Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Εκπαίδευση και κοινωνία στην εποχή της κρίσης

Εκπαίδευση και κοινωνία στην εποχή της κρίσης


Η εκπαίδευση επανέρχεται στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού προβληματισμού σήμερα που η οικονομική κρίση τείνει να λάβει διαστάσεις χιονοστιβάδας.
Η δημοσιονομική κρίση, η βαθιά ύφεση, η αύξηση της ανεργίας, η διευρυνόμενη ανισορροπία ανάμεσα στο κεφάλαιο και τις δυνάμεις της εργασίας συγκροτούν ένα ιδιαίτερα δυσμενές πλαίσιο για την ευδοκίμηση βιώσιμων και κοινωνικά δίκαιων πολιτικών με συνέπεια την περαιτέρω όξυνση των ανισοτήτων στην εκπαίδευση και την κοινωνία.
Οι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί δεν μένουν αλώβητοι από τη δομική κρίση που πλήττει ολόκληρη την Ευρώπη. Αντίθετα, αδυνατούν να συγκρατήσουν τη δημιουργία νέων κατηγοριών αποκλεισμένων οι οποίοι εξωθούνται με βίαιο τρόπο στο κοινωνικό περιθώριο. Ηδη το φαινόμενο που στην Ευρώπη από το 2008 αποκαλείται neets (young people not in employment, education and training) αποτελεί μια σύγχρονη μορφή κοινωνικής ευπάθειας η οποία αναμένεται να ενταθεί τα επόμενα χρόνια σημαντικά.
Παρά τις μεθοδολογικές δυσκολίες για τη μέτρηση του φαινομένου, στην Αγγλία τα τελευταία χρόνια υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 200.000 νέοι βρίσκονται στο «κοινωνικό πουθενά», αφού, έχοντας κατά κανόνα εγκαταλείψει πρόωρα τη σχολική στέγη, δεν συμμετέχουν σε καμία επίσημη μορφή εκπαίδευσης, κατάρτισης ή απασχόλησης. Ο αριθμός τους αναλογεί περίπου στο 10% του πληθυσμού των νέων μεταξύ 16 και 24 χρόνων.
Ταυτόχρονα το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει και η Βόρεια Ιρλανδία, αφού οι neets υπολογίζονται σε περίπου 35.000 (15%) του πληθυσμού μεταξύ 16-24 ετών. Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι σύμφωνα με μελέτη του 2009 εμφανίζεται συσχέτιση ανάμεσα στους neets και την πρόωρη θνησιμότητα, αφού διαφαίνεται ότι 15% των neets πεθαίνει σε διάστημα 10 ετών.
Η κατάσταση των neets αφορά τόσο εκείνους που επιθυμούν να ενταχθούν αλλά αδυνατούν λόγω του κοινωνικού αποκλεισμού όσο και εκείνους που υιοθετούν μια συνειδητή στάση άρνησης απέναντι στο σύστημα αξιών και τους θεσμούς που το εκπροσωπούν, όπως η εκπαίδευση, η κατάρτιση ή η απασχόληση. Το φαινόμενο αυτό, σε συνδυασμό με την όξυνση της οικονομικής κρίσης, είναι σαφές ότι θα οδηγήσει ακόμα περισσότερους νέους στο κοινωνικό περιθώριο, αφού η πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά όπως η εκπαίδευση και η απασχόληση γίνεται όλο και πιο δύσβατη διαδικασία. Στην Αγγλία η δραματική αύξηση των διδάκτρων στα πανεπιστήμια έρχεται να προστεθεί στα ήδη μεγάλα εμπόδια που αντιμετωπίζουν χιλιάδες νέοι οι οποίοι φιλοδοξούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους και συναντούν φραγμούς στην πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Το θέμα αυτό απασχολεί όργανα της Ε.Ε. καθώς και εκπαιδευτικές ή συνδικαλιστικές οργανώσεις σε μία περίοδο που η δημόσια χρηματοδότηση της εκπαίδευσης υποβαθμίζεται μέσα στο τέλμα των δημοσιονομικών αδιεξόδων και της βαθιάς ύφεσης. Σε πρόσφατες κορυφαίες εκδηλώσεις τους συνδικαλιστικές οργανώσεις και οργανισμοί όπως το Βρετανικό TUC (Trade Union Congress) ή το ETUI (European Trade Union Institute) ανέδειξαν το ζήτημα της όξυνσης των ανισοτήτων στην εκπαίδευση εκφράζοντας τη βαθιά τους ανησυχία για τις νέες μορφές κοινωνικής ευπάθειας από την ένταση των φαινομένων της φτώχειας και της ανεργίας.
Είναι προφανές ότι διανύουμε μια περίοδο αισθητής κοινωνικής οπισθοδρόμησης, αφού διαρκώς κερδίζει έδαφος το ιδεολόγημα ότι η δημόσια σφαίρα οφείλει να αποσυνδεθεί από την ευθύνη παροχής θεμελιωδών κοινωνικών αγαθών. Και υπό το πρίσμα της συλλογιστικής αυτής ενισχύονται οι πολιτικές που μεταθέτουν όλο και μεγαλύτερο βάρος της εκπαίδευσης στις πλάτες των πολιτών, προωθώντας την επιβολή και την αύξηση των διδάκτρων, τον περιφερειακό και ισχνό ρόλο του κράτους, την πρακτική των κουπονιών εκπαίδευσης (vouchers), την «ελεύθερη» επιλογή σχολείου, τη διδασκαλία στο σπίτι. Ολα αυτά βέβαια προβάλλονται ως εναλλακτική λύση και αντίδοτο στην κρίση, καθώς θεμελιώνονται στις δήθεν αυταπόδεικτες αρχές της «ευελιξίας», της «ελευθερίας των επιλογών», της «ανταγωνιστικότητας», της «αποδοτικότητας» κ.ο.κ.
Το πλαίσιο αυτό όμως συγκροτεί ένα πλέγμα πολιτικών και ιδεολογικών παραμέτρων οι οποίες εδράζονται στην πεμπτουσία του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού. Στη βάση αυτή και υπό το πρόσχημα της τυπικής ισοτιμίας που οι πάντες θεωρητικά απολαμβάνουν στις σύγχρονες δημοκρατίες, η εκπαίδευση επιχειρείται να μετατραπεί από δημόσιο και καθολικό κοινωνικό δικαίωμα σε ατομικό και αυστηρά ταξικό προσδιορισμένο προνόμιο των λίγων και των εχόντων, ενώ η βασική αποστολή του κράτους να παρέχει δημόσια και ουσιωδώς δωρεάν παιδεία σχετικοποιείται, αποδυναμώνεται και εντέλει λοιδορείται ως παρωχημένο κεκτημένο των κοινωνικών αγώνων του προηγούμενου αιώνα.
Αναφορικά με τη χώρα μας είναι σαφές ότι η φτώχεια, η ανεργία, η αυξανόμενη αποστέρηση εισοδημάτων θα οξύνουν με ραγδαίους ρυθμούς τις κοινωνικές ανισότητες στην εκπαίδευση, αφού η πρόσβαση στα εκπαιδευτικά αγαθά θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη για τους μη έχοντες. Αν αναλογιστεί κανείς ότι μέχρι σήμερα ένα μεγάλο ποσοστό δαπανών για την εκπαίδευση (πάνω από 4,5 δισ.) καταβάλλονταν ετησίως από τους ιδιωτικούς οικογενειακούς προϋπολογισμούς για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, υπό τις σημερινές συνθήκες, ακόμα και αυτό το κοινωνικά παράδοξο δεν θα μπορεί να συμβάλει στη «μερική κάλυψη» του έτσι κι αλλιώς υπαρκτού ελλείμματος της δημόσιας εκπαίδευσης.
Ο λόγος είναι ότι η ήδη μέχρι σήμερα πανάκριβη «δωρεάν παιδεία» θα καταστεί ακόμα πιο ακριβή και απρόσιτη, με συνέπεια στο άμεσο μέλλον να δούμε ένταση φαινομένων τα οποία σχετίζονται με την αύξηση της σχολικής διαρροής, με την εγκατάλειψη των σπουδών ή με την αύξηση της νεανικής παραβατικότητας κ.λπ. Αυτό θα προκαλέσει ανεπανόρθωτες επιπτώσεις σε περιοχές του κέντρου και της περιφέρειας οι οποίες θα υποστούν εκπαιδευτική και πολιτισμική καθίζηση. Είναι πολύ πιθανό λοιπόν, λαμβανομένων υπόψη των ιδιομορφιών της, η ελληνική κοινωνία να έρθει αντιμέτωπη με τη ραγδαία αύξηση αυτής της μορφής κοινωνικής ευπάθειας (των neets), αφού όλα δείχνουν ότι η ευρύτερη παθογένεια θα μετατρέψει χιλιάδες νέους σε σύγχρονους «απόντες» και «παρίες» του συστήματος.
Ταυτόχρονα, εύγλωττο παράδοξο αποτελεί το γεγονός ότι ακόμα και σ' αυτή τη δύσκολη συγκυρία και παρά τα όσα δεινά αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία, η ζήτηση για τα ολιγάριθμα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία των Βορείων Προαστίων παραμένει αμείωτη. Τη στιγμή δηλαδή που τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, τα υψηλά κοινωνικά στρώματα συνεχίζουν να απολαμβάνουν ακριβοπληρωμένες εκπαιδευτικές υπηρεσίες αποδεικνύοντας ότι η οικονομική κρίση όχι μόνο δεν πλήττει όλους το ίδιο, αλλά και ότι το ταξικό χάσμα του εκπαιδευτικού μας γίγνεσθαι θα διευρύνεται διαρκώς με τρόπο ακραία άνισο.
Οι συνθήκες με τον τρόπο που διαμορφώνονται δημιουργούν την πραγματικότητα μιας «αδιαχώρητης κοινωνίας» η οποία ωθεί με βίαιο τρόπο τους νέους της στο κοινωνικό περιθώριο. Ακόμα και σ' αυτές τις πρωτόγνωρα εξοντωτικές για τους εργαζόμενους συνθήκες, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να διεκδικήσουμε την επαναθεμελίωση της δημόσιας εκπαίδευσης ως μοχλού ανάπτυξης, ανάτασης της ελληνικής κοινωνίας. Η στρατηγική όμως ενός τέτοιου εγχειρήματος προϋποθέτει έναν εντελώς διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό, ένα ορθολογικά ριζοσπαστικό σχέδιο που να αντιταχθεί με σθένος απέναντι στην εγκαθίδρυση του επερχόμενου νέου εργασιακού μεσαίωνα στην εκπαίδευση και την κοινωνία.