Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Πρῶτες θλιβερὲς διαπιστώσεις ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο...

Μὲ πολὺ θλίψη καὶ ὀδύνη ψυχῆς παρακολουθήσαμε ἀπὸ τὰ ΜΜΕ τὴν ἔναρξη τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς καὶ καταθέτουμε μὲ πολλὴ συντομία στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν στὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ τὶς πρῶτες διαπιστώσεις μας.  
Πρώτη θλιβερὴ διαπίστωση, ἡ παρουσία καὶ συμπροσευχὴ κατὰ τὸν Ὄρθρο καὶ τὴν Θεία Λειτουργία τῆς μεγάλης αὐτῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ Ἡρακλείου, τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν, Προτεσταντῶν καὶ Μονοφυσιτῶν, κάτι τὸ ὁποῖον, ὅπως εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους, ἀπαγορεύεται ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Οἱ Ὀρθόδοξοι προκαθήμενοι καὶ οἱ ἄλλοι συμμετάσχοντες ἱεράρχες καταπάτησαν Ἱεροὺς Κανόνες, Ἀποστολικοὺς καὶ Συνοδικούς, θέλοντας ἔτσι ἐκ προοιμίου νὰ στείλουν ἕνα μήνυμα σ’ ὅλο τὸν κόσμο, πόσο σέβονται τὶς...
ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τὸν Συνοδικὸ Θεσμό, γιὰ τὸν ὁποῖο κόπτονται καὶ ὁμιλοῦν μὲ μεγαλόστομες διακηρύξεις.

Δεύτερη θλιβερὴ διαπίστωση, ἡ παρουσία κατὰ τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ὡς ἐπισήμων προσκεκλημένων τῶν ἀντιπροσωπειῶν, ποὺ ἔστειλαν οἱ αἱρετικὲς κοινότητες τῶν Παπικῶν, Προτεσταντῶν, καὶ Μονοφυσιτῶν, κάτι ποὺ εἶναι μία πρωτοφανὴς καινοτομία, ξένη πρὸς τὴν Συνοδική μας Παράδοση. Μάλιστα οἱ ἐν λόγω ἀντιπρόσωποι  προσφωνήθηκαν ὡς «ἐκπρόσωποι ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, προτοῦ ἀκόμη ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἀποφανθεῖ περὶ τῆς ἐκκλησιαστικότητος, ἢ μὴ τῶν ἐν λόγω αἱρετικῶν κοινοτήτων.

Ἔτσι ὁ κ. Βαρθολομαῖος δημιουργώντας ἕνα τετελεσμένο γεγονός, ἔστειλε ἕνα δεύτερο μήνυμα, στὰ μέλη τῆς Συνόδου αὐτὴ τὴ φορά, ὅτι δὲν ἔχει καμιὰ διάθεση νὰ ὀνομάσει τοὺς ἑτεροδόξους αἱρετικούς, ἀλλὰ ἀδελφὲς Ἐκκλησίες. Ποτὲ στὴν ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων τῆς βυζαντινῆς περιόδου δὲν ὑπῆρξε τὸ φαινόμενο τῶν «παρατηρητῶν». Τὸ νὰ παρίστανται δηλαδὴ ὡς τιμώμενα πρόσωπα αἱρετικοί, τῶν ὁποίων οἱ αἱρετικὲς διδασκαλίες ἔχουν καταδικασθεῖ ἀπὸ προηγούμενες Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Οἱ αἱρετικοὶ προσκαλοῦντο μέν, ἀλλ’ ὡς ὑπόδικοι, προκειμένου νὰ ἀπολογηθοῦν καὶ ὄχι ὡς τιμώμενα πρόσωπα. Μόνο στὴν Α΄ καὶ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο ἐμφανίστηκε τὸ καθεστὼς τῶν «παρατηρητῶν». Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἀντιγράφει παπικὰ πρότυπα.

Ἄλλη θλιβερὴ διαπίστωση, αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἔναρξη τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Τὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτὴ ξεκίνησε τὶς ἐργασίες της κατὰ παράβασιν τοῦ Κανονισμοῦ Ὀργανώσεως καὶ Λειτουργίας, ποὺ ὑπογράφηκε κατὰ τὴν Σύναξη τῶν Προκαθημένων τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2016. Ὁ ἐν λόγω Κανονισμὸς μεταξὺ ἄλλων προβλέπει ὅτι ἡ Σύνοδος «συγκαλεῖται ὑπὸ τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, συμφρονούντων καὶ τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων πασῶν τῶν ὑπὸ πάντων ἀνεγνωρισμένων κατὰ τόπους Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» (ἄρθ.1). Ὥστε λοιπὸν τώρα ποὺ τέσσαρες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, (Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας καὶ Ἀντιοχείας),  διαφωνοῦν αἰτιολογημένα ὡς πρὸς τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου καὶ  ζητοῦν στὴν παροῦσα φάση τὴν ἀναβολή της, δὲν πληροῦται ὁ ὅρος: «συμφρονούντων καὶ τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων». Ἑπομένως δὲν δικαιοῦνται, βάσει τοῦ ὡς ἄνω Κανονισμοῦ, οὔτε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, οὔτε ὅλες μαζὶ οἱ ὑπόλοιπες τοπικὲς Ἐκκλησίες νὰ συγκροτήσουν Σύνοδο, ἂν θέλουν βέβαια νὰ εἶναι συνεπεῖς μὲ τὸν Κανονισμό, τὸν ὁποῖον ὑπέγραψαν. Κατὰ τὰ ἄλλα καυχῶνται οἱ Προκαθήμενοι καὶ τὰ μέλη τῆς Συνόδου ὅτι τηροῦν ἐπακριβῶς Κανονισμό.  

 Ἄλλη θλιβερὴ διαπίστωση τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σύνοδος ξεκίνησε τὸ ἔργο της χωρὶς προηγουμένως νὰ ἐπικυρώσει τοὺς Συνοδικοὺς Ὅρους καὶ τοὺς Συνοδικοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ὅλων τῶν προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι ὄντως καὶ ἡ παροῦσα Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ὀργανικὴ συνέχεια ὅλων τῶν προγενεστέρων. Σημειωτέον ὅτι ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ στὶς προγενέστερες Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἦταν μία πάγια τακτικὴ ποὺ τηρεῖτο ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῶν ἐν λόγω Συνόδων. Μὲ τὴν τακτικὴ αὐτὴ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἤθελαν νὰ διακηρύξουν ὅτι ἀποδέχονται ὅσα οἱ προηγούμενες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι δογμάτισαν καὶ προτίθενται νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο ἐκείνων. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα, ἡ ἀναγνώριση τῆς Συνόδου τοῦ 787 μ. Χ. ὡς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπὸ τῆς Η΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ ἁγίου Φωτίου τὸ 879-880 μ. Χ.

 Ἄλλη θλιβερὴ διαπίστωση τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σύνοδος ξεκίνησε τὸ ἔργο της ἐπὶ τῇ βάσει ἑνὸς Κανονισμοῦ Ὀργανώσεως καὶ Λειτουργίας ὁ ὁποῖος δὲν ἔγινε ὁμοφώνως ἀποδεκτὸς ἀπὸ ὅλους τούς προκαθημένους κατὰ τὴν Σύναξη αὐτῶν τοῦ Ἰανουαρίου 2016, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας δὲν τὸν ὑπέγραψε. Ἡ ἀρχὴ ὅμως τῆς ὁμοφωνίας εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος καὶ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ συγκληθεῖ  ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία προβλέπεται στὸν ὡς ἄνω Κανονισμό.

Ἐπίσης ξεκίνησε τὸ ἔργο της μὲ βάση τὰ ὁμοφώνως ἀποδεκτὰ ἐξ κείμενα τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως. Ἡ βάση ὅμως αὐτὴ δὲν ἀποδείχθηκε ἀσφαλής, στέρεη καὶ ἀμετακίνητη, ὅπως φάνηκε ἐκ τῶν ὑστέρων. Καὶ τοῦτο διότι τὰ ἔξι προσυνοδικὰ κείμενα ἔγιναν μὲν ἀποδεκτὰ ὁμοφώνως ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς καὶ ἀπὸ τὴν Σύναξη τῶν Προκαθημένων, (τοῦ Ἰανουαρίου 2016), ἀλλὰ ὄχι καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς Ἱεραρχίες τῶν κατὰ τόπους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Οἱ Ἐκκλησίες αὐτὲς ὅταν παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς Προκαθημένους τὰ ἐξ προσυνοδικὰ κείμενα, ὅπως αὐτὰ διαμορφώθηκαν στὴν Ε΄ Προσυνοδική, στὴ συνέχεια τὰ μελέτησαν συνοδικῶς.

Πολλὲς ἀπὸ αὐτές, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας, τῆς Ἑλλάδος, τῆς Γεωργίας κλπ.) κατὰ τὴν συνοδικὴ μελέτη τῶν κειμένων διαπίστωσαν κενά, ἀσάφειες, κακόδοξες διατυπώσεις κλπ., ὁπότε ἐπέβαλαν τροποποιήσεις καὶ διορθώσεις. Γιὰ τὶς Ἐκκλησίες λοιπὸν αὐτὲς ποὺ ἐπέβαλαν τὶς ἐν λόγω διορθώσεις καὶ τροποποιήσεις μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ μελέτη, εἶναι αὐτονόητο ὅτι δὲν ἰσχύουν πλέον τὰ προσυνοδικὰ κείμενα στὴν μορφὴ ποὺ αὐτὰ εἶχαν κατὰ τὴν Ε΄ Προσυνοδική, ἀλλὰ στὴ νέα μορφὴ ποὺ πῆραν μετὰ τὶς διορθώσεις.

Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ προκαθήμενοι ὑπέγραψαν τὰ ἐξ κείμενα τῆς Ε΄ προσυνοδικῆς ὁμοφώνως, (ὅπως καὶ τὸν κανονισμὸ λειτουργίας τῆς Συνόδου), αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι οἱ Ἱεραρχίες τῶν κατὰ τόπους ἐκκλησιῶν δεσμεύονται ἀπὸ τὶς ὑπογραφὲς τῶν προκαθημένων, γιὰ νὰ δεχθοῦν τὰ κείμενα αὐτὰ ὅπως ἔχουν. Ἡ προσωπικὴ γνώμη ἑνὸς Προκαθημένου σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ δεσμεύσει καὶ νὰ ὑποχρεώσει τὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, στὴν ὁποία αὐτὸς ἀνήκει σὲ συμμόρφωση καὶ ἀποδοχὴ τῆς γνώμης του. Διότι τότε καταργεῖται ὁ Συνοδικὸς Θεσμὸς καὶ ὁ κάθε προκαθήμενος μεταβάλλεται σὲ Πάπα, ὁ ὁποῖος ἀποφασίζει καὶ ἐπιβάλλεται κυριαρχικά. Τὸ ἀνώτατο ὄργανο διοικήσεως τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, δὲν εἶναι ὁ Προκαθήμενος ἀλλὰ ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας.

Μετὰ ἀπὸ ὅσα ἀναφέραμε προηγουμένως γίνεται πλέον κατανοητό, ὅτι εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἐσφαλμένος ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου στὴν εἰσαγωγική του ὁμιλία: «Χωροῦμεν, συνεπῶς, ἐπὶ τὸ ἔργον ἠμῶν ἐπὶ τῇ βάσει ὁμοφώνως ἐγκεκριμένων ὑπὸ τῶν Ἐκκλησιῶν ἠμῶν Κειμένων, ἄτινα ἑκάστη Ἐκκλησία ἔχει ἤδη ἀποδεχθῆ». Ἐδῶ ὁ Οἰκουμενικὸς ὡς «ὁμοφώνως ἐγκεκριμένα κείμενα» ἐννοεῖ προφανῶς τὰ κείμενα τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς, ποὺ ὑπεγράφησαν ἀπὸ τὴν Σύναξη τῶν Προκαθημένων, (Ἰανουάριος 2016), τὰ ὁποία ὅμως δὲν ἰσχύουν γιὰ ὁρισμένες Ἐκκλησίες, μετὰ τὶς διορθώσεις καὶ ἀλλαγές, ποὺ αὐτὲς ἐπέβαλαν συνοδικῶς. Φυσικὰ θὰ πρέπει νὰ λεχθεῖ ἐπίσης, ὅτι δὲν ἰσχύει καὶ ἡ ὁμοφωνία, γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Οἰκουμενικός, ἀφοῦ ὁρισμένες ἐκκλησίες διαφοροποιοῦνται. Περιττὸ νὰ λεχθεῖ ἐπίσης ὅτι ὁ παρὰ πάνω ἐσφαλμένος ἰσχυρισμὸς τοῦ  Οἰκ. Πατριάρχου, δὲν ἦταν ὁ μόνος στὴν εἰσαγωγικὴ ὁμιλία του.  Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα σημεῖα στὴν ἐν λόγω ὁμιλία του, τὰ ὁποία χρήζουν κριτικῆς, καὶ τὰ ὁποία ἀσφαλῶς θὰ ἐπισημάνουν ἄλλοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί.

Ἄλλη θλιβερὴ διαπίστωση τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ τέσσερις Ἐκκλησίες ποὺ δὲν συμμετεῖχαν στὴ Σύνοδο, διασύρθηκαν διεθνῶς. Ἡ ἀπουσία τους παρουσιάσθηκε τόσον ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ὅσο καὶ ἀπὸ ἄλλους προκαθημένους, στὶς εἰσαγωγικὲς των ὁμιλίες, ὡς τελείως ἀδικαιολόγητη καὶ κατακριτέα. Καὶ οὔτε λίγο οὔτε πολὺ οἱ Ἐκκλησίες αὐτὲς ἐμφανίσθηκαν μὲ τὴν ἀπουσία τους ὡς ἔνοχες καὶ ὑπόλογοι γιὰ δημιουργία σχισμάτων καὶ διαιρέσεων. Ὡστόσο, οἱ ἐν λόγω Ἐκκλησίες τελικὰ δὲν συμμετεῖχαν, ὄχι διότι ἔτσι τοὺς «κάπνισε», ἀλλὰ διότι, ὅπως ἐξηγήσαμε παρὰ πάνω, διαπίστωσαν μετὰ ἀπὸ συνοδικὸ ἔλεγχο ὅτι τὰ προσυνοδικὰ κείμενα πάσχουν. Καὶ ὅπως ἦταν πολὺ φυσικό, ζήτησαν τὴν ἀναβολὴ τῆς Συνόδου, προκειμένου νὰ μελετηθοῦν αὐτὰ βαθύτερα, νὰ γίνουν οἱ ἀναγκαῖες διορθώσεις, καὶ νὰ παραχθοῦν ἔτσι νέα κείμενα, τὰ ὁποῖα θὰ γίνουν ὁμοφώνως ἀποδεκτὰ ἀπὸ ὅλες τὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔγινε δεκτὴ ἡ πρότασή τους περὶ ἀναβολῆς τῆς Συνόδου, ἑπόμενο ἦταν οἱ Ἐκκλησίες αὐτὲς νὰ μὴν συμμετάσχουν.

 Ἄλλη θλιβερὴ διαπίστωση, ἴσως ἡ πιὸ θλιβερὴ ἀπὸ ὅλες τὶς προηγούμενες, ἡ μέσω μίας σκοτεινῆς καὶ γριφώδους νέας διατυπώσεως στὸ κείμενο: «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», οὐσιαστικὴ ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος στοὺς ἑτεροδόξους αἱρετικούς. Ἰδοὺ πιὰ διατύπωση ἔγινε ὁμοφώνως ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Σύνοδο: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν», ἀντὶ τῆς διατυπώσεως: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν». Δηλαδὴ ἡ λέξις «ὕπαρξις» ἀντικαθίσταται μὲ τὴν λέξη «ὀνομασία» καὶ στὴ φράση «Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν» προστίθεται ὁ προσδιορισμὸς «ἑτεροδόξων».

Τὴν ἐν λόγω ἀλλαγὴ στὴ διατύπωση πρότεινε ὁ Μακ. Ἀρχ. Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος, μετὰ ἀπὸ πολύωρες συζητήσεις καὶ διαβουλεύσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ἐκφράσθηκαν πολλὲς ἀντικρουόμενες ἀπόψεις. Μὲ τὴν νέα διατύπωση ἰσχυρίζεται ὁ Μακ. Ἀρχ. Ἀθηνῶν ὅτι  «πετυχαίνουμε μία συνοδικὴ ἀπόφαση ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία περιορίζει τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῶν σχέσεων πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους ὄχι στὴν ὕπαρξη, ἀλλὰ ΜΟΝΟ στὴν ἱστορικὴ ὀνομασία αὐτῶν ὡς ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἡ Ὁμολογιῶν».

Ἐδῶ ἀναφύεται τὸ εὔλογο ἐρώτημα: Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὀνομάσει κανεὶς ὁτιδήποτε, ἐνῶ παράλληλα ἀπορρίπτει τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον ὀνομάζει; Ἀντιφατικὴ καὶ ἀπαράδεκτη ἐπίσης ἀπὸ δογματικῆς ἀπόψεως εἶναι καὶ ἀποδοχὴ τοῦ ὄρου «ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἢ Ὁμολογιῶν». Οἱ ἑτερόδοξες ὁμολογίες, δὲν μποροῦν νὰ ὀνομασθοῦν «Ἐκκλησίες» ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀποδέχονται ἕτερα, αἱρετικὰ δόγματα καὶ ὡς αἱρετικὲς δὲν μποροῦν νὰ ἀποτελοῦν «Ἐκκλησίες». Πολὺ λυπηρὸ ἐπίσης εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δὲν παρέμεινε πιστὴ καὶ ἀμετακίνητη στὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς 24ης καὶ 25ης Μαΐου ε. ε. ὅπως ὄφειλε νὰ πράξει, σχετικὰ μὲ τὸ ἐν λόγω θέμα. Ἡ Σύνοδος τῆς ἐν λόγω Ἱεραρχίας εἶχε ἀποφασίσει τὴν ἀντικατάσταση τῆς φράσεως «ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Οµολογιων» μὲ τὴν φράση «ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Οµολογιών καὶ Κοινοτήτων».

Τέλος μία ἄλλη θλιβερὴ διαπίστωση, τὰ ὅσα διεκήρυξε, μὲ ἰδιαιτέρα μάλιστα καύχηση ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος κατὰ τὴν λήξη τῶν ἐργασιῶν. Μεταξὺ ἄλλων διεκήρυξε ὅτι «τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὑπῆρξε πρωτοπόρον στὸν χῶρο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως». Ἀναφέρθηκε ἐπίσης στὴν παναιρετικὴ Ἐγκύκλιο τοῦ 1920 «ἡ ὁποία ἀπὸ πολλοὺς χαρακτηρίζεται ὡς ὁ Καταστατικὸς χάρτης τοῦ ἀργότερον ἱδρυθέντος Π.Σ.Ε.» καὶ ὅτι τὸ «Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὑπῆρξεν ἐκ τῶν ἰδρυτικῶν μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε. εἰς τὸ Ἄμστερνταμ…».

Περιοριστήκαμε πρὸς τὸ παρὸν μόνο στὰ παρὰ πάνω, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ἐδῶ τελειώνει ὁ κατάλογος τῶν θλιβερῶν διαπιστώσεων. Εὔλογα, μετὰ ἀπὸ ὅσα ἀναφέραμε παρὰ πάνω, γεννᾶται τὸ ἐρώτημα: Ἀπὸ μία Σύνοδο ποὺ ξεκίνησε καὶ προχώρησε μὲ τέτοιο τρόπο, τί μπορεῖ κανεὶς νὰ περιμένει; Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Κύριος: «Οὐ γὰρ ἐστι δένδρον καλὸν ποιοῦν καρπὸν σαπρόν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν ποιοῦν καρπὸν καλόν·  ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου καρποῦ γινώσκεται» (Λουκ. 6,43-44). Ὁ κάθε ἀναγνώστης ἂς βγάλει μόνος του τὰ συμπεράσματά του.


Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν

http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2016/06/blog-post_53.html