Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

«Με κινητοποιεί το καθήκον, απεχθάνομαι το χύμα»

«Με κινητοποιεί το καθήκον, απεχθάνομαι το χύμα»

protopappa-.jpg

Η Μαρία Πρωτόπαππα, διακριτική και αθόρυβη εκτός σκηνής, έχει τον τρόπο να μιλά ή να μη μιλά για τον εαυτό της | ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Της λέω ότι είναι μια πολύ καλή ηθοποιός και μου απαντά: «Η Αγορίτσα Οικονόμου είναι σπουδαία. Και η Γαλήνη Χατζηπασχάλη».
Η Μαρία Πρωτόπαππα, διακριτική και αθόρυβη εκτός σκηνής, έχει τον τρόπο να μιλά ή να μη μιλά για τον εαυτό της. Οι συνεντεύξεις δεν είναι το φόρτε της, όπως η σκηνή. Επιφυλακτική, αλλά ευγενική, προσπαθεί να είναι άμεση, ευθεία, ειλικρινής, βέβαιη για τις λέξεις που χρησιμοποιεί.
Τώρα ερμηνεύει τη Γρούσα στον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπ. Μπρεχτ, που θα ανεβεί στις 11 Μαρτίου στο Παλλάς, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι, δηλαδή όπως και στο πρώτο ελληνικό ανέβασμα, το 1957, από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης.
• Μπρεχτ στο λαμπερό Παλλάς δεν συνιστά ένα «παραξένισμα», μια «διαλεκτική αντίφαση»;..
Ισως… Οταν οι παραγωγοί διαλέγουν αυτό το έργο με συγκεκριμένους συντελεστές, σημαίνει ότι εκπέμπουν ένα σήμα ως προς την ταυτότητα που επιθυμούν να προσδώσουν στον χώρο. Και, προφανώς, δεν επιδιώκουν το εμπορικό σουξέ, αν σκεφτείς ότι η λειτουργία και η συντήρηση του χώρου δεν είναι αστεία υπόθεση, απαιτεί πολλά χρήματα. Το έργο είναι ρίσκο για το θέατρο, αλλά και τον Μπρεχτ...
ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

• Ο συγκεκριμένος χώρος «στρίβει» και την οπτική του ανεβάσματος;
Η «πόρτα», όπως λέμε, ο κόσμος που φέρνει το Παλλάς, πράγματι «στρίβει» την οπτική του ανεβάσματος. Οι ίδιοι άνθρωποι στη Στέγη, στο Bios ή στο Υπόγειο του Τέχνης θα το έστηναν πιθανόν διαφορετικά. Εχουν γραφτεί τόσα για τον τρόπο και το ύφος του Μπρεχτ. Ο σκηνοθέτης εδώ ήθελε να βασιστεί περισσότερο στην ιστορία της Γρούσας, στην καλοσύνη και στην αγάπη της για το παιδί. Το έργο αντιμετωπίστηκε ως έχει, χωρίς σκηνοθετικές οδηγίες. Τελικά, αυτό που ονομάζουμε «μπρεχτική αποστασιοποίηση», συμβαίνει αναπόφευκτα από τον λόγο, τη δομή των σκηνών. Η μη γραμμική, ψυχολογική προσέγγιση δεν σημαίνει ότι απορρίπτει τον λυρισμό, το βύθισμα σε συναισθηματικές καταστάσεις - κάποτε, μάλιστα, το συναίσθημα εκβιάζεται. Ο ίδιος ο Μπρεχτ έλεγε ότι μέσα στην ιστορία της αφήγησης μπορείς να παίξεις ακόμα και στανισλαφσκικά.
• Αρα η ταξική διάσταση του έργου υποχωρεί;
Το ταξικό στοιχείο είναι ανυπέρβλητο. Είναι η βάση, γι' αυτό δεν μπορείς να το φιμώσεις, να το μασκαρέψεις, άσχετα αν η ιδεολογία του Μπρεχτ θεωρείται ξεπερασμένη ή δεν προτείνει κάτι σήμερα. Για μένα η ταξική διάσταση αποτελεί τον άξονα του έργου – μήπως πάντα δεν υπάρχουν τάξεις; Ενώ στην παράσταση δεν μας απασχόλησε ο τρόπος του Μπρεχτ, τελικά η άποψή του προέκυψε ερήμην. Είναι παρούσα. Μπροστά σ’ αυτό υποκλίνομαι.
• Είναι έργο για τη μάνα ή για τη μητρότητα;
Νομίζω πως περισσότερο αφορά τον σύνδεσμο, την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων. Ο Μπρεχτ διάλεξε μια απλή κοπέλα, που κανείς δεν θα έριχνε το βλέμμα πάνω της, με το χαμηλότερο στάτους όλων, και την έκανε πρωταγωνίστρια. Εκείνη είχε απλώς την έμπνευση να φερθεί με καλοσύνη. Σώζει ένα εγκαταλειμμένο πριγκιπόπουλο, δένεται μαζί του, το αγαπά, το διεκδικεί. Ο δικαστής Αζντάκ έχει την ίδια καταγωγή με την υπηρετριούλα. Δυο υπάρξεις δημιουργούν μια σύντομη αναλαμπή σε περίοδο χάους και αναρχίας. Αναδύονται στην πολιτική συγκυρία ανατροπής της κανονικότητας για να συνεργαστούν σ’ ένα θέατρο σκιών του παραλόγου προκειμένου να εκδοθεί άδικη-δίκαιη απόφαση σε μια υπόθεση μητρότητας παρακάμπτοντας το τυπικό δίκαιο. Οταν παρουσιάζεται η ευκαιρία το παιδί να επιστρέψει στην κανονική μητέρα, η Γρούσα αρνείται να το δώσει, παρόλο που θα ζούσε καλύτερα. Είναι επειδή έχει μοχθήσει γι' αυτό. Ο Μπρεχτ λέει πως ό,τι μας ενώνει με τα πράγματα είναι ο κόπος μας γι' αυτά. Ο μόχθος δημιουργεί τη σχέση, αυτό που ονομάζουμε αγάπη.
• Ο στρατευμένος μαρξιστής, ο διδακτικός Μπρεχτ εξακολουθεί να μας αφορά;
Ο Μπρεχτ έχει μια δυσκολία, μοιάζει κάπως παρωχημένος, αλλά ξέρω επίσης κάποια σύγχρονα έργα που μου φαίνονται περισσότερο αναχρονιστικά από τον Μπρεχτ και ως ιδέες και ως ύφος. Ο «Κύκλος με την κιμωλία» δεν είναι ο καλός, ο κακός και ο άσχημος. Ο Μπρεχτ δεν καθαγιάζει. Η Γρούσα γκρινιάζει, μετανιώνει που ανέλαβε κάτι πάνω από τις δυνάμεις της. Δεν είναι ηρωίδα στο έργο, αλλά πιόνι, μαριονέτα μέσα στον μηχανισμό που κινεί ο Μπρεχτ μέσω του αφηγητή. Δεν αυτενεργεί στο παραμύθι, άρα δεν έχει ιδεολογία. Ο θεατής, υπό την καθοδήγηση του Μπρεχτ, αναγνωρίζει αυτές τις κάπως ξεχασμένες ποιότητες.
• Ποια είναι η τεχνική σας ως ηθοποιός;
Και μετά την πρεμιέρα εξακολουθώ να ψάχνω στοιχεία για να εμβαθύνω όσο μπορώ. Είναι λειτουργία που δεν σταματάει στον ηθοποιό. Για μένα τα δύσκολα, αλλά ωραία, αρχίζουν αφού οι σκηνές έχουν δουλευτεί, τα κομμάτια της παράστασης όμως είναι ακόμα «άρραφτα» μεταξύ τους. Είναι τότε που το παζλ ενώνεται και κατανοείς με ποιες ποιότητες θα αναρριχηθείς, θα κυλήσεις μέσα του. Το συναισθηματικό είναι το τελευταίο που με απασχολεί. Οταν έχεις κατασκευάσει καλά τη σκαλέτα σου, τα συναισθήματα προκύπτουν, βρίσκεις τον δρόμο. Ο Αιμίλιος Χειλάκης, τυχαία, με μια φράση που είπε για να με βοηθήσει, με έσπρωξε να ανακαλύψω μια ιδέα που γέννησε την επόμενη. Οτι, δηλαδή, τους λαϊκούς ανθρώπους διατρέχει ένα αίσθημα τρομερής αισιοδοξίας. Φτιαγμένοι από πηλό, σχεδόν ανώνυμοι, συνηθισμένοι, εργατικοί, ψημένοι στη ζωή του χειρώνακτα, έχουν μια ευλογία: σε δύσκολες καταστάσεις το σώμα τους εκλύει ζωτική ενέργεια, ευεξία. Κι αυτό είναι κάτι χειροπιαστό, ένα είδος πίστης. Η διαπίστωση μου φώτισε την πολύπαθη Γρούσα αλλιώς, όχι δραματικά. Οσο περισσότερο την τροφοδοτώ μ' αυτό το φως τόσο περισσότερο γίνεται διαυγής, ξεκάθαρη.
• Οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι σήμερα καταφέρνουν να νιώθουν έτσι;
Είναι μια αίσθηση που πάει να χαθεί στις μέρες μας. Οι άνθρωποι στις πόλεις, κατσούφηδες, γκρινιάρηδες, σέρνονται, δεν μπορούν να αντλήσουν απ’ αυτήν την εσωτερική φλόγα, την ενέργεια. Δεν χαίρονται την ύπαρξή τους, μόνο δουλεύουν. Δεν απολαμβάνουμε την κίνηση του σώματός μας, τη δύναμη της επιβίωσης απέναντι στα στοιχεία της φύσης σαν τους παππούδες στα χωριά που διασχίζουν ακόμα τα φαράγγια όπως τότε που ήταν παιδιά. Εγώ από την Ομόνοια στο Σύνταγμα λαχανιάζω. Βλέπω τις ποιοτικές διαφορές ανάμεσα σε μένα, τη μητέρα, τη γιαγιά μου.
• Εσάς τι σας κινητοποιεί;
Η αίσθηση του καθήκοντος. Δεν με βαραίνει. Το άλλο, το χύμα, το απεχθάνομαι, εκείνη τη σιγουριά ότι όλα μου ανήκουν, ότι ο κόσμος πρέπει να μου επιστρέφει τα χίλια μύρια μόνο και μόνο επειδή υπάρχω… Δεν αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως ταγμένο στο θέατρο, θα ήταν ντροπή να το πω όταν άλλοι είναι δοσμένοι διανοητικά, σωματικά, ψυχικά. Μου αρέσει το τυχαίο, που δεν θεωρώ… τυχαίο. Κάτι συμβαίνει και προκαλούνται τα πράγματα. Σε κάθε δουλειά θέλω να εντοπίσω κάτι στον συνεργάτη, στον σκηνοθέτη. Κάποτε πιάστηκα από τα μάτια του σκηνοθέτη και είπα «ναι» πριν διαβάσω το κείμενο. Αργότερα είδα ότι το έργο δεν μου μιλούσε κι ένιωσα ότι πρόδωσα αυτές τις άλλες παραμέτρους. Τέτοια πράγματα, και αντιστρόφως, συμβαίνουν συνεχώς στη διαδικασία της δουλειάς μας.
• Και το πάθος του καλλιτέχνη;
Το θεωρώ μύθο, όπως τις καριέρες και τις καλλιτεχνίτιδες. Μια εργασία κάνουμε, τίποτα εξαιρετικό. Δύσκολες πρόβες με ρούχα δουλειάς, σερνόμαστε, βρομίζουμε. Αυτό που ζούμε στο θέατρο, στο σινεμά, στην τηλεόραση είναι απτό, απολύτως πρακτικό. Και συγχρόνως ταπεινό, γιατί ανά δευτερόλεπτο εξευτελίζεσαι. Γίνεσαι ηλίθιος, ώστε να ξεκινήσεις τη διαδικασία ψαξίματος απ' την αρχή, μήπως και βρεις κάτι. Ζεις σε μια Βαβέλ με ετερόκλητους ανθρώπους, αδιάφορο αν σ’ αρέσουν ή δεν σ’ αρέσουν, και πρέπει μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεις κοινή γλώσσα συνεννόησης, εμπιστοσύνης, ώστε ο καθένας να προσκομίσει κάτι στο κοινό πιάτο που ετοιμάζεται. Τα υπόλοιπα δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο, αλλά με εμπορικότητα, διαφήμιση, «box office». Εμένα αυτά με αγχώνουν, με βγάζουν από τον κόσμο μου. Δεν κρίνω, ο καθένας έχει τον τρόπο του, είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας.

Δεν έχω τίποτα δικό μου, επένδυσα σε χρόνο και ενδιαφέροντα

Στη σκηνή του «Παλλάς» | 

• Ποιος είναι ο κόσμος σας;
Απλώς είμαι αλλιώς, κανονική δηλαδή… Κάπως κλειστή, αλλά όχι πάντα. Οι φωτογραφίσεις, οι κάμερες στις πρεμιέρες, η διαφήμιση είναι κάτι άλλο, που και αναγκαίο να είναι, εγώ δεν μπορώ να το κάνω καλά. Απαιτεί κούραση, προσήλωση, εργατοώρες. Αφορά τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι την οικονομία του χρόνου. Δεν πηγαίνω στο κομμωτήριο, κόβω μόνη τα μαλλιά μου. Ούτε τα βάφω, βαριέμαι. Δεν μπορώ να έχω στο μυαλό μου ότι πρέπει να πάω και για τη ρίζα... Αυτόν τον χρόνο τον θέλω για να κοιμάμαι, να διαβάζω, να χαζεύω, να αράζω και να σκέφτομαι. Μου λένε «βγάλε τα φρύδια σου». Εγώ το ξεχνάω, βαριέμαι. Κάποτε θα τα κάνω, τώρα δεν θέλω.
• Τα χρήματα παίζουν ρόλο;
Θα πεθάνω στην ψάθα, δεν έχω τίποτα δικό μου. Ομως δεν φοβάμαι, νιώθω πλήρης. Επένδυσα σε χρόνο και ενδιαφέροντα. Ακόμα κι όταν μου φεύγει ο ενθουσιασμός για κάτι, το παρατάω, αλλά επανέρχομαι. Νιώθω χαρούμενη και που αναπνέω. Οσο περνούν τα χρόνια ελαφραίνω αντί να βαραίνω. Είμαι πολύ καλύτερα απ’ όταν ήμουν 20 χρόνων. Και κοιμάμαι ήσυχη.
• Πολιτικοποιημένη;
Δεν έχω πλήρη ενημέρωση, απεχθάνομαι τη μικροπολιτική, τα κομματικά παιχνίδια, τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, τόσο απροκάλυπτη που με κάνει να ντρέπομαι. Δεν έβαλα αποκωδικοποιητή κι ησύχασε το κεφάλι μου από την τηλεόραση. Αν γίνει κάτι τρομερό, θα μου το πουν οι φίλοι μου. Ομως δεν είμαι απολιτίκ, πού πηγαίνει το καράβι με νοιάζει και με καίει. Δεν ξέρω πια τι σημαίνει Αριστερά, η απολυτότητά της κατά καιρούς απογοητεύει. Σίγουρα τα συμφέροντα της τάξης μου δεν είναι στη Δεξιά. Αυτό που θέλω είναι να υπάρχει ένα κοινωνικό σύστημα πραγματικής δικαιοσύνης.
• Ανησυχείτε για το ευρωπαϊκό μας μέλλον;
Δεν φοβάμαι. Ακόμα κι αν υποστούμε ένα πολύ μεγάλο σοκ, πιστεύω η ρήξη ήταν αναπόφευκτη. Μήπως πρέπει να μηδενιστεί το κοντέρ; Ισως πρόκειται για ιστορική αναγκαιότητα – κάποιοι ειδικοί θα πουν ότι δεν ξέρω τι λέω… Ο πατέρας μου ήταν λογιστής και ορθολογιστής. Εμαθα πως όταν το αδιέξοδο, το βάλτωμα, σε ζημιώνει κι άλλο, οφείλεις να αντιδράσεις. Μπαίνεις σε κατάσταση επιφυλακής, προετοιμάζεσαι, προσαρμόζεσαι, προτείνεις, αλλά σίγουρα δεν μένεις απαθής.
• Τις προσωπικές κρίσεις πώς τις διαχειρίζεστε;
Δεν αντέχω τον αιφνιδιασμό, μπορεί να πάθω τρομερό πανικό. Γι' αυτό, πριν σκάσει η δυσκολία, δημιουργώ τεχνητούς πανικούς και παίρνω μέτρα... Δεν εννοώ τίποτα ηρωικό. Απλώς προσπαθώ όσο γίνεται να προετοιμαστώ για το χειρότερο που βλέπω να έρχεται. Θέλω να το έχω φιλοσοφήσει, να το έχω κοιτάξει με ψυχραιμία. Το δοκίμασα σε απώλειες και δούλεψε. Από πριν κατάφερα να φωτίσω το γεγονός από πολλές πλευρές, προετοιμάστηκα, το διαχειρίστηκα.

Info:

Θέατρο Παλλάς, Βουκουρεστίου 5 (City Link), τηλ.: 210 3213100) «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπ. Μπρεχτ.
Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης. Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις. Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Σκηνικά- κοστούμια: Λίλη Πεζανού.
Χορογράφος: Αμαλία Μπένετ. Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος. Δραματουργική επεξεργασία: Μανώλης Δούνιας.
Παίζουν: Αιμίλιος Χειλάκης, Μαρία Πρωτόπαππα, Ελισάβετ Μουτάφη, Αποστόλης Τότσικας, Δέσποινα Γιαννοπούλου, Παναγιώτης Εξαρχέας, Σταύρος Καραγιάννης, Κώστας Κορωναίος, Ελένη Κούστα, Χριστιάννα Μαντζουράνη, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Αγγελος Μπούρας, Γιώργος Παπανδρέου, Γρηγόρης Ποιμενίδης, Σπύρος Τσεκούρας, Βαγγέλης Ψωμάς. Αφηγητής ο Δημήτρης Λιγνάδης

http://www.efsyn.gr/arthro/me-kinitopoiei-kathikon-apehthanomai-hyma