Εδώ και αρκετό καιρό σκεφτόμουν να γράψω ένα άρθρο για τον Γκάτσο, απλά δεν έβρισκα την κατάλληλη αφορμή για να στρωθώ. Την αφορμή έδωσε ο Δήμος Χλωπτσιούδης με το άρθρο του στο διαδικτυακό ιστότοποτοβιβλίο.net (αναδημοσιευμένο και στο tvxs.gr) «Ας βγάλουμε την ποίηση στο δρόμο», στο οποίο πραγματεύεται την δυνατότητα να βγει η ποίηση στο δρόμο, όπως γίνεται με τους αντίστοιχους μουσικούς ή διάφορους άλλους performers –κυρίως ζογκλέρ που γυρίζουν κάτι πύρινες αλυσίδες.
Προσωπικά θεωρώ το παράδειγμα του «graffiti στίχων» ως ποίησης δρόμου (στο ίδιο στυλ με τους υπαίθριους μουσικούς ή τα ζωντανά αγάλματα), περισσότερο ως βανδαλισμό, παρά ως προαγωγή της τέχνης. Αν είναι να πάρουμε την Τέχνη στον δρόμο, τουλάχιστον ας το κάνουμε με στοιχειώδη καλαισθησία. Θα προτιμούσα ο γκρίζος και απρόσωπος τοίχος της πόλης να γίνει ένας καμβάς για καλή ζωγραφική – πως για παράδειγμα ο «υδρόγειος γλόμπος» στην Μελενίκου, ή «οι πολυκατοικίες που αγκαλιάζονται» στο Ιπποκράτειο – παρά ένα τεράστιο συνονθύλευμα διάσπαρτων στίχων, οι οποίοι επιλέγονται για την πολιτική τους σκοπιμότητα, παρά για την αισθητική τους αποτίμηση.
Επίσης θα έλεγα πως διαφωνώ με την πρόταση πως η ποίηση «πρέπει» να βγει στο δρόμου, τουλάχιστον με τον τρόπο που εννοούμε σήμερα το street art. Δεν θα αναβαθμιστεί το κύρος της ποίησης, ούτε θα αποκτήσει μεγαλύτερη απήχηση στον κόσμο, αν βγει ένας ποιητής μέρα μεσημέρι στην Πλατεία Αριστοτέλους και αρχίσει να μας απαγγέλλει στίχους από την ποιητική του συλλογή. Με εξαίρεση τους ραψωδούς και το δημοτικό τραγούδι, η ποίηση έχει συνδεθεί (καλώς ή κακώς) με τον γραπτό έντυπο λόγο και όσες φορές απαγγέλλεται, αυτό γίνεται σε εκδηλώσεις και τελετές και όχι σε ανοικτούς χώρους – με τον αυθορμητισμό και την έλλειψη οργάνωσης που εκφράζει το street κινημα. Νομίζω – και είναι ανοικτό προς συζήτηση – πως οι μοναδικές τέχνες που θα μπορούσαν να βγουν στον δρόμο είναι η αρχιτεκτονική και γλυπτική, που εκ των πραγμάτων έχουν ένα δημόσιο πρόσωπο και εκ των πραγμάτων είναι ήδη έξω στον δρόμο.
Όμως, παρόλο που διαφωνώ με την λύση του street poetry που εισηγείται οΔήμος Χλωπτσιούδης, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω και να προσυπογράψω στην διάγνωση του προβλήματος που διαγιγνώσκει στην ποίηση. Η ποίηση όντως έχει γίνει υπερβολικά ελιτίστικη, όντως έχει κλειστεί πίσω από ερμητικά κλειστές κάστες και κυκλώματα, τα οποία προωθούν μόνο τους «ημέτερους» και αφήνουν αξιόλογα ταλέντα στην αφάνεια, επειδή δεν έχουν τις κατάλληλες δημόσιες σχέσεις και διασυνδέσεις. Η ποίηση καταλήγει να μοιάζει με ξεχασμένο κατάλοιπο αριστοκρατίας, σε ένα κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο δημοκρατικός, με αποτέλεσμα να θεωρείται γραφική, όταν και αν δεν αγνοείται παντελώς.
Επομένως αν θα ήθελα να αλλάξω λίγο τον τίτλο του άρθρου του Δήμου Χλωπτσιούδη, από «Ας βγάλουμε την ποίηση στον δρόμο» θα το άλλαζα σε «Ας δώσουμε ποίηση στον κόσμο». Το αίτημα της ποίησης σήμερα είναι να αποκτήσει το έρεισμα που της αξίζει και της αρμόζει στον κόσμο.
Διευκρίνιση: Το αίτημα «ας δώσουμε την ποίηση στον κόσμο» είναι ένα αισθητικό αίτημα, κι όχι πολιτικό. Δεν αναφέρεται σε καμία κοινωνική τάξη, δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων βάση του οικονομικού τους εισοδήματος, ούτε επιδιώκει να αναδείξει μια τέχνη που να προτάσσει τα συμφέροντα μιας ορισμένης μερίδας ατόμων. Τα αισθητικά αιτήματα – όπως και η ίδια η Τέχνη – είναι καθολικά και αφορούν τον άνθρωπο ως άνθρωπο. Η Τέχνη ενοποιεί τους ανθρώπους δεν τους διαχωρίζει. Αν ένα αίτημα είναι αυθεντικά αισθητικό τότε μπορεί να αγγίξει ταυτόχρονα τον προλετάριο, τον μικροαστό και τον αριστοκράτη με τον ίδιο τρόπο. Αν όχι, τότε μάλλον χρησιμοποιεί την ιδέα της Τέχνης ως δούρειο ίππο για να εξυπηρετήσει σκοπούς (ευγενείς και μη) που όμως δεν έχουν σχέση με την τέχνη.
Το αίτημα λοιπόν είναι εκεί και είναι διατυπωμένο ρητώς. Όμως, εφόσον έχουμε απορρίψει την ιδέα του street poetry, πρέπει κι εμείς να αντιπροτείνουμε μια λύση, ώστε το αίτημα να εκπληρωθεί.
Η άκρη του μίτου βρίσκεται στο απλό ερώτημα: Υπήρξε άραγε κάποια πρόσφατη περίπτωση όπου η ποίηση και ο κόσμος συναντήθηκαν; Η απάντηση είναι καταφατική πέραν πάσης αμφιβολίας και ήταν η περίπτωση του Νίκου Γκάτσου.
(Ίσως βέβαια γίνομαι λίγο άδικος προς το έργο του Νίκου Καββαδία, που επίσης συνάντησε το έμφυτο αίσθημα του κόσμου για καλή τέχνη με ένα μοναδικό τρόπο, έστω και χωρίς την λαϊκή χροιά που προσέδωσε στην ποίηση ο Γκάτσος. Όμως πιστεύω πως χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι εκείνη του Γκάτσου και για λόγους συντομίας του κειμένου θα επιλέξω να μιλήσω μόνο για τον δεύτερο)
Ήταν λοιπόν ο Γκάτσος street poet; Σίγουρα όχι. Για μερικούς ίσως να ήταν «λαϊκός ποιητής», με την έννοια πως οι περισσότεροι στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μάνο Χατζηδάκι και τον Σταύρο Ξαρχάκο, αμφότεροι λαϊκοί συνθέτες. Σύμφωνα με άλλους η πορεία του ξεκίνησε και τέλειωσε με την «Αμοργό», την μοναδική ποιητική συλλογή/ποίημα που εξέδωσε εν ζωή. Ό,τι και να ήταν ο Γκάτσος, σημασία έχει πως συνειδητά ή ασυνείδητα είχε απήχηση στο ευρύ κοινό, από τον απλό εργάτη μέχρι τον μεγαλοαστό. Από τα πιο «ψαγμένα» του τραγούδια, όπως ο «Κεμάλ», το «Μάνα μου Ελλάς», την «Μικρή Ραλλού», το «Καίγομαι, Καίγομαι», το «Νυν και Αει» μέχρι τα πιο ελαφρά (έως παιδικά) όπως το «Χάρτινο το Φεγγαράκι», το «Σπίτι μου Σπιτάκι μου», το «Αν θυμηθείς το όνειρό μου», το «Νάνι του Ρήγα το παιδί», μέχρι τα πιο βαριά λαϊκά όπως το «Δίχτυ», τα «Μάτια Βουρκωμένα», ο «Λευτέρης» και άλλα ακόμη αμέτρητα ο Γκάτσος έχει ενσωματωθεί όσο κανένας άλλος ποιητής στην συνείδηση του μέσου Έλληνα πολίτη.
Τι είναι αυτό που κάνει τον Γκάτσο ένα μοναδικό φαινόμενο στην ελληνική λογοτεχνία; Αν θα έπρεπε να το συνοψίσω σε μία φράση, θα έλεγα «η διπλή του ποιότητα».
Και εξηγώ.
Η πρώτη έκφανση της ποιότητας, της αξιοσύνης και της μοναδικότητας του έργου του Γκάτσου έχει να κάνει με το νοηματικό ορίζοντα που πραγματεύεται. Από τα πιο σοβαρά και κρίσιμα θέματα, μέχρι τα παιδικά τραγουδάκια, ο Γκάτσος σέβεται τον αναγνώστη του και ανάγει το θέμα του σε πραγματικό έργο τέχνης. Σε αντίθεση με πολλούς σύγχρονούς του και σύγχρονούς μας ποιητές – που καταπιάνονται με τα πιο λεπτά ζητήματα και τους συμπεριφέρονται με τον πιο πρόχειρο τρόπο – ο Γκάτσος προσφέρει το ταλέντο του στην θεματολογία του.
Η δεύτερη έκφανση είναι ο αριστοτεχνικός τρόπος που χειρίζεται την γλώσσα και πολύ περισσότερο την μορφή της τέχνης του. Η τεχνική του είναι για σεμινάριο, με τις πιο έξυπνες αλλά και λειτουργικές ομοιοκαταληξίες, με τον ρυθμό να κυλάει αβίαστα μέσα στο ποίημα και την δυναμική να αναπτύσσεται με κάθε πιθανό τρόπο, πίσω από κάθε λέξη και γύρισμα. Η τεχνική του Γκάτσου δεν είναι ούτε στο ελάχιστο πρόχειρη. Ο οποιοσδήποτε – ακόμη και ο πιο αδαής από θέματα τεχνικής – θα μπορούσε να παρατηρήσει την δουλειά και την προσοχή που βάζει ο Γκάτσος στους στίχους του, επιλέγοντας την πιο αυστηρή ομοιοκαταληξία. Κι η αυστηρή του ομοιοκαταληξία, όχι μόνο δεν δυσκολεύει το νόημα του ποιήματος, αλλά αντίθετα το αναδεικνύει. Η τεχνική του Γκάτσου αποδεικνύει πως ένα ποίημα θέλει έμπνευση και δουλειά για να ολοκληρωθεί στην αρτιότητά του. Η τεχνική του προτάσσει την τέχνη του και την Τέχνη εν γένει.
Εν ολίγοις ο Γκάτσος (όπως και ο Καββαδίας) είναι ένα αστραφτερό διαμάντι σε μια εποχή που έχει κυριολεκτικά μπουχτίσει αφενός από ψευδεπίγραφα ζιρκόνια, που προσφέρουν μια ψευδεπίφαση λάμψης και αφετέρου από ακατέργαστα διαμάντια που αρνούνται πεισματικά και χονδροειδώς να περάσουν οποιαδήποτε επεξεργασία – για να μην χάσουν δήθεν την αυθεντικότητά τους. Η ομορφιά των στίχων του – αλλά και των νοημάτων του – ουσιαστικά εξαίρει όχι μόνο την τέχνη του, αλλά και την Τέχνη ως Ιδέα. Στο έργο του, η νεοελληνική ποίηση μοιάζει δικαιώνεται και να ανακτά λίγη από την χαμένη της ομορφιά.
Ίσως εδώ αρχίζει να αχνοφαίνεται η πραγματική διαλεκτική μεταξύ της ελίτ και του κόσμου, μεταξύ της αριστοκρατίας και της δημοκρατίας.
Είναι ο Γκάτσος ελιτιστής; Κρύβεται μέσα στα σαλόνια και συγχρωτίζεται μόνο με άτομα της δικής του κάστας; Όχι βέβαια. Ο Γκάτσος είναι η πιο τρανταχτή απόδειξη πως ο κόσμος αγαπάει και στηρίζει τον πραγματικό αξιόλογο στίχο που υπηρετεί την ποίηση περισσότερο από τη πομπώδη ποίηση της εποχής μας. Ο Γκάτσος έδωσε την ποίηση στον λαό, την ίδια ουσία που ξεκίνησε από τον Όμηρο, πέρασε στο δημοτικό τραγούδι, γύρισε στην κρητική λογοτεχνία και στηρίχθηκε από τον Σολωμό, τον Βαλαωρίτη, τον Παλαμά και τον Καρυωτάκη.
Είναι όμως ο Γκάτσος «ελίτ»; Ναι, χωρίς καμία αμφιβολία. Ο Γκάτσος είναι ελίτ, γιατί είναι ο καλύτερος. Η ποίηση του αξιολογικά παίρνει άριστα με τόνο και το αποδεικνύει η διαχρονικότητα των τραγουδιών του. Σε ένα άκρατα μεταμοντέρνο κόσμο, όπου κάθε έννοια αξιολόγησης χάνεται «υπό το βάρος της υποκειμενικότητας και της αφήγησης», ο Γκάτσος στέκει όχι μόνο ιστορικά, αλλά και αξιολογικά. Δεν δίνει απλά την ποίηση στον κόσμο, αλλά δίνει την καλύτερη ποίηση στον κόσμο. Η ποίηση του δίνει περισσότερα από τον ίδιο τον εαυτό της. Παράλληλα δίνει στον κόσμο ένα βαθύ, γνήσιο και αυθεντικό αξιολογικό κριτήριο της ποίησης, ένα κριτήριο το οποίο σιγά σιγά αρχίζει να φθίνει.
Οι κλειστές κάστες, επομένως, δεν είναι απλά μια μορφή ελιτισμού, μια συνειδητή μορφή αυτοαποκλεισμού από τον κόσμο. Στην ουσία είναι μια μορφή εξορίας. Ο κόσμος έχει εξορίσει τους ελιτιστές μακριά, ακριβώς επειδή η ποίησή τους δεν είναι αντάξια για το κριτήριο που έχουν προσφέρει και αναδείξει ποιητές και καλλιτέχνες, πολύ ανώτεροι από τους ίδιους. Και μέσα στην απύθμενη αφέλειά τους, οι ελιτιστές κατάφεραν κι έπεισαν τους εαυτούς τους πως οι ίδιοι απομακρύνθηκαν από την «πλέμπα» και όχι το αντίθετο.
Η δημοκρατία χρειάζεται την αξιοκρατία και η αξιοκρατία αναδύεται μέσα από την δημοκρατία. Η δημοκρατία (αισθητικά αλλά και πολιτικά) χωρίς ένα αξιολογικό κριτήριο καταντάει μια ασυνάρτητη και ανοργάνωτη οχλαγωγία, καταδικασμένη να καταρρεύσει κάτω από την ίδια της την ανοργανωσιά και να κατασπαράξει τις σάρκες της. Από την άλλη το αξιολογικό κριτήριο χωρίς επικύρωση από την ευρεία αποδοχή του κόσμου, μοιάζει τουλάχιστον με δικτατορία, όπου ο κόσμος αναγκάζεται να υποχωρήσει σε κάτι που δεν αναγνωρίζει, στο όνομα ενός υποτιθέμενου καλού, που στην τελική μόνο καλό δεν είναι.
Κλείνοντας, πιστεύω πως πήραμε μόνο μια γεύση από το βαθύτερο πρόβλημα που υπάρχει τα τελευταία πενήντα χρόνια στην ποίηση γενικότερα. Με αφορμή τον Γκάτσο δείξαμε πως η ποίηση μπορεί να είναι ταυτόχρονα εξαιρετική και «άριστη» μέσα στην απλότητά της και την ίδια ώρα να απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους. Το αριστοκρατικό συνυπάρχει μαζί με το δημοκρατικό και το ένα αναβαθμίζει το άλλο.
Η αυθεντική ποίηση απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους γιατί απευθύνεται στον Άνθρωπο και απευθυνόμενη στον άνθρωπο τον βελτιώνει και τον φτάνει το ύψος που του αρμόζει.
_
γράφει ο Ανδρέας Αντωνίου
http://tovivlio.net/%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B4%CF%81%CF%8C%CE%BC%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF-%CE%B7-%CF%80%CE%B5%CF%81/