Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Καθώς πλησιάζουν τα Χριστούγεννα…

Στέλλα Π. Βουτσά
Πτυχιούχος Ελληνικής και Ισπανικής Φιλολογίας, Διδάκτωρ Συγκριτικής Λογοτεχνίας, Καθηγήτρια Φιλόλογος στο Γυμνάσιο Kαλυθιών Ρόδου

Σαν να’ χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου
Αλ. Παπαδιαμάντης, «Το μοιρολόγι της φώκιας»

Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη
Οδυσσέας Ελύτης, «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη»


Κάθε φορά που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα έρχεται στο νου μου η σεβάσμια μορφή του μεγάλου μας πεζογράφου, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Αυτό συμβαίνει, γιατί τα χριστουγεννιάτικά του διηγήματα συνόδευαν πάντα τις διακοπές μου ως μαθήτρια. Όσο για τώρα, ως καθηγήτρια και υπεύθυνη της Δανειστικής Βιβλιοθήκης του σχολείου μου, τα προτείνω πάντα στους μαθητές μου για ευχάριστο και εποικοδομητικό χριστουγεννιάτικο ανάγνωσμα.

Οι αναμνήσεις όμως δεν τελειώνουν εδώ. Ήμουν μαθήτρια του 3ου Γυμνασίου και 3ου Λυκείου Βόλου και θυμάμαι σχολικές μας εκδρομές στο τέλος της χρονιάς στο νησί της Σκιάθου. Το καράβι που μας πήγαινε εκεί είχε το όνομά του, λεγόταν «Παπαδιαμάντης». (Δεν ξεχνώ πόσο λυπήθηκα όταν έμαθα ότι αποσύρθηκε και αντικαταστάθηκε από κάποιο άλλο, με όνομα πιο «μοντέρνο», «Express Σκιάθος»). Η κεντρική οδός του νησιού έχει κι αυτή το όνομά του, «οδός Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη». Εκεί άλλωστε βρίσκεται και το σπίτι-μουσείο του, που ποτέ δεν παραλείπαμε να επισκεφτούμε με τους καθηγητές.

Το σπίτι εκείνο μάς μετέδιδε το δέος της σεπτής και ταπεινής φυσιογνωμίας του, που τόσο στερημένα πέρασε εν ζωή.

Το όνομα και το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, λοιπόν, είναι άρρηκτα δεμένα με την ιδιαίτερη πατρίδα του, το νησί της Σκιάθου. Με τέτοιου είδους λογοτέχνες, όπως ο Παπαδιαμάντης, που έχουν ταυτίσει τη ζωή και το έργο τους με την ιδιαίτερη πατρίδα τους, συμβαίνει το εξής παράδοξο: ενώ σε μια πρώτη ματιά φαίνονται βαθιά τοπικοί, σε μια δεύτερη εξέταση συνειδητοποιεί κανείς ότι ουσιαστικά πρόκειται για συγγραφείς παγκόσμιους και διαχρονικούς.

Δηλαδή, αντλούν την έμπνευσή τους από τον τόπο καταγωγής τους και περιγράφουν τα ήθη και την ανθρωπογεωγραφία του τόπου τους, αλλά ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, εκεί που θα περίμενε κανείς ότι η ιστορία της λογοτεχνίας θα τους ξεχνούσε ως τοπικιστές, αποκτούν μια οικουμενικότητα και γίνονται οι πιο κλασικοί και πολυδιαβασμένοι και μεταφρασμένοι συγγραφείς.

Αρκεί να φέρει ο αναγνώστης στο νου του τα διάσημα «αχώριστα δίδυμα»: Καβάφης-Αλεξάνδρεια, Καζαντζάκης-Κρήτη, Πεσσόα-Λισσαβώνα, Τζόυς-Δουβλίνο, Κάφκα-Πράγα και θα καταλάβει τι ακριβώς εννοώ.

Η θεωρία της λογοτεχνίας και ειδικότερα ο κλάδος της Συγκριτικής Λογοτεχνίας μάς έχει λύσει σήμερα αυτό το παράδοξο: για να είναι ένας λογοτέχνης διαχρονικός και οικουμενικός, για να μπορεί να μιλήσει στις ψυχές των ανθρώπων όλων των εποχών και των χωρών, πρέπει πρώτα από όλα να έχει κατανοήσει τη βαθύτερη ουσία του τόπου του και του καιρού του. Αφού λοιπόν καταλάβει μέχρι το μεδούλι τα βαθιά χαρακτηριστικά και τα ήθη της φυλής του, μόνο τότε θα μπορεί να λέγεται και κλασικός, δηλαδή διαχρονικός και διατοπικός συγγραφέας.

Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τον Παπαδιαμάντη. Ο ιστορικός της λογοτεχνίας μας, ο Λίνος Πολίτης, σημειώνει στο ανεπανάληπτο έργο του, στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτενίας, ότι ο Παπαδιαμάντης  έχει συλλάβει μερικά βασικά, αν και όχι τόσο ευκολοσύλληπτα, χαρακτηριστικά του νεοελληνικού χαρακτήρα. Με αυτό τον τρόπο, διαμορφώνει στα έργα του αυτό που θα ονομάζαμε νεοελληνική λαϊκή μυθολογία. Τι περιλαμβάνει αυτή η μυθολογία; Μα φυσικά τους ταπεινούς ανθρώπους του νησιού του, μπορεί κάποιες φορές πονηρούς, αλλά πάντα καλόκαρδους: βοσκοί, κοπέλες, χήρες, ναύτες, καπετάνιοι απαρτίζουν την πινακοθήκη των χαρακτήρων του.

Τα διηγήματά του που ξεπερνούν τα 200, προϊόν μιας εικοσαετίας, πλημμύρισαν την τότε Αθήνα με τους ταπεινούς ήρωες και τα γνήσια λαϊκά ήθη της πατρίδας του.1
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Παπαδιαμάντης είναι από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ηθογραφίας, μιας λογοτεχνικής και γενικότερα πνευματικής τάσης που αναπτύχθηκε μετά το 1880.

Το περιοδικό Εστία συγκεκριμένα, προκήρυξε διαγωνισμό το 1883 για τη συγγραφή διηγήματος με το χαρακτηριστικό όρο το θέμα να έχει «υπόθεσιν ελληνικήν». Έτσι, στα πλαίσια αυτής της τάσης θα γραφούν τα λεγόμενα ηθογραφικά διηγήματα, στα οποία έχουμε πιστή παρουσίαση της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο και στο ελληνικό χωριό με τις τοπικές παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, το χαρακτήρα και τη νοοτροπία του ελληνικού λαού.

Οι ήρωες θα είναι απλοί άνθρωποι. Στο ίδιο πλαίσιο με το ηθογραφικό διήγημα θα εγκαινιαστούν και οι σπουδές της Λαογραφίας με πρωτοπόρο μια κορυφαία προσωπικότητα: το Νικόλαο Πολίτη.

Ο Παπαδιαμάντης ήταν προσηλωμένος στον κόσμο της παράδοσης και της ορθοδοξίας, των ακατάλυτων δηλαδή ελληνικών αξιών. Αντιστεκόταν στην εισβολή των δυτικών προτύπων, στον αθεϊσμό, στους συρμούς, χωρίς να φοβάται μήπως τον θεωρήσουν οπισθοδρομικό. Κι έχει μείνει για πάντα στην ιστορία της λογοτεχίας μας ως ο υμνητής της ελληνικής παράδοσης, ο ζωγράφος του ελληνικού νησιού, αφού τα διηγήματά του εμπνέονται από τα προσωπικά βιώματα και τις εμπειρίες του στη Σκιάθο. Το νησί του θα αποτελέσει, λοιπόν, το φυσικό πλαίσιο και οι συγχωριανοί του τις τυπικές υπάρξεις των έργων του. Πρόκειται για έναν κόσμο ανέπαφο, γεμάτο απλότητα και πίστη.2

Εξαίρεση σε αυτόν τον κόσμο αθωότητας αποτελεί η Φόνισσα, ένα δυνατό και σύνθετο ψυχογραφικό έργο, έντονα επηρεασμένο από το Έγκλημα και Τιμωρία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. (Θυμίζουμε εδώ ότι ο Παπαδιαμάντης είχε μεταφράσει το Έγκλημα και Τιμωρία3 και είχε προβληματιστεί σοβαρά για τα ζητήματα του εγκλήματος και της τιμωρίας, του ατόμου και της κοινωνίας, της ανθρώπινης και της θεϊκής δικαιοσύνης, καθώς και της διερεύνησης της ψυχολογίας του δολοφόνου που θίγει ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας.)

Η πρωταγωνίστρια του Παπαδιαμάντη, η Φραγκογιαννού, «η γυναίκα με την αβυσσαλέα ψυχολογία», όπως τη χαρακτηρίζει μοναδικά ο Λίνος Πολίτης, είναι ένα πρόσωπο αινιγματικό κι ολότελα ξένο από τους αφελείς νησιώτες.

Εξήντα χρονών πια, «εξηκοντούτις» όπως μας λέει ο συγγραφέας, καθώς κάνει έναν απολογισμό της ζωής της, διαπιστώνει πως δεν είχε κάνει τίποτε άλλο από το να υπηρετεί τους άλλους: αρχικά τους γονείς της, στη συνέχεια τον άντρα της, μετά τα παιδιά της και τώρα τα παιδιά των παιδιών της. Ας αφήσουμε όμως την πένα του Παπαδιαμάντη να μας διηγηθεί με τον ανεπανάληπτο τρόπο της:

«Η Χαδούλα, η λεγόμενη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν, και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της. Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους.

Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της - και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού. Όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της. Όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της.»

Ο Παπαδιαμάντης με μεγάλη δεξιότητα διεισδύει στα μύχια της ψυχής της Φραγκογιαννούς και περιγράφει πώς έχει συσσωρεύσει μέσα της χρόνια καταπίεσης και αδικίας, βιώνοντάς τα όχι μόνο ως προσωπική καταδίκη αλλά –το πιο σημαντικό- ως κοινή γυναικεία μοίρα. Στο σημείο αυτό «ψηλώνει ο νους της» και συλλαμβάνει την ιδέα να σκοτώνει τα μικρά κορίτσια για να τα σώσει από τα βάσανα. Μέσα στη διανοητική της σύγχυση μάλιστα, φτάνει να πιστεύει ότι οι αποτρόπαιες πράξεις της είναι και έργο θεάρεστο! Η πίστη της είναι, όπως λέμε, κακοχωνεμένη.

Η φόνισσα τελικά θα πνιγεί κυνηγημένη από την αστυνομία ζητώντας καταφύγιο σε μια εκκλησιά κοντά στη θάλασσα, «εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης».
Δράττομαι της ευκαιρίας, αναφέροντας αυτό το αριστουργηματικό τέλος της Φόνισσας, να μιλήσω λίγο για τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη. Γενικά, θα πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι το θέμα της γλώσσας για ένα συγγραφέα είναι πολύ σημαντικό.

Ο Οδυσσέας Ελύτης στην ομιλία του στην Ακαδημία της Στοκχόλμης το 1979, όταν του δόθηκε το βραβείο Νόμπελ, υπογράμμισε ότι η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα μέσο επικοινωνίας. Η γλώσσα αποτελεί «εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών». Η γλώσσα, συμπεραίνει ο Ελύτης, αντιπροσωπεύει ένα ΗΘΟΣ. Κι αυτό το ήθος γεννά υποχρεώσεις.

Το ίδιο ισχύει και για τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη. Έχει το δικό της ήθος και ύφος. Η γλώσσα του, βέβαια, δεν είναι ενιαία, αλλά διακρίνεται στην προσεγμένη και αυστηρή καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί στις λυρικές περιγραφές του τόσο των τοπίων όσο και των προσώπων και στη λαϊκή, σχεδόν μαγνητοφωνικά αποτυπωμένη ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, εμπλουτισμένη και με το σκιαθίτικο ιδίωμα που χρησιμοποιεί στους διαλόγους του.

Αυτή η γλώσσα του Παπαδιαμάντη ασκεί τη δική της γοητεία και οποιαδήποτε προσπάθεια για απόδοσή της σε καθαρή νέα ελληνική έχει αποδειχτεί ότι θα ήταν άκαιρη και άστοχη, γιατί ο Παπαδιαμάντης που θα διαβάζαμε σε αυτή την περίπτωση δεν θα ήταν ο ίδιος με αυτόν που μας γοητεύει σήμερα.

Η γλώσσα είναι εκείνη που χαρίζει και αυτή την ιδιαίτερη ατμόσφραιρα, αυτό το μοναδικό ambience των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, που με τόση οξυδέρκεια επισήμανε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Αξίζει σε αυτό το σημείο για να καταδειχτεί η μοναδικότητα της γλώσσας του να αναφέρουμε μερικά από τα επίθετα των ανεπανάληπτων περιγραφών του:

«το σπήλαιον του θαλασσοπλήγος βράχου»
η «σεληνοφεγγής νυξ»
«βράχοι στίλβοντες εις το φως της σελήνης»…
Δε χωράει αμφιβολία ότι η γλώσσα στον Παπαδιαμάντη είναι πηγή υποβολής, καθηλώνει.

Αναφέραμε πριν τις λυρικές περιγραφές του. Είναι αλήθεια ότι τα διηγήματα του Σκιαθίτη συγγραφέα τα χαρακτηρίζει εκτός από ρεαλισμός και ένας έντονος λυρισμός. Τι εννοούμε με τον όρο λυρισμός; Μα τι άλλο από την ποιητική έκφραση των προσωπικών συναισθημάτων και των ευαισθησιών του συγγραφέα, με άλλα λόγια, μια προσωπική κατάθεση ψυχής.

Ειδικά από το 1900 και μετά ο λυρικός τόνος κυριαρχεί σε διηγήματα-αριστουργήματα της πεζογραφίας μας, όπως το Όνειρο στο Κύμα και ο Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου. Πριν από το 1900 ξεχωρίζουν για το λυρισμό τους τα διηγήματα: Ολόγυρα στη λίμνη, με έναν τόνο υποβλητικό, η Νοσταλγός και ο Έρωτας στα χιόνια με τη λυρική του μελαγχολία.

Τι είναι όμως αυτό που κινητοποιεί όλον τούτον τον λυρικό μηχανισμό στην ποιητική πεζογραφία (αξίζει το οξύμωρο) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη; Το στοιχείο αυτό είναι αναμφισβήτητα η νοσταλγία του για την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σκιάθο και τους ανθρώπους της (ενδεικτικός είναι ο τίτλος του διηγήματός του Η νοσταλγός). Θυμίζουμε την ετυμολογία του όρου νοσταλγία, που έχει επικρατήσει ως λέξη διεθνής: νόστος και άλγος, πόνος της επιστροφής.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, αυτή η νοσταλγία απασχολεί πολύ τον Παπαδιαμάντη. Άνθρωπος λιτός και συνεσταλμένος, αποφεύγει την κοινωνική ζωή και ακολουθεί εκείνο το επικούρειο «λάθε βιώσας», δηλαδή να περνάς όσο γίνεται πιο απαρατήρητος και αθόρυβος, χωρίς να τραβάς την προσοχή. Πράγματι, ο κυρ Αλέξανδρος αδυνατούσε να προσαρμοστεί στην ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας. Είναι αξιοπερίεργο, μάλιστα, ότι ένιωθε μεγαλύτερη ασφάλεια στους ταπεινούς ανθρώπους του λαού από ότι στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας.

Γενικά, ο κοσμοκαλόγερος προτιμούσε τον απόκοσμο βίο· του άρεσε, για παράδειγμα, να παίρνει μέρος σε κατανυκτικές αγρυπνίες στο ναό του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι, όπου ήταν δεξιός ψάλτης, με αριστερό τον εξάδερφό του, επίσης Σκιαθίτη, Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Πάντα ντυμένος φτωχικά, περήφανος και αξιοπρεπής, υπέφερε τη φτώχεια του και έβρισκε παρηγοριά στο ψάλσιμο και στο γράψιμο.

Στο τελευταίο συμπεριέλαβε ολόκληρα χωρία από τη βυζαντινή υμνογραφία, κάτι που κάνει και ο Ελύτης στο Άξιον Εστί. Έτσι, η συγγραφή, η καλλιτεχνική δημιουργία για τον Παπαδιαμάντη λειτουργεί θα λέγαμε απελευθερωτικά, σαν ένας λυτρωτικός μηχανισμός, μια θεραπεία, μια παρηγοριά, αυτό που οι ψυχολόγοι ονομάζουν με τον αγγλικό όρο sublimation. Η τέχνη ως θεραπεία, ως λύτρωση της καταπίεσης του ατόμου, η τέχνη ως κατάργηση της μοναξιάς, όπως θα έλεγε ο Νίκος Εγγονόπουλος, η τέχνη ως «νάρκης του άλγους δοκιμές εν φαντασία και λόγω», όπως θα έλεγε ένας Καβάφης.

Σε αυτό το ζοφερό κλίμα της πρωτεύουσας ο Παπαδιαμάντης αναπολεί έναν κόσμο που του ήταν ιδιαίτερα αγαπητός και αναλώνεται ολόκληρος σε αυτή τη νοσταλγία. Σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη και πάλι, αυτή η νοσταλγία είναι η μεγάλη αρετή και συγχρόνως η αδυναμία του. Αυτή κάνει κάποια από τα διηγήματά του να είναι απλώς ένα σκίτσο βιαστικό, ένα στιγμιότυπο.

«Οι ιδέες του συγγραφέα, αδέσμευτες από ένα προκαθορισμένο σχέδιο, ακολουθούν την πορεία του ρεμβασμού. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η δύναμη του Παπαδιαμάντη βρίσκεται ακριβώς σε αυτό το ελεύθερο σκιτσάρισμα», σημειώνει με ευστοχία ο Πολίτης.

Η έλλειψη καλλιτεχνικής βούλησης και η χαλαρή κάποιες φορές σύνθεση των διηγημάτων του στάθηκε η αιτία να γίνει το έργο του στόχος αρνητικής κριτικής και απαξίωσης. Για παράδειγμα, ο Κ.Θ. Δημαράς του προσάπτει ότι η τεχνική του είναι μονότονη, τα θέματά του επαναλαμβάνονται ίδια και απαράλλαχτα και ότι ο κόσμος των διηγημάτων του είναι ένας κόσμος κλειστός, ευχάριστος στην πρώτη επαφή, αλλά αποπνικτικός στη διάρκειά του.

Ας κλείσουμε όμως με μια θετική και πολύ γνωστή κριτική στο έργο του Παπαδιαμάντη, η οποία έρχεται από έναν άλλο μεγάλο άνθρωπο των γραμμάτων μας, τον Οδυσσέα Ελύτη. Γράφει, λοιπόν, ο Ελύτης με τη γνωστό του ποιητικό ύφος στο δοκίμιό του Η μαγεία του Παπαδιαμάντη:

«Έτσι κι από ένα μικρό κομμάτι γης μπορεί κανείς να κρίνει και να φανταστεί την έκταση που καταλαμβάνει ολόκληρος ο νησιωτισμός του συγγραφέα μας. Από το ένα μέρος ο πλούτος της χλώρης ασυγκράτητος: βάτα, πολυτρίχια, αγριαμπελιές, αιγοκλήματα, οι αγριελιές, οι ροδιές, οι αμυγδαλιές, οι καστανιές, ένας λαός βαθυπράσινος πλάι στο βαθυκύανο του πελάγους.

Και από το άλλος μέρος, ο λαός ο πραγματικός των ανθρώπων που σμίλεψαν οι αιώνες κι οι άνεμοι, με το καθαρό περίγραμμά τους, τον ορατή ψυχική τους ενδοχώρα και το καθημερινό τυπικό της ζωής τους, μιας ζωής απείραγης ακόμη από τον πολιτισμό...

Και ο λαός αυτός ν’ αναπαράγει, να «παίζει» σε μικρογραφία τα παντοτινά πάθη του ανθρώπου, τις ζήλιες, τους έρωτες, τις φιλοδοξίες, τα μίση, τους φόνους, τ’ ατυχήματα [...] Να πού βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα.

Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη και όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να’ χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία... ‘Σαν να’ χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου’.» (Οδυσσέας Ελύτης, Εν λευκώ)

 Είναι επίκαιρος σήμερα, 103 χρόνια μετά το θάνατό του ο Παπαδιαμάντης; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά ναι, είναι επίκαιρος όσο ποτέ. Κι αυτό γιατί ο Σκιαθίτης συγγραφέας είναι από τη μια ο ζωγράφος και υμνητής της γαλανόλευκης αιγαιοπελαγίτικης φύσης, αλλά και τοποτηρητής της ελληνοχριστιανικής θρησκευτικής παράδοσης. Κατά συνέπεια, η επικαιρότητα του έργου του είναι αναμφισβήτητη για όσους θέλουν να εντοπίσουν στο θολό πανόραμα της εποχής μας τη χαμένη ελληνική ταυτότητα.

Ο κυρ Αλέξανδρος και το έργο του δεν παύουν να αποτελούν σήμερα σημείο αναφοράς για την ελληνικότητα και την ελληνική αυτοσυνειδησία. Θα επικαλεστούμε και πάλι τον μεγάλο Οδυσσέα Ελύτη που το διατύπωσε επιγραμματικά: αν ο Διονύσιος Σολωμός είναι ο κορυφαίος Έλληνας ποιητής, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι αναμφίβολα ο κορυφαίος Έλληνας πεζογράφος: «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».  

1 Όπως μας πληροφορεί ο Βρετανός νεοελληνιστής Roderick Beaton, ο Παπαδιαμάντης ήταν ο πρώτος επαγγελματίας συγγραφέας, στην Ελλάδα, με την έννοια ότι έγραφε για βιοπορισμό, για να ζήσει.
2 Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς πώς θα ένιωθε σήμερα ο Παπαδιαμάντης, που γνώρισε και λάτρεψε την τότε ήρεμη και απόκοσμη Σκιάθο, αν έβλεπε τη σύγχρονη Σκιάθο, πολύβουη και κοσμική, με τις πολυσύχναστες παραλίες, τα beach bar και το μαζικό τουρισμό.
3 Ο Παπαδιαμάντης μετέφρασε το Έγκλημα και Τιμωρία του Φ. Ντοστογιέφσκυ και η μετάφρασή του αυτή δημοσιεύτηκε σε συνέχειες, στην εφημερίδα του Κορομηλά «Εφημερίς» (1889).

 

Πηγή : Καθώς πλησιάζουν τα Χριστούγεννα… | Η ΡΟΔΙΑΚΗ http://www.rodiaki.gr/article/297964/kathws-plhsiazoyn-ta-xristoygenna#ixzz3M37qTl3R 
Follow us: @irodiaki on Twitter | efimeridarodiaki on Facebook