Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα γεγονότα των οποίων υπήρξαν άμεσοι ή έμμεσοι μάρτυρες, χωρίς να καταβάλουν προσπάθεια κριτικής ή ερμηνευτικής προσέγγισης, όπως έκανε αργότερα ο Ηρόδοτος, ο Τίτος-Λίβιος ή ο Φρουασάρ. Πρόθεσή τους ήταν να διασκεδάσουν, να εκπλήξουν και να προσελκύσουν την προσοχή του κοινού ή να διηγηθούν τα θρυλικά κατορθώματα επιφανών ανδρών. Η ερμηνευτική ιστορία, με πρωτοπόρους τον Θουκυδίδη και τον Τάκιτο, γνώρισε μεγάλη άνθηση τον 18ο αι. με τον Μποσιέ, τον Βολτέρο και τον Μοντεσκιέ στη Γαλλία, τον Βίκο στην Ιταλία και τον Γκίμπον στην Αγγλία. Ωστόσο, ακόμη και στο έργο αυτών των συγγραφέων η φροντίδα για αυστηρή ακρίβεια νοθευόταν συχνά από το μεροληπτικό πάθος τους!.. Διαβάστε το κείμενο που ακολουθεί!..
ΕΙΝΑΙ αναντίρρητο το γεγονός, ότι Ιστορία είναι η Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών.
Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα γεγονότα των οποίων υπήρξαν άμεσοι ή έμμεσοι μάρτυρες, χωρίς να καταβάλουν προσπάθεια κριτικής ή ερμηνευτικής προσέγγισης, όπως έκανε αργότερα ο Ηρόδοτος, ο Τίτος-Λίβιος ή ο Φρουασάρ. Πρόθεσή τους ήταν να διασκεδάσουν, να εκπλήξουν και να προσελκύσουν την προσοχή του κοινού ή να διηγηθούν τα θρυλικά κατορθώματα επιφανών ανδρών. Η ερμηνευτική ιστορία, με πρωτοπόρους τον Θουκυδίδη και τον Τάκιτο, γνώρισε μεγάλη άνθηση τον 18ο αι με τον Μποσιέ, τον Βολτέρο και τον Μοντεσκιέ στη Γαλλία, τον Βίκο στην Ιταλία και τον Γκίμπον στην Αγγλία. Ωστόσο, ακόμη και στο έργο αυτών των συγγραφέων η φροντίδα για αυστηρή ακρίβεια νοθευόταν συχνά από το μεροληπτικό πάθος τους.
Έτσι, για πολύ καιρό ο λογοτεχνικός χαρακτήρας της ιστορίας υπερτερούσε έναντι του επιστημονικού. Η εμφάνισή της ως επιστήμης είναι έργο του 19ου αι. Αρχικά οι ρομαντικοί και αργότερα οι εκπρόσωποι της θετικιστικής σχολής διατύπωσαν τις αρχές της επιστημονικής μεθοδολογίας προσδιορίζοντας τους βασικούς κανόνες της κριτικής των στοιχείων. Συγχρόνως, πρώτα με τον Χέγκελ και ύστερα με τον Μαρξ, η ιστορία εξελισσόταν σε αναπόσπαστο τμήμα της φιλοσοφικής σκέψης, γεγονός που προκάλεσε την οργή πολλών ιστορικών, η οποία διατυπώθηκε συνοπτικά στη φράση του Φιστέλ ντε Κουλάνζ «υπάρχει ιστορία της φιλοσοφίας, όχι φιλοσοφία της ιστορίας». Η θετικιστική προσέγγιση στην ακραία της μορφή έτεινε να καταστήσει την ιστορία μια απλή τεχνική καταγραφής των γεγονότων. Ωστόσο, η ιδέα μιας επιστήμης των γεγονότων εμπεριέχει μια εγγενή αντίφαση, στον βαθμό που δεν νοείται επιστήμη η οποία στερείται τη διάσταση της ερμηνείας. Στις αρχές του 20ού αι. ο Σενιομπό υπήρξε ένας από τους ιστορικούς που έθεσαν τις βάσεις της σύγχρονης ιστοριογραφίας. Υποστήριξε ότι η ιστορία αποτελεί ένα αυτόνομο πεδίο της γνώσης, που αποσκοπεί βασικά στην ερμηνεία της πραγματικότητας. Έργο των ιστορικών δεν είναι να διαμορφώνουν γενικούς νόμους αλλά να εξάγουν λογικά συμπεράσματα σχετικά με το τι πραγματικά συνέβη, χρησιμοποιώντας στοιχεία και πηγές που είναι εκ των πραγμάτων ελλειπή.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία η ιστορία έχει αποκτήσει ευρύτερες διεκδικήσεις: στρέφοντας το ενδιαφέρον της προς καθετί ανθρώπινο, μέσα στα πλαίσια της χρονικής διάρκειας, διεκδικεί πλέον να κάνει τον απολογισμό της εξέλιξης της ανθρωπότητας σε όλους τους τομείς. Η διεύρυνση του πεδίου δράσης της ιστορία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επίδραση της μαρξιστικής σκέψης, που προσανατόλισε την προσοχή των ιστορικών στη σημασία των οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων, τα οποία στο παρελθόν ήταν παραμερισμένα. Επίσης ευνοήθηκε και από την εξέλιξη ορισμένων συγγενών επιστημονικών κλάδων, όπως η εθνολογία, η κοινωνική ψυχολογία και η κοινωνιολογία, η συμβολή των οποίων άνοιξε στους ιστορικούς νέους ορίζοντες. Έτσι, πέρα από τις πολιτικές περιπέτειες, που είναι οι πιο γνωστές γιατί είναι οι πιο ορατές, η ιστορία καταβάλλει συνεχείς προσπάθειες να προσπελάσει τις εσωτερικές δομές ή, όπως έγραψε ο Μισέλ Φουκό, «τα μεγάλα ακίνητα και βουβά υπόβαθρα, που το κουβάρι των παραδοσιακών διηγήσεων είχε σκεπάσει με ένα περιττό πλήθος γεγονότων ήσσονος σημασίας».
Στο έργο του ο ιστορικός ξεκινά από ένα στοιχείο που στηρίζει μια υπόθεση. Αφού βεβαιωθεί για την αυθεντικότητα και την ακρίβειά του με αυστηρή εσωτερική και εξωτερική κριτική, καταλήγει στην ανάπλαση ενός γεγονότος. Ύστερα από την πρώτη φάση, που αποσκοπεί στην αναπαράσταση της ροής των γεγονότων σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, ακολουθεί η σύνθεση με την οποία καταδεικνύεται η αμοιβαία σχέση που διατηρούν τα γεγονότα, γεγονός που καταλήγει στον προσδιορισμό των αλυσίδων των αιτιοτήτων. Σε αυτό το σημείο παρεμβαίνει η καλλιέργεια του ιστορικού, ο οποίος πρέπει να κατέχει την ικανότητα να κινητοποιεί διάφορες μεθόδους, τις οποίες αντλεί από όλες τις κοινωνικές επιστήμες, αφού η ιστορία στρέφεται ολοένα περισσότερο προς το σταθμητό· αυτή η διεργασία προϋποθέτει τη φιλοσοφία της ιστορίας
Η προσωπικότητα του ιστορικού επενεργεί σε κάθε βαθμίδα της ερευνητικής εργασίας: στην αφετηρία, για να επιλέξει την υπόθεση από την οποία θα απορρέει αναγκαστικά μια ορισμένη ανάπλαση του γεγονότος, γιατί είναι αλήθεια ότι «ένα πρόσωπο ή ένα επεισόδιο δεν είναι ιστορικό παρά στο μέτρο που ένας ιστορικός το χαρακτηρίζει ως τέτοιο» (Ερρίκος Μαρού), και στην κατάληξη, δηλαδή στη στιγμή της ερμηνείας των γεγονότων (π.χ. μολονότι όλοι οι ιστορικοί παρουσιάζουν περίπου την ίδια αφήγηση της 9ης Θερμιδόρ, όταν πρόκειται να προσεγγίσουν το νόημά της οι πορείες τους αποκλίνουν). Η ιστορία λοιπόν είναι αδιαχώριστη από την προσωπικότητα του ιστορικού, γεγονός που συνεπάγεται ότι η απόλυτη αντικειμενικότητα του έργου του είναι αδύνατη.
Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα γεγονότα των οποίων υπήρξαν άμεσοι ή έμμεσοι μάρτυρες, χωρίς να καταβάλουν προσπάθεια κριτικής ή ερμηνευτικής προσέγγισης, όπως έκανε αργότερα ο Ηρόδοτος, ο Τίτος-Λίβιος ή ο Φρουασάρ. Πρόθεσή τους ήταν να διασκεδάσουν, να εκπλήξουν και να προσελκύσουν την προσοχή του κοινού ή να διηγηθούν τα θρυλικά κατορθώματα επιφανών ανδρών. Η ερμηνευτική ιστορία, με πρωτοπόρους τον Θουκυδίδη και τον Τάκιτο, γνώρισε μεγάλη άνθηση τον 18ο αι με τον Μποσιέ, τον Βολτέρο και τον Μοντεσκιέ στη Γαλλία, τον Βίκο στην Ιταλία και τον Γκίμπον στην Αγγλία. Ωστόσο, ακόμη και στο έργο αυτών των συγγραφέων η φροντίδα για αυστηρή ακρίβεια νοθευόταν συχνά από το μεροληπτικό πάθος τους.
Έτσι, για πολύ καιρό ο λογοτεχνικός χαρακτήρας της ιστορίας υπερτερούσε έναντι του επιστημονικού. Η εμφάνισή της ως επιστήμης είναι έργο του 19ου αι. Αρχικά οι ρομαντικοί και αργότερα οι εκπρόσωποι της θετικιστικής σχολής διατύπωσαν τις αρχές της επιστημονικής μεθοδολογίας προσδιορίζοντας τους βασικούς κανόνες της κριτικής των στοιχείων. Συγχρόνως, πρώτα με τον Χέγκελ και ύστερα με τον Μαρξ, η ιστορία εξελισσόταν σε αναπόσπαστο τμήμα της φιλοσοφικής σκέψης, γεγονός που προκάλεσε την οργή πολλών ιστορικών, η οποία διατυπώθηκε συνοπτικά στη φράση του Φιστέλ ντε Κουλάνζ «υπάρχει ιστορία της φιλοσοφίας, όχι φιλοσοφία της ιστορίας». Η θετικιστική προσέγγιση στην ακραία της μορφή έτεινε να καταστήσει την ιστορία μια απλή τεχνική καταγραφής των γεγονότων. Ωστόσο, η ιδέα μιας επιστήμης των γεγονότων εμπεριέχει μια εγγενή αντίφαση, στον βαθμό που δεν νοείται επιστήμη η οποία στερείται τη διάσταση της ερμηνείας. Στις αρχές του 20ού αι. ο Σενιομπό υπήρξε ένας από τους ιστορικούς που έθεσαν τις βάσεις της σύγχρονης ιστοριογραφίας. Υποστήριξε ότι η ιστορία αποτελεί ένα αυτόνομο πεδίο της γνώσης, που αποσκοπεί βασικά στην ερμηνεία της πραγματικότητας. Έργο των ιστορικών δεν είναι να διαμορφώνουν γενικούς νόμους αλλά να εξάγουν λογικά συμπεράσματα σχετικά με το τι πραγματικά συνέβη, χρησιμοποιώντας στοιχεία και πηγές που είναι εκ των πραγμάτων ελλειπή.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία η ιστορία έχει αποκτήσει ευρύτερες διεκδικήσεις: στρέφοντας το ενδιαφέρον της προς καθετί ανθρώπινο, μέσα στα πλαίσια της χρονικής διάρκειας, διεκδικεί πλέον να κάνει τον απολογισμό της εξέλιξης της ανθρωπότητας σε όλους τους τομείς. Η διεύρυνση του πεδίου δράσης της ιστορία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επίδραση της μαρξιστικής σκέψης, που προσανατόλισε την προσοχή των ιστορικών στη σημασία των οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων, τα οποία στο παρελθόν ήταν παραμερισμένα. Επίσης ευνοήθηκε και από την εξέλιξη ορισμένων συγγενών επιστημονικών κλάδων, όπως η εθνολογία, η κοινωνική ψυχολογία και η κοινωνιολογία, η συμβολή των οποίων άνοιξε στους ιστορικούς νέους ορίζοντες. Έτσι, πέρα από τις πολιτικές περιπέτειες, που είναι οι πιο γνωστές γιατί είναι οι πιο ορατές, η ιστορία καταβάλλει συνεχείς προσπάθειες να προσπελάσει τις εσωτερικές δομές ή, όπως έγραψε ο Μισέλ Φουκό, «τα μεγάλα ακίνητα και βουβά υπόβαθρα, που το κουβάρι των παραδοσιακών διηγήσεων είχε σκεπάσει με ένα περιττό πλήθος γεγονότων ήσσονος σημασίας».
Στο έργο του ο ιστορικός ξεκινά από ένα στοιχείο που στηρίζει μια υπόθεση. Αφού βεβαιωθεί για την αυθεντικότητα και την ακρίβειά του με αυστηρή εσωτερική και εξωτερική κριτική, καταλήγει στην ανάπλαση ενός γεγονότος. Ύστερα από την πρώτη φάση, που αποσκοπεί στην αναπαράσταση της ροής των γεγονότων σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, ακολουθεί η σύνθεση με την οποία καταδεικνύεται η αμοιβαία σχέση που διατηρούν τα γεγονότα, γεγονός που καταλήγει στον προσδιορισμό των αλυσίδων των αιτιοτήτων. Σε αυτό το σημείο παρεμβαίνει η καλλιέργεια του ιστορικού, ο οποίος πρέπει να κατέχει την ικανότητα να κινητοποιεί διάφορες μεθόδους, τις οποίες αντλεί από όλες τις κοινωνικές επιστήμες, αφού η ιστορία στρέφεται ολοένα περισσότερο προς το σταθμητό· αυτή η διεργασία προϋποθέτει τη φιλοσοφία της ιστορίας
Η προσωπικότητα του ιστορικού επενεργεί σε κάθε βαθμίδα της ερευνητικής εργασίας: στην αφετηρία, για να επιλέξει την υπόθεση από την οποία θα απορρέει αναγκαστικά μια ορισμένη ανάπλαση του γεγονότος, γιατί είναι αλήθεια ότι «ένα πρόσωπο ή ένα επεισόδιο δεν είναι ιστορικό παρά στο μέτρο που ένας ιστορικός το χαρακτηρίζει ως τέτοιο» (Ερρίκος Μαρού), και στην κατάληξη, δηλαδή στη στιγμή της ερμηνείας των γεγονότων (π.χ. μολονότι όλοι οι ιστορικοί παρουσιάζουν περίπου την ίδια αφήγηση της 9ης Θερμιδόρ, όταν πρόκειται να προσεγγίσουν το νόημά της οι πορείες τους αποκλίνουν). Η ιστορία λοιπόν είναι αδιαχώριστη από την προσωπικότητα του ιστορικού, γεγονός που συνεπάγεται ότι η απόλυτη αντικειμενικότητα του έργου του είναι αδύνατη.
φιλοσοφία της ιστορίας
Φιλοσοφικός κλάδος που διερευνά το νόημα της ιστορία και μελετά τις ιδιομορφίες του ιστορικού στοχασμού. Διαφέρει από τον κινητισμό, όπως διατυπώνεται από τον Ηράκλειτο, όπου η αλλαγή γίνεται αντιληπτή ως όρος της αρμονίας αλλά όχι ως δυνατότητα τελειοποίησης.
Η ιδέα ότι το ιστορικό γίγνεσθαι διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες της ανθρώπινης πραγματικότητας και ότι αυτό το γίγνεσθαι είναι λογικά κατανοήσιμο εμφανίζεται ξεκάθαρα στον Χέγκελ. «Η ιδέα που εισάγει η φιλοσοφία είναι η απλή ιδέα του Λόγου, ότι ο Λόγος κυβερνά τον κόσμο και ότι ακολούθως η παγκόσμια ιστορία είναι ορθολογιστική», γράφει στα Μαθήματα για τη φιλοσοφία της ιστορίας. Κατά την άποψή του, ως ορθολογιστική διαδικασία, η ιστορία αποτελεί την οδό που καταλήγει στη συνειδητοποίηση της ελευθερίας. Δηλαδή το ανθρώπινο πνεύμα (ή το πεπερασμένο πνεύμα) συνειδητοποιεί προοδευτικά ότι η φύση του κατ’ ουσία είναι η ελευθερία και άρα είναι ικανό να αποκτήσει σαφή γνώση αυτής της ελευθερίας. Θεωρεί ότι όλη η ιστορική πορεία της ακμής και της παρακμής των πολιτισμών είναι μια διαδικασία μέσω της οποίας το ανθρώπινο πνεύμα βαθμιαία οδηγείται στην απελευθέρωση και στην αυτογνωσία.
Αυτή η τελεολογική προοπτική προβάλλεται ξανά με τη μαρξιστική θεωρία. Ωστόσο, ο βασικός παράγοντας του ιστορικού γίγνεσθαι τοποθετείται όχι στο πνεύμα αλλά στην ύλη και γίνεται κατανοητό μέσω του ιστορικού υλισμού. Δηλαδή ο Μαρξ θεωρεί ότι σε κάθε ιστορική εποχή το εκάστοτε οικονομικό σύστημα που κυριαρχεί, και το οποίο παράγει τις ανάγκες της ζωής, καθορίζει τη μορφή της κοινωνικής δομής καθώς και της πολιτικής και πνευματικής ιστορία της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου· και ότι η ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας είναι η ιστορία της πάλης μεταξύ των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευομένων, δηλαδή, ανάμεσα στην κυρίαρχη και στις καταπιεσμένες κοινωνικές τάξεις.
Ο Ογκίστ Κοντ εκφράζει μια σκέψη που θα μπορούσε να ενταχθεί στον ιστορισμό (αν και είναι πολύ λιγότερο επεξεργασμένη από τις θέσεις του Χέγκελ και του Μαρξ). Ο Κοντ θεωρεί ότι κάθε κοινωνία, λόγω της φύσης του ανθρώπινου πνεύματος, διανύει τρία διαφορετικά στάδια: το θεολογικό ή νοητό, το μεταφυσικό ή το αφηρημένο, και τέλος το επιστημονικό ή θετικό στάδιο.
Οι αντιλήψεις αυτές φέρουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι αναζητούν στην τελική κατάσταση των πραγμάτων την αιτία αυτού που συμβαίνει ή έχει συμβεί. Με αυτό τον τρόπο προσδίδουν ένα νόημα στη ζωή κάθε ανθρώπου, τοποθετώντας την στα πλαίσια της ζωής του όλου. Ξεπερνώντας την ατομική ύπαρξη, για να νοηθεί ο άνθρωπος ως στοιχείο της ανώτερης πραγματικότητας που τείνει προς την πραγμάτωσή της, μπορεί ο ίδιος να δημιουργήσει την ευτυχία του ή και τη σωτηρία του. «Το κακό συνίσταται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος εκλαμβάνει το άτομό του ως μοναδικότητα», γράφει ο Χέγκελ. Η ανθρώπινη φύση στη δυτική σκέψη (στον Πλάτωνα, στον Ντεκάρ ή στον Καντ) νοείται ως πεπερασμένη και η περατότητα αυτή είναι κατά ουσιαστικό τρόπο άρρηκτα συνδεδεμένη με τον περιορισμό του ανθρώπου μέσα στον χρόνο. Η κατάσταση του ανθρώπου είναι η κατάσταση ενός όντος που βιώνει τη χρονικότητα και βρίσκεται σε αναζήτηση της αιωνιότητας. Αυτό δεν σημαίνει ότι σύρεται παρά τη θέλησή του από τη ροή της ιστορίας, σαν από την αναπόφευκτη υλοποίηση σχεδίων που του διαφεύγουν. Ο άνθρωπος οφείλει να εκμεταλλευτεί τον χρόνο που του αναλογεί με μια προοπτική πραγματικά μεταφυσική, ωστόσο, διατηρεί την ελευθερία να αποδεχθεί –ή όχι– αυτή την αναγκαιότητα. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό, σύμφωνα με τον Χέγκελ, ότι η φιλοσοφία της ιστορίας επιβάλλει μια θεοδικία και ότι ο ιστορικός υλισμός στον Μαρξ προϋποθέτει έναν ανθρωπισμό. Είναι εξίσου φανερό ότι η φιλοσοφία της ιστορίας, που υπολανθάνει στο έργο κάθε ιστορικού, στηρίζεται, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά, σε μια ορισμένη ενατένιση και κατανόηση του κόσμου και του χρόνου. Από αυτή την άποψη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εξέταση διαφορετικών τρόπων σκέψης, που θεωρούν τη ροή των πραγμάτων είτε ως κυκλική είτε ως μέρος της ίδιας της αιωνιότητας χωρίς τη δυνατότητα να επιφέρει παρά μόνο ειδικές τροποποιήσεις (από εκεί προκύπτει και η σημασία της παράδοσης) ή ακόμα και όταν δεν διαβλέπουν καθόλου αυτή τη ροή.
Η ιδέα ότι το ιστορικό γίγνεσθαι διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες της ανθρώπινης πραγματικότητας και ότι αυτό το γίγνεσθαι είναι λογικά κατανοήσιμο εμφανίζεται ξεκάθαρα στον Χέγκελ. «Η ιδέα που εισάγει η φιλοσοφία είναι η απλή ιδέα του Λόγου, ότι ο Λόγος κυβερνά τον κόσμο και ότι ακολούθως η παγκόσμια ιστορία είναι ορθολογιστική», γράφει στα Μαθήματα για τη φιλοσοφία της ιστορίας. Κατά την άποψή του, ως ορθολογιστική διαδικασία, η ιστορία αποτελεί την οδό που καταλήγει στη συνειδητοποίηση της ελευθερίας. Δηλαδή το ανθρώπινο πνεύμα (ή το πεπερασμένο πνεύμα) συνειδητοποιεί προοδευτικά ότι η φύση του κατ’ ουσία είναι η ελευθερία και άρα είναι ικανό να αποκτήσει σαφή γνώση αυτής της ελευθερίας. Θεωρεί ότι όλη η ιστορική πορεία της ακμής και της παρακμής των πολιτισμών είναι μια διαδικασία μέσω της οποίας το ανθρώπινο πνεύμα βαθμιαία οδηγείται στην απελευθέρωση και στην αυτογνωσία.
Αυτή η τελεολογική προοπτική προβάλλεται ξανά με τη μαρξιστική θεωρία. Ωστόσο, ο βασικός παράγοντας του ιστορικού γίγνεσθαι τοποθετείται όχι στο πνεύμα αλλά στην ύλη και γίνεται κατανοητό μέσω του ιστορικού υλισμού. Δηλαδή ο Μαρξ θεωρεί ότι σε κάθε ιστορική εποχή το εκάστοτε οικονομικό σύστημα που κυριαρχεί, και το οποίο παράγει τις ανάγκες της ζωής, καθορίζει τη μορφή της κοινωνικής δομής καθώς και της πολιτικής και πνευματικής ιστορία της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου· και ότι η ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας είναι η ιστορία της πάλης μεταξύ των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευομένων, δηλαδή, ανάμεσα στην κυρίαρχη και στις καταπιεσμένες κοινωνικές τάξεις.
Ο Ογκίστ Κοντ εκφράζει μια σκέψη που θα μπορούσε να ενταχθεί στον ιστορισμό (αν και είναι πολύ λιγότερο επεξεργασμένη από τις θέσεις του Χέγκελ και του Μαρξ). Ο Κοντ θεωρεί ότι κάθε κοινωνία, λόγω της φύσης του ανθρώπινου πνεύματος, διανύει τρία διαφορετικά στάδια: το θεολογικό ή νοητό, το μεταφυσικό ή το αφηρημένο, και τέλος το επιστημονικό ή θετικό στάδιο.
Οι αντιλήψεις αυτές φέρουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι αναζητούν στην τελική κατάσταση των πραγμάτων την αιτία αυτού που συμβαίνει ή έχει συμβεί. Με αυτό τον τρόπο προσδίδουν ένα νόημα στη ζωή κάθε ανθρώπου, τοποθετώντας την στα πλαίσια της ζωής του όλου. Ξεπερνώντας την ατομική ύπαρξη, για να νοηθεί ο άνθρωπος ως στοιχείο της ανώτερης πραγματικότητας που τείνει προς την πραγμάτωσή της, μπορεί ο ίδιος να δημιουργήσει την ευτυχία του ή και τη σωτηρία του. «Το κακό συνίσταται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος εκλαμβάνει το άτομό του ως μοναδικότητα», γράφει ο Χέγκελ. Η ανθρώπινη φύση στη δυτική σκέψη (στον Πλάτωνα, στον Ντεκάρ ή στον Καντ) νοείται ως πεπερασμένη και η περατότητα αυτή είναι κατά ουσιαστικό τρόπο άρρηκτα συνδεδεμένη με τον περιορισμό του ανθρώπου μέσα στον χρόνο. Η κατάσταση του ανθρώπου είναι η κατάσταση ενός όντος που βιώνει τη χρονικότητα και βρίσκεται σε αναζήτηση της αιωνιότητας. Αυτό δεν σημαίνει ότι σύρεται παρά τη θέλησή του από τη ροή της ιστορίας, σαν από την αναπόφευκτη υλοποίηση σχεδίων που του διαφεύγουν. Ο άνθρωπος οφείλει να εκμεταλλευτεί τον χρόνο που του αναλογεί με μια προοπτική πραγματικά μεταφυσική, ωστόσο, διατηρεί την ελευθερία να αποδεχθεί –ή όχι– αυτή την αναγκαιότητα. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό, σύμφωνα με τον Χέγκελ, ότι η φιλοσοφία της ιστορίας επιβάλλει μια θεοδικία και ότι ο ιστορικός υλισμός στον Μαρξ προϋποθέτει έναν ανθρωπισμό. Είναι εξίσου φανερό ότι η φιλοσοφία της ιστορίας, που υπολανθάνει στο έργο κάθε ιστορικού, στηρίζεται, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά, σε μια ορισμένη ενατένιση και κατανόηση του κόσμου και του χρόνου. Από αυτή την άποψη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εξέταση διαφορετικών τρόπων σκέψης, που θεωρούν τη ροή των πραγμάτων είτε ως κυκλική είτε ως μέρος της ίδιας της αιωνιότητας χωρίς τη δυνατότητα να επιφέρει παρά μόνο ειδικές τροποποιήσεις (από εκεί προκύπτει και η σημασία της παράδοσης) ή ακόμα και όταν δεν διαβλέπουν καθόλου αυτή τη ροή.
ΠΗΓΕΣ: Ιστορικό και Δημοσιογραφικό Αρχείο του γράφοντος, Εγκυκλοπαίδεια «δομή».