Τι κάνεις για τα επόμενα 17 χρόνια;
«Τρελαίνεσαι», απαντά ο κ. Σπύρος. «Μένω στον τρίτο και δεν σου κρύβω ότι έρχονται στιγμές που το κοιτάζω περίεργα το μπαλκόνι… Σκέφτομαι όμως ότι μέσα στην ατυχία μου, έχω την τύχη να είμαι μόνος. Αν είχα παιδιά, θα είχα πέσει σίγουρα». Μου εξηγεί ότι μένει με τη μητέρα του η οποία παίρνει μια αξιοπρεπή σύνταξη κι έτσι κάπως τα βγάζουν πέρα. «Είναι 75 ετών αλλά είναι μια χαρά στην υγεία της. Μερικές φορές ξυπνάω τα βράδια, πετάγομαι, λέω ‘Χριστέ μου Παναγία μου να μην πάθει τίποτα’. Ντρέπεσαι όταν φτάνεις 55 χρονών και είσαι σε αυτή την κατάσταση. Αλλά τι να κάνεις; Κανένας δεν σε παίρνει για δουλειά σε αυτή την ηλικία. Και φυσικά το βασικό πρόβλημα είναι η ασφάλιση. Έχω δουλέψει 21 χρόνια, πώς θα συμπληρώσω τα χρόνια που χρειάζονται για να πάρω σύνταξη; Φοβάμαι τι θα γράφει το νέο ασφαλιστικό. Από αυτά που διαβάζω στις εφημερίδες, καλύτερα να μας στήνουν στο απόσπασμα παρά να γερνάμε».
Πώς περνάς τη μέρα σου;
«Ξυπνάω το πρωί, κάθομαι στον υπολογιστή, ρίχνω μια ματιά στις αγγελίες, στον ΟΑΕΔ, μήπως ξεφυτρώσει τίποτα. Μερικές φορές κάποιος θα μου πει ‘παίζει αυτό πήγαινε να το κοιτάξεις’, θα πάω. Μετά πηγαίνω στο καφενείο, έχει αδερφός μου δύο παιδάκια και τα παίρνω από το σχολείο, κάνω κανένα θέλημα της γιαγιάς. Το βράδυ μπορεί να βγω να κάνω επίσκεψη σε κάποιο φίλο ή να πάω ξανά στο καφενείο. Βέβαια να πας στο καφενείο πρωί βράδυ είναι 4 ευρώ για να τη βγάλεις απλά με καφέδες, δηλαδή 4 επί 30 είναι 120 ευρώ μόνο το καφενείο. Αν δεν έχεις έσοδα πως θα γίνει; Δεν μιλάω να αγοράσεις εφημερίδα μαζί με τον καφέ ή να κεράσεις ένα φίλο σου. Αυτά ανήκουν στις παλιές καλές ξεχασμένες εποχές. Ευτυχώς που υπάρχει και το ίντερνετ».
Τη δεύτερη φορά που τον συνάντησα, με περίμενε στο καφενείο με ένα βιβλίο στο χέρι. «Δύο αρρώστιες είχα από μικρός, το διάβασμα και τον Ολυμπιακό. Τώρα τον Ολυμπιακό τον έχω κόψει λιγάκι προϊούσης της ηλικίας και της αφραγκίας. Αλλά ευτυχώς μένει το διάβασμα. Ο παππούς μου είχε περίπτερο και με έπαιρνε στα πόδια του και διαβάζαμε εφημερίδες. Από τότε ό,τι πέσει στα χέρια μου το διαβάζω, έχω μια αρκετά μεγάλη βιβλιοθήκη και την αναμοχλεύω τώρα που δεν έχω χρήματα για αγορές, κάθομαι και διαβάζω τα παλιά μου βιβλία. Αυτό με έχει σώσει γιατί δεν σκέφτεσαι όταν διαβάζεις».
Οι εργαζόμενοι ηλικίας 45-64 ετών είναι στην πλειονότητά τους χαμηλών προσόντων, γεγονός που δυσχεραίνει τη θέση τους όταν βρεθούν στην ανεργία. Το 30% έχει απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης, ένας στους πέντε έχει πτυχίο κάποιας Ανώτατης Σχολής και μόλις το 3,2% έχει μεταπτυχιακό τίτλο. Ο κύριος Σπύρος σπούδασε Θεολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών, από φοιτητής ακόμα βρήκε δουλειά σε μια εταιρία θρησκευτικών εκδόσεων και έμεινε εκεί 21 χρόνια.
«Το πρόβλημα είναι ότι έκανα μια δουλειά που δεν μπορεί να βρει συνέχεια, ήμουν στο τμήμα κινήσεως, πακετάραμε βιβλία, δεν είχα κάποια εξειδίκευση. Έκανα αιτήσεις παντού, πήγα σε συνεντεύξεις, προσπάθησα σε αποθήκες βιβλίων, σε εταιρίες security που είχα ακούσει ότι δεν θέλουνε πιτσιρικάδες. Μάταια. Δεν λέω ότι τα προσόντα που έχω είναι τίποτα σπουδαίο στις μέρες μας, ένα πτυχίο πανεπιστημίου, αγγλικά επιπέδου lower και υπολογιστές. Αλλά για υπάλληλος security δεν είναι αρκετά; Κάπου απογοητεύεσαι. Έκατσα και διάβασα, έδωσα ΑΣΕΠ τρεις φορές, δεν τα κατάφερα. Παρόλα αυτά συνεχίζω τις προσπάθειες, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, ψάχνω από γνωστούς, από τις εφημερίδες, από τον ΟΑΕΔ. Τώρα λένε θα βγάλουν 20.000 θέσεις από αυτά τα κοινωφελή προγράμματα που γίνονται στους δήμους, αν και το μόνο που κάνουν αυτά τα προγράμματα είναι για ένα διάστημα να νεκρώνουν την πληγή, είναι ένα κακάδι πάνω από την πληγή που σε κάνει να ξεχαστείς για λίγο, αλλά όταν ξαναμείνεις χωρίς δουλειά η απογοήτευση είναι μεγαλύτερη, το έχω ζήσει και το έχω δει να συμβαίνει και σε άλλους. Έχουν δει τα μάτια μου πράγματα και θαύματα. Ανθρώπους να προσλαμβάνονται σε μουσείο μέσω ΕΣΠΑ και να τους πηγαίνουν να ξεχορταριάζουνε τις σιδηροδρομικές γραμμές, ιστορίες να γελάσει το φυλλοκάρδι σου, αυτοί βέβαια δεν γελάγανε».
Ποιον ωφελεί η «κοινωφελής» εργασία;
Η Ασπασία Τσαουσοπούλου, 55 ετών και άνεργη τα τελευταία 7 χρόνια, έχει πολλά να μας πει για την «κοινωφελή εργασία». Έχοντας προϋπηρεσία ως εμποροϋπάλληλος, επιλέχθηκε για να συμμετάσχει σε ένα επιδοτούμενο πρόγραμμα επιμόρφωσης ανέργων που αφορούσε στις πωλήσεις πράσινων προϊόντων. «Παρακολούθησα μαθήματα θεωρίας και στη συνέχεια έκανα πρακτική σε μια μεγάλη επιχείρηση. Θα μπορούσαν να είναι όλα πολύ καλά αν δεν μας είχαν ξεκαθαρίσει από την πρώτη μέρα ότι δεν πρόκειται να μας κρατήσουνε μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος. Τουλάχιστον ήταν ειλικρινείς, επικροτώ την ειλικρίνειά τους. Για τους μήνες που με απασχόλησαν αμείφθηκα με περίπου 600 ευρώ το μήνα, ήταν μια ανάσα για 6 μήνες, μια ανάσα χωρίς προοπτική, είναι σαν να έχεις καρκίνο και να σου δίνουν ασπιρίνη. Βεβαίως, έμαθα πολλά καινούρια πράγματα σε έναν τομέα που ήταν συνέχεια αυτού που είχα κάνει στη ζωή μου, δηλαδή εμποροϋπάλληλος. Μετά αναζήτησα εργασία σε μαγαζιά και λαϊκές βιολογικών προϊόντων, χωρίς αποτέλεσμα.
»Τώρα αν σας πω για το δεύτερο πρόγραμμα που βρέθηκα θα γελάτε, δεν θυμάμαι ακριβώς τον τίτλο, κάτι σαν διαχειριστής μπαζών σε μια μεγάλη τεχνική εταιρία. Τουλάχιστον το κατάστημα μας έδωσε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε πωλήτριες για μερικούς μήνες, εκεί μιλάμε τα πράγματα ήταν τραγικά άσχημα. Τελειώνοντας τη θεωρητική εκπαίδευση, μας έπαιρνε ένα πούλμαν και μας πήγαινε στη μέση του πουθενά κυριολεκτικά, σε ένα τεράστιο οικόπεδο μετά το νεκροταφείο Ασπροπύργου, το μόνο που υπήρχε γύρω μας ήταν μάντρες με σκραπ, στοιβαγμένα παλιοσίδερα»
«Και τι κάνατε;» τη ρωτάω.
«Τίποτα, είχαμε διοργανώσει πρωτάθλημα τάβλι!» μου απαντά. Γελάω.
«Μην σου φαίνεται καθόλου αστείο γιατί τα πήγα καλά στο πρωτάθλημα!» μου λέει. Γελάμε, αλλά η κατάσταση μόνο για γέλια δεν είναι. Η κυρία Ασπασία συνεχίζει την αφήγηση.
«Δεν κάναμε τίποτα, περιμέναμε να περάσουν οι ώρες σε συνθήκες άθλιες. Όταν πρωτοπήγαμε ήμασταν σχετικά λίγοι, γύρω στα 50 άτομα, αλλά μετά από λίγο καιρό είχαμε μαζευτεί 300 άτομα, υπήρξαν καβγάδες για την καρέκλα, ποιος θα πρωτοκαθίσει στις λίγες καρέκλες. Ήταν καλοκαίρι και δεν μπορούσες να σταθείς από τη ζέστη, υπήρχαν κάποια κοντέινερ, άλλα με κλιματισμό και άλλα χωρίς, μια κατάσταση άθλια, στη μέση του πουθενά και χωρίς λόγο. Ένιωσα πιο άχρηστη από ότι όταν βρίσκομαι στο σπίτι μου. Γιατί στο σπίτι μου δεν κάθομαι, κάνω δουλειές, ασχολούμαι με την καθαριότητα. Από εκεί γυρνούσα κομμάτια, το σπίτι μου βρώμιζε και τίποτα δεν έκανα. Υπό αυτές τις συνθήκες και την απραξία όλες αυτές τις ώρες γύριζες και ψυχολογικά δεν είχες κουράγιο ούτε να κάνεις τα στοιχειώδη για το σπίτι σου, ούτε να μαγειρέψεις».
Πώς το κράτος προσπαθεί να χρυσώσει το χάπι της ανεργίας αφήνοντας ανθρώπους να «σαπίζουν»
Ο Κωνσταντίνος Ρουσάκης, διευθυντής κατάρτισης του ομίλου Apopsis, μου εξηγεί τη λογική ή μάλλον τον παραλογισμό των προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας, που σχεδιάζονται από την κεντρική κυβέρνηση, και υλοποιούνται με χρήματα του ΕΣΠΑ από Δήμους, Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης και εταιρίες.
«Το υπουργείο εργασίας κυρίως, καθώς και άλλα υπουργεία, προκηρύσσουν διάφορα προγράμματα που άλλες φορές έχουν σχεδιαστεί σε μια λογική βάση και άλλες φορές όχι. Εμείς πάντως είμαστε υποχρεωμένοι να παίξουμε με αυτούς τους κανόνες που ορίζονται κεντρικά. Μέχρι τώρα, η λογική των προγραμμάτων ήταν επιδοματική. Δηλαδή το κράτος, δίνοντας κάποια χρήματα στους ανέργους ως εκπαιδευτικά επιδόματα μέσω των προγραμμάτων κατάρτισης, προσπαθούσε να χρυσώσει το χάπι της ανεργίας, δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου ο άνεργος έρχεται στο κέντρο εκπαίδευσης κυρίως για να πάρει το επίδομα και όχι για να αναβαθμίσει δεξιότητες ή να κάνει μια στροφή επαγγελματική. Διότι αν ένας άνθρωπος προέρχεται από έναν κλάδο που φθίνει, πρέπει να βρει εναλλακτικές επαγγελματικές διαδρομές, άρα να αποκτήσεις άλλες δεξιότητες καθώς η τεχνολογία αλλάζει. Ειδικά σε ανέργους μέσης ηλικίας, είναι σημαντικό το πρόγραμμα να συνοδεύεται κι από μια συμβουλευτική. Ένας άνθρωπος 50 ετών που μένει άνεργος, έχει και κάποια θέματα κοινωνικο-συναισθηματικά που πρέπει να αντιμετωπισθούν. Εν τω μεταξύ, μέσα στα χρόνια που δούλευε, τα δεδομένα στην αγορά άλλαξαν, χρειάζεται λοιπόν έναν άνθρωπο να τον βοηθήσει να δει πράγματα, να μάθει πράγματα και ίσως να κάνει έναν επαναπροσανατολισμό».
Ο κύριος Ρουσάκης επισημαίνει πως στην Ελλάδα ουσιαστικά βαφτίζουμε προγράμματα κοινωφελούς εργασίας τα παλιά προγράμματα stage. «Παρκάρουμε τους ανέργους σε ένα δήμο για κάποιους μήνες, οι άνθρωποι πραγματικά σαπίζουν, παίρνουν ένα χαρτζιλίκι και μετά από 6-8-10 μήνες χαιρετάνε και ξαναγυρνάνε σπίτι τους. Αυτή η πολιτική που ξεκίνησε με τα περίφημα προγράμματα stage, στην Ευρώπη έχει εγκαταλειφθεί εντελώς, αλλά στην Ελλάδα τώρα αναβιώνει. Δεν είναι καλή πρακτική. Τον άλλον πρέπει να τον μάθεις να ψαρεύει, γιατί αν του δώσεις το ψάρι στο στόμα, όταν εσύ φύγεις, θα ξαναπεινάσει. Αντί να ενδυναμώσουμε τους ανέργους και να προσπαθήσουμε να τους επανεντάξουμε τους αφήνουμε να σαπίσουνε».