Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Υμνος και θρήνος για το κλειστό ελληνικό περίπτερο

Δεν ήταν ανέκδοτο. Ηταν πραγματικότητα. Οταν στις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90 οι τουρίστες από τις ανατολικές χώρες, επωφελούμενοι από το σχετικό άνοιγμα, ταξίδευαν στην Αθήνα σήκωναν οτιδήποτε πουλιόταν στα περίπτερα.
Τσίχλες και ξυραφάκια, ασπιρίνες και κορδόνια παπουτσιών, πτυσσόμενες ομπρέλες, φακούς και μπαταρίες, καραμέλες και μέντες για τον βήχα. Δεν το γράφω για να ειρωνευτώ αυτούς τους ανθρώπους.
Στις κοινωνίες τους, στερημένες ή, αν θέλετε, απαλλαγμένες από πολλά καταναλωτικά προϊόντα, η εξασφάλιση τέτοιων προϊόντων -αβέβαιης ενίοτε χρησιμότητας αλλά βέβαιης γοητείας- ήταν προβληματική.
Γι’ αυτό το ελληνικό περίπτερο φάνταζε στα μάτια των ανθρώπων αυτών σαν η μοντέρνα εκδοχή του αρχαίου κέρατος της Αμάλθειας είτε σαν μια βολική περίληψη του καπιταλιστικού σούπερ μάρκετ.
Αλλά και για μας επίσης από τα παιδικά μας ακόμα χρόνια το περίπτερο ήταν ένας τόπος συχνά απαγορευμένης και γι’ αυτό πιο σαγηνευτικής μαγείας. Το ανατρεπτικό «Παιδί Φάντασμα», ο εξωτικός «Γκαούρ–Ταρζάν», τα αμαρτωλά «Φαντάζιο» και «Χτυποκάρδι», οι τσίχλες με τις βεντέτες του Χόλιγουντ έτρεφαν τα όνειρά μας και ενέπνεαν τις αταξίες μας.
Μεγαλώνοντας πάλι το περίπτερο έγινε κάτι το διαφορετικό. Σημείο στιγμιαίας ανάπαυλας σε μια πόλη σαν την Αθήνα, η οποία έμπαινε σε έναν όλο και πιο φρενήρη ρυθμό, σταθμός για μια καλημέρα και μια ανάσα κοινωνικότητας μέσα από τον διάλογο με την οικεία μορφή που πρόβαλλε από το άνοιγμα του ορθογώνιου κουτιού που ζεσταινόταν με κάποια φτηνή σόμπα τον χειμώνα, όταν τα γάντια αδυνατούσαν να σταθούν αρωγός.
Και επίσης μέρος όπου βρίσκαμε την εφημερίδα μας, για την οποία δεν καταλαβαίναμε ότι μαζί με όλες τις άλλες έφθινε όλο και πιο πολύ κυκλοφοριακά, και επίσης μέρος όπου διατρέχαμε τα πρωτοσέλιδα όλων των άλλων που ήταν αναρτημένες από κάθε πλευρά.
Αλλά πάνω από όλα σημείο σταθερότητας που μας έπειθε ότι οι δρόμοι, η πόλη μας, η ζωή μας και οι ζωές των άλλων βρίσκονταν στη θέση τους και δεν είχαν δραπετεύσει μαζί με το τελευταίο μας όνειρο μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης. Και ακόμη η νυχτερινή μας παρηγοριά όταν τα μαγαζιά ήταν από ώρες κλειστά και ψάχναμε για κάποιο μικροπράγμα που ίσως μας ήταν λιγότερο αναγκαίο από τα φώτα που έσπαγαν τη μοναξιά και το σκοτάδι.
Ισως για όλους αυτούς τους λόγους συνεχίζω σε κάποιο βαθμό να αγνοώ ή μάλλον να απωθώ, τουλάχιστον συνειδητά, τον αριθμό των περιπτέρων που κλείνουν. Σε όλο το μήκος της Συγγρού και της Πατησίων. Στην Αμαλίας και στην Πανεπιστημίου.
Στην Ευελπίδων και στη Σταδίου και σε τόσα άλλα μέρη, σε τόσους άλλους δρόμους που έχουν γίνει νεκροταφεία περιπτέρων. Απέναντι σε όλες τις αμφιβόλου εγκυρότητος αισιοδοξίες. Σε όλα τα πλάνα ανάκαμψης, ανάπτυξης, ανάνηψης ή οτιδήποτε άλλο ηχηρό. Η σειρά των οριστικά κλειστών περιπτέρων έρχεται να συμπληρώσει την όλο και πιο μακρά λιτανεία των ταξί σε κανονικές και αυτοσχέδιες πιάτσες.
Των ντυμένων στα κίτρινα ταξί που μοιάζουν να πενθούν τους πρασινοντυμένους εκλιπόντες συντρόφους τους, τα περίπτερα. Ερχεται να μας τρίψει κατά πρόσωπο την πραγματικότητα και να μας πει πως πρέπει όχι να την αποδεχτούμε αλλά να τη δούμε και να αντιδράσουμε. Τώρα που ακόμα δεν έχουν χαθεί όλα.
 http://www.efsyn.gr/arthro/ymnos-kai-thrinos-gia-kleisto-elliniko-periptero