29η Σεπτεμβρίου 1941-Ημέρα μνήμης -Βουλγαρική κατοχή
Ανατολική Μακεδονία και Θράκη,ο τόπος αυτός όπου ζούμε , τρεις φορές μέσα σε μια τριακονταετία γνώρισε τη βουλγαρική κατοχή.
Η πρώτη βουλγαρική κατοχή ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1912, κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, και έληξε την 1η Ιουλίου 1913, ημερομηνία απελευθέρωσης της πόλης της Δράμας, κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, όταν η Βουλγαρία ηττήθηκε από τους πρώην συμμάχους της και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πληρώνοντας το βαρύ τίμημα της απληστίας της.
Η πρώτη βουλγαρική κατοχή ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1912, κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, και έληξε την 1η Ιουλίου 1913, ημερομηνία απελευθέρωσης της πόλης της Δράμας, κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, όταν η Βουλγαρία ηττήθηκε από τους πρώην συμμάχους της και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πληρώνοντας το βαρύ τίμημα της απληστίας της.
Η δεύτερη βουλγαρική κατοχή ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1916 κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά την διάρκεια του οποίου τα βουλγαρικά στρατεύματα σε σύμπραξη με τα γερμανικά κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία, και έληξε με την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων το Σεπτέμβριο του 1918.
Η τρίτη βουλγαρική κατοχή χρονικά εκτάθηκε από το 1941 έως το 1944 και διήρκησε μια τριετία.
Η Βουλγαρία αισθανόταν αδικημένη από τη συνθήκη του Βουκουρεστίου(1913), που συνομολογήθηκε με το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων και του Νεϊγύ(1919), που υπογράφηκε μεταξύ Βουλγαρίας και νικητριών δυνάμεων με το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε και ως αναθεωρητική δύναμη απαιτούσε και ανέμενε να επανορθώσει τις εις βάρος της υποτιθέμενες αδικίες. Ο Β’ Π. Π. της έδωσε την ευκαιρία που ζητούσε γι’ αυτήν την επανόρθωση.
Το Μάιο του 1941 οι κατοχικές γερμανικές δυνάμεις στην Ελλάδα προσέφεραν την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη στη Βουλγαρία, παρότι επίσημα δεν κηρύχτηκε πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Επίσης, παράξενο είναι, από άποψη διεθνούς δικαίου, ότι η εξόριστη βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών θα κηρύξει επίσημα τον πόλεμο στη Βουλγαρία στις 2 Ιουλίου 1941, με χρονική καθυστέρηση δυόμιση μηνών, όταν η de facto κατάσταση της κατάληψης των ελληνικών εδαφών προηγήθηκε. Η βασιλική βουλγαρική κυβέρνηση μετέτρεψε τις ελληνικές περιοχές της δικαιοδοσίας της, δηλαδή την περιοχή από τον ποταμό Στρυμόνα έως τον ποταμό Έβρο, εκτός από τα ¾ του ομώνυμου ακριτικού νομού, όπως και τα νησιά της Θάσου και της Σαμοθράκης, σε τμήμα της βουλγαρικής επικράτειας υπαγόμενο στην «περιφέρεια της Άσπρης Θάλασσας», βουλγαριστί бяломоре. Άνευ χρονοτριβής αντικατέστησε τις διοικητικές, εκπαιδευτικές, οικονομικές και εκκλησιαστικές αρχές με βουλγαρικές αντίστοιχες. Στην ευρύτερη περιοχή της Δράμας επρόκειτο να εκδηλωθεί η πρώτη και μαζικότερη σφαγή άμαχου κατεχόμενου πληθυσμού με την έναρξη του Β’ Π. Π. εκ μέρους του κατακτητή ως αντίποινα στην αντίσταση που προβλήθηκε σ’ αυτόν, η οποία ήταν η δεύτερη στην Ευρώπη μετά τη Γιουγκοσλαβία.
Το Μάιο του 1941 οι κατοχικές γερμανικές δυνάμεις στην Ελλάδα προσέφεραν την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη στη Βουλγαρία, παρότι επίσημα δεν κηρύχτηκε πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Επίσης, παράξενο είναι, από άποψη διεθνούς δικαίου, ότι η εξόριστη βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών θα κηρύξει επίσημα τον πόλεμο στη Βουλγαρία στις 2 Ιουλίου 1941, με χρονική καθυστέρηση δυόμιση μηνών, όταν η de facto κατάσταση της κατάληψης των ελληνικών εδαφών προηγήθηκε. Η βασιλική βουλγαρική κυβέρνηση μετέτρεψε τις ελληνικές περιοχές της δικαιοδοσίας της, δηλαδή την περιοχή από τον ποταμό Στρυμόνα έως τον ποταμό Έβρο, εκτός από τα ¾ του ομώνυμου ακριτικού νομού, όπως και τα νησιά της Θάσου και της Σαμοθράκης, σε τμήμα της βουλγαρικής επικράτειας υπαγόμενο στην «περιφέρεια της Άσπρης Θάλασσας», βουλγαριστί бяломоре. Άνευ χρονοτριβής αντικατέστησε τις διοικητικές, εκπαιδευτικές, οικονομικές και εκκλησιαστικές αρχές με βουλγαρικές αντίστοιχες. Στην ευρύτερη περιοχή της Δράμας επρόκειτο να εκδηλωθεί η πρώτη και μαζικότερη σφαγή άμαχου κατεχόμενου πληθυσμού με την έναρξη του Β’ Π. Π. εκ μέρους του κατακτητή ως αντίποινα στην αντίσταση που προβλήθηκε σ’ αυτόν, η οποία ήταν η δεύτερη στην Ευρώπη μετά τη Γιουγκοσλαβία.
Τη νύκτα της 28ης Σεπτεμβρίου και το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου λοιπόν αντάρτες που είχαν συγκροτηθεί σε ομάδες άφησαν τα κρησφύγετα του Τσαλ-νταγ και επιχείρησαν να καταλύσουν τις διοικητικές βουλγαρικές αρχές στα χωριά και την πόλη της Δράμας, όπως και σε μια σειρά χωριά στους πρόποδες του όρου Παγγαίου χωριά που ανήκαν διοικητικά στους όμορους νομούς Σερρών και Καβάλας αντίστοιχα.
Στην πόλη της Δράμας οι αντάρτες ανατίναξαν ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από το οποίο ηλεκτροδοτούνταν η πόλη, ενώ δεν κατάφεραν να πραγματώσουν με επιτυχία τους υπόλοιπους στόχους του. Η είδηση όμως της επίθεσης στο Δοξάτο έθεσε σε επιφυλακή ήδη από τις 9 η ώρα το βράδυ τις βουλγαρικές δυνάμεις. Στην κωμόπολη του Δοξάτου μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών σκοτώθηκαν εννέα Βούλγαροι και ένας δεκαεπτάχρονος αντάρτης καταγόμενος από τη Χωριστή.
Στην πόλη της Δράμας οι αντάρτες ανατίναξαν ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από το οποίο ηλεκτροδοτούνταν η πόλη, ενώ δεν κατάφεραν να πραγματώσουν με επιτυχία τους υπόλοιπους στόχους του. Η είδηση όμως της επίθεσης στο Δοξάτο έθεσε σε επιφυλακή ήδη από τις 9 η ώρα το βράδυ τις βουλγαρικές δυνάμεις. Στην κωμόπολη του Δοξάτου μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών σκοτώθηκαν εννέα Βούλγαροι και ένας δεκαεπτάχρονος αντάρτης καταγόμενος από τη Χωριστή.
Το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου 1941 βουλγαρικές στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις εκκίνησαν από την πόλη της Δράμας κι άλλες πόλεις για να αποκαταστήσουν την τρωθείσα εξουσία. Τα αντίποινα αρχικά εστιάστηκαν στην πόλη της Δράμας και την κωμόπολη του Δοξάτου και κατόπιν επεκτάθηκαν και στα υπόλοιπα χωριά και ήταν ασύμμετρα σκληρά.
Στην πόλη της Δράμας από το πρωί λοιπόν της 29ης Σεπτεμβρίου συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν και εκτελούνταν οι κάτοικοι στους δρόμους του κέντρου και των συνοικιών της πόλης. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο παυθείς από τους Βουλγάρους Δήμαρχος Δράμας θεόφιλος Αθανασιάδης(1889-1941). Πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο κατοχικός στρατός δεν στράφηκε εναντίον των Εβραίων και Αρμενίων της πόλης, παρότι ο στόχος της εξέγερσης, δηλαδή η απελευθέρωση, συμπεριελάμβανε κι εκείνους, εντούτοις τα επίχειρα τα έλαβαν μόνον, στη συντριπτική πλειονότητα τους, Έλληνες πολίτες στο γένος.
Στην κωμόπολη του Δοξάτου στρατιωτικό βουλγαρικό απόσπασμα συνέλλαβε και εκτέλεσε αφού οδήγησε έξω από τα όρια της κοινότητας 200 περίπου άνδρες. Στην Χωριστή, από όπου κατάγονταν αρκετοί αντάρτες, συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν 150 άτομα, ενώ εκτελέσεις έγιναν και στα Κύργια. Εντούτοις, οι πυρπολήσεις σπιτιών, οι λεηλασίες και οι εκτελέσεις απλώθηκαν σε όλα τα χωριά, ώστε δεν υπήρξε χωριό που να μη θρηνήσει θύματα. Τα αντίποινα εξαπλώθηκαν και σε περιοχές των Σερρών και της Καβάλας, αλλά και στη Θράκη όπου δεν ξέσπασε καμιά δραστηριότητα ανταρτών. Τα θύματα στις περιοχές Δράμας, Καβάλας και Σερρών υπερβαίνουν τους 2000.
Στην κωμόπολη του Δοξάτου στρατιωτικό βουλγαρικό απόσπασμα συνέλλαβε και εκτέλεσε αφού οδήγησε έξω από τα όρια της κοινότητας 200 περίπου άνδρες. Στην Χωριστή, από όπου κατάγονταν αρκετοί αντάρτες, συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν 150 άτομα, ενώ εκτελέσεις έγιναν και στα Κύργια. Εντούτοις, οι πυρπολήσεις σπιτιών, οι λεηλασίες και οι εκτελέσεις απλώθηκαν σε όλα τα χωριά, ώστε δεν υπήρξε χωριό που να μη θρηνήσει θύματα. Τα αντίποινα εξαπλώθηκαν και σε περιοχές των Σερρών και της Καβάλας, αλλά και στη Θράκη όπου δεν ξέσπασε καμιά δραστηριότητα ανταρτών. Τα θύματα στις περιοχές Δράμας, Καβάλας και Σερρών υπερβαίνουν τους 2000.
Τα αντίποινα ήταν η αφορμή να διευρυνθεί ο αφελληνισμός της περιοχής και αντίστοιχα να εκβουλγαριστεί . Υπήρξε πάγιο βουλγαρικό σχέδιο και απαρέγκλιτη τακτική ο αφελληνισμός της περιοχής αρχής γενομένης από τους Βαλκανικούς Πολέμους, πράγμα που έκανε τους Βουλγάρους να μετέρχονται κάθε μέσο θεμιτό και αθέμιτο ώστε να πετύχουν το σκοπό τους.
Οι σφαγές ήταν μόνον ένα μέσον απ’ όσα χρησιμοποιήθηκαν. Οι βουλγαρικές αρχές κατοχής όμως μετήλθαν και μια σειρά άλλων μέσων, όπως η αντικατάσταση των διοικητικών,οικονομικών και εκκλησιαστικών αρχών με βουλγαρικές αντίστοιχα, η επιβολή και χρήση της βουλγαρικής γλώσσας στην εκπαίδευση, τη διοίκηση και την εκκλησιαστική ζωή, ο εποικισμός με Βουλγάρους, η απόδοση της βουλγαρικής υπηκοότητας, δηλαδή η δημιουργία «βουλγαρογραμμένων », ο νόμος για την «υποχρεωτική απαλλοτρίωση διαφόρων επιχειρήσεων κοινής ωφελείας στις νεοαπελευθερωμένες περιοχές
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα το 1917, ο βουλγαρικός στρατός επιδόθηκε και σε λεηλασίες , μεταξύ άλλων «έγδυσε» βυζαντινά μοναστήρια και εκκλησίες, όπως η μονή Εικοσιφοινίσσης, Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες και άλλες στην Ξάνθη, απ όπου αφαίρεσε εκκλησιαστικά βιβλία, παμπάλαιες εικόνες και σκεύη, χειρόγραφα και ό,τι κρίθηκε πως έχει ιστορική και πνευματική αξία. Κάποια εξ αυτών επιστράφηκαν στη μονή Προδρόμου το 1925, όμως ο μεγάλος αριθμός -μόνο αυτά της Εικοσιφοινίσσης αριθμούν 905 κομμάτια- παρακρατήθηκαν από τους Βουλγάρους ενώ είναι άγνωστο πόσα πουλήθηκαν στη Δύση.
Η βουλγαρική πλευρά δεν παραδεχόταν στις αρχές ότι κατείχε τα κειμήλια, όμως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισαν να κάνουν σιγά σιγά την εμφάνισή τους σε εκθέσεις μουσείων και βιβλιοθήκες ιδρυμάτων. Ελληνες επιστήμονες, ειδικοί στα θρησκευτικά κειμήλια, που ταξίδεψαν κατά καιρούς στη Βουλγαρία, ταύτισαν τα κειμήλια που είδαν εκεί με τα κλαπέντα από μοναστήρια και εκκλησίες στην Ελλάδα και έκτοτε η ελληνική πλευρά ήγειρε κατά καιρούς ζήτημα επιστροφής τους.
Η Σόφια, ωστόσο, χωρίς ιδιαίτερα σαφή επιχειρηματολογία προέβαλε αντιρρήσεις, με την Αθήνα να μην ανεβάζει το θέμα ψηλά στη διπλωματική ατζέντα, καθώς δεν επιθυμούσε να διαρραγούν οι παραδοσιακά άριστες διμερείς σχέσεις για ένα τέτοιο ζήτημα.
Οι Βούλγαροι, πάλι, στις παρασκηνιακές συζητήσεις, έδειχναν να προσμετρούν και το ενδεχόμενο πολιτικό κόστος, καθώς φοβούνταν τις αντιδράσεις εθνικιστικών κύκλων και τη δημιουργία από μερίδα των ΜΜΕ κλίματος «εθνικής μειοδοσίας» μιας και θεωρούν ότι τα κειμήλια αφαιρέθηκαν από… βουλγαρικό έδαφος (έτσι θεωρεί την Ανατολική Μακεδονία-Θράκη ο εν υπνώσει βουλγαρικός εθνικισμός) για να σωθούν. Οταν μάλιστα , επί προεδρίας Γκιόργκι Παρβάνοφ, αποκαλύφθηκε ότι υπήρχε διάλογος με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, για την επιστροφή των κειμηλίων, μερίδα του Τύπου και της πνευματικής ελίτ ξεσήκωσε μεγάλο θόρυβο.«Το θέμα ήταν και είναι πάντα στα συνήθη προς συζήτηση θέματα μεταξύ των δύο πλευρών, ουδέποτε, όμως, τέθηκε με τη δέουσα σημασία», είπε στην «Κ» πρώην πρεσβευτής της Ελλάδας στη Σόφια.
Οι σφαγές ήταν μόνον ένα μέσον απ’ όσα χρησιμοποιήθηκαν. Οι βουλγαρικές αρχές κατοχής όμως μετήλθαν και μια σειρά άλλων μέσων, όπως η αντικατάσταση των διοικητικών,οικονομικών και εκκλησιαστικών αρχών με βουλγαρικές αντίστοιχα, η επιβολή και χρήση της βουλγαρικής γλώσσας στην εκπαίδευση, τη διοίκηση και την εκκλησιαστική ζωή, ο εποικισμός με Βουλγάρους, η απόδοση της βουλγαρικής υπηκοότητας, δηλαδή η δημιουργία «βουλγαρογραμμένων », ο νόμος για την «υποχρεωτική απαλλοτρίωση διαφόρων επιχειρήσεων κοινής ωφελείας στις νεοαπελευθερωμένες περιοχές
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα το 1917, ο βουλγαρικός στρατός επιδόθηκε και σε λεηλασίες , μεταξύ άλλων «έγδυσε» βυζαντινά μοναστήρια και εκκλησίες, όπως η μονή Εικοσιφοινίσσης, Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες και άλλες στην Ξάνθη, απ όπου αφαίρεσε εκκλησιαστικά βιβλία, παμπάλαιες εικόνες και σκεύη, χειρόγραφα και ό,τι κρίθηκε πως έχει ιστορική και πνευματική αξία. Κάποια εξ αυτών επιστράφηκαν στη μονή Προδρόμου το 1925, όμως ο μεγάλος αριθμός -μόνο αυτά της Εικοσιφοινίσσης αριθμούν 905 κομμάτια- παρακρατήθηκαν από τους Βουλγάρους ενώ είναι άγνωστο πόσα πουλήθηκαν στη Δύση.
Η βουλγαρική πλευρά δεν παραδεχόταν στις αρχές ότι κατείχε τα κειμήλια, όμως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισαν να κάνουν σιγά σιγά την εμφάνισή τους σε εκθέσεις μουσείων και βιβλιοθήκες ιδρυμάτων. Ελληνες επιστήμονες, ειδικοί στα θρησκευτικά κειμήλια, που ταξίδεψαν κατά καιρούς στη Βουλγαρία, ταύτισαν τα κειμήλια που είδαν εκεί με τα κλαπέντα από μοναστήρια και εκκλησίες στην Ελλάδα και έκτοτε η ελληνική πλευρά ήγειρε κατά καιρούς ζήτημα επιστροφής τους.
Η Σόφια, ωστόσο, χωρίς ιδιαίτερα σαφή επιχειρηματολογία προέβαλε αντιρρήσεις, με την Αθήνα να μην ανεβάζει το θέμα ψηλά στη διπλωματική ατζέντα, καθώς δεν επιθυμούσε να διαρραγούν οι παραδοσιακά άριστες διμερείς σχέσεις για ένα τέτοιο ζήτημα.
Οι Βούλγαροι, πάλι, στις παρασκηνιακές συζητήσεις, έδειχναν να προσμετρούν και το ενδεχόμενο πολιτικό κόστος, καθώς φοβούνταν τις αντιδράσεις εθνικιστικών κύκλων και τη δημιουργία από μερίδα των ΜΜΕ κλίματος «εθνικής μειοδοσίας» μιας και θεωρούν ότι τα κειμήλια αφαιρέθηκαν από… βουλγαρικό έδαφος (έτσι θεωρεί την Ανατολική Μακεδονία-Θράκη ο εν υπνώσει βουλγαρικός εθνικισμός) για να σωθούν. Οταν μάλιστα , επί προεδρίας Γκιόργκι Παρβάνοφ, αποκαλύφθηκε ότι υπήρχε διάλογος με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, για την επιστροφή των κειμηλίων, μερίδα του Τύπου και της πνευματικής ελίτ ξεσήκωσε μεγάλο θόρυβο.«Το θέμα ήταν και είναι πάντα στα συνήθη προς συζήτηση θέματα μεταξύ των δύο πλευρών, ουδέποτε, όμως, τέθηκε με τη δέουσα σημασία», είπε στην «Κ» πρώην πρεσβευτής της Ελλάδας στη Σόφια.
http://www.dramapress.gr/29i-septemvriou-1941-imera-mnimis-voulgariki-katochi/