Δεν κοιμάμαι και τόσο καλά. Δεν γράφω και τόσο συχνά. Δεν ζω όπως θα το’θελα. Δεν έχω ακούσει, η αλήθεια είναι, και κάποιον να λέει πως, ναι, ζει όπως θα το’θελε. Ακριβώς όπως θα το΄θελε. Αλλά ντάξει, εδώ που τα λέμε, δεν είναι και ερώτηση που την πετάς με κάθε δεύτερη κουβέντα, ζητώντας δε απ’ τον άλλον να΄ναι και ακριβής.
Τις σπάνιες αυτές στιγμές που βάζω τα δάχτυλά μου να γαργαλήσουν το πληκτρολόγιο με σκοπό (πώς να το πω), με σκοπό (χωρίς να γελάσει κανείς), με σκοπό να δημιουργήσω, τις σπάνιες αυτές στιγμές, η ώρα είναι περασμένη. Δεν είναι πια η μέρα που άφησα, είναι η μέρα που ξεκινά απορημένη πώς και δεν έχω κοιμηθεί ακόμα. Και τις περισσότερες φορές είναι γιατί κάτι πρέπει να παραδώσω το επόμενο πρωί. Βλέπεις ο μπαμπούλας, το μαστίγιο, η υπόσχεση της διορίας, αυτό με κρατάει και συνεπή και δημιουργικό. Και άυπνο.
Αλλά τι γίνεται όταν φύγει και αυτή η ρουφιάνα απ’ τη μέση; Τι γίνεται όταν κάνεις κρακ τα δάχτυλά σου, φοράς τα γάντια σου και ετοιμάζεσαι να ξεκινήσεις τα μπουνίδια με την λευκή σελίδα, για δικό σου ολόδικό σου λογαριασμό; Για τη δική σου ιδέα, το δικό σου διήγημα, τον δικό σου νταλγκά; Το ξεκινάς; Ή όχι; Ή ξαναγυρίζεις πίσω στο βιντεοπαιχνίδι, το ίντερνετ, την κοινωνικοδικτυοποίηση, το βιντεοπαιχνίδι, την παρέα, την έξοδο, το βιντεοπαιχνίδι, την ταινία. Το να γράφω κάτι για άλλους, αυτό ναι, εύκολο, και όσο πιο απαιτητική η διορία, τόσο το καλύτερο.
Το κεφάλι μου όμως, άδειο όπως είναι από πολλά και διάφορα για τον κόσμο αυτόν, ώρες ώρες σφύζει από ιδέες. Ονόματα και καταστάσεις ξεχνάω εύκολα στην πραγματική ζωή, αλλά μέσα στο κεφάλι μου παραμυθάκια και τριλογίες και έπη και ιστορίες και θεατρικά και βιβλία, αυτά από δω και από κει μένουν. Τα σημειώνω ίσως, στην καλύτερη τα αναπτύσσω για λίγες παραγράφους, παρατηρώ πως για να κάνω μια σελίδα μου πήρε ώρα και το λάπτοπ καίει στα πόδια μου και νυστάζω, και στην τελική το συναίσθημα που θα ήθελα να αποδώσω στην τάδε ιστορία το νιώθω ήδη στο κεφάλι μου, και επαναπαύομαι σ’ αυτό και την παρατάω. Θα την κάνω μωρέ κάποια στιγμή, δε χρειάζεται τώρα. Τώρα αυτή τη στιγμή.
Πείραμα: Μπες στο ίντερνετ, κοίτα δέκα αναρτήσεις φίλων και γνωστών. Τρεις από αυτές σίγουρα περιέχουν κάποιας μορφής απόφθεγμα ή γνωμικό ή φωτογραφία του τύπου ‘Η στιγμή είναι τώρα και πρέπει να την αρπάξεις’. Απ΄την ανήσυχη ύπαρξή μου, ερμηνεύεται ‘μήπως θα έπρεπε να γράφω τώρα;’ Μήπως . Μήπως είναι κι εύκολο όμως. Παράτα με, αυτή δεν είναι η αιώνια μάστιγα του ‘καλλιτέχνη’; Το κενό πριν; Πριν ξυπνήσει από την αυπνία του, ακριβώς πριν πιάσει το μυαλό του και το στραγγίξει για να δει πόσο μελάνι μπορεί να φτύσει στο χαρτί (ή μπογιά στον καμβά ή νότες στο τσέλο, όπως εκφράζεται ο καθένας).
Υπάρχουν ήδη αρκετές γενναίες και ποιητικές και υπερβολικές περιγραφές για τον καλλιτέχνη που δημιουργεί, οπότε δεν ξέρω αν μπορώ να πω κάτι που δεν έχει ήδη ειπωθεί πάνω στο θέμα. Η αλήθεια είναι όμως ότι πράγματι η στιγμή της δημιουργίας, η στιγμή που μες στο κεφάλι σου σκύβεις τη Μούσα και την παίρνεις με δύναμη στα τέσσερα κι εκείνη από ευγνωμοσύνη χύνει έμπνευση, η στιγμή εκείνη πραγματικά δεν περιγράφεται. Δεν περιγράφεται γιατί δεν την καταλαβαίνεις, γιατι ΚΑΤΙ ΚΑΝΕΙΣ. Ξέχασες το ίντερνετ, ξέχασες το φαΐ που ετοιμάζεται, ξέχασες πού κανόνισες να βγεις μετά. Ξέχασες το μαξιλάρι σου, που σε παρακαλά να σμίξετε γι’απόψε. Μόλις γέννησες μια παράγραφο, εκεί που πριν παράγραφος δεν υπήρχε. Ξαναδιαβάζεις τι έγραψες μέχρι τώρα, χαίρεσαι για κάποια κομμάτια, διορθώνεις ίσως κάποια άλλα. Πετάς μερικά (πολύ σπάνια για μένα, γράφω που γράφω σπάνια, με πιάνει το κρίμα). Αλλά ποτέ όσο το κάνεις αυτό δεν λες μέσα σου ‘πωωω, δημιουργώ τώρα, είμαι τόσο καλλιτέχνης αυτή τη στιγμή’. Εκείνη τη στιγμή είσαι χαμένος σε ένα λαβύρινθο, και μόνη διέξοδος η επόμενη λέξη, που οδηγεί στην επόμενη με την ελπίδα πως θα καταλήξουν σε μια τελεία. Και πρόταση την πρόταση το χτίζεις το θέμα.
Χα, το γράφω και σχεδόν το πιστεύω. Μου αρέσει, πραγματικά μου αρέσει η διαδικασία. Έχει πλάκα να χτυπάω τα πλήκτρα και να εισπράττω αυτό το οργασμικό ‘κλακ κλακ’, ενθουσιάζομαι από την ικανότητά μου να μαντέψω χωρίς να κοιτάω πού θα πιέσω το δάχτυλό μου για να βγει το επόμενο γράμμα στην οθόνη, και όσο γεμίζει το μάτι μου, γεμίζει και η διάθεσή μου. Αλλά κάποια στιγμή τελειώνω για σήμερα, και το αφήνω και συνεχίζω τη ζωή μου από κει που την είχα αφήσει. Και ίσως νιώσω ότι κάτι έκανα, ίσως περπατήσω λίγο πιο περήφανος, ίσως κάτι με ανακούφισε. Ως την επόμενη φορά, έτσι; Γιατί αν μου φαίνεται γολγοθάς να καταπιαστώ με κάτι δικό μου αυτόβουλα και με συνέπεια, για μια φορά, πόσο μάλλον για δεύτερη, πόσο μάλλον για παραπάνω.
Το να αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου, που σου εναντιώνεται όποτε σκέφτεσαι ‘θα μπορούσα να μεταφέρω την ιστορία που σκέφτηκα απ το μυαλό μου στο χαρτί’, είναι σαν μποξ με τη σκιά σου. Σε γνωρίζει πολύ καλά, και ξέρει ακριβώς ποιες κινήσεις χρειάζονται για να σε μεταπείσουν μ’ ένα νοκ άουτ. Δύσκολα νικάς τέτοιο αγώνα, πρέπει να ματώσουν οι γροθιές σου απ’την προσπάθεια. Αλλά αν βάλεις τον κώλο κάτω, και σπρώξεις στη μπάντα όποιες έγνοιες και σκοτούρες δεν έχουν σχέση με αυτό που θα γράψεις, αν ανοίξεις τους πόρους σου κι αφήσεις το δέρμα σου να εκκρίνει ιδέες… Αν φτάσεις εκεί, θα δεις πως το ρολόι προσπερνά τις ώρες από μόνο του, τρέχει. Και εσύ δεν το καταλαβαίνεις. Χέστηκες στην τελική γιατί αυτό που κάνεις αυτή τη στιγμή, το ότι γράφεις για σένα, ΕΙΝΑΙ ο χρόνος σου όλος.
Η ημερομηνία 29 Φεβρουαρίου υπάρχει, κανείς δεν το αμφισβητεί. Είναι σπάνια όμως, δεν την απαντάμε κάθε χρόνο. Μέσα στη δίνη του καθημερινού σου ωραρίου, υπάρχει λοιπόν ενίοτε και μια ώρα που δεν είναι απαραίτητο πως πάντα θα την προλαβαίνεις ξύπνιος, γιατί απλούστατα δεν την έχουν όλες σου οι μέρες. Είναι η ώρα εκείνη που διαπερνά τη μέρα σου, που την αναιρεί και την εξυψώνει, που την ξεπερνά και λάμπει πολύ πιο δυνατά. Η ώρα που αποφασίζεις να ακούσεις τη φωτιά που αφυδατώνει την ψυχή σου, που για να την κατευνάσεις, την ελευθερώνεις ως δημιουργία. Η 25η ώρα της ημέρας, η ώρα που δεν την ανακαλύπτεις παρά μόνο όταν εσύ αναρωτηθείς πότε θα έπρεπε να είναι… και πότε θα αναρωτηθείς αρκετά για να πας να την ψάξεις. Μακάρι και αύριο να έχω μια τέτοια. Για σήμερα πάντως παράπονο κανένα. Την γύρεψα, την κράτησα κοντά μου την ξεζούμισα, και χίλιες κάτι λέξεις μετά, να’μαστε. Για σήμερα μου έφτασε, ώρα για ύπνο τώρα.
_
_
Ο Παναγιώτης Σκουτέλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1990. Ακολουθώντας τις προσταγές της καρδιάς του (και χαίροντας στηρίξεως από το σπίτι του) σπούδασε Θεατρικές Σπουδές στην Αγγλία. Το ερωτεύτηκε το μέρος, αλλά γύρισε για στρατό πρώτα, έπειτα κατέληξε να διδάσκει αγγλικά σε φροντιστήριο και αργότερα να φτιάχνει καφέδες σε αλυσίδα φούρνων. Μα μετά δηλώνει με ευχυτία ότι πρόσφατα εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στο θέατρο στην Αθήνα, αλλά ότι κι αυτό ακόμα το κοιτάει ως άλλο ένα βήμα για να ξαναφύγει προς τα έξω. Γιατί ως γνωστόν, σήμερα η Ελλάδα, αύριο ο κόσμος.
Α, ναι, ο Παναγιώτης γράφει, θεατρικά κυρίως. Όταν βάζει κώλο κάτω να γράψει.