Τα αντίποινα εφαρμόζονταν από τις γερμανικές αρχές και αποσκοπούσαν στην καταστολή της δυναμικής του απελευθερωτικού αγώνα μέσω της δημιουργίας αισθήματος τρόμου σε όλο τον πληθυσμό.
Μετά τον Σεπτέμβριο του 1943 (συνθηκολόγηση της Ιταλίας) αξιοποιήθηκαν, επίσης, από τις κατοχικές δυνάμεις τα Τάγματα Ασφαλείας για την πραγμάτωση εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που αφορούσαν τόσο την αστυνόμευση των περιοχών όσο και την καταδίωξη των ανταρτών. Σύμφωνα με τον Π. Βόγλη, η λογική των αντιποίνων υπάκουε σε τρεις αρχές:
α) Αρχή της ασύμμετρης απάντησης. Για κάθε απώλεια των κατοχικών στρατευμάτων, τα θύματα από τον ντόπιο πληθυσμό θα έπρεπε να είναι πολλαπλάσια. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη διαταγή του στρατάρχη Keitel, σύμφωνα με τον Μ. Ζέκερντοφ, «για να καταπνιγούν οι ραδιουργίες στη γένεσή τους, πρέπει με την πρώτη αφορμή να εφαρμοστούν αυστηρότατα μέτρα, ώστε να επιβληθεί το κύρος της δύναμης κατοχής και να προληφθεί περαιτέρω επέκταση.
Εδώ πρέπει να σκεφτεί κανείς ότι μια ανθρώπινη ζωή στις θιγόμενες χώρες πολλές φορές δεν αξίζει τίποτα, και ότι μια εκφοβιστική επίδραση μπορεί να επιτευχθεί μόνο με ασυνήθιστη σκληρότητα. Σαν εξιλέωση για τη ζωή ενός Γερμανού στρατιώτη πρέπει σε αυτές τις περιπτώσεις να ισχύει γενικά σαν ανάλογη η θανατική ποινή για 50-100 κομμουνιστές. Ο τρόπος της εκτέλεσης πρέπει να εντείνει περισσότερο την εκφοβιστική επίδραση [...].
Πραγματικό μέσο εκφοβισμού μπορεί να είναι σε αυτές τις περιπτώσεις μόνο η θανατική ποινή. Ιδιαίτερα ενέργειες κατασκοπίας, πράξεις δολιοφθοράς και προσπάθειες προσχώρησης στην υπηρεσία ξένου στρατού πρέπει να τιμωρούνται κατά βάση με θάνατο. Επίσης, και σε περιπτώσεις ανεπίτρεπτης κατοχής όπλων, πρέπει γενικά να επιβάλλεται η ποινή του θανάτου».
β)Αρχή της συλλογικής ευθύνης. Πρόκειται για την επιβολή αντιποίνων γενικής μορφής. Στις περιπτώσεις αυτές τιμωρείται όλος ο ανδρικός πληθυσμός από τις γύρω περιοχές με μια προκαθορισμένη αναλογία, διότι τους Γερμανούς αξιωματικούς δεν τους ενδιαφέρει ο εντοπισμός των ενόχων της ενέργειας που διαπράχθηκε.
γ)Αρση της διάκρισης εμπολέμων και αμάχων. Οι κατακτητές, μετά το 1943, εντατικοποίησαν τα μέτρα αντιποίνων γιατί παρουσιάστηκαν σημαντικές αλλαγές στα ισχύοντα μέχρι τότε δεδομένα της κυριαρχίας τους. Λόγω της ταχείας προέλασης των βρετανικών μονάδων μετά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν (Οκτώβριος 1942), η Ελλάδα δεν αποτελούσε πλέον διαμετακομιστική βάση για τα γερμανοϊταλικά στρατεύματα της Βόρειας Αφρικής, αλλά οχυρό της «ναζιστικής αυτοκρατορίας» ενάντια στις επιθέσεις από τον Νότο. Επίσης, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, οι Γερμανοί προσπάθησαν, με ακόμη πιο πιεστικό τρόπο, να διατηρήσουν την κατοχική ισχύ τους.
Η τρομοκρατία, που ήταν το κύριο όργανο επιβολής και αποτελούσε την τελευταία ελπίδα των κατακτητών, είχε πλέον ως κύριο χαρακτηριστικό, εκτός από συνηθισμένες ποινές -όπως χρηματικά πρόστιμα, συλλήψεις, υπηρεσίες σκοπιάς, καταστροφή οικημάτων και εκτελέσεις-, την εντατικοποίηση της σύλληψης ανθρώπων που κατοικούσαν κοντά σε περιοχές ανταρτών, την υποχρεωτική αποστολή τους για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία, καθώς και την αλματώδη αύξηση των δολοφονικών επιχειρήσεων.
Από το 1943 και μετά, οι πολύνεκρες δολοφονικές επιχειρήσεις, με εκατό ή και περισσότερους νεκρούς κάθε φορά, έγιναν συνηθισμένο φαινόμενο: αδιαμφισβήτητα παραδείγματα συνιστούν οι μαζικές δολοφονίες αθώων πολιτών στα Καλάβρυτα, στο Κομμένο της Αρτας, στη Δράκεια Πηλίου, στην Κλεισούρα και στο Δίστομο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπως διατυμπάνιζε άλλωστε ο στρατηγός των Ες Ες και ιδεολόγος του ναζισμού Ολεντορφ, έπρεπε να καταβάλλεται προσπάθεια ώστε να μην αισθάνεται υπεύθυνος ο κάθε στρατιώτης που συμμετείχε σε μαζικά αντίποινα ή σε δολοφονίες αμάχων, αλλά να υπάρχει η αίσθηση της συλλογικής ευθύνης και άρα να αποφεύγεται μια ενδεχόμενη συνειδησιακή εμπλοκή.
Ο έλεγχος της υπαίθρου
Η εντατικοποίηση της εφαρμογής των αντιποίνων συνδέεται και με τη δράση των αντάρτικων ομάδων. Οι Γερμανοί, προκειμένου να διατηρήσουν τον έλεγχο της υπαίθρου και των ορεινών περιοχών, προβαίνουν σε σκληρά αντίποινα (εκτελέσεις κατοίκων για απώλειες που υπέστησαν από επιθέσεις των ανταρτών, πυρπολήσεις σπιτιών, συλλήψεις ομήρων). Σύμφωνα με τον Ζέκερντοφ, υπάρχει μάλιστα σχετική διαταγή του Χίτλερ για την απαιτούμενη εντατικοποίηση της τρομοκρατίας στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη:
«Ο εχθρός στον συμμοριτικό αγώνα χρησιμοποιεί φανατικούς κομμουνιστικά εκπαιδευμένους μαχητές, που δεν τρομάζουν μπροστά σε καμία βίαιη ενέργεια. Εδώ, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. Με τον στρατιωτικό ιπποτισμό ή με τις συμφωνίες της Σύμβασης της Γενεύης ο αγώνας αυτός δεν έχει τίποτα κοινό. Αν ο αγώνας αυτός κατά των συμμοριών τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση δεν διεξαχθεί με τα πιο ωμά μέσα, τότε σε σύντομο διάστημα δεν θα επαρκούν πια οι διαθέσιμες δυνάμεις για να αντιμετωπίσουμε αυτή την πανούκλα. Για αυτό ο στρατός έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση σε αυτό τον αγώνα να χρησιμοποιεί χωρίς περιορισμό -επίσης και κατά γυναικών και παιδιών- κάθε μέσο, αρκεί μόνο αυτό να οδηγεί σε επιτυχία [...]».
Οι κατοχικές δυνάμεις εκτιμούσαν ότι οι αντάρτες, βάσει των διαταγών που είχαν από τους Αγγλους, θα απέφευγαν τις μεγάλες επιχειρήσεις και θα περιορίζονταν σε ενέργειες δολιοφθοράς σε σημεία διάβασης του γερμανικού στρατού ή θα προέβαιναν σε ευκαιριακές επιθέσεις εναντίον φαλάγγων. Ετσι, με μεθοδικότητα, ταυτόχρονα με την κλιμακούμενη σκληρότητα των αντιποίνων, δημιουργήθηκε ένα πλαίσιο εμφυλίου πολέμου - γιατί οι Γερμανοί ανέμεναν ότι ο ΕΛΑΣ θα επιτίθετο κυρίως κατά των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Στόχος του ναζιστικού Αρχηγείου του Στρατού Ξηράς ήταν έπειτα από επιθέσεις και σαμποτάζ να λαμβάνονται, όσο το δυνατόν συντομότερα, δραστικά κατασταλτικά μέτρα και στις κατεχόμενες από τους Ιταλούς περιοχές, «[...] για να εκφοβιστεί ο πληθυσμός και να επανορθωθεί η ζημία που έχει προκληθεί στο κύρος της γερμανικής Βέρμαχτ». Τονιζόταν επίσης ότι «ο φύρερ περιμένει πως τα μέτρα αυτά θα εφαρμοστούν με άκρα αυστηρότητα και με αποτελεσματικό τρόπο για ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού». Δεν τίθεται κανένα θέμα αναστολής στην εφαρμογή αντιποίνων, και χαρακτηριστικά δηλώνεται: «Κανένας Γερμανός που προσφέρει υπηρεσία στην καταπολέμηση των συμμοριών δεν επιτρέπεται να κληθεί να απολογηθεί διοικητικά ή σε στρατοδικείο λόγω της συμπεριφοράς του στον αγώνα κατά των συμμοριτών και των συνοδοιπόρων τους [...]».
(*) Διδάκτωρ Διδακτικής της Ιστορίας, η διατριβή της στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου είχε ως θέμα: «Διδακτική προσέγγιση επίμαχων και τραυματικών ιστορικών γεγονότων: η περίπτωση της Σφαγής του Διστόμου»