Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Μόνοι με την κάλπη


Είναι η κορυφαία στιγμή της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Οταν οι πολίτες παραμερίζουν το παραβάν και βρίσκονται ενώπιοι ενωπίοις με τα ψηφοδέλτια στο χέρι, καλούνται να δώσουν περιεχόμενο στην προεκλογική εκστρατεία αλλά και νόημα στις αγωνίες τους, τις διαφωνίες, την οργή για τη διάψευση των προσδοκιών τους, τις ελπίδες για να αλλάξει βηματισμό ο τόπος.
Χρειάζονται οι πολίτες λίγο χρόνο, έστω δευτερόλεπτα, για να διώξουν τη σύγχυση που προκαλούν οι καθημερινές τηλεοπτικές συζητήσεις, οι οποίες κάποιες φορές περιορίζονται σε ανούσια καταστροφολογία. Κουβαλάνε στο παραβάν τηλεοπτικές εικόνες από τεντωμένα δάχτυλα και δηλώσεις φοβικές, που επιδιώκουν να ενσταλάξουν στην ψυχή τους την ατολμία για ρήξη με το παρελθόν. Φέρει στη μνήμη τους τηλεοπτικά σποτ με τον πρωθυπουργό να μετατρέπεται σε δάσκαλο της πολιτικής -μάλλον αντιγραφή από την καλή ταινία «Μάθε, παιδί μου, γράμματα»-, ένας ρόλος που δεν του πηγαίνει, γι’ αυτό μάλλον δεν μπορεί να κατανοήσει την ψυχολογία και το δύσκολο έργο των εκπαιδευτικών. Ακόμη, ο πολίτης θυμάται τη μαμά-άλλο κόμμα, που αγωνιά να έχει υπό την προστασία της το παιδί-Αλέξης, που θέλει να δοκιμάσει τη δύναμη των φτερών του.
Πρόκειται για μια προσπάθεια που έχει τις ρίζες της στα στερεότυπα της νεοελληνικής κοινωνίας, της οποίας δομικό στοιχείο είναι ο υπερπροστατευτισμός του καινούργιου. Θυμάται τις συζητήσεις στα καφενεία, στη γειτονιά και στη λαϊκή, όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι, είναι η κραυγή που τρυπάει το τύμπανό του, με δυσκολία καταφέρνει να μειώσει την ένταση. Δεν προλαβαίνει, όμως, και η ένταση μεγαλώνει, θα σου πάρουν τα λεφτά από την τράπεζα, ακούγεται πάλι η φωνή. Μαζεύεται από φόβο, αλλά και πάλι θυμάται που απέσυρε από τον λογαριασμό του στην τράπεζα τα τελευταία ευρώ για να πληρώσει τον ΕΝΦΙΑ.
Ο βρεγμένος δεν φοβάται τη βροχή, σκέφτεται. Το ουράνιο τόξο, εξάλλου, βγαίνει μετά τη βροχή. Είναι άνεργη και την έχουν φάει οι δρόμοι ψάχνοντας δουλειά. Από τις εφημερίδες που αγοράζει διαβάζει μόνο τις αγγελίες για θέσεις εργασίας. Ούτε θυμάται πόσα βιογραφικά έχει αφήσει σε απίθανες θέσεις εργασίας. Θα σας ενημερώσουμε εμείς, λίγοι τηλεφώνησαν κι αυτοί για να την ευχαριστήσουν που υπέβαλε αίτηση, ελπίζουμε να συνεργαστούμε στο μέλλον, μ’ αυτόν τον τρόπο έκλεινε το τηλεφώνημα της ζεστής γυναικείας φωνής, που της έφερνε το ρίγος της ανεργίας.
Απλώνει τα ψηφοδέλτια στο τραπεζάκι, ενώ ακούει μουρμουρητά από όσους περιμένουν έξω από το παραβάν, τελειώνετε, είναι μεγάλη η σειρά. Τι να κάνει; Η πρώτη σκέψη που κάνει είναι να ρίξει λευκό ή να ζωγραφίσει έναν κοιλαρά κεφαλαιούχο, έναν υπουργό και έναν στρυφνό Ευρωπαίο, συνοδεύοντας τη ζωγραφιά με μια βρισιά. Βγάζει τον στυλό του, το μετανιώνει, δεν είναι λύση αυτή. Θυμήθηκε τον Καλπογιάννη, θα ήταν μια λύση, μπορεί να δώσουν λύση οι εκλογές; Ολοι το ίδιο παιχνίδι παίζουν, αλλάζει μόνο το χρώμα της τράπουλας.
Θα ψηφίσω, αποφασίζει. Δεν μπορώ τους κοψοχέρηδες. Τον εκνευρίζουν όσοι διαμαρτύρονται κι ας ψήφισαν και πάλι τους ίδιους. Αποφάσισε να ανοίξει ένα παράθυρο, να μπει φως. Να δώσει ελπίδα σ’ όλους. Δεν μπορεί να είναι απών. Κι αποφάσισε να σταυρώσει ανθρώπους δοκιμασμένους. Στις μικροκοινωνίες όλοι γνωρίζουν, ή τουλάχιστον υποψιάζονται. Τίποτε δεν έρχεται απροειδοποίητα. Σαν κεραυνός σε αίθριο ουρανό.
Επιλέγει το ψηφοδέλτιο της ελπίδας, σταυρώνει, στέκεται μπροστά από την κάλπη και ψηφίζει. Ποτέ δεν μπορεί να είναι βέβαιος. Οπου υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα, γίνονται και τα μεγαλύτερα λάθη. Η ψήφος του είναι μια προκαταβολή για την απόφασή του να μην αναθέσει εν λευκώ την τύχη του σε άλλους. Δηλώνει παρών για το μέλλον που έρχεται.
* Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας