Ξετυλίγοντας το νήμα των παραδοσιακών επαγγελμάτων και ασχολιών, θα βρεθούμε σ' ένα κόσμο μακρινό, ξεχασμένο στο παρελθόν.
Τα παραδοσιακά επαγγέλματα χάνονται ένα-ένα στο πέρασμα του χρόνου, παράλληλα με την τεχνική τους. Οι άνθρωποι που τα άσκησαν ήταν φτωχοί, με πολλές στερήσεις, σε δύσκολα και επικίνδυνα χρόνια, όμως εργατικοί, τίμιοι, αγνοί. Δεν τηρούσαν ωράριο εργασίας και αναπαύονταν μόνο τις σκολάδες, δηλαδή τις θρησκευτικές αργίες.
Πολλοί μάστορες με τα εργαλεία τους στον ώμο ταξίδευαν μακριά και έμεναν μέχρι να τελειώσουν τη δουλειά τους. Άνθρωποι απλοί, αυτοδίδακτοι οι περισσότεροι. Ελάχιστοι πήγαν σε γνωστούς μαστόρους, ως παραγιοί, για να μάθουν ένα επάγγελμα.
Σε μεγαλύτερες κοινωνίες, στα κεφαλοχώρια και στις πόλεις, ανθούσαν πολλά επαγγέλματα , τα οποία έχουν λαογραφικό και πολιτιστικό ενδιαφέρον. Έτσι, μετά από σχετική έρευνα, θα προσπαθήσουμε να μεταφερθούμε πολλά χρόνια πίσω.
Στα παλιά χρόνια, άρχιζε από τα βαθιά χαράματα η κίνηση της αγοράς της πόλης. Όλοι συνήθιζαν να σηκώνονται νωρίς κι άρχιζαν να ξεπροβάλλουν από τα σοκάκια και τις γωνιές.
Ο χαντζής στο χάνι ετοιμάζει τον πατσά, τη φασολάδα ή τον τραχανά για τους πρωινούς ταξιδιώτες.
Με τη μαγκούρα στο χέρι και το ημίψηλο καπέλο ο αργυροχρυσοχόος (χρυσικός, σαράφης), ο μπασματζής (υφασματοπώλης), ο παπλωματάς, ο στρωματάς, ο γανωτής, ο βαρελοποιός (βαγενάς), ο ασβεστοποιός, ο ταμπάκης (βυρσοδέψης), ο καφετζής, ο μπαρμπέρης, ο χασάπης, ο καλαϊτζής, ο μπακάλης, ο καλαφάτης, ο μαραγκός (ντουλγκέρης), ο ράφτης με το καλφόπουλο τραβάει ο καθένας το δρόμο προς το μαγαζί του ή το εργαστήρι του.
Κομψές και λυγερές με το καπελάκι τους οι μοδίστρες, οι μανταρίστρες, οι κορδελιάστρες, οι κοπελούδες, οι κεντίστρες, οι κομμώτριες πηγαίνουν κι αυτές στο μαγαζάκι τους.
Ο φούρναρης έχει κιόλας ξεφουρνίσει πριν φέξει το ψωμί και η γειτονιά μοσχομυρίζει. Τώρα θα περιμένει να του φέρουν οι νοικοκυρές τα ταψιά με φαγητά και γλυκά για να τα ψήσει. Ο τσαγκάρης τακτοποιεί στον πάγκο τα σουβλιά, τα καλαπόδια, τις φαλτσέτες, τις βελόνες, τα πεταλάκια, τα πετσιά. Μπροστά στον πάγκο θα κάθονταν ο ίδιος, οι καλφάδες και τα τσιράκια. Τα τσαρούχια ήθελαν την ιδιαίτερη μαστοριά τους.
Στην πλατεία ένας σαλεπιτζής γυροφέρνει το αχνιστό ρόφημα στο "γκεγούμι" με το μακρύ λαιμό. Ο λούστρος έχει στήσει το κασελάκι του και τακτοποιεί τις βούρτσες του. Ο καστανάς ανάβει τα κάρβουνα, ο λατερνατζής γυαλίζει τη λατέρνα του κι ο ντελάλης έχει ανέβει στο μπαλκόνι της κοινότητας για να βροντοφωνάξει τις ανακοινώσεις.
Ο γαλατάς, ο νερουλάς, ο παγοπώλης, ο παλιατζής, ο εφημεριδοπώλης, ο πλανόδιος ψαράς, ο πλανόδιος μανάβης, ο κουλουράς, ο υπαίθριος φωτογράφος, ο αχθοφόρος, ο πραγματευτής, ο δερματάς (τομαράς), ο καρεκλάς κι ο καλαθάς με τα καλάμια στον ώμο, έχουν πάρει ήδη τους δρόμους. Ακόμη και ο αρκουδιάρης έπιασε δουλειά...
Οι σιδεράδες στα "Γύφτικα" έχουν βάλει μπρος τα φυσερά τους κι ακούγονται από τα γύρω να σφυρηλατούν ρυθμικά στο αμόνι τους τα ηνία, τις σκεπαρνιές, τα τσεκούρια και τις σιδεριές. Εκεί κοντά κι οι τενεκετζήδες με τα ξύλινα σφυριά σφυρηλατούν κουβάδες, σκαφάκια, ποτιστήρια, μαγκάλια, κόσκινα κ.α.
Στην άλλη άκρη του χωριού ο αγγειοπλάστης έβαλε μπρος τον ποδοκίνητο τροχό, ενώ από τα τσιράκια άλλο ξεφορτώνει το χώμα από το κάρο, άλλο το κοσκινίζει και το υγροποιεί. Θα ετοίμαζε πήλινα πιάτα, τσικάλια, σταμνιά, λαένια, κιούπια. Δίπλα ο σαμαράς (σαγματοποιός) στολίζει με φούντες, με ακριβά και φανταχτερά στολίδια τα σαμάρια που είχε κατασκευάσει γιατί ο πελάτης τον περιμένει με τα άλογα.
Στους στάβλους οι πεταλωτήδες ή αλμπάνη- δες πεταλώνουν και ετοιμάζουν τ' άλογα για τις άμαξες και τα ταξίδια. Οι αραμπάδες και οι αγωγιάτες ή κυρατζήδες τα περίμεναν για να ξεκινήσουν το αγώι με εμπορεύματα ή ταξιδιώτες.
Πολύ νωρίς όμως ξεκινούν για το μεροκάματο και οι υφάντρες που πήγαιναν στα σπίτια να υφάνουν, οι πλύστρες, οι παραδουλεύτρες, οι κτίστες, οι ζευγάδες, οι γεωργοί, οι ξυλοκόποι και πριονιτζήδες. Κι ο τσαμπάζης (έμπορος μεγάλων ζωντανών ζώων) ξεκινά για το παζάρι (εμποροπανήγυρις) στο διπλανό κεφαλοχώρι.
Δύσκολες οι συνθήκες, και το σκηνικό φαντάζει εξωπραγματικό ειδικά στους νεότερους από μας, που η εξέλιξη της τεχνολογίας άλλαξε τη ζωή μας. Οφείλουμε όμως όλοι φόρο τιμής στους βιοπαλαιστές προγόνους μας.
Τα παραδοσιακά επαγγέλματα χάνονται ένα-ένα στο πέρασμα του χρόνου, παράλληλα με την τεχνική τους. Οι άνθρωποι που τα άσκησαν ήταν φτωχοί, με πολλές στερήσεις, σε δύσκολα και επικίνδυνα χρόνια, όμως εργατικοί, τίμιοι, αγνοί. Δεν τηρούσαν ωράριο εργασίας και αναπαύονταν μόνο τις σκολάδες, δηλαδή τις θρησκευτικές αργίες.
Πολλοί μάστορες με τα εργαλεία τους στον ώμο ταξίδευαν μακριά και έμεναν μέχρι να τελειώσουν τη δουλειά τους. Άνθρωποι απλοί, αυτοδίδακτοι οι περισσότεροι. Ελάχιστοι πήγαν σε γνωστούς μαστόρους, ως παραγιοί, για να μάθουν ένα επάγγελμα.
Σε μεγαλύτερες κοινωνίες, στα κεφαλοχώρια και στις πόλεις, ανθούσαν πολλά επαγγέλματα , τα οποία έχουν λαογραφικό και πολιτιστικό ενδιαφέρον. Έτσι, μετά από σχετική έρευνα, θα προσπαθήσουμε να μεταφερθούμε πολλά χρόνια πίσω.
Στα παλιά χρόνια, άρχιζε από τα βαθιά χαράματα η κίνηση της αγοράς της πόλης. Όλοι συνήθιζαν να σηκώνονται νωρίς κι άρχιζαν να ξεπροβάλλουν από τα σοκάκια και τις γωνιές.
Ο χαντζής στο χάνι ετοιμάζει τον πατσά, τη φασολάδα ή τον τραχανά για τους πρωινούς ταξιδιώτες.
Με τη μαγκούρα στο χέρι και το ημίψηλο καπέλο ο αργυροχρυσοχόος (χρυσικός, σαράφης), ο μπασματζής (υφασματοπώλης), ο παπλωματάς, ο στρωματάς, ο γανωτής, ο βαρελοποιός (βαγενάς), ο ασβεστοποιός, ο ταμπάκης (βυρσοδέψης), ο καφετζής, ο μπαρμπέρης, ο χασάπης, ο καλαϊτζής, ο μπακάλης, ο καλαφάτης, ο μαραγκός (ντουλγκέρης), ο ράφτης με το καλφόπουλο τραβάει ο καθένας το δρόμο προς το μαγαζί του ή το εργαστήρι του.
Κομψές και λυγερές με το καπελάκι τους οι μοδίστρες, οι μανταρίστρες, οι κορδελιάστρες, οι κοπελούδες, οι κεντίστρες, οι κομμώτριες πηγαίνουν κι αυτές στο μαγαζάκι τους.
Ο φούρναρης έχει κιόλας ξεφουρνίσει πριν φέξει το ψωμί και η γειτονιά μοσχομυρίζει. Τώρα θα περιμένει να του φέρουν οι νοικοκυρές τα ταψιά με φαγητά και γλυκά για να τα ψήσει. Ο τσαγκάρης τακτοποιεί στον πάγκο τα σουβλιά, τα καλαπόδια, τις φαλτσέτες, τις βελόνες, τα πεταλάκια, τα πετσιά. Μπροστά στον πάγκο θα κάθονταν ο ίδιος, οι καλφάδες και τα τσιράκια. Τα τσαρούχια ήθελαν την ιδιαίτερη μαστοριά τους.
Στην πλατεία ένας σαλεπιτζής γυροφέρνει το αχνιστό ρόφημα στο "γκεγούμι" με το μακρύ λαιμό. Ο λούστρος έχει στήσει το κασελάκι του και τακτοποιεί τις βούρτσες του. Ο καστανάς ανάβει τα κάρβουνα, ο λατερνατζής γυαλίζει τη λατέρνα του κι ο ντελάλης έχει ανέβει στο μπαλκόνι της κοινότητας για να βροντοφωνάξει τις ανακοινώσεις.
Ο γαλατάς, ο νερουλάς, ο παγοπώλης, ο παλιατζής, ο εφημεριδοπώλης, ο πλανόδιος ψαράς, ο πλανόδιος μανάβης, ο κουλουράς, ο υπαίθριος φωτογράφος, ο αχθοφόρος, ο πραγματευτής, ο δερματάς (τομαράς), ο καρεκλάς κι ο καλαθάς με τα καλάμια στον ώμο, έχουν πάρει ήδη τους δρόμους. Ακόμη και ο αρκουδιάρης έπιασε δουλειά...
Οι σιδεράδες στα "Γύφτικα" έχουν βάλει μπρος τα φυσερά τους κι ακούγονται από τα γύρω να σφυρηλατούν ρυθμικά στο αμόνι τους τα ηνία, τις σκεπαρνιές, τα τσεκούρια και τις σιδεριές. Εκεί κοντά κι οι τενεκετζήδες με τα ξύλινα σφυριά σφυρηλατούν κουβάδες, σκαφάκια, ποτιστήρια, μαγκάλια, κόσκινα κ.α.
Στην άλλη άκρη του χωριού ο αγγειοπλάστης έβαλε μπρος τον ποδοκίνητο τροχό, ενώ από τα τσιράκια άλλο ξεφορτώνει το χώμα από το κάρο, άλλο το κοσκινίζει και το υγροποιεί. Θα ετοίμαζε πήλινα πιάτα, τσικάλια, σταμνιά, λαένια, κιούπια. Δίπλα ο σαμαράς (σαγματοποιός) στολίζει με φούντες, με ακριβά και φανταχτερά στολίδια τα σαμάρια που είχε κατασκευάσει γιατί ο πελάτης τον περιμένει με τα άλογα.
Στους στάβλους οι πεταλωτήδες ή αλμπάνη- δες πεταλώνουν και ετοιμάζουν τ' άλογα για τις άμαξες και τα ταξίδια. Οι αραμπάδες και οι αγωγιάτες ή κυρατζήδες τα περίμεναν για να ξεκινήσουν το αγώι με εμπορεύματα ή ταξιδιώτες.
Πολύ νωρίς όμως ξεκινούν για το μεροκάματο και οι υφάντρες που πήγαιναν στα σπίτια να υφάνουν, οι πλύστρες, οι παραδουλεύτρες, οι κτίστες, οι ζευγάδες, οι γεωργοί, οι ξυλοκόποι και πριονιτζήδες. Κι ο τσαμπάζης (έμπορος μεγάλων ζωντανών ζώων) ξεκινά για το παζάρι (εμποροπανήγυρις) στο διπλανό κεφαλοχώρι.
Δύσκολες οι συνθήκες, και το σκηνικό φαντάζει εξωπραγματικό ειδικά στους νεότερους από μας, που η εξέλιξη της τεχνολογίας άλλαξε τη ζωή μας. Οφείλουμε όμως όλοι φόρο τιμής στους βιοπαλαιστές προγόνους μας.
http://www.protinews.gr/politismos-istoria/item/19350-epaggelmata-pou-exoun-xathei