Συντάκτης:
Θεόδωρος Γεωργίου
Μία από τις πρώτες πολιτικές πρωτοβουλίες (όχι απλώς εξαγγελίες, όπως φαίνεται από τα πράγματα) της κυβέρνησης είναι η βούλησή της να θέσει προς συζήτηση με τους εταίρους-δανειστές το ζήτημα της κατάργησης του συλλογικού οργάνου που φέρει την επωνυμία «τρόικα». Ολοι γνωρίζουμε ότι το συλλογικό αυτό όργανο συγκροτήθηκε εδώ και πέντε χρόνια υπό το καθεστώς των μνημονίων από τις συλλογικότητες που είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αποτελείται από ειδικούς εμπειρογνώμονες-τεχνοκράτες, οι οποίοι έχουν ως έργο τους να εξειδικεύουν τις πολιτικές αποφάσεις των τριών πολιτικών συλλογικοτήτων που εκπροσωπούν κατά τις διαδικασίες διαβούλευσης με την ελληνική κυβέρνηση. Οι εμπειρογνώμονες στο τριμελές αυτό όργανο θα έπρεπε κατ' αυτό τον τρόπο να ενεργούν και να πράττουν. Ωστόσο, όμως, κατά την πενταετία που ίσχυσε το καθεστώς των μνημονίων τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά.
Στο κείμενό μας θα επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε σε τρία σημεία την αρνητική πολιτική εμπειρία της τρόικας όχι μόνο για την ελληνική πολιτική οντότητα, αλλά και για τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό, εάν όχι και για τον παγκόσμιο. Τα τρία αυτά σημεία κατά σειρά έχουν να κάνουν: πρώτον, με τη δυνατότητα επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων μέσω της πολιτικής. δεύτερον, με την υπεράσπιση της δημοκρατίας από τις απειλές που δέχεται πανταχόθεν. και τρίτον, με την πραγματολογική δυνατότητα μιας κοινωνικής συλλογικότητας να αυτοπροσδιορίζεται ως πολιτική οντότητα.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι η παρουσία της τρόικας κατά την τελευταία πενταετία (2010-2014) στην ελληνική πολιτική μορφή ζωής αμφισβήτησε την πολιτική, υπονόμευσε την κοινοβουλευτική δημοκρατία και επεξεργάσθηκε μηχανισμούς υπαρξιακής εξαφάνισής μας ως πολιτικής συλλογικότητας. Οσον αφορά το πρώτο σημείο: η απελθούσα κυβέρνηση των Σαμαρά - Βενιζέλου αποδέχθηκε ως συνομιλητές τους εμπειρογνώμονες και όχι ως πολιτικούς από την άλλη πλευρά. Οπότε, εκ των πραγμάτων, ήταν αδύνατη και υπονομευμένη κάθε διαπραγμάτευση για το πολιτικό πρόβλημα του δημόσιου χρέους. Η πλευρά των δανειστών είχε κάθε συμφέρον να χειρίζεται το δημόσιο χρέος ως τεχνοκρατικό ζήτημα. Η ελληνική κυβέρνηση όμως, η ελληνική πλευρά, ως πολιτική υποκειμενικότητα όφειλε να γνωρίζει ότι τα κοινωνικά προβλήματα (και τέτοιο πρόβλημα είναι το δημόσιο χρέος της ελληνικής οικονομίας) δεν επιλύονται με γραφειοκρατικές μεθόδους ή τεχνικές, αλλά μόνο με την πολιτική.
Η νέα κυβέρνηση σηκώνει το βάρος της ριζικής πολιτικής λύσης όσον αφορά το πρόβλημα του δημοσίου χρέους. Ως πολιτική υποκειμενικότητα κατανοεί ότι οφείλει να απαλλαγεί από τον κλοιό της τεχνοκρατίας. Επιδιώκει να συνομιλήσει σε πολιτικό επίπεδο με τις τρεις συλλογικότητες. Εάν προχωρούσαμε στους πολιτικούς στοχασμούς μας, θα λέγαμε ότι η νέα κυβέρνηση θέτει, με αφορμή το πρόβλημα του ελληνικού δημοσίου χρέους, το μείζον πραγματολογικό και υπαρξιακό ζήτημα του πολιτικού διαφωτισμού: πολιτική ή τεχνοκρατία.
Εάν ως κοινωνία εδώ στην Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια βιώσαμε την πολιτική έρημο και ως πολίτες ζήσαμε με τις ψευδαισθήσεις ότι η τεχνοκρατία ως η νέα μαγεία θα μας λυτρώσει από τα δεινά του δημοσίου χρέους, τώρα τον Φεβρουάριο του 2015 συνειδητοποιούμε, ότι επιτέλους η ανακάλυψη της πολιτικής θα μας οδηγήσει σε μία «κάποια μέρα» της πολιτικής αλληλεγγύης.
Οσον αφορά το δεύτερο σημείο: η περιώνυμη τρόικα λειτούργησε εντός της ελληνικής πολιτικής μορφής ζωής ως μεταδημοκρατική δομή. Σύμφωνα με τις αναλύσεις του Colin Crouch, κατά διαστήματα στις δυτικές φιλελεύθερες πολιτικές μορφές ζωής εγκαθίστανται δομές, οι οποίες βρίσκονται ως προς τη δομή τους και τη λειτουργία τους εκτός κοινοβουλευτικού ελέγχου. Ως τέτοια δομή λειτούργησε η τρόικα εντός του ελληνικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η τρόικα ήταν μια μεταδημοκρατική δομή και ως τέτοια υπονόμευσε την ίδια την ελληνική κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Και φτάνουμε στο τρίτο σημείο το οποίο αγγίζει τον υπαρξιακό πυρήνα της ελληνικής κοινωνικής συλλογικότητας και αναφέρεται στην πραγματολογική δυνατότητά της να αυτοπροσδιορίζεται σε συνειδησιακό επίπεδο. Κάθε οντότητα αποκτά τις δυνατότητες αυτοπροσδιορισμού της μέσω της ισχύος της και της συνειδήσεώς της. Μπορεί η ελληνική κοινωνία, κατά τα τελευταία χρόνια, να βρέθηκε στη δεινή θέση του κράτους που χρωστάει και να αδυνατεί να έχει πρόσβαση στις «αγορές», αλλά κανείς δεν έχει το δικαίωμα (δεν μπορεί να υπάρξει τέτοιο υποκείμενο στην παγκόσμια κοινωνία) να τη «μετατρέπει» σε εμπορική εταιρεία ή σε κάποια μονάδα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Ως πολιτικός φιλόσοφος διαπιστώνω ότι, μέσω του οργάνου που ονομάζεται «τρόικα», η ελληνική συλλογικότητα αντιμετωπίσθηκε ως εμπορική εταιρεία. Για τους εταίρους-δανειστές η ελληνική κοινωνία δεν ήταν πολιτική οντότητα. Η συγκρότηση της τρόικας έθεσε τα θεμέλια για να απειληθεί η ίδια η ελληνική κοινωνία σε πραγματολογικό επίπεδο σχετικά με την πολιτική αυτοσυνειδησία της εντός του πλαισίου του ευρωπαϊκού πολιτικού διαφωτισμού. Και αυτό από την πλευρά των εταίρων-δανειστών συνιστά το μείζον πολιτικό και υπαρξιακό σφάλμα για μια πολιτική οντότητα όπως είναι η ελληνική κοινωνία.
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκηςhttp://www.efsyn.gr/arthro/ti-itan-i-troika