Ο Ρένος Χαραλαμπίδης θυμάται, με νοσταλγία, πώς έφτιαξε την πρώτη του –βραβευμένη– ταινία «Νο budget story», με τον τρόπο που τα πουλιά φτιάχνουν τις φωλιές τους.
Με κάποιες παλιές φωτογραφίες λες και έχω ραντεβού. Έχουν ξεκινήσει να ταξιδεύουν από το παρελθόν και έρχονται να μου θυμίσουν κάτι που έχω ξεχάσει. Κάποια κομμάτια του εαυτού μου που θα τα ξαναχρειαστώ. Ξεσκαρτάροντας το αρχείο μου, βρήκα μια ξεχασμένη φωτογραφία από τα γυρίσματα του «Νο budget story». Της πρώτης ταινίας όπου έπαιξα, έγραψα και σκηνοθέτησα. Όπου δηλαδή πήρα όλα τα ρίσκα μιά και έξω. Ομολογώ ότι δύσκολα με αναγνωρίζω σε αυτή τη φωτογραφία –σίγουρα όχι εξαιτίας εντυπωσιακών αλλαγών στην εμφάνισή μου. Πήρα ελάχιστα κιλά και έχασα ελάχιστα μαλλιά. Αλλοιώθηκε όμως το πιο σημαντικό. Το βλέμμα μου. Απορώ με την αποφασιστικότητα που εξέπεμπα και που τώρα ξέρω ότι με έχει και την έχω υπονομεύσει. Και αυτή η σιγουριά στη ματιά; Χάθηκε επίσης όταν απέκτησα μεγαλύτερη πείρα στα κινηματογραφικά. Τελικά, η γνώση μπορεί να είναι δύναμη, αλλά η άγνοια είναι σίγουρα υπερδύναμη. Και να ’μαι λοιπόν, στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Ένας πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός –δεν τολμούσα να δηλώσω σκηνοθέτης– που προσπαθούσε απλώς να επιβιώσει. Έμενα σε ένα δώμα, όπου γύρισα και την ταινία, και ήμουν απόλυτα αποφασισμένος να κάνω τον δικό μου κινηματογράφο. Πράγμα αδιανόητο για μια εποχή όπου δεν είχε γίνει η ψηφιακή επανάσταση ώστε να περάσουν τα μέσα παραγωγής εικόνας και ήχου στη μάζα και το σινεμά ήταν υπόθεση αυστηρά όσων είχαν οικονομική άνεση. Η ένδεια όμως σε ξυπνάει. Κυρίως για να μη χάσεις το πολυτιμότερο κεφάλαιο. Το χρόνο σου. Θα έφτιαχνα την πρώτη μου ταινία όπως τα πουλιά φτιάχνουν τις φωλιές τους. Από ό,τι μπορούν να βρουν διαθέσιμο. Ίσως άχρηστο για τους άλλους, αλλά χρήσιμο μόνο για αυτά. Ξαναγυρνάω στη φωτογραφία και παρατηρώ αυτή την μπαρουτοκαπνισμένη κάμερα των 16 mm. Τη μόνη που κατάφερα να βρω. Μια λύση ανάγκης. Φωτογραφήθηκα αντίστοιχα με τις καλύτερες κινηματογραφικές μηχανές λήψης για τις επόμενες ταινίες που έχω σκηνοθετήσει («Φτηνά τσιγάρα», «Η καρδιά του κτήνους», «Τέσσερα μαύρα κοστούμια»). Κάτι όμως είναι διαφορετικό. Κάτι πάντα θα λείπει. Αυτή η ταλαιπωρημένη, φτηνή και αδύναμη κάμερα μου έδινε κάτι που καμιά άλλη δεν μπόρεσε να μου δώσει. Τον τρόπο που την κρατούσα. Έναν τρόπο που δεν μπόρεσα να επαναλάβω. Την έχω στον ώμο λες και κρατάω ένα έργο τέχνης, αλλά και ένα μπαζούκας. Την απάντηση σε κάποιο γρίφο. Με ακουμπάει με την ευγένεια ενός φθαρμένου λάβαρου, που ανεμίζει χιλιοτρυπημένο λίγο πριν από τη μάχη. Λίγο πριν εκστρατεύσω για έναν αβέβαιο προσωπικό πόλεμο, μόνο με την υπόσχεση της απόλαυσης της περιπέτειας του σινεμά. Γιατί το σινεμά είναι ή περιπέτεια ή τίποτα. Κατάφερα να συγκεντρώσω ελάχιστα λεφτά, κάνοντας αρπαχτές στην τηλεόραση. Έφταναν ίσα-ίσα για τις μισές από τις βασικές ανάγκες των πρώτων ημερών των γυρισμάτων. Αλλά δεν είχα σκοπό να παραδοθώ. Δεν υπήρχε χρόνος για οπισθοχώρηση. Οι φίλοι ήταν παρόντες στα χαρακώματα και με την ξιφολόγχη στα δόντια. Θα τους είμαι για πάντα ευγνώμων. Όπως ευγνώμων θα είμαι και στον Νίκο, τον μόνο παραγωγό που με εμπιστεύθηκε, δίνοντάς μου εξοπλισμό και τυφλή εμπιστοσύνη. Τελικά, στις αρχές Αυγούστου του 1996 –λίγο πριν κλείσω τα 26 μου χρόνια– δόθηκε το σύνθημα: «Σινεμά ή θάνατος!». Τα γυρίσματα άρχισαν και ολοκληρώθηκαν ως δια μαγείας. «Νοσταλγώ την εποχή που με έτρεφε η αγωνία και η ανάγκη για δράση. Που είχα ένα ακριβό όνειρο και το επιδίωκα χωρίς λεφτά, αλλά με απέραντη ελευθερία και πίστη». Πέρασε καιρός από τότε που αποφάσισα να πιστέψω σε ένα παράτολμο σχέδιο. Ίσως αυτό το κομμάτι του εαυτού μου νοσταλγώ. Του να πιστεύω σε κάτι παράτολμο. Νοσταλγώ την εποχή που με έτρεφε η αγωνία και η ανάγκη για δράση. Χωρίς να περιμένω τις κατάλληλες συνθήκες ούτε τον έπαινο και την έγκριση κανενός. Που είχα ένα ακριβό όνειρο και το επιδίωκα χωρίς λεφτά, αλλά με απέραντη ελευθερία και πίστη. Όσο για το σύνθημα «Σινεμά ή θάνατος!», σήμερα μου ακούγεται όχι μόνο τραβηγμένο, αλλά και αρκετά αστείο. Υπερβολές της νεότητας. Τότε που δεν ήξερα τι σημαίνει πραγματικά θάνατος. Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, ούτε και σινεμά. //Το «No budget story» βραβεύθηκε σε Ελλάδα και εξωτερικό (Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και Β’ Ανδρικού Ρόλου στον Γ. Βουλτζάτη, Βραβείο της Παγκόσμιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου). Προβλήθηκε στις αίθουσες της Ελλάδας και του εξωτερικού και απασχόλησε τον διεθνή Τυπο, με πιο σημαντική την κριτική του Variety: «…ένα τεράστιο βήμα για το ελληνικό σινεμά…».
Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/zoi/renos-xaralampidis-otan-imoun-afragos/ ]
Με κάποιες παλιές φωτογραφίες λες και έχω ραντεβού. Έχουν ξεκινήσει να ταξιδεύουν από το παρελθόν και έρχονται να μου θυμίσουν κάτι που έχω ξεχάσει. Κάποια κομμάτια του εαυτού μου που θα τα ξαναχρειαστώ. Ξεσκαρτάροντας το αρχείο μου, βρήκα μια ξεχασμένη φωτογραφία από τα γυρίσματα του «Νο budget story». Της πρώτης ταινίας όπου έπαιξα, έγραψα και σκηνοθέτησα. Όπου δηλαδή πήρα όλα τα ρίσκα μιά και έξω. Ομολογώ ότι δύσκολα με αναγνωρίζω σε αυτή τη φωτογραφία –σίγουρα όχι εξαιτίας εντυπωσιακών αλλαγών στην εμφάνισή μου. Πήρα ελάχιστα κιλά και έχασα ελάχιστα μαλλιά. Αλλοιώθηκε όμως το πιο σημαντικό. Το βλέμμα μου. Απορώ με την αποφασιστικότητα που εξέπεμπα και που τώρα ξέρω ότι με έχει και την έχω υπονομεύσει. Και αυτή η σιγουριά στη ματιά; Χάθηκε επίσης όταν απέκτησα μεγαλύτερη πείρα στα κινηματογραφικά. Τελικά, η γνώση μπορεί να είναι δύναμη, αλλά η άγνοια είναι σίγουρα υπερδύναμη. Και να ’μαι λοιπόν, στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Ένας πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός –δεν τολμούσα να δηλώσω σκηνοθέτης– που προσπαθούσε απλώς να επιβιώσει. Έμενα σε ένα δώμα, όπου γύρισα και την ταινία, και ήμουν απόλυτα αποφασισμένος να κάνω τον δικό μου κινηματογράφο. Πράγμα αδιανόητο για μια εποχή όπου δεν είχε γίνει η ψηφιακή επανάσταση ώστε να περάσουν τα μέσα παραγωγής εικόνας και ήχου στη μάζα και το σινεμά ήταν υπόθεση αυστηρά όσων είχαν οικονομική άνεση. Η ένδεια όμως σε ξυπνάει. Κυρίως για να μη χάσεις το πολυτιμότερο κεφάλαιο. Το χρόνο σου. Θα έφτιαχνα την πρώτη μου ταινία όπως τα πουλιά φτιάχνουν τις φωλιές τους. Από ό,τι μπορούν να βρουν διαθέσιμο. Ίσως άχρηστο για τους άλλους, αλλά χρήσιμο μόνο για αυτά. Ξαναγυρνάω στη φωτογραφία και παρατηρώ αυτή την μπαρουτοκαπνισμένη κάμερα των 16 mm. Τη μόνη που κατάφερα να βρω. Μια λύση ανάγκης. Φωτογραφήθηκα αντίστοιχα με τις καλύτερες κινηματογραφικές μηχανές λήψης για τις επόμενες ταινίες που έχω σκηνοθετήσει («Φτηνά τσιγάρα», «Η καρδιά του κτήνους», «Τέσσερα μαύρα κοστούμια»). Κάτι όμως είναι διαφορετικό. Κάτι πάντα θα λείπει. Αυτή η ταλαιπωρημένη, φτηνή και αδύναμη κάμερα μου έδινε κάτι που καμιά άλλη δεν μπόρεσε να μου δώσει. Τον τρόπο που την κρατούσα. Έναν τρόπο που δεν μπόρεσα να επαναλάβω. Την έχω στον ώμο λες και κρατάω ένα έργο τέχνης, αλλά και ένα μπαζούκας. Την απάντηση σε κάποιο γρίφο. Με ακουμπάει με την ευγένεια ενός φθαρμένου λάβαρου, που ανεμίζει χιλιοτρυπημένο λίγο πριν από τη μάχη. Λίγο πριν εκστρατεύσω για έναν αβέβαιο προσωπικό πόλεμο, μόνο με την υπόσχεση της απόλαυσης της περιπέτειας του σινεμά. Γιατί το σινεμά είναι ή περιπέτεια ή τίποτα. Κατάφερα να συγκεντρώσω ελάχιστα λεφτά, κάνοντας αρπαχτές στην τηλεόραση. Έφταναν ίσα-ίσα για τις μισές από τις βασικές ανάγκες των πρώτων ημερών των γυρισμάτων. Αλλά δεν είχα σκοπό να παραδοθώ. Δεν υπήρχε χρόνος για οπισθοχώρηση. Οι φίλοι ήταν παρόντες στα χαρακώματα και με την ξιφολόγχη στα δόντια. Θα τους είμαι για πάντα ευγνώμων. Όπως ευγνώμων θα είμαι και στον Νίκο, τον μόνο παραγωγό που με εμπιστεύθηκε, δίνοντάς μου εξοπλισμό και τυφλή εμπιστοσύνη. Τελικά, στις αρχές Αυγούστου του 1996 –λίγο πριν κλείσω τα 26 μου χρόνια– δόθηκε το σύνθημα: «Σινεμά ή θάνατος!». Τα γυρίσματα άρχισαν και ολοκληρώθηκαν ως δια μαγείας. «Νοσταλγώ την εποχή που με έτρεφε η αγωνία και η ανάγκη για δράση. Που είχα ένα ακριβό όνειρο και το επιδίωκα χωρίς λεφτά, αλλά με απέραντη ελευθερία και πίστη». Πέρασε καιρός από τότε που αποφάσισα να πιστέψω σε ένα παράτολμο σχέδιο. Ίσως αυτό το κομμάτι του εαυτού μου νοσταλγώ. Του να πιστεύω σε κάτι παράτολμο. Νοσταλγώ την εποχή που με έτρεφε η αγωνία και η ανάγκη για δράση. Χωρίς να περιμένω τις κατάλληλες συνθήκες ούτε τον έπαινο και την έγκριση κανενός. Που είχα ένα ακριβό όνειρο και το επιδίωκα χωρίς λεφτά, αλλά με απέραντη ελευθερία και πίστη. Όσο για το σύνθημα «Σινεμά ή θάνατος!», σήμερα μου ακούγεται όχι μόνο τραβηγμένο, αλλά και αρκετά αστείο. Υπερβολές της νεότητας. Τότε που δεν ήξερα τι σημαίνει πραγματικά θάνατος. Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, ούτε και σινεμά. //Το «No budget story» βραβεύθηκε σε Ελλάδα και εξωτερικό (Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και Β’ Ανδρικού Ρόλου στον Γ. Βουλτζάτη, Βραβείο της Παγκόσμιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου). Προβλήθηκε στις αίθουσες της Ελλάδας και του εξωτερικού και απασχόλησε τον διεθνή Τυπο, με πιο σημαντική την κριτική του Variety: «…ένα τεράστιο βήμα για το ελληνικό σινεμά…».
Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/zoi/renos-xaralampidis-otan-imoun-afragos/ ]