Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Ένα Πάσχα αλλιώτικο απ’ τ’ άλλα

Τρεις είναι οι γιορτές που έτσι κι’ έρχονται, όλοι οι Έλληνες πραγματικά τις ευχαριστιούνται. Το Πάσχα, της Παναγίας και τα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα μας τα έχουν μαγαρίσει οι Φράγκοι. Τα Ελληνικά Χριστούγεννα, τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη, ήταν ξύπνημα τα χαράματα, εκκλησία, μετά κάποια ζεστή σούπα και το μεσημέρι όλη η οικογένεια στο σπίτι για το πατροπαράδοτο χοιρινό με σέλινο και το Χριστόψωμο, που έκοβε ο παππούς. Τότε ακόμη οι παππούδες ήταν σπίτι και όχι σε Rest Pallas. Σήμερα τα πράγματα άλλαξαν. Στην εκκλησία δεν μπορούμε να πάμε, διότι την ώρα που γυρίζουμε σπίτι από το ρεβεγιόν κοντεύει να τελειώσει η λειτουργία. Χοιρινό δεν μαγειρεύουμε πιά, διότι η γαλοπούλα το έχει νικήσει κατά κράτος και τα χοιρινά δεν λυπούνται καθόλου γι’ αυτό. Είναι κι’ εκείνος ο χοντρός ο Αϊ Βασίλης, που δεν έρχεται από την Καισαρεία, αλλά κάπου από την Ατλάντα των ΗΠΑ, που φτάνει μισή ώρα μετά την κοιλιά του και κάνει «Χο, χο, χο» και γελάμε όλοι ευχαριστημένοι.

Οι άλλες δυο γιορτές όμως, το Πάσχα και της Παναγιάς το «Πάσχα του καλοκαιριού», κρατάνε ατόφιες το Ελληνικό χρώμα. Σχεδόν κάθε χωριουδάκι και κάθε Ελληνικό νησί έχει και μιά Παναγιά. Έγραψε ο Νίκος Γκάτσος και μελοποίησε ο Χατζηδάκις:

Μια Παναγιά, μιαν αγάπη μου έχω κλείσει

σ’ ερημοκλήσι αλαργινό.

Κάθε βραδιά της καρδιάς την πόρτα ανοίγω

κοιτάζω λίγο και προσκυνώ.

Γιατί η Παναγιά, είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη του Ελληνικού Λαού και ό, τι λένε οι κουφιοκεφαλάκηδες, είναι περί του πονηρού.

Εδώ ρε κοτζάμ Στάλιν και μόλις πλάκωσαν τα σαΐνια του Χίτλερ, θυμήθηκε την Παναγιά και τον Χριστό και είπε στους μουζίκους: «Μάγκες ό,τι είπαμε είπαμε. Τώρα πλακώστε τις προσευχές στην Παναγία και τον Χριστό, διότι βλέπω τα παλικαράκια να μας το κάνουν καλοκαιρινό το κατάστημα». «Κι’ άμα τους νικήσουμε πολυχρονεμένε μας;», ρώτησε ο Ιβάν. «Τότε το ξανακάνουμε όπιο του λαού», απάντησε ο μουστάκιας.

Το Πάσχα πάλι είναι καθαρά Ελληνική γιορτή. Έχει συνδεθεί και με το 1821. Ξέρετε τότε που ο Κολοκοτρώνης δεν κυνηγούσε τους Τούρκους, αλλά φρόντιζε να αξιοποιηθούν τα Δερβενάκια, στα οποία είχε κάτι παλιοκτήματα. Αργότερα βέβαια και εντελώς τυχαία, πέρασε από κει ο δρόμος Μήκυνες – Άργος και ο αγώνας τότε δικαιώθηκε…

Έχετε βρεθεί στο εξωτερικό Πάσχα; Είναι κάτι σαν τσαγγαροδευτέρα. Άχρωμη, άοσμη και άγευστη.

Εκεί, στο μακρινό 1968, προβλήθηκε στους κινηματόγραφους η Ελληνική ταινία «Ένα κορίτσι αλλιώτικο απ’ τα’ άλλα» και έπεσε το σχετικό δάκρυ, αφόσον και ήταν  για ευαίσθητες ψυχές. Μερικοί είπαν ότι έκλαψαν, διότι τότε στην Ελλάδα ήταν οι Συνταγματάρχες, αλλά κανένας δεν τους πίστεψε.

Όλα αυτά σκεφτόταν ο Μάκης ο Μέγκουλας, ο επιλεγόμενος και «Σουγιάς», καθ’ όσον δούλευε το εργαλείο, το σουγιά ντε, καλύτερα απ’ ότι  ο Μενουχίν  το βιολί. Και όταν σκέφτεται φίλε μου ο Μάκης,  να δεις που κάτι κακό θα γίνει. Όμως όχι. Τώρα ο Μάκης σκέφτεται περί καλό. Τι καλό δηλαδή, που η ταινία εκείνη ήρθε και ταίριαξε με το σήμερα το κορονοϊοτσακισμένο.

Σκέφτεται ο Μάκης ο Μέγκουλας: Τότε «Ένα κορίτσια αλλιώτικο απ’ τ’ άλλα» τώρα «Ένα Πάσχα αλλιώτικο απ’ τ’ άλλα». Τόπε κι’ ο Χαρδαλιάς, πούναι καλό παιδί, είναι και ΑΕΚτζής.

Και κατά πρώτον ο Μάκης φωνάζει το στεφάνι του

Άκου να δεις Φροσί, φέτος δεν έχει Πάσχα στο χωριό.
Γιατί;
Γιατί είν’ η μύτη σου τουρσί. Τι γιατί μωρή, δεν έχεις πάρει χαμπάρι τι γίνεται;
Και πού έχει Πάσχα Μάκη μου; ΡεμΜπας κι’ έκανες καμιά κουτσουκέλα και σε ψάχνουν οι Ιντερπόλες και θα κάνουμε Πάσχα, εσύ στον Κορυδαλλό κι’ εγώ απ’ όξω να τηράω μέσα;
Φροσί είσαι αμόρφωτη. Δεν ακούς μωρή τον Τσιόδρα και τον Χαρδαλιά;
Τι είναι αυτοί Μάκη μου, παίζουνε σε τούρκικο;
Τώρα θα σούλεγα τίποτα, αλλά φοβάμαι που θα πλακώσουν όλοι οι δικαιωματάκηδες και θα με βγάλουν ρατσιστή, άστοργο και άσπλαχνο. Τι κάναμε κάθε Πάσχα μέχρι τώρα ρε σπλάχνο;
Τι κάναμε Μάκη μου;
Παίρναμε τηλέφωνο στο χωριό, μετά τους Β΄ Χαιρετισμούς, τον μπατζανάκη μου τον Αναστάση, τον άντρα της αδρεφής σου ρε, της Δημητρούλας: «Αναστάση, λέμε να έρθουμε κοντά σας το Πάσχα να γιορτάσουμε όλο μαζί. Τι λες κι΄ εσύ;»
Πως πως χαρά μας, έλεγε απόξω του ο Αναστάσης κι’ από μέσα του: «Πάλι ρε θα σας φάω στην μάπα; Και τρώτε σαν ελέφαντες, πάνω στην ανάπτυξη». Και ξαναλέει απόξω του: «Χαρές που θα κάνει η Δημητρούλα».
Μπα. Η Δημητρούλα δεν έκανε χαρές. Αλλά το Μάκη το Σουγιά και την Φρόσω, ποσώς τους ενδιέφερε τι θα κάνει ο Αναστάσης και η Δημητρούλα. Καβαλάγανε το ΙΧ, παίρνανε κι’ ένα κουτί σοκολατάκια και κάτι κόκκινα αυγά και φτάνανε στο χωριό. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε ή μάλλον τα φαντάζεσθε. Άνθρωποι παγαίνανε, βουβάλια έφευγαν, από το πολύ φαί.

Πώς το λέει όμως;  «Επελθών γαρ ο θάνατος πάντα ταύτα εξηφάνισε».

Τώρα το πράγμα άλλαξε λίγο: «Επελθών γαρ ο Χαρδαλιάς πάντα… κ.λπ.».

Τώρα μήτε τηλέφωνο, μήτε Αναστάσης, μήτε Δημητρούλα, ησυχάσανε οι άνθρωποι, μήτε σοκολατάκια, μήτε βουβάλια. Ή μάλλον τα βουβάλια παραμένουν. Γιατί μπορεί να λείψει το αγριομπούκι του χωριού, όμως τώρα και λόγω κορονοϊού, έχουν αναστενάξει τα ψυγεία.

Κατάλαβες τώρα ρε γιατί δεν έχει Πάσχα στο χωριό;
Ε καλά τώρα. Και ποιος θα μας εμποδίσει;
Απαγορεύεται ρε. Θάχουν στήσει μπλόκα σε όλες τις Εθνικές και τους παράδρομους, όπως όταν ετοιμάζονται να εμποδίσουν τους οπαδούς του ΠΑΟΚ να κατεβούν στην Αθήνα.
Ε καλά. Εμείς θα πούμε ότι είμαστε Ολυμπιακοί…
Μπαμ ηκούσθη στον αέρα και σάμπως έμοιαζε με σφαλιάρα.

Χαρούμενη Ανάσταση Έλληνες, καλό Πάσχα και του χρόνου να είμαστε όλοι καλά.

Υ.Γ.: Ραντεβού ξανά την Δευτέρα του Θωμά, γιατί λέω να κάτσω λίγο παραπάνω στο χωριό…

Χρήστος Μπολώσης
https://www.dimokratianews.gr/apopseis/ena-pascha-alliotiko-ap-t-alla/