Μιλώντας για Ελλάδα, εννοούμε το Ελληνικό Κράτος (1830 κ.έ.), διότι ήδη κατά τη διάρκεια της δουλείας (Τουρκοκρατίας, Ενετοκρατίας) οι ανοργάνωτοι ακόμη Ουνίτες ανέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα στον ιστορικό ελληνικό χώρο, κινούμενοι τόσο στα όρια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όσο και στις ενετοκρατούμενες περιοχές. Όπως και παραπάνω υπογραμμίσθηκε, οι απόφοιτοι τού Κολλεγίου του Αγ. Αθανασίου ανέπτυξαν έντονη ουνιτική (ενωτική) δραστηριότητα μεταξύ των ομογλώσσων και ομοεθνών τους. Οι Ιησουίτες, που ενίσχυαν την ουνιτική αυτή κίνηση, εμφανίσθηκαν από το 1583 και στη Κωνσταντινούπολη και με τα μέσα που διέθεταν (χρήμα, εκδόσεις, πολιτική κάλυψη) έγιναν ο κακός δαίμονας της Ρωμαίικης Εθναρχίας, που είχε την ευθύνη για ολόκληρο το ρωμαίικο μιλλέτι, τους Ρωμηούς - Ορθοδόξους - των Βαλκανίων και της Μικρασίας.
Οι κατά καιρούς ενέργειες των εκκλησιαστικών Ηγετών, και μάλιστα Πατριαρχών, κατά της δράσεως της Ουνίας, είναι άμεση επιβεβαίωση της φθοροποιού παρουσίας της στην καθ' ημάς Ανατολήν. Ακριβώς ή δράση του Παπισμού στην Ανατολή μέσω της Ουνίας ήταν η αφορμή συγκλήσεως της Πανορθοδόξου Συνόδου τού 1722 στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία έλαβαν μέρος οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Γ', Αντιοχείας Αθανάσιος Γ' και Ιεροσολύμων Χρύσανθος. Η Σύνοδος σε σχετική Εγκύκλιό της προς το ορθόδοξο πλήρωμα κατεδίκασε την Ουνία και επεσήμανε τους κινδύνους που περιέκλειε η δράση της στην Ανατολή.
Σε ανάλογη ενέργεια προέβη και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ' το 1838, φανερώνοντας έτσι τον συνεχιζόμενο ουνιτικό κίνδυνο. Η πατριαρχική Εγκύκλιος τους αποκαλεί προβατοσχήμους λύκους, δολίους και απατεώνας, στηλιτεύοντας τη σκοτεινή δράση τους κυρίως στη Συρία, Αίγυπτο και Παλαιστίνη. Μετά τον κριμαϊκό πόλεμο άρχισε η κρίση των Ουνιτών στη Βουλγαρία, επαρχία της Ρωμαίικης Εθναρχίας, μια κίνηση που παράλληλα με άλλους παράγοντες (πανσλαβισμός) οδήγησε στο Βουλγαρικό σχίσμα τού 1870 και τη Βουλγαρική Εξαρχία (1872). Αλλά και το 1887 το Οικουμενικό Πατριαρχείο στηλίτευσε την παράνομη δράση των Ουνιτών σε Εγκύκλιό του.
Από το 1897 αρχίζει η δράση στην Ανατολή των ΓάλλωνΑσσομπσιονιστώνμοναχών, απεσταλμένων του Πάπα Λέοντος ΙΓ'. Ηγετικά τους στελέχη ήσαν οι γνωστοί και από την επιστήμη L.Petit και ο J. Pargoire, που εκηλίδωσαν την επιστημονική φήμη τους με τον προπαγανδιστικό τους ρόλο. Οι Ασσομπσιονιστές ανέλαβαν την υποστήριξη των Ουνιτών της Βουλγαρίας και προπαγάνδιζαν την Ουνία στην Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη.Με εντολή δε τού πάπα Βενεδίκτου ΙΓ' Λατίνοι Κληρικοί λειτουργούσαν με ορθόδοξα άμφια σε ναούς των παπικών σχολείων της Κωνσταντινουπόλεωςγια προπαγανδιστικούς, φυσικά, λόγους. Έτσι, αναγκάστηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ' να εκδώσει (24.3.1907) νέα εγκύκλιο κατά των Ουνιτών και της Παπικής προπαγάνδας.
Με την καθοδήγηση και υποστήριξη των Ασσομπσιονιστών, που κυκλοφορούσαν με ορθόδοξη περιβολή,εμφανίσθηκαν οι πρώτοι Έλληνες Ουνίτες στα 1907, οργανωμένοι σε συγκεκριμένη κοινότητα. Μαθητής του προπαγανδιστού Υακίνθου Μαραγκού, δομινικανού μοναχού, ήταν ο κληρικός Ησαΐας Παπαδόπουλος, ο οποίος έδρασε προσηλυτιστικά στην Πόλη και αργότερα κλήθηκε στη Ρώμη, όπου χειροτονήθηκε επίσκοπος Γρατιανουπόλεως. Ήδη το 1877 είχε γίνει παπικός. Βοηθός του Ησ. Παπαδοπούλου ήταν ο Γεώργιος Χαλαβαζής, γεννημένος στη Σύρο από παπικούς γονείς. Σπούδασε στο ουνιτικό Κολλέγιο της Ρώμης και το 1907 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από παπικό επίσκοπο. Στάλθηκε όμως στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανέλαβε ουνιτική δράση, η οποία τόσο εκτιμήθηκε από τον πάπα Βενέδικτο, ώστε το 1920 τον προήγαγε σε τιτουλάριο επίσκοπο Θεοδωρουπόλεως.
Η δράση του, όπως και των άλλων συνεργών του, στράφηκε ιδιαίτερα στην ελληνική νεολαία μέσω της παιδείας. Εκατοντάδες ελληνόπουλα τρέφονταν με το δηλητήριο της παπικής Ουνίας. Ίδρυσαν, μάλιστα, και γυναικείο μοναχικό τάγμα αδελφών Ελληνίδων, με το όνομα Θεοτόκος Παμμακάριστος, που κυκλοφορούσαν με το ορθόδοξο ράσο και για να μη κινούν υποψίες και για να δρουν ευκολότερα.
Στην κυρίως Ελλάδα (Ελληνικό Κράτος) η Ιερά Σύνοδος υπό τον Μητροπολίτη (Αρχιεπίσκοπο) Αθηνών Θεόκλητο Α' εξέδωσε Εγκύκλιο το1903, επισημαίνοντας τον κίνδυνο από την εμφάνιση πρακτόρων της Ουνίας στον ελλαδικό χώρο. Ως το 1922 δεν μπόρεσε να οργανωθεί η ουνιτική προπαγάνδα στην Ελλάδα. Τον Αύγουστο του 1922 όμως, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, ο Γεώργιος Χαλαβαζής μετέφερε το κέντρο της δράσεως του από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα, εγκαθιστώντας το σχολείο τους στο Ηράκλειο των Αθηνών και το τάγμα των καλογραιών τους στη Νάξο. Στην Αθήνα συνέχισαν την φιλανθρωπική τους δραστηριότητα, αναπτύσσοντας μεγάλη κινητικότητα στον κοινωνικό χώρο για την προβολή τους, και μάλιστα μεταξύ των προσφύγων, σε σημείο που ο Γ. Χαλαβαζής να παρασημοφορηθεί από την Ελληνική Πολιτεία! Αυτό όχι μόνο εδραίωσε την παρουσία των Ουνιτών στην Ελλάδα, αλλά ετόνωσε και το αυτοσυναίσθημά τους, ώστε να υπογραμμίζουν, ότι το έργο τους αναπτυσσόταν με την ευμενή συγκατάθεση των Αρχών. Ανάλογα έγραφαν στις Εταιρείες τους και οι Προτεστάντες Μισσιονάριοι τον 19ο αιώνα, κινούμενοι και τότε με την προστασία των Ελληνικών Αρχών... Κυρίως κυρίες και δεσποινίδες της αριστοκρατίας (sic) προπαγάνδιζαν την εκπαιδευτική δραστηριότητα των Ουνιτών. Η αποδοχή τους, δηλαδή, ελάμβανε χώρα στον εκδυτικισμένο χώρο της ελληνικής κοινωνίας.
Η Ελλαδική Εκκλησία δεν αδράνησε, ούτε άφησε το ορθόδοξο πλήρωμα απληροφόρητο. Πρώτη επίσημη αντίδρασή της έγινε με έγγραφο της Ι. Συνόδου προς το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως το 1924, επί αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α' (Παπαδοπούλου). Η καταγγελία της Ιεράς Συνόδου συνοδευόταν με διαμαρτυρία για την αδιαφορία του Κράτους και το αίτημα να κλεισθούν ο ουνιτικός ναός και τα άλλα ουνιτικά ιδρύματα, διότι διευκόλυναν τη λατινική προπαγάνδα στη Χώρα μας.Ήταν δε ήδη γνωστή η ανθελληνική στάση της Ρώμης και του Πάπα στη μικρασιατική καταστροφή, όπως και προηγουμένως στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο.
Οι κατά καιρούς ενέργειες των εκκλησιαστικών Ηγετών, και μάλιστα Πατριαρχών, κατά της δράσεως της Ουνίας, είναι άμεση επιβεβαίωση της φθοροποιού παρουσίας της στην καθ' ημάς Ανατολήν. Ακριβώς ή δράση του Παπισμού στην Ανατολή μέσω της Ουνίας ήταν η αφορμή συγκλήσεως της Πανορθοδόξου Συνόδου τού 1722 στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία έλαβαν μέρος οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Γ', Αντιοχείας Αθανάσιος Γ' και Ιεροσολύμων Χρύσανθος. Η Σύνοδος σε σχετική Εγκύκλιό της προς το ορθόδοξο πλήρωμα κατεδίκασε την Ουνία και επεσήμανε τους κινδύνους που περιέκλειε η δράση της στην Ανατολή.
Σε ανάλογη ενέργεια προέβη και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ' το 1838, φανερώνοντας έτσι τον συνεχιζόμενο ουνιτικό κίνδυνο. Η πατριαρχική Εγκύκλιος τους αποκαλεί προβατοσχήμους λύκους, δολίους και απατεώνας, στηλιτεύοντας τη σκοτεινή δράση τους κυρίως στη Συρία, Αίγυπτο και Παλαιστίνη. Μετά τον κριμαϊκό πόλεμο άρχισε η κρίση των Ουνιτών στη Βουλγαρία, επαρχία της Ρωμαίικης Εθναρχίας, μια κίνηση που παράλληλα με άλλους παράγοντες (πανσλαβισμός) οδήγησε στο Βουλγαρικό σχίσμα τού 1870 και τη Βουλγαρική Εξαρχία (1872). Αλλά και το 1887 το Οικουμενικό Πατριαρχείο στηλίτευσε την παράνομη δράση των Ουνιτών σε Εγκύκλιό του.
Από το 1897 αρχίζει η δράση στην Ανατολή των ΓάλλωνΑσσομπσιονιστώνμοναχών, απεσταλμένων του Πάπα Λέοντος ΙΓ'. Ηγετικά τους στελέχη ήσαν οι γνωστοί και από την επιστήμη L.Petit και ο J. Pargoire, που εκηλίδωσαν την επιστημονική φήμη τους με τον προπαγανδιστικό τους ρόλο. Οι Ασσομπσιονιστές ανέλαβαν την υποστήριξη των Ουνιτών της Βουλγαρίας και προπαγάνδιζαν την Ουνία στην Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη.Με εντολή δε τού πάπα Βενεδίκτου ΙΓ' Λατίνοι Κληρικοί λειτουργούσαν με ορθόδοξα άμφια σε ναούς των παπικών σχολείων της Κωνσταντινουπόλεωςγια προπαγανδιστικούς, φυσικά, λόγους. Έτσι, αναγκάστηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ' να εκδώσει (24.3.1907) νέα εγκύκλιο κατά των Ουνιτών και της Παπικής προπαγάνδας.
Με την καθοδήγηση και υποστήριξη των Ασσομπσιονιστών, που κυκλοφορούσαν με ορθόδοξη περιβολή,εμφανίσθηκαν οι πρώτοι Έλληνες Ουνίτες στα 1907, οργανωμένοι σε συγκεκριμένη κοινότητα. Μαθητής του προπαγανδιστού Υακίνθου Μαραγκού, δομινικανού μοναχού, ήταν ο κληρικός Ησαΐας Παπαδόπουλος, ο οποίος έδρασε προσηλυτιστικά στην Πόλη και αργότερα κλήθηκε στη Ρώμη, όπου χειροτονήθηκε επίσκοπος Γρατιανουπόλεως. Ήδη το 1877 είχε γίνει παπικός. Βοηθός του Ησ. Παπαδοπούλου ήταν ο Γεώργιος Χαλαβαζής, γεννημένος στη Σύρο από παπικούς γονείς. Σπούδασε στο ουνιτικό Κολλέγιο της Ρώμης και το 1907 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από παπικό επίσκοπο. Στάλθηκε όμως στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανέλαβε ουνιτική δράση, η οποία τόσο εκτιμήθηκε από τον πάπα Βενέδικτο, ώστε το 1920 τον προήγαγε σε τιτουλάριο επίσκοπο Θεοδωρουπόλεως.
Η δράση του, όπως και των άλλων συνεργών του, στράφηκε ιδιαίτερα στην ελληνική νεολαία μέσω της παιδείας. Εκατοντάδες ελληνόπουλα τρέφονταν με το δηλητήριο της παπικής Ουνίας. Ίδρυσαν, μάλιστα, και γυναικείο μοναχικό τάγμα αδελφών Ελληνίδων, με το όνομα Θεοτόκος Παμμακάριστος, που κυκλοφορούσαν με το ορθόδοξο ράσο και για να μη κινούν υποψίες και για να δρουν ευκολότερα.
Στην κυρίως Ελλάδα (Ελληνικό Κράτος) η Ιερά Σύνοδος υπό τον Μητροπολίτη (Αρχιεπίσκοπο) Αθηνών Θεόκλητο Α' εξέδωσε Εγκύκλιο το1903, επισημαίνοντας τον κίνδυνο από την εμφάνιση πρακτόρων της Ουνίας στον ελλαδικό χώρο. Ως το 1922 δεν μπόρεσε να οργανωθεί η ουνιτική προπαγάνδα στην Ελλάδα. Τον Αύγουστο του 1922 όμως, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, ο Γεώργιος Χαλαβαζής μετέφερε το κέντρο της δράσεως του από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα, εγκαθιστώντας το σχολείο τους στο Ηράκλειο των Αθηνών και το τάγμα των καλογραιών τους στη Νάξο. Στην Αθήνα συνέχισαν την φιλανθρωπική τους δραστηριότητα, αναπτύσσοντας μεγάλη κινητικότητα στον κοινωνικό χώρο για την προβολή τους, και μάλιστα μεταξύ των προσφύγων, σε σημείο που ο Γ. Χαλαβαζής να παρασημοφορηθεί από την Ελληνική Πολιτεία! Αυτό όχι μόνο εδραίωσε την παρουσία των Ουνιτών στην Ελλάδα, αλλά ετόνωσε και το αυτοσυναίσθημά τους, ώστε να υπογραμμίζουν, ότι το έργο τους αναπτυσσόταν με την ευμενή συγκατάθεση των Αρχών. Ανάλογα έγραφαν στις Εταιρείες τους και οι Προτεστάντες Μισσιονάριοι τον 19ο αιώνα, κινούμενοι και τότε με την προστασία των Ελληνικών Αρχών... Κυρίως κυρίες και δεσποινίδες της αριστοκρατίας (sic) προπαγάνδιζαν την εκπαιδευτική δραστηριότητα των Ουνιτών. Η αποδοχή τους, δηλαδή, ελάμβανε χώρα στον εκδυτικισμένο χώρο της ελληνικής κοινωνίας.
Η Ελλαδική Εκκλησία δεν αδράνησε, ούτε άφησε το ορθόδοξο πλήρωμα απληροφόρητο. Πρώτη επίσημη αντίδρασή της έγινε με έγγραφο της Ι. Συνόδου προς το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως το 1924, επί αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α' (Παπαδοπούλου). Η καταγγελία της Ιεράς Συνόδου συνοδευόταν με διαμαρτυρία για την αδιαφορία του Κράτους και το αίτημα να κλεισθούν ο ουνιτικός ναός και τα άλλα ουνιτικά ιδρύματα, διότι διευκόλυναν τη λατινική προπαγάνδα στη Χώρα μας.Ήταν δε ήδη γνωστή η ανθελληνική στάση της Ρώμης και του Πάπα στη μικρασιατική καταστροφή, όπως και προηγουμένως στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο.
Στις 7 Απριλίου 1925 εκδόθηκε Εγκύκλιος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου κατά των Ουνιτών, που προκάλεσε έντονη την αντίδραση του Γεωργίου Χαλαβαζή. Ακολούθησε δε αλληλογραφία μεταξύ των δύο ανδρών (1926 έ.), στην οποία ο Αθηνών Χρυσόστομος, καθηγητής Πανεπιστημίου και Ιστορικός, αναλύει με δύναμη και παρρησία το ουνιτικό πρόβλημα στην Ελλάδα και τον κίνδυνο, πνευματικό και πολιτικό, του Ελληνικού Λαού. Αφήνει όμως, δυστυχώς, ανέγγιχτο το πρόβλημα της ουσίας του Παπισμού, της εκκλησιαστικότητάς του.
Το πρόβλημα των Ουνιτών εισήλθε και στην Ελληνική Βουλή (1929), χωρίς όμως να δοθεί λύση. Οι συνεχείς διαμαρτυρίες του Ελληνικού Κλήρου οδήγησαν σε δύο δικαστικές αποφάσεις. Πρόκειται για βουλεύματα του Εφετείου Αθηνών (1930) και του Αρείου Πάγου (1931), πουεπέβαλλαν στους Ουνίτες την απαγόρευση να φορούν το εξωτερικόν ένδυμα των ορθοδόξων κληρικών της Χώρας, για να αποφεύγεται η επιδιωκόμενη από τους Ουνίτες σύγχυσή τους με τον ορθόδοξο Κλήρο.Ουδέποτε όμως οι Ουνίτες σεβάστηκαν με συνέπεια αυτή την απόφαση. Αντίθετα ο Ουνιτισμός απλώθηκε και στους Έλληνες και λοιπούς Ορθοδόξους του εξωτερικού (Ευρώπης, Αμερικής) επηρεάζοντας και από το χώρο της διασποράς την ενδοελληνική πραγματικότητα υπέρ του Παπισμού και των σχεδίων του.
Ποιος ο αληθινός κίνδυνος;
Βλέποντας κανείς τον σχετικά μικρό αριθμό των Ουνιτών στην Ελλάδα (συμποσούνται σε μερικές χιλιάδες) σχηματίζει την εντύπωση, ότι το Έθνος δεν αντιμετωπίζει μεγάλο κίνδυνο από την Ουνία. Και αυτό είναι το επιχείρημα και των ίδιων των Ελλήνων Ουνιτών και των υποστηρικτών τους. Τα γεγονότα όμως στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Ουκρανία, Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία) απέδειξαν, πόσο μεγάλη απειλή συνιστά και μόνη η παρουσία της Ουνίας και ως που μπορεί να φθάσει. Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται, ότι και στη Χώρα μας ο κίνδυνος από την Ουνία είναι αντιστρόφως ανάλογος του αριθμού των μελών της.
Ερευνώντας τη διαχρονική δράση της Ουνίας στην Ορθόδοξη Ανατολή, δικαιώνουμε την Πατριαρχική Σύνοδο, η οποία το 1838 αποκαλούσε τους Ουνίτες λύκους βαρείς, φθοροποιούς και ολέθριους, εν σχήματι προβάτων και κατασπαράττοντας αφειδώς και απολλύοντας ψυχικώς ταύτα υπέρ ων Χριστός απέθανε.Πράγματι, έχουν διαπραχθεί δυστυχώς πολλά, φανερά και μυστικά, εις βάρος (και) του Ελληνισμού και γενικά της Ορθοδοξίας από το ουνιτικό στοιχείο, στην τυφλή υποταγή και συνεργασία του με τον Παπισμό. Ενώ δε, λόγω της φαινομενικής ειρήνης στις σχέσεις Παπισμού και Ορθοδοξίας στα τελευταία χρόνια, πολλοί πίστευαν, ότι τα παραπάνω ήσαν απλώς θλιβερό παρελθόν, ήλθαν τα νέα εγκλήματα της Ουνίας στην Ανατολική Ευρώπη και η ανθελληνική στάση του Βατικανού στο λεγόμενο μακεδονικό, για να αποδείξουν, ότιΤΙΠΟΤΕδεν έχει αλλάξει στις προθέσεις του Παπισμού έναντι της Ορθοδόξου Ανατολής και τού Ελληνισμού. Η μεσαιωνική νοοτροπία του Βατικανού λειτουργεί και σήμερα, διότι ποτέ δεν έχει αλλάξει. Το Βατικανό λειτουργεί ως κοσμική δύναμη-κράτος. Ο επεκτατισμός ως αύξηση της επιρροής του συνιστά τη μόνιμη και αμετακίνητη επιδίωξή του και σ' αυτό επιμένει να χρησιμοποιεί την Ουνία, ως το πειθαρχικότερο όργανό του. Η επικινδυνότητα της Ουνίας, και στο χώρο μας, γίνεται εμφανής σε διάφορες κατευθύνσεις:
Το πρόβλημα των Ουνιτών εισήλθε και στην Ελληνική Βουλή (1929), χωρίς όμως να δοθεί λύση. Οι συνεχείς διαμαρτυρίες του Ελληνικού Κλήρου οδήγησαν σε δύο δικαστικές αποφάσεις. Πρόκειται για βουλεύματα του Εφετείου Αθηνών (1930) και του Αρείου Πάγου (1931), πουεπέβαλλαν στους Ουνίτες την απαγόρευση να φορούν το εξωτερικόν ένδυμα των ορθοδόξων κληρικών της Χώρας, για να αποφεύγεται η επιδιωκόμενη από τους Ουνίτες σύγχυσή τους με τον ορθόδοξο Κλήρο.Ουδέποτε όμως οι Ουνίτες σεβάστηκαν με συνέπεια αυτή την απόφαση. Αντίθετα ο Ουνιτισμός απλώθηκε και στους Έλληνες και λοιπούς Ορθοδόξους του εξωτερικού (Ευρώπης, Αμερικής) επηρεάζοντας και από το χώρο της διασποράς την ενδοελληνική πραγματικότητα υπέρ του Παπισμού και των σχεδίων του.
Ποιος ο αληθινός κίνδυνος;
Βλέποντας κανείς τον σχετικά μικρό αριθμό των Ουνιτών στην Ελλάδα (συμποσούνται σε μερικές χιλιάδες) σχηματίζει την εντύπωση, ότι το Έθνος δεν αντιμετωπίζει μεγάλο κίνδυνο από την Ουνία. Και αυτό είναι το επιχείρημα και των ίδιων των Ελλήνων Ουνιτών και των υποστηρικτών τους. Τα γεγονότα όμως στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Ουκρανία, Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία) απέδειξαν, πόσο μεγάλη απειλή συνιστά και μόνη η παρουσία της Ουνίας και ως που μπορεί να φθάσει. Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται, ότι και στη Χώρα μας ο κίνδυνος από την Ουνία είναι αντιστρόφως ανάλογος του αριθμού των μελών της.
Ερευνώντας τη διαχρονική δράση της Ουνίας στην Ορθόδοξη Ανατολή, δικαιώνουμε την Πατριαρχική Σύνοδο, η οποία το 1838 αποκαλούσε τους Ουνίτες λύκους βαρείς, φθοροποιούς και ολέθριους, εν σχήματι προβάτων και κατασπαράττοντας αφειδώς και απολλύοντας ψυχικώς ταύτα υπέρ ων Χριστός απέθανε.Πράγματι, έχουν διαπραχθεί δυστυχώς πολλά, φανερά και μυστικά, εις βάρος (και) του Ελληνισμού και γενικά της Ορθοδοξίας από το ουνιτικό στοιχείο, στην τυφλή υποταγή και συνεργασία του με τον Παπισμό. Ενώ δε, λόγω της φαινομενικής ειρήνης στις σχέσεις Παπισμού και Ορθοδοξίας στα τελευταία χρόνια, πολλοί πίστευαν, ότι τα παραπάνω ήσαν απλώς θλιβερό παρελθόν, ήλθαν τα νέα εγκλήματα της Ουνίας στην Ανατολική Ευρώπη και η ανθελληνική στάση του Βατικανού στο λεγόμενο μακεδονικό, για να αποδείξουν, ότιΤΙΠΟΤΕδεν έχει αλλάξει στις προθέσεις του Παπισμού έναντι της Ορθοδόξου Ανατολής και τού Ελληνισμού. Η μεσαιωνική νοοτροπία του Βατικανού λειτουργεί και σήμερα, διότι ποτέ δεν έχει αλλάξει. Το Βατικανό λειτουργεί ως κοσμική δύναμη-κράτος. Ο επεκτατισμός ως αύξηση της επιρροής του συνιστά τη μόνιμη και αμετακίνητη επιδίωξή του και σ' αυτό επιμένει να χρησιμοποιεί την Ουνία, ως το πειθαρχικότερο όργανό του. Η επικινδυνότητα της Ουνίας, και στο χώρο μας, γίνεται εμφανής σε διάφορες κατευθύνσεις:
α) Ο Ουνιτισμός γεννά πνεύμα και συνείδηση γενιτσαρισμού. Δημιουργεί σε κάθε γενιά γενιτσάρους, που είναι οι φοβερότεροι εχθροί των ομοεθνών τους, ικανοί πάντοτε για όλα. Στην μακρόσυρτη δουλεία του Γένους μας γενίτσαροι δεν ήσαν μόνο οι εξισλαμιζόμενοι, οι ταυτιζόμενοι δηλαδή με τον εξ Ανατολών κατακτητή (την Τουρκιά), αλλά και οι λατινίζοντες, οι ταυτιζόμενοι με τον επικινδυνότερο ακόμη εχθρό του Γένους, τον Πάπα (τη Φραγκιά). Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, κωδικοποίησε τη σχετική διδασκαλία των Αγίων μας (Μ. Φωτίου, Γρηγορίου Παλαμά, Μάρκου Ευγενικού κ.π.ά.), ερμηνεύοντας και τη, δικαιολογημένη από την ιστορία, στάση των ανθενωτικών, που, ανάμεσα στα δυό κακά, προτιμούσαν το μικρότερο, την οθωμανική κυριαρχία. Αισθανόμενοι ως γενίτσαροι της Φραγκιάς οι Ουνίτες, βρίσκονται σε πολύ δυσχερή θέση και είναι τραγικές υπάρξεις, ως προς αυτό, πράγματι! Διότι αισθάνονται ανέστιοι και απάτριδες, αφού ουσιαστικά δεν ανήκουν πουθενά, χρησιμοποιούμενοι ως όργανα θλιβερά στην εξυπηρέτηση και ενίσχυση αμείλικτων εχθρών τού γένους τους. Αυτό μου δήλωνε, άλλωστε, με δάκρυα πρόσφατα ένας Έλληνας Ουνίτης. Το γενιτσαρικό όμως φρόνημά τους συνιστά και την επικινδυνότητα τους για το γένος τους. Διότι ανά πάσαν στιγμή είναι πρόθυμοι ή έστω αναγκασμένοι να συμπράξουν σε κάθε επιβουλή εναντίον της Ελλάδος. Και ας ισχυρίζονται, ότι αισθάνονται ως Έλληνες. Αυτό ισχυρίζονταν και οι λατινόφρονες και οι γενίτσαροι της Τουρκίας και ξέρουμε σήμερα, αν έλεγαν την αλήθεια.
Το παπικό στοιχείο, με το οποίο συμπορεύονται αναντίρρητα οι Έλληνες Ουνίτες,ουδέποτευπήρξε φιλικό προς τον Ελληνισμό, ούτε υποστήριξε ποτέ τα δίκαια ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Πάντοτε συντάχθηκε με τη βούληση τού κέντρου του, του Βατικανού ή της Ρώμης, συνεργαζόμενο για την αποτυχία των ελληνικών επιδιώξεων. Στις ενετοκρατούμενες περιοχές και στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα οι παπικοί έδειξαν αμετακίνητα την ίδια στάση.Όχι μόνο αντιτάχθηκαν στην Ελληνική Επανάσταση τού 1821, αλλά και την πολέμησαν, υποστηρίζοντας τα συμφέροντα των Τούρκων. Το ίδιο έκαμαν και το 1920-22 κατά το μικρασιατικό πόλεμο.Το Βατικανό, φοβούμενο ανανέωση και τόνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υποκινούσε τους Γάλλους να βοηθήσουν τους Τούρκους. Το Βατικανό δήλωνε, ότι θεωρούσε προτιμότερη πάνω στο τρούλλο της Αγίας Σοφίας την ημισέληνο παρά τον ελληνικό σταυρό και την μουσουλμανική αδιαφορία από τον ορθόδοξο φανατισμό. Με τη σιωπή τους δε, επικροτούσαν την ανθελληνική αυτή εκστρατεία, ως Έλληνες Ουνίτες.
Παπικοί και Ουνίτες είχαν (και έχουν) την συνείδηση, ότι είναι κράτος εν κράτει, και μάλιστα μετά την σύναψη διπλωματικών σχέσεων της Ελλάδος με το Βατικανό (1979). Γι' αυτό τόσο στην εποχή των διομολογήσεων και της προστασίας τους από τη Γαλλία, όσο και μεταγενέστερα, δεν παύουν να είναι έτοιμοι ανά πάσαν στιγμή να λειτουργήσουν ωςπέμπτη φάλαγγα, απειλώντας άμεσα τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Γι' αυτό μόνο λύπη και οίκτο μπορεί να αισθάνεται κανείς για τους Έλληνες Παπικούς και μάλιστα τους Έλληνες Ουνίτες.Όταν θα ανοιχθούν τα Αρχεία, τα σχετιζόμενα με το Κυπριακό (1974), θα φανεί η συνέχεια στην ανθελληνική στάση τού παπικού στοιχείου, μολονότι και τα υπάρχοντα ήδη στοιχεία τη φωτίζουν με πληρότητα.
Θα ήθελα, και το λέγω ειλικρινά, να μπορούσαν οι κρίσεις μου αυτές για την ελληνική συνείδηση των Παπικών και Ουνιτών της Χώρας μας να αποδειχθούν έκτος πραγματικότητος, οφειλόμενες σε λανθασμένες εκτιμήσεις. Και είμαι πρόθυμος να ανακαλέσω τα όσα, στηριζόμενος σε ιστορικά στοιχεία, σημείωσα, αν απαντήσουν ευθέως οι (Παπικοί και) Ουνίτες της Ελλάδος στα ακόλουθα ερωτήματα:
1)Έχουν την ελληνική λεβεντιά οι Έλληνες Ουνίτες να απαιτήσουν αμέσως τώρα από το Βατικανό την απορρόφησή τους από τη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, σταματώντας τον τραγελαφικό ρόλο τους; Ας γίνει η αρχή από την Ελλάδα για την εξαφάνιση της Ουνίας, ώστε να ανοίξει, αληθινά, νέα εποχή στη σχέση της Ορθοδοξίας με τον Ρωμαιοκαθολικισμό.
2)Αν το Βατικανό αρνηθεί μια τέτοια πρόταση, είναι έτοιμοι να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία με την κανονική διαδικασία (λίβελλο, χρίσμα κ.λπ.); και
3)Λαμβανομένης υπ' όψει της έκρυθμου καταστάσεως στη Βαλκανική και την ανάμειξη του Βατικανού υπέρ των παπικών δυνάμεων (π.χ. Κροατίας), είναι πρόθυμοι, σε περίπτωση - ο μη γένοιτο - επεκτάσεως του πολέμου, να πολεμήσουν στο πλευρό της Ελλάδος εναντίον των παπικών δυνάμεων;
β) Εξ ίσου όμως μεγάλο κίνδυνο συνιστά η μόνιμη διάβρωση, που υφίσταται το ορθόδοξο πλήρωμα με την ύπαρξη της Ουνίας. Διότι προβάλλεται μόνιμα ένα συγκεκριμένο πρότυπο - μοντέλο ενώσεως, που διευκολύνει μάλιστα σημαντικά αυτή την κίνηση. Και αυτό είναι η Ουνία. Το Βατικανό έχει κάθε λόγο να υπάρχει η Ουνία και διότι μπορεί να την χρησιμοποιήσει στις πολιτικοοικονομικές επιδιώξεις του, όπως το κάνει ήδη στις Χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά κυρίως, διότι υπάρχει ένα ορατό πρότυπο ενώσεως των Ορθοδόξων με τον Παπισμό, που δημιουργεί την εντύπωση ότι η ένωση γίνεται χωρίς εγκατάλειψη της Ορθοδοξίας. Αυτό διεκήρυττε ήδη ο Πάπας Παύλος ΣΤ', προβάλλοντας το πρότυπο της Ουκρανίας και ανακηρύσσοντας σε Καρδινάλιο τον ουνίτη αρχιεπίσκοπο της Σλίπυϊ. Άλλωστε, είναι ήδη εκπεφρασμένο το πως ο Παπισμός βλέπει την ένωση: Το Βατικανό δεν θέλει ένωση εν τη αληθεία της προφητικής - αποστολικής και πατερικής παραδόσεως, αλλά αμοιβαία αναγνώριση. Ενεργώντας ως Κράτος, έχει χάσει κάθε ευαισθησία στα θέματα πίστεως, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις των Θεολόγων του.
γ) Υπάρχει και μία άλλη όψη, η σημαντικότερη, που γίνεται όμως αισθητή, όπου το ορθόδοξο φρόνημα είναι υγιές και ακμαίο. Είναι ή πνευματική- σωτηριολογική. Η Ουνία υπάρχει, για να οδηγεί στην άμεση ή έμμεση αναγνώριση και αποδοχή τού Παπισμού, της σημαντικότερης αλλοτρίωσης του Χριστιανισμού όλων των αιώνων. (Ο Προτεσταντισμός είναι απόρροια του Παπισμού, όπως και όλες οι πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις στο χώρο της Δύσεως).Όταν ο αείμνηστος π. Ιουστίνος Πόποβιτς ταύτιζε την ιστορική πτώση του Πάπα (Παπισμού) με τις πτώσεις τού Αδάμ και του Ιούδα,ήθελε ακριβώς αυτή την αλήθεια να τονίσει: την πλήρη αποχριστιανοποίηση του Παπισμού, ως καταξιώσεως της απολυταρχίας και τού ολοκληρωτισμού. Πρέπει δε να δηλωθεί, ότι η καταξίωση του ολοκληρωτισμού από τον Παπισμό διαφέρει διαμε-τρικά από σχετικά φαινόμενα, που κατά καιρούς παρατηρούνται και σε ορθόδοξα περιβάλλοντα. Οι διαστροφές αυτές, που ενσαρκώνονται στα παπικά δόγματα, για μας τους Ορθοδόξους μένουν πάντα κατάφωρες αποκλίσεις από την σωστική αλήθεια, και απορρίπτονται, καταδικαζόμενες ως πτώση και αμαρτία. Στον Παπισμό όμως έχουν αναχθεί σε δόγματα πίστεως, αναγκαία για τη σωτηρία. (Μπορεί να υπάρξει Λατινική Εκκλησία χωρίς Πάπα;) Αυτό σε τελευταία ανάλυση σημαίνει, ότι η σάρκωση του Θεού-Λόγου έγινε για να θεμελιωθεί στον κόσμο ο Παπισμός και να αγιασθεί ο ολοκληρωτισμός με όλες τις συνέπειές του. Υπάρχει μεγαλύτερη βλασφημία από αυτή; Η αναγνώριση τού Παπισμού συνιστά εγκατάλειψη της εν Χριστώ αληθείας, άρνηση της εν Αγίω Πνεύματι ζωής (πνευματικότητος) και μεταβολή τού Χριστιανισμού σε κοσμική Ιδεολογία, που πνίγεται μέσα στο ενδοκοσμικό και την δίψα της εξουσίας. Ο Χριστιανισμός όμως, όπως σώζεται στα πρόσωπα των Αγίων μας, είναι η θεραπεία του ανθρώπου μέσα από την κάθαρση της καρδίας από τα πάθη και του νου από τους λογισμούς, για να μπορεί να δεχθεί ο άνθρωπος την επίσκεψη (φωτισμό) του Αγίου Πνεύματος και να φθάσει στη θέωση, τον δοξασμό όλης της υπάρξεως μέσα στην άκτιστη αγιοτριαδική Χάρη (Βασιλεία). Όπου χαθεί αυτή η προοπτική και αλλοιωθεί αυτός ο στόχος, δεν υπάρχει Χριστιανισμός -Ορθοδοξία! Διότι η πορεία του άνθρωπου προς τη θέωση συμμεταβάλλει και το περιβάλλον του ανθρώπου και δημιουργεί τη δυνατότητα πραγματώσεως της ανιδιοτελούς αγάπης, που είναι το θεμέλιο της αυθεντικής χριστιανικής κοινωνίας. Και η Ιστορία μας διδάσκει, ότι η χαλάρωση ή και απώλεια αυτής της παραδόσεως και σε ένα μέρος ημών των Ορθοδόξων ενισχύθηκε ή και προκλήθηκε ακόμη από την επίδραση τού αλλοτριωμένου δυτικού Χριστιανισμού στη ζωή μας κατά τους προηγουμένους αιώνες. Πάντοτε, άλλωστε, υπήρξε καταλυτική η επίδραση τού παρηκμασμένου δυτικού πολιτισμού στους ορθοδόξους λαούς.
Από τα παραπάνω, νομίζω, γίνεται κατανοητό, που μπορεί να οδηγήσει η αποδοχή της Ουνίας, ως μεθόδου ενώσεως με τον Παπισμό. Χάνεται κάθε αυτοτέλεια και ελευθερία για τους Ορθοδόξους και, συνεπώς, και η δυνατότητα να βοηθηθεί, μέσω τού διαλόγου, ο Δυτικός Χριστιανισμός να επανανακαλύψει τις λησμονημένες ορθόδοξες προϋποθέσεις του, το χαμένο ορθόδοξο παρελθόν του. Αυτός και μόνο μπορεί να είναι από ορθοδόξου πλευράς ο σκοπός τού Θεολογικού Διαλόγου και ποτέ η αμοιβαία αναγνώριση. Άλλωστε, ποια αναγνώριση χρειάζεται η Ορθοδοξία από τον αντιχριστιανικό Παπισμό; Είναι σαν να ζητούσε ο Χριστός αναγνώριση από τον Βελίαρ (Β' Κορ. 6, 15)...
Η Ουνία, αντίθετα, συντελεί στη διατήρηση της παπικής αλλοτριώσεως και στην προβολή τού Παπισμού, ως της αυθεντικής Εκκλησίας, με την οποία οφείλουμε όλοι να ενωθούμε για τη σωτηρία μας. Αποβαίνει, έτσι, διπλά βλαπτική: πρώτα για τη μη λατινική Χριστιανοσύνη, διότι την οδηγεί σε πνευματικό αδιέξοδο, και δεύτερο για την ίδια τη Λατινική Χριστιανοσύνη, διότι την εμποδίζει να συνειδητοποιήσει την πτώση της και να αναζητήσει, ως ο άσωτος, την επιστροφή στην αλήθεια.
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
Read more:http://www.egolpion.com/ounia_ellada.el.aspx#ixzz46CXgBoBR