Γιατί βρίζει ο άνθρωπος; Για να εκτονωθεί. Για να κοροϊδέψει και να μειώσει. Για να αστειευτεί. Για να εκδηλώσει οικειότητα. Γιατί είναι βρωμόστομος. Λόγοι υπάρχουν. Γιατί βρίζει ο άνθρωπος ως μυθοπλαστικός χαρακτήρας; Για τους ίδιους λόγους, συν την προστιθέμενη αληθοφάνεια και το εύκολο γέλιο.
Η διαμάχη για τη χρήση βωμολοχιών σε έργα τέχνης έχει μακρά ιστορία και όλες οι απόψεις έχουν κατατεθεί, συνεπώς δεν έχει νόημα να ξανανοίξω μια κορεσμένη συζήτηση. Θα προτιμήσω να μιλήσω για μια άλλη πλευρά της κωμωδίας και μάλιστα της ελληνικής: θα εξετάσω τη χρήση των μειωτικών χαρακτηρισμών από τον θεατρικό συγγραφέα και σεναριογράφο Χρήστο Γιαννακόπουλο (1909-1963). Προς τούτο, απομόνωσα λέξεις-κλειδιά από τρεις ταινίες βασισμένες σε θεατρικά του έργα.
Καταρχάς, γιατί ο Χρήστος Γιαννακόπουλος; Από σύμπτωση. Πρώτα επέλεξα τις ταινίες και μετά διαπίστωσα ότι και στις τρεις έχει συμμετοχή. Και γιατί αυτές οι τρεις συγκεκριμένες ταινίες; Αφενός επειδή μου αρέσουν και αφετέρου επειδή οι μειωτικές εκφράσεις (δεν πρόκειται για τίποτα βαριές, «ακατάλληλες» βρισιές, όπως θα διαπιστώσετε σε λίγο) εδώ δεν χρησιμοποιούνται ως παραγέμισμα, ούτε για να γαργαλίσουν ταπεινά ένστικτα. Η χρήση τους εν προκειμένω έχει δομικό χαρακτήρα: αν έλλειπαν, οι ταινίες δεν θα ήταν αυτές που είναι. Αλλά επ' αυτού περισσότερα στο τέλος. Ας δούμε πρώτα στις ταινίες (με χρονολογική σειρά):
(Α) Ο Φανούρης και το Σόι του (1957)
Παραγωγή: Ανζερβός. Σενάριο: Αλέκος Σακελλάριος & Χρήστος Γιαννακόπουλος (από το ομώνυμο θεατρικό έργο των ίδιων). Σκηνοθεσία: Δημήτρης Ιωαννόπουλος.
Ο Φανούρης Σκαρβέτσος (Μίμης Φωτόπουλος) έχει τρεις αδερφές: η μεγάλη παντρεμένη, η μικρή πολύ μικρή για γάμο, αλλά η μεσαία πάτησε τα 30 και πρέπει να παντρευτεί. Ο αδερφός έχει συμφωνήσει να τη δώσει στον γαλατά της γειτονιάς, τον Σόλωνα Δελακώτσο (Χριστόφορος Χειμάρας), δίνοντάς του και 300 λίρες προίκα. Ο μπαρμπ'-Αλέξης (Λαυρέντης Διανέλλος), υπάλληλος στο επιπλάδικο του Φανούρη δεν τον πάει τον Σόλωνα ούτε με σφαίρες. Σε δύο σκηνές στην αρχή και μία προς το τέλος τον αποκαλεί (όχι κατά πρόσωπο, αλλά μιλώντας γι' αυτόν με άλλους):
- ακαμάτη
- αρκουδόγυφτο
- βόιδακλα
- μουλάρι
- μπουζουκοκέφαλο
- σαπιοκοιλιά
- τσιφούταρο
(Β) Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες (1960)
Παραγωγή: Φίνος Φίλμ. Σενάριο: Αλέκος Σακελλάριος & Χρήστος Γιαννακόπουλος (από το ομώνυμο θεατρικό έργο των ίδιων). Σκηνοθεσία: Αλέκος Σακελλάριος.
Ο Στέλιος Κοντογιώργης (Ντίνος Ηλιόπουλος) και ο Θωμάς Μακρυκώστας (Κώστας Χατζηχρήστος) είναι οι τελευταίοι επιζήσαντες μιας μακροχρόνιας βεντέτας των οικογενειών τους στον Κουτσόπυργο, ένα χωριό της Πελοποννήσου. Παρ' όλα αυτά, και οι δύο είναι απολύτως απρόθυμοι να δώσουν τέλος στη βεντέτα, δολοφονώντας ο ένας τον άλλον. Τα νέα για το τελευταίο επεισόδιο της βεντέτας στο χωριό φέρνει στον Στέλιο ο μπαρμπα-Θανάσης Κοντογιώργης (Παντελής Ζερβός) για να τον προτρέψει να φάει λάχανο τον Θωμά πριν προλάβει και τον φάει εκείνος. Ο Στέλιος αρνείται και από εκείνη τη στιγμή μέχρι το τέλος της ταινίας ο μπαρμπα-Θανάσης δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαρί. Στις τέσσερις σεκάνς που μοιράζονται οι δύο χαρακτήρες (στο ραφείο του Στέλιου, στο ξενοδοχείο του Θωμά, στο απόκεντρο ξενοδοχείο όπου καταφεύγουν οι δύο βασικοί χαρακτήρες για να γλιτώσουν ο ένας από τον άλλον και στο καφενείο του σιδηροδρομικού σταθμού) ο μπαρμπα-Θανάσης παρανομιάζει (κατά πρόσωπο) τον Στέλιο:
- αίσχος της φαμίλιας μας
- αίσχος του Κουτσόπυργου
- αίσχος των Κοντογιωργαίων
- ανάπηρο κορμί
- αρχιρελίζη του Κουτσόπυργου
- άχρηστο γομάρι
- ζωντόβολο
- κακομοίρη
- καρνάβαλο
- κνώδαλο (2) (αρχ. ελλ. κνώδαλον = άγριο πλάσμα, κτήνος· στα νέα ελλ.: ασήμαντος, τιποτένιος, ανόητος)
- κοπρόσκυλο (2)
- όρνιο (3)
- παλιο-ζαγάρι
- ρεζίλμπαση (τουρκ. rezilbaşı = αρχιρεζίλης)
- ρεντίκολο της κοινωνίας
- συφοριασμένο
- συφοριασμένο ψωρόγιδο
- χαντακωμένο
- ψοφάλογο
- ψοφίμι
(Γ) Της Κακομοίρας (1963)
Παραγωγή: Δήμος Χατζηχρήστος (αλλά στα στούντιο της Φίνος Φιλμ, με εξοπλισμό και ανθρώπινο δυναμικό της εταιρείας). Σενάριο: Ντίνος Κατσουρίδης (διασκευή του ομώνυμου θεατρικού έργου των Γιώργου & Χρήστου Γιαννακόπουλου). Σκηνοθεσία: Ντίνος Κατσουρίδης.
Ο Ζήκος (Κώστας Χατζηχρήστος) δουλεύει υπάλληλος στην μπακαλοταβέρνα του Παντελή Σκουφάντερου (Κώστας Δούκας). Οι δυο τους τρώγονται σε όλη την ταινία σαν τον σκύλο με τη γάτα. Ο Ζήκος λέει διάφορα νόστιμα και σε άλλους χαρακτήρες, αλλά έχει ιδιαίτερη αδυναμία στον κυρ-Παντελή, τον οποίο στολίζει (είτε κατά πρόσωπο είτε μιλώντας γι' αυτόν με άλλους) με τα εξής ευφάνταστα:
- αητόπουλο
- βιολετέρα (La Violetera: ισπανική ταινία του 1958· η ηρωίδα πουλάει βιολέτες στο δρόμο· στα νέα ελλ.: σουρτούκης / σουρτούκω)
- βόιδαρο
- γερο-μπιζμπίκη
- γερο-ξεφτίλα (2)
- γερο-τσιφούταρο
- γομάρι
- κιαρατά (2)
- κοτζάμ γεροντάρα
- κοτζάμ γορίλα
- κουρκούτα
- μαντρόσκυλο
- μούργο
- μπεμπέκο
- μπέμπη
- μπουλντόγκ
- ξεγοφιασμένο στραβάδι
- ξεφτίλα
- όρνιο (2)
- παιδί-λάστιχο
- ρινόκερο
- σουρουκλεμέ (τουρκ. sürükle(n)mek = αυτός που σέρνεται· μεταφορικά: σουρτούκης, αλανιάρης, ρεμπέτης)
- τεμπελχανά
- χλαπάτσα
- χοντρομπαλά
Όπως βλέπετε, τα μπινελίκια είναι όντως λάιτ και καμία σχέση δεν έχουν με τις λεκτικές προσβολές που ακούγονταν στα σκουπίδια των 80's (σε βιντεοκασέτες και επιθεωρήσεις). Επίσης, δεν έχουν σχέση ούτε με τα άνευ λόγου μπινελίκια της σύγχρονης δραματουργίας. (Μου έρχεται στο μυαλό η ταινία του 2013 "The Wolf of Wall Street" του Martin Scorsese, όπου η "F-word" ακούγεται 569 φορές, αριθμός-ρεκόρ.) Αντιθέτως, έχουν λειτουργικό χαρακτήρα, λέγονται επειδή υπάρχει λόγος δραματουργικός. Στην [Α], ο μπαρμπ'-Αλέξης μάς προϊδεάζει για το πόσο αχώνευτος χαρακτήρας είναι ο Σόλων πριν τον δούμε να εμφανίζεται. Και στο τέλος, στην ταβέρνα, τον αποτελειώνει για να ωθήσει τον γιο του να ζητήσει εκείνος σε γάμο την Κατίνα. Στη [Β], ο μπαρμπα-Θανάσης καθυβρίζει ασταμάτητα τον Στέλιο και έτσι, εκτός του ότι στηρίζει το κωμικό στοιχείο του δικού του ρόλου αποκλειστικά στα μπινελίκια, χτίζει έμμεσα και τον χαρακτήρα του δειλού Στέλιου. Τέλος, στη [Γ], τι θα ήταν ο Ζήκος χωρίς τα απαξιωτικά σχόλια προς τους πάντες (πλην των ωραίων δεσποινίδων); Δεν θα ήταν παρά ένας χαζούλης μπακαλόγατος. Τα απαξιωτικά σχόλια είναι δομικό στοιχείο του χαρακτήρα του.
Αποδίδω στον Χρήστο Γιαννακόπουλο την πατρότητα των αλιευμένων απαξιωτικών χαρακτηρισμών, μολονότι δύο από τις τρεις προαναφερθείσες ταινίες τις έχει γράψει μαζί με τον Αλέκο Σακελλάριο, κι αυτό γιατί ο Σακελλάριος στα πολλά θεατρικά και σενάρια που έχει γράψει μόνος του δεν δείχνει τέτοιες τάσεις. Έπειτα, υπάρχει και η [Γ], όπου γίνεται της κακομοίρας από μπινελίκια λάιτ, στην οποία ο Σακελλάριος δεν είχε καμία συμμετοχή. Συνεπώς, κατά πάσα πιθανότητα, ο Γιαννακόπουλος ήταν εκείνος που έκανε κέφι οι χαρακτήρες που δημιουργούσε να τα χώνουν. Και ήταν μάστορας στο χώσιμο.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πώς όταν χρησιμοποιείς τέτοιο λεξιλόγιο σε κωμωδία εξασφαλίζεις εύκολο γέλιο. Πρόκειται για πλάκα, με την έννοια της καζούρας, όχι για χιούμορ. Όταν όμως είσαι μάστορας, σαν τον Γιαννακόπουλο, χρησιμοποιείς αυτό το λεξιλόγιο, που σίγουρα παραβιάζει τα όρια της ευπρέπειας ακόμα κι όταν δεν προσβάλλει τον ακροατή/θεατή, με τρόπο δημιουργικό, με τρόπο που προάγει τη δραματουργία. Υπό αυτό το πρίσμα, μαζί με το εύκολο γέλιο που εξασφάλιζε, ο Γιαννακόπουλος με τα μπινελίκια λάιτ έχτιζε χαρακτήρες. Σε κάθε περίπτωση, δεν φταίει η ίδια η γλώσσα (οι λέξεις!) όταν γίνεται προσβλητική, αλλά η χρήση της. Τα πάντα μπορούν να ειπωθούν επ' ωφελεία του έργου, αρκεί να βρει κανείς τον τρόπο.
του Γιώργου Θεοχάρη
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο dimartblog.com