Ολο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια βλέπουμε στην πολιτική σκηνή τη συγκρότηση -ευκαιριακή και προπαντός καιροσκοπική- διαφόρων κομματικών σχηματισμών από πρόσωπα που υπηρετούν είτε την προσωπική τους στρατηγική είτε ευρύτερα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η σχεδόν παντελής έλλειψη σύνδεσης με την κοινωνία, τα κινήματα ή τους κοινωνικούς αγώνες.
Το μεταμοντέρνο και φιλελεύθερο Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη, η Δημοκρατική Συμμαχία της Ντόρας Μπακογιάννη, το Κίνημα Ελευθέρων Πολιτών του Δημήτρη Αβραμόπουλου, το Χριστιανοδημοκρατικό Κίνημα του Νίκου Νικολόπουλου, το Αρμα Πολιτών του Γιάννη Δημαρά, οι Ενεργοί Πολίτες του Μανώλη Γλέζου, και ο κατάλογος μπορεί να συνεχιστεί για πολύ.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων πρόκειται για τεχνητά μορφώματα, τα οποία γίνονται είτε το όχημα της πολιτικής επιβίωσης του προσώπου που τα ιδρύει είτε ο μανδύας μιας πολιτικής συνεργασίας με άλλο κόμμα -συνήθως μεγαλύτερο- προκειμένου να κατοχυρωθεί ένας βαθμός ανεξαρτησίας, αυτός του «συνεργαζόμενου». Το είδαμε και στην περίπτωση της Ζωής Κωνσταντοπούλου, η οποία δεν δημιούργησε κόμμα, αλλά έβαλε το «συνεργαζόμενη» ως πρόσημο στη σύμπλευσή της με τη Λαϊκή Ενότητα.
Η απουσία σύνδεσης με την κοινωνία όμως δεν συναντάται μόνο σ’ αυτά τα μορφώματα, αλλά και σε δήθεν «εκπροσώπους πολιτικών ή κοινωνικών χώρων». Η φάμπρικα αυτή βοηθά συνήθως στο «ξέπλυμα» διαφόρων ανθρώπων από το, συνήθως όχι και τόσο άψογο, παρελθόν τους.
Δυστυχώς αυτό το φαινόμενο δεν εξέλιπε και στις δύο κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπου βρήκαν φιλόξενο χώρο πρόσωπα που συνέβαλαν -το καθένα με τον τρόπο του και σε διαφορετικό βαθμό- σ’ ένα σύστημα που οδήγησε στον εκφυλισμό της πολιτικής, στην υπονόμευση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους πολιτικούς, στη διάβρωση των συνειδήσεων, στην εφαρμογή αντιλαϊκών πολιτικών και στη γενικότερη παρακμή των τελευταίων χρόνων.
Μάρκος Μπόλαρης και Θεοδώρα Τζάκρη είναι μόνο τα δύο τελευταία παραδείγματα, αφού ο κατάλογος είναι μακρύτατος και θα κινδυνεύαμε να... αδικήσουμε κάποιους. Πρώην υπουργοί, γενικοί γραμματείς υπουργείων, μεγαλοστελέχη του Δημοσίου και των ΔΕΚΟ, φθαρμένοι συνδικαλιστές, άνθρωποι του τραπεζικού χώρου, σύμβουλοι, βουλευτές, κομματάρχες και όλα τα είδη της πανίδας του παλαιού καθεστώτος χώρεσαν. Ολοι με την «τεχνογνωσία» του ψηφοσυλλέκτη και του ιμάντα μεταβίβασης της κυβερνητικής ή κομματικής γραμμής.
Φυσικά, θα πει κάποιος, υπάρχει και ο πραγματισμός της εξουσίας, και στον βαθμό που η Αριστερά στερούνταν την ανάλογη εμπειρία έπρεπε να βρεθούν οι κατάλληλες γέφυρες με τους μηχανισμούς του βαθέος κράτους, της Διοίκησης και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Δυστυχώς, όμως, αυτές οι «γέφυρες» έχουν περπατηθεί από πολλούς και έχουν υποστεί την ανάλογη φθορά, με κίνδυνο όποιος τις χρησιμοποιήσει να βρεθεί στο κενό.
Στην πραγματικότητα πίσω απ’ αυτήν την αντίληψη κρύβεται μια τεχνοκρατική προσέγγιση της πολιτικής, η οποία αναζητά πάντα τους «ειδικούς» και τους «ειδήμονες» για την άσκηση της πολιτικής και πληρώνει αδρά για τις «γνώσεις» τους.
Ομως οι ειδικοί παντός καιρού, οι ειδήμονες της χειραγώγησης, οι τεχνικοί των (ανέντιμων) συμβιβασμών και οι έχοντες τις επαφές με τα πραγματικά κέντρα εξουσίας είναι προσωρινοί σύμμαχοι, επισφαλείς φίλοι και επικίνδυνοι συνοδοιπόροι. Η πείρα το έχει αποδείξει.
http://www.efsyn.gr/arthro/prosopopagi-kommata-kai-ekprosopoi-horon