Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΚΡΗΤΗ: Οι επαναστάσεις και η σημασία τους Από την πρώτη αποβίβαση των Οθωμανών (1645) στο νησί, ξεκίνησε η διαδικασία του εξισλαμισμού. Στο πέρασμα των χρόνων, οι μουσουλμάνοι στρέφονταν ενάντια στους Χριστιανούς και η καταπίεση οδήγησε στο ξέσπασμα επαναστατικών κινημάτων

Η εξέγερση του 1866 των Ελλήνων της Κρήτης, που διήρκεσε τρία χρόνια, είναι μία από τις πολλές εξεγέρσεις που συνέβησαν στο νησί από την εποχή της οθωμανικής κατάκτησης. Η συγκεκριμένη επανάσταση όμως παρουσιάζει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον, γιατί συμβαίνει σε μια εποχή που κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει προς το καλύτερο στην απολυταρχική Αυτοκρατορία.
Επαναστάτες το 1866 (εφημ. «Πατρίς»)Επαναστάτες το 1866 (εφημ. «Πατρίς»)Το 1856 είχε ολοκληρωθεί με το Χαττ-ι-Χουμαγιούν μια μεταρρυθμιστική περίοδος που έμεινε γνωστή ως Τανζιμάτ. Το Χαττ-ι-Χουμαγιούν (Διάταγμα Εφαρμογής των Μεταρρυθμίσεων) επιχειρούσε να εξαλείψει τις διακρίσεις εις βάρος των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων, να βάλει κανόνες στη διοίκηση και να περιορίσει την αυθαιρεσία των μουσουλμάνων. Ομως, απ' ό,τι φαίνεται, οι μεταρρυθμίσεις επηρέασαν θετικά μόνο τα κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην περιφέρεια, η κατάσταση δεν φαίνεται να παρουσίασε σημαντική βελτίωση.
Οι τοπικές μουσουλμανικές ελίτ, που είχαν συνηθίσει σ' ένα συγκεκριμένο τρόπο άσκησης της εξουσίας και έβλεπαν τους χριστιανούς συμπολίτες τους ως κατώτερους, δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμες στην υιοθέτηση των νέων κανόνων. Η ύπαρξη αυτής της κατάστασης πραγμάτων οδήγησε στο ξέσπασμα μεγάλων επαναστάσεων στην περιφέρεια της Αυτοκρατορίας. Σ' αυτή την κατηγορία εντάσσονται τα επαναστατικά κινήματα που εκδηλώθηκαν στην Κρήτη και την οθωμανική Μακεδονία.
Παράλληλα, εμφανίστηκε και ο εθνοφυλετισμός σε καταπιεσμένες χριστιανικές εθνότητες, όπως για παράδειγμα οι Βούλγαροι, δημιουργώντας ακόμα πιο σύνθετο σκηνικό, το οποίο συμβάδιζε και με τις νέες κρατικές αντιλήψεις στο νεαρό ελληνικό κράτος που κωδικοποιήθηκαν με τον τίτλο «Μεγάλη Ιδέα». Επίσης, στην Ανατολή υπήρχε το αρμενικό πρόβλημα, ενώ η διάδοση των σοσιαλιστικών απόψεων ριζοσπαστικοποίησε ακόμα περισσότερο τους Αρμένιους διανοούμενους, η κυρίαρχη πολιτική τάση των οποίων θα ενταχθεί αργότερα στη 2η Διεθνή. Ολα αυτά αλληλοσυμπληρούμενα, μαζί με τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων που ακολουθούσαν δικές τους πολιτικές διεύρυνσης της επιρροής τους, δημιούργησαν ένα εκρηκτικό σκηνικό στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Η ιδιομορφία της Κρήτης
Η Κρητική Επανάσταση του 1866 υπήρξε η πρώτη αντίδραση στις ματαιωμένες προσδοκίες που γέννησε το Τανζιμάτ. Παράλληλα, όμως, συνδέθηκαν με την ιδιομορφία της κρητικής κοινωνίας, το διχασμό της σε καταπιεσμένους χριστιανούς και κυρίαρχους μουσουλμάνους και τον τρόπο άσκησης της οθωμανικής κυριαρχίας. Ο Robert Pasley περιγράφει το 1837 την ιδιομορφία αυτή: «...ο μουσουλμανικός πληθυσμός του νησιού δημιουργήθηκε με την αποστασία των χριστιανών κατοίκων και χωρίς τη συρροή ξένων στη χώρα». Ακριβώς γι' αυτό, οι χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην Κρήτη μοιράζονται ακριβώς τον ίδιο πολιτισμό, πλην των θρησκευτικών συνηθειών και της θέσης τους στο μηχανισμό εξουσίας και στην οικονομική δομή του νησιού.
Η διαδικασία του εξισλαμισμού ξεκίνησε την επαύριο της οθωμανικής κατάκτησης. Το 1645 αποβιβάστηκαν πρώτη φορά οι Οθωμανοί στο νησί. Το 1669 κατελήφθη ο Χάνδακας, ενώ το 1775 παραδόθηκαν και τα τελευταία φρούρια. Οι πολυάριθμες εκκλησίες μετατράπηκαν άλλες σε τζαμιά και άλλες σε αποθήκες. Οι καμπάνες των εκκλησιών κατέβηκαν και οι ιεροτελεστίες γίνονταν εν κρυπτώ.
Οι χριστιανοί υφίσταντο κάθε είδους εξευτελισμό. Πολλοί απελπίσθηκαν από την τραγική κατάσταση και ασπάστηκαν, επιφανειακά κατά την πρώτη περίοδο, το Ισλάμ. Με την έγκριση αρχικά του Πατριάρχη των Ιεροσολύμων περνούν σε μια κρυπτοχριστιανική κατάσταση, για να γίνουν πιστοί του Ισλάμ μερικές γενιές αργότερα. Το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού εμφανίστηκε και στην Κρήτη. Οι εξισλαμισμοί συνεχίστηκαν και το 19ο αιώνα, όπως φαίνεται από τα οθωμανικά έγγραφα που εξέδωσε η Βικελαία Βιβλιοθήκη. Τριάντα έτη μετά την άλωση του Χάνδακα, περίπου εξήντα χιλιάδες χριστιανοί είχαν εξισλαμιστεί. Με αυτή τη διαδικασία δημιουργήθηκαν οι «Τούρκοι» της Κρήτης, οι «λινομπάμπακοι», όπως τους αποκαλούσαν οι χριστιανοί, ή «Κρητότουρκοι μπουρμάδες» ή «Μουχαμάδες» ή «ξεκουκούλωτοι», εξαιτίας της περιτομής.
Το Αρκάδι μετά την πτώση (εφημ. «Πατρίς»)Το Αρκάδι μετά την πτώση (εφημ. «Πατρίς»)Ετσι, στην Κρήτη κατοικούσαν πλέον οι Ρωμιοί -οι Ελληνες χριστιανοί ορθόδοξοι-, οι Τούρκοι -οι εξισλαμισμένοι Ελληνες-, καθώς και οι μάλλον ολιγάριθμοι εκπρόσωποι της οθωμανικής εξουσίας, που δεν ήταν ντόπιοι. Μέρος των θεωρούμενων «πραγματικών Τούρκων» -που είχαν έρθει από την υπόλοιπη Οθωμανική Αυτοκρατορία- είχαν ποικίλες εθνοτικές προελεύσεις. Απόδειξη αυτής της κατάστασης αποτελεί ο Ρεσίτ πασάς του Ηρακλείου, ο οποίος είχε σημαντικό ρόλο στην καταστολή της Επανάστασης του 1866. Ο Ρεσίτ πασάς ανήκε στις μουσουλμανικές ομάδες του Καυκάσου (Αμπχάζιοι, Ατζάριοι, Τσετσένοι, Κιρκάσιοι, Οσετίνοι κ.ά.) ή ήταν Κούρδος. Οπότε είναι ακριβέστερος ο όρος «μη Κρητικοί μουσουλμάνοι» από το «πραγματικοί Τούρκοι».
Οι νέες αντιθέσεις
Η ένταξη των εξισλαμισμένων Κρητικών στην κυρίαρχη ομάδα και τα προνόμια που προέκυπταν από την ένταξη αυτή, δημιούργησε ένα χαρακτήρα βίαιο και επιθετικό. Ο Pasley, που τους αποκαλεί άλλοτε «Τουρκοκρήτες» και άλλοτε απλώς «Τούρκους», γράφει ότι: «Ο Τούρκος, που είναι συνηθισμένος να φέρεται δεσποτικά στους Ελληνες, είναι αλαζών, ατίθασος και ρέπει προς την ανταρσία...». Περιγράφει επίσης και την πολιτικοοικονομική δομή της οθωμανικής Κρήτης: Ο πασάς ορίζεται από την Υψηλή Πύλη, από κάτω του υπάρχει το σώμα των αγάδων, που είναι ντόπιοι και στους οποίους ανήκουν ισοβίως όλες οι γαίες της Κρήτης (σουλτανικής ιδιοκτησίας), για τις οποίες πληρώνουν ένα ποσό που ανανεώνεται από πατέρα σε γιο.
Το σύστημα αυτό στηρίζεται από το σώμα των γενιτσάρων, το οποίο ο Pasley περιγράφει ως εξής: «Το σώμα των γενιτσάρων αποτελείται από ντόπιους όλων των τάξεων. Είναι άμισθοι και συνήθως κακοί και σκληροί. Αυτοί που έχουν κάνει τα περισσότερα εγκλήματα είναι περιζήτητοι στα συντάγματα και χαίρουν της προστασίας των αρχηγών και των αγάδων, οι οποίοι τους χρησιμοποιούν όταν είναι ανάγκη...
Συνεπώς η εξουσία του πασά είναι μηδαμινή σ' αυτόν τον τόπο, ενώ οι αγάδες και οι αρχηγοί των σωμάτων προπηλακίζουν όποιον θέλουν χωρίς κανείς να τολμά να παραπονεθεί: οι κακοποιοί τού κάθε σώματος παραδίδονται σε ακρότητες και μπαίνουν στα σπίτια των ραγιάδων και τους μεταχειρίζονται όπως θέλουν. Λεπτομέρειες αυτών που αναφέρονται στην τελευταία πρόταση είδα κατά την παραμονή μου στη Κρήτη και θα μπορούσαν να γεμίσουν έναν τόμο. Ωστόσο, πολλές από αυτές είναι τόσο αισχρές και τρομερές που δεν θα τολμούσα να περιγράψω. Πρόκειται για φοβερούς συνδυασμούς πόθου και σκληρότητας που κανένας δεν θα φανταζόταν ότι υπάρχουν στην ανθρώπινη φύση, ακόμα και στην πιο άγρια και υποβαθμισμένη της κατάσταση».
Αυτή ακριβώς ήταν η κοινωνική βάση που οδήγησε στις επανειλημμένες εξεγέρσεις, του 1770, του 1821, του 1866, που καταπνίγηκαν στο αίμα. Εως ότου η τελευταία, του 1897, δρομολόγησε τέτοιες πολιτικές εξελίξεις, που 16 χρόνια αργότερα θα επιτρέψουν να υλοποιηθεί το αίτημα των Κρητών επαναστατών για ένωση με το ελληνικό έθνος-κράτος.
* Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός, http://kars1918.wordpress.com/

Γεωπολιτική και διπλωματία κατά την επανάσταση του 1866

Η Κρήτη, λόγω γεωγραφικής θέσης, κατέχει δεσπόζουσα στρατηγική θέση· κομβικό σημείο στη θαλάσσια οδό προς τη Μέση Ανατολή και την ανατολική Μεσόγειο. Οι Μεγάλες Δυνάμεις του 19ου αιώνα (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία) κατανοούσαν τη στρατηγική σπουδαιότητα της Μεγαλονήσου αλλά και τη ραγδαία αποδυνάμωση του «Μεγάλου Ασθενούς», της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Η πολιορκία της Μονής Αρκαδίου (δημοσιεύτηκε σε αγγλική εφημερίδα) και ένθετη φωτογραφία από την πρώτη προκήρυξη της Επανάστασης το 1866Η πολιορκία της Μονής Αρκαδίου (δημοσιεύτηκε σε αγγλική εφημερίδα) και ένθετη φωτογραφία από την πρώτη προκήρυξη της Επανάστασης το 1866. Ωστόσο, η ισορροπία δυνάμεων δεν επέτρεπε την κατοχή της Κρήτης από οποιαδήποτε εκ των τριών Μεγάλων Δυνάμεων. Κάθε σκέψη για ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ήταν απαγορευτική, διότι συνεπαγόταν την αναβάθμιση της Ελλάδας στη νοτιανατολική Ευρώπη. Η Επανάσταση του 1821 είχε αναδείξει ένα νέο, δυναμικό και φιλόδοξο έθνος, με μακρά παράδοση, το οποίο θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη και ναυτικό κράτος εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των ιμπεριαλιστικών σχεδίων των Μεγάλων Δυνάμεων στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή.
Στην εξίσωση όμως εισέρχονταν τρεις παράγοντες που περιέπλεκαν την κατάσταση: ο πόθος των Κρητών για ένωση με την Ελλάδα, η αμέριστη συμπαράσταση του Ελληνισμού στο σκοπό αυτό και η παρουσία μουσουλμανικής μειονότητας στη Μεγαλόνησο που εναντιωνόταν στην Ενωση. Τηρουμένων των αναλογιών, το Κρητικό Ζήτημα του 19ου αιώνα θα μπορούσε να συγκριθεί με το Κυπριακό Ζήτημα που εξακολουθεί να ταλανίζει τον Ελληνισμό ώς σήμερα.
Φαινομενικά, το 1866, στη Μεγαλόνησο επικρατούσε ησυχία, εν αναμονή της εφαρμογής των όρων του σουλτανικού φιρμανιού Χατί Χουμαγιούν του 1858, μια σειρά φορολογικών και διοικητικών μεταρρυθμίσεων και παραχωρήσεων προς τον χριστιανικό πληθυσμό, που όμως η σουλτανική κυβέρνηση δεν εφάρμοσε ποτέ.
Ξεσπά η επανάσταση
Ζυμώσεις για νέα επανάσταση ξεκίνησαν στην ηγεσία των χριστιανών της Κρήτης. Δημιουργήθηκε δίκτυο επαφών με τους εξόριστους Κρητικούς στην Αθήνα. Παράλληλα, οι επαναστατικές πρωτοβουλίες των Κρητικών λάμβαναν θερμή ενθάρρυνση από την κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου.
Τον Μάιο του 1866 ξέσπασε η επανάσταση. Με υπόμνημά τους προς τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις οι επαναστάτες πρότειναν ένα ευρύ φάσμα πιθανών λύσεων, από την παραμονή υπό διαλλακτικότερη οθωμανική κυριαρχία ώς μια εγγυημένη από τις ξένες Μεγάλες Δυνάμεις αυτονομία και την πλήρη ένωση με την Ελλάδα. Η αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων στο υπόμνημα υπήρξε η απόλυτη σιωπή, ενώ η Υψηλή Πύλη αποφάσιζε να καταπνίξει την κρητική εξέγερση.
Η Ελλάδα του 1860 δεν ήταν ισχυρή στρατιωτικά, οικονομικά και διπλωματικά ώστε να αναμετρηθεί επί ίσοις όροις με τους Τούρκους. Επιπρόσθετα, η ελληνική κυβέρνηση Βούλγαρη-Δεληγιώργη δεχόταν πιέσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις να μην αναμειχθεί ενεργότερα υπέρ των εξεγερμένων Κρητών.
Ο νέος βασιλιάς Γεώργιος Α' είχε προσδεθεί στο άρμα των Μεγάλων Δυνάμεων. Η επίσημη Ελλάδα μπορούσε να κινηθεί μόνο διπλωματικά (π.χ. υπόμνημα Δεληγιώργη προς τις Μεγάλες Δυνάμεις και απόπειρα σύναψης ελληνοσερβικής συμμαχίας από τον μετέπειτα πρωθυπουργό Κουμουνδούρο). Ωστόσο, το λαϊκό αίσθημα στην Ελλάδα ήταν αταλάντευτα με το μέρος των Κρητών αδελφών τους, το οποίο εκφραζόταν με συλλαλητήρια υπέρ των Κρητών.
Παρά την αδιάλλακτη στάση του Παλατιού και του Βούλγαρη, ο Δεληγιώργης ανέλαβε πρωτοβουλίες για τον καλύτερο συντονισμό της επανάστασης. Με υπόδειξή του συγκροτήθηκαν δύο αρχηγεία, το ένα στις ανατολικές επαρχίες και το άλλο στις δυτικές.
Επανέφερε το θέμα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, εκμεταλλευόμενος τον αναβρασμό που επικρατούσε μεταξύ των υπόδουλων Ελλήνων. Στόχευε στη διπλωματική ανάμειξη των Μεγάλων Δυνάμεων, που θα έσπευδαν να αποσοβήσουν την εξάπλωση της επανάστασης στα Βαλκάνια, φοβούμενες την ανεξέλεγκτη ανακίνηση του Ανατολικού Ζητήματος. Η τακτική αυτή ήταν ορθή, αλλά προσέκρουσε στην άρνηση του Γεωργίου Α', οποίος, σε αντίθεση με τον Οθωνα που συνηγορούσε υπέρ μιας ενεργητικής/επιθετικής πολιτικής, υποστήριζε την εφαρμογή μιας «σώφρονος» πολιτικής, εναρμονισμένης με τις επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων.
Εθελοντικά σώματα Ελλήνων στρατιωτικών και Κρητικών αποβιβάστηκαν στην Κρήτη για να ενισχύσουν τον Αγώνα. Μεταξύ των ηγετών της επανάστασης του 1866 ξεχωρίζουν οι Ιωάννης Ζυμβρακάκης, Παναγιώτης Κορωναίος και ο καπετάν-Κόρακας.
Παρά τις πρώτες νίκες των επαναστατών, ο καλύτερα οργανωμένος και πολυπληθέστερος οθωμανικός στρατός (45.000 στρατιώτες έναντι 20.000 επαναστατών), ενισχυμένος από τον στόλο που επέβαλε τον ναυτικό αποκλεισμό της Μεγαλονήσου, επικράτησε στρατιωτικά. Ελληνικά πλοία διέσπασαν αρκετές φορές τον κλοιό, αλλά αυτό δεν έφτανε.
Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κλιμακώθηκαν επικίνδυνα. Με τελεσίγραφο προς την κυβέρνηση Βούλγαρη στις 29 Νοεμβρίου 1868, η οθωμανική κυβέρνηση απαιτούσε, μεταξύ άλλων, τη διάλυση των εθελοντικών σωμάτων, τον αφοπλισμό των ελληνικών πλοίων που μετέφεραν πολεμοφόδια στην Κρήτη και την τιμωρία όσων ευθύνονται για το θάνατο Τούρκων στρατιωτών.
Η Αθήνα απέρριψε το τελεσίγραφο και οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών διεκόπησαν. Οι εξελίξεις θορύβησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις. Στις 2 Ιανουαρίου ο Ναπολέων Γ' συγκάλεσε έκτακτη συνδιάσκεψη στο Παρίσι.
Η συνδιάσκεψη του Παρισιού
Στη συνδιάσκεψη συμμετείχαν η Αυστρία, η Βρετανία, η Γαλλία, η Πρωσία, η Ρωσία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αρχικά, η Ελλάδα αποκλείστηκε από τη συνδιάσκεψη -η επίσημη εξήγηση ήταν ότι δικαίωμα συμμετοχής είχαν μόνο τα κράτη που είχαν υπογράψει τη συνθήκη του Παρισίου το 1856. Κατόπιν, με ρωσική παρέμβαση, η Ελλάδα προσκλήθηκε με συμβουλευτική ψήφο, αλλά η κυβέρνηση Βούλγαρη αρνήθηκε να συμμετάσχει στη συνδιάσκεψη, διότι θεωρούσε ότι θα μειονεκτούσε σε σχέση με την οθωμανική αντιπροσωπεία.
Στις 8 Ιανουαρίου 1869, ανακοινώθηκαν οι αποφάσεις της Συνδιάσκεψης του Παρισίου:
α) απαγόρευση της συγκρότησης άτακτων σωμάτων στο ελληνικό έδαφος για τη διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
β) απαγόρευση εξοπλισμού σε ελληνικά λιμάνια πλοίων που θα εφοδίαζαν εξεγέρσεις σε οθωμανικά εδάφη,
γ) διευκόλυνση επιστροφής στην Κρήτη όσων προσφυγικών οικογενειών το επιθυμούσαν,
δ) αποζημίωση όσων Οθωμανών υπηκόων ζημιώθηκαν κατά την εξέγερση.
Η αποδοχή των αποφάσεων της Συνδιάσκεψης από την Ελλάδα έπρεπε να γίνει σε μία εβδομάδα. Οι όροι αυτοί επέβαλλαν ουσιαστικά τη λήξη της Κρητικής Επανάστασης.
Τα νέα από το Παρίσι προκάλεσαν πολιτική κρίση στην Ελλάδα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις πίεσαν τον Γεώργιο να αποδεχθεί τις αποφάσεις τους. Ωστόσο, ο νεαρός βασιλιάς φοβήθηκε ότι μια τέτοια πράξη θα είχε ως αποτέλεσμα την πτώση του, όπως είχε συμβεί με τον Οθωνα. Πανικόβλητος εξαιτίας της λαϊκής οργής ο Βούλγαρης παραιτήθηκε. Τελικά, έπειτα από πολλές απόπειρες, στις 24 Ιανουαρίου σχηματίστηκε κυβέρνηση από τον Ζαΐμη και την επομένη η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε τα αποτελέσματα της Συνδιάσκεψης. Στις 6 Φεβρουαρίου αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Παρά τις ηρωικές θυσίες του κρητικού λαού και τον ολομέτωπο αγώνα για τρία ολόκληρα χρόνια η Επανάσταση απέτυχε. Το Κρητικό Ζήτημα παρέμεινε ένα ενεργό ηφαίστειο, το οποίο εξερράγη τρίτη και τελευταία φορά το 1897.
(*) ιστορικός, διευθυντής Εκδόσεων Historical Quest, www.historical-quest.com