Η σε ποικίλους τόνους και αποχρώσεις απανωτά διατυπωθείσα απόρριψη της κυβερνητικής επικοινωνιακής φούσκας περί προτιθέμενης εξόδου της χώρας από το Μνημόνιο ήλθε να επαληθεύσει την εντύπωση που επικρατεί επί μακρόν σε Δυτικούς πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους, πως η κυβέρνηση βρίσκεται σε απόγνωση, μετέρχεται διάφορα τεχνάσματα και επιζητεί «πολιτικό σωσίβιο και άλλοθι» από τους δανειστές της.
Εκείνοι, από την πλευρά τους, αντιλαμβάνονται πως «τα πολιτικά πράγματα αλλάζουν» στην Ελλάδα, τηρούν σοβαρές αποστάσεις και σκοπίμως μεταθέτουν άλλη μια φορα την έναρξη των συζητήσεων διευθέτησης του χρέους προς τα τέλη του χρόνου, μετά τη νέα αξιολόγηση. Πρόκειται για μια εύσχημη αναβολή, γιατί όλοι συνειδητοποιούν πως η χώρα διανύει τα πρώτα άτυπα στάδια μιας έντονης προεκλογικής περιόδου. Και, φυσικά, οι πιστωτές είναι λογικό να περιμένουν να διαπραγματευθούν με την επόμενη κυβέρνηση! Το γεγονός αυτό δείχνει να προκαλεί ρίγη στους δύο εταίρους των Αθηνών.
Η τελευταία λέξη, εκ των πραγμάτων, ανήκει στη Γερμανία, από όπου, μέσω Βρυξελλών, κινούνται τα νήματα για την ευρωπαϊκή περιφέρεια και ιδαίτερα για την Ελλάδα. Το Βερολίνο, όσο και αν θα 'θελε να δει τις διαπραγματεύσεις για το χρέος να προχωρούν με την παρούσα κυβέρνηση, επ' ουδενί θα επιτρέψει δείγματα δημοσιονομικής χαλάρωσης και δεν θα συναινέσει σε εκπτώσεις επιτήρησης στο βωμό ενός ραγδαίως μεταβαλλόμενου πολιτικού σκηνικού.
Κατ' αρχήν, θεωρείται ως δεδομένο πως οι Γερμανοί δεν είναι συνηθισμένοι στο να επιβραβεύουν πολιτικά τους «μικρούς». Ουδέποτε έχει διαπιστωθεί κάτι τέτοιο κατά την περίοδο αυτή της κρίσης.
Αλλά αν υποτεθεί προς στιγμήν πως οι Γερμανοί θα 'ταν διατεθειμένοι να κάνουν ένα «πολιτικό δώρο», είναι βέβαιο πως θα εξέταζαν πρωτίστως κατά πόσον η σημερινή κυβέρνηση έχει περιθώρια επιβίωσης και συναφώς θα αξιολογούσαν την προστιθέμενη αξια μιας εκ μέρους τους κίνησης.
Οπότε το ερώτημα που εγείρεται περιστρέφεται γύρω από την πολιτική εκτίμηση των Γερμανών για τα εν Ελλάδι πολιτικά δρώμενα και οι ενδείξεις που υπάρχουν είναι «σκούρες» για τη συγκυβέρνηση. Τουναντίον, εκτιμάται πως οι Γερμανοί θα κρατήσουν τα «χαρτιά» τους για να τα επενδύσουν στο καινούργιο πολιτικό σκηνικό.
Υπενθυμίζεται πως το «μπαλάκι» του χρέους έχει πεταχθεί από το ένα τρίμηνο στο επόμενο. Το περασμένο φθινόπωρο, προεξάρχοντος του Ολι Ρεν, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι μιλούσαν για συζήτηση του χρέους την άνοιξη του '14, στη συνέχεια το τοποθετούσαν για μετά τις ευρωεκλογές, κατόπιν για μετά το καλοκαίρι, τώρα για το τέλος του χρόνου και πάει λέγοντας...
Εν τω μεταξύ, όλα δείχνουν ότι η συγκυβέρνηση Σαμαρά και Βενιζέλου έχει χάσει την ψυχραιμία της. Η «ιδέα» της για έξοδο από το Μνημόνιο ήταν ανάλογη με εκείνες τις προτάσεις που κατατίθενται στο Κογκρέσο και χαρακτηρίζονται κωδικοποιημένα «νεκρές εν τη αφίξει τους» («Dead on Arrival») -ήτοι, ως μη έχουσες προσδόκιμον ζωης!... Οπως προφανώς και η κυβέρνηση. Πρακτικά ανεφάρμοστη, επιπόλαια προετοιμασμένη και άνευ σοβαρής επεξεργασίας. Εκτιμάται ως ένα προεκλογικό πυροτέχνημα!
Το «μηνύματα» που εστάλησαν δημόσια, αλλά και κατ' ιδίαν, από οικονομικούς και τραπεζικούς παράγοντες στην αμερικανική πρωτεύουσα, επ' ευκαιρία της ετήσιας συνόδου των δίδυμων οικονομικών Οργανισμών, του ΔΝΤ και της Διεθνούς Τραπέζης, δεν επιδέχονται παρερμηνείες και είναι ξεκάθαρο πως όλοι τελούν εν αναμονή της αναδιάταξης του πολιτικού χάρτη στην Ελλάδα.
Πολιτικά ερμηνευόμενα τα όσα άκουσαν οι Ελληνες κυβερνητικοί και τραπεζικοί απεσταλμένοι αυτό το τριήμερο στην Ουάσιγκτον, μπορούν να συνοψιστούν στη διαπίστωση Γερμανού τραπεζικού παράγοντα και πρώην ανώτατου στελέχους του ΔΝΤ, πως «ήγγικεν η ώρα» για το ελληνικό πολιτικό σύστημα «να πληρώσει το λογαριασμό» προσφυγής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όπως έχει συμβεί σε πλείστες άλλες χώρες που προσέφυγαν και μπήκαν σε πρόγραμμα του Ταμείου -μια πραγματικότητα που έχει εξ αρχής τονιστεί στις στήλες αυτές.
Η φετινή ετήσια σύναξη των τραπεζικών και οικονομικών παραγόντων επιβεβαίωσε την έγκαιρη επισήμανση της «Κ.Ε.» («Μέρες '81 "βλέπουν" οι Αμερικανοί», 24-25.5.2014) πως, κατά την άποψη Αμερικανών παραγόντων, έχει ολοκληρωθεί ο πολιτικός κύκλος του διδύμου Σαμαρά-Βενιζέλου, που, ως φαίνεται, εξωθείται τώρα από τους δανειστές προς την έξοδο, νωρίτερα παρά αργότερα.
Από την εδώ πλευρά του Ατλαντικού υπάρχει μια αρκούντως σαφής αποστασιοποίηση από τη σημερινή συγκυβέρνηση και μια έμμεση, πλην σαφής, παραδοχή του νέου συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.
Από σημειολογικής απόψεως, είναι ενδιαφέρουσα η πρόσκληση Σταθάκη ως «σκιώδους» υπουργού Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ από τον τραπεζικό οργανισμό της Bank of America Merrill Lynch σε κλειστή ημερίδα στην Ουάσιγκτον, το περασμένο Σάββατο, για το δημόσιο χρέος, στο περιθώριο των εργασιών της συνόδου ΔΝΤ και Διεθνούς Τραπέζης.
Αναμφίβολα, η παρουσία στελέχους της στην Ουάσιγκτον κατά τις ημέρες αυτές παρέχει εσωτερική πολιτική χρησιμότητα ως δείγμα διεθνούς αξιοπιστίας για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αλλά περαιτέρω έχει την αφ' εαυτήν σημασία της η «πηγή» προέλευσης της προσκλήσεως -ήτοι, από έναν τραπεζικό κολοσσό, στελέχη του οποίου μπαινοβγαίνουν στις εκάστοτε αμερικανικές κυβερνήσεις, αποτελούντα εν δυνάμει συγκοινωνούντα δοχεία της Γουόλ Στριτ με το πολιτικό κατεστημένο της Ουάσιγκτον και έχοντα τη δυνατότητα να «οσφραίνονται» τις πολιτικές εξελίξεις διεθνώς.
Περαιτέρω δείγματα της αναμενόμενης αναδιάταξης του ελληνικού πολιτικού χάρτη δόθηκαν και από πλευράς Ταμείου. Η «ζυγισμένη» απάντηση της διευθύντριας του ΔΝΤ ήταν αρκούντως επεξεργασμένη, προκειμένου να απαντήσει στη μιντιακά ενορχηστρωμένη κυβερνητική πρόταση εξόδου της χώρας από το Μνημόνιο, που σχεδόν ως νέον «έπος» κυριάρχησε στα πρωτοσέλιδα του Σαββατοκύριακου.
Η δήλωση Λαγκάρντ φαίρεται να υπέκρυπτε ένα προηγηθέν ενδιαφέρον παρασκήνιο συζητήσεων που, όπως λέγεται, είχε να κάνει με διαπιστώσεις πως η κυβέρνηση στην Αθήνα «συνθλίβεται πολιτικά» και πως με την πρότασή της απέβλεπε πρωτίστως σε προεκλογικά οφέλη.
Επ' αυτού, οι κύκλοι του Ταμείου δεν άφηναν ασχολίαστη την πολιτική σημειολογία τής, υπό μία έννοια, «πολιτικής επιτήρησης» του υπουργού Οικονομικών Γκ. Χαρδούβελη από την ασυνήθιστη παρουσία στη συνάντηση του εξ απορρήτων συμβούλου του πρωθυπουργού Στ. Παπασταύρου.
Τα επιπολαίως διαμειφθέντα στις συναντήσεις του Ταμείου αλλιώς βέβαια μπορεί να τα έχει μεταφράσει και μεταφέρει στον πρωθυπουργό ο κ. Παπασταύρου και αλλιώς φέρεται να τα έχει «δει» ο -έξωθεν επιβληθείς εκπρόσωπος του τραπεζικού συστήματος- υπουργός Οικονομικών, ο οποίος υπό μία έννοια αποτελεί... «κυβέρνηση μέσα στην κυβέρνηση» («Κυβέρνηση... Κέντρου (αλλά των Βρυξελλών», «Κ.Ε.», 22.6.2014). Αλλά σε τελική ανάλυση η μεταξύ τους φερόμενη απόκλιση αντιλήψεων δεν έχει και τόση σημασία γιατί, σε πολιτικό επίπεδο, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία...
Εκείνο που δεν ελέχθη δημόσια αλλά «φάνταζε» σε όλες τις συζητήσεις, είχε να κάνει με το δημόσιο χρέος της χώρας, για το οποίο ουδείς πιστεύει ότι είναι βιώσιμο -ούτε στο Ταμείο ούτε στην Ευρώπη. Φέρεται, δε, να σημειώθηκε χαρακτηριστικά πως βρίσκεται «τελείως εκτός στόχων» το χρέος. Σημειώνεται μάλιστα πως όλοι είναι απόλυτα πεπεισμένοι ότι είναι αδύνατον η χώρα να πιάσει το στόχο του 124% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 και κάτω του 110% μέχρι το 2022.
«Υπάρχουν ελάχιστες ελπίδες πως (η Ελλάδα) θα ξεπεράσει το χρέος της», ελέχθη χαρακτηριστικά από Δυτικούς κύκλους. Προστίθεται πως οι πιστωτές απορρίπτουν «κούρεμα», αλλά φέρονται διατεθειμένοι να συζητήσουν ένα σχέδιο ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, που προβλέπει επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του συνόλου του θεσμικού εξωτερικού δανεισμού, που να φθάνει και τα 50 χρόνια κλιμακωτά και επί τη βάσει των ελληνικών προτάσεων.
Το σύνολο του θεσμικού δανεισμού (ΔΝΤ, Ε.Ε. και ΕΚΤ) υπολογίζεται στα 193 δισ. ευρω περίπου, εκ των οποιων τα 140 δισ. είναι 30ετούς διάρκειας και τα 53 δισ. 17ετούς. Επίσης εξετάζεται ευνοϊκά η μείωση του επιτοκίου σ' ένα σταθερό χαμηλό επιτόκιο, αντί του σημερινού κυμαινόμενου που είναι συνδεδεμένο με το ενδοτραπεζικό επιτόκιο Euribor.
Η συζήτηση για ελάφρυνση του χρέους θα συνοδεύεται από πρόσθετες υποχρεώσεις και μεταρρυθμίσεις που θα επιδιώξουν οι πιστωτές. Ολα βέβαια τη δεδομένη πολιτική στιγμή, γιατί κάτω από τις τρέχουσες πολιτικές συγκυρίες και με τις κάλπες στον ορίζοντα είναι δύσκολα διαπραγματεύσιμες και πολύ λιγότερο εφαρμόσιμες.
Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση θα συνεχίσει τις εννοιολογικές ταχυδακτυλουργίες, προκειμένου να στερήσει -υποτίθεται- εντυπώσεις από τα αντιμνημονιακά επιχειρήματα της αντιπολίτευσης.
Μήπως έχει αλλάξει τίποτε στις νοοτροπίες ή στις πολιτικές του Μνημονίου; Η απάντηση είναι άκρως απογοητευτική. Αρα, πρακτικά, τα όσα ακούστηκαν δεν μεταφράζονται σε κάτι πέραν μιας απέλπιδας προσπάθειας των δύο κυβερνητικών εταίρων να βγουν από την αδιέξοδη στενωπό, η οποία μαθηματικά τούς οδηγεί στην πύλη της εξόδου από τα πολιτικά πράγματα της χώρας -συμπαρασύροντας ταυτόχρονα και τα κόμματά τους.