωρίς την αγωνία της πρωτιάς, έξω από τον ανταγωνισμό, σε ένα δικό της βελούδινο κόσμο, τον κόσμο του πιο αστικού θεάτρου της Αθήνας του θεάτρου Αθηνών. Καμιά φορά κατεβαίνω και νομίζω θα τη δω με την Άννα Συνοδινού να κάθονται στο ακριανό τραπέζι του Ζόναρς μέσα από τη τζαμαρία και να χαμογελάνε μεταξύ τους. Ή τη σκηνή στην οποία η Συνοδινού της απονέμει το βραβείο Κοτοπούλη με τη χαρά να καθρεφτίζεται στα πρόσωπα και των δυο. Αν υπάρχει μια εικόνα που θέλετε να κρατήσετε είναι η Αννέτα, με το μικρό φουλάρι κόμπο στο λαιμό. Θα σας δώσω άλλη μια: Μια κομψή γυναίκα με μελί μαλλιά κατηφορίζει στο δρόμο, με μια μπεζ βιζόν και φορά Αρπέζ. Ήταν πολύ σημαντική ηθοποιός, δίπλα σε έναν σπουδαίο ηθοποιό. Από αυτές που όρισαν μια ολόκληρη γενιά υποκριτικής, ήθους και παρουσίας.
Πηγή: www.lifo.gr
http://www.lifo.gr/team/theatre/60244