Ἐσὺ νὰ ταπεινώνης τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ τηρῆς τὶς ἐντολές, ἤτοι τὴν ἐγκράτεια, τὴν νηστεία, τὴν προσευχή, τὴν μακροθυμία, τὴν ἀγάπη, ὡς ὀφειλέτης. «Δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμεν». Νὰ λές, τί νὰ πῆ σὲ μένα ὁ Θεός; σὲ μένα θὰ παρουσιασθῆ ὁ Θεός; ἀστεῖο πράγμα!
Μπορεῖς νὰ ἀποκτήσης αὐτὴ τὴν ταπείνωσι; Ἀπόκτησέ την, καὶ ὅ,τι κάνεις, κᾶνε το ὡς δουλωθεῖς εἰς τὸν Θεόν. Τί δικαιώματα εἶχε ὁ δοῦλος στὸν ἀφέντη του; Ἀκόμη καὶ τὴν ζωὴ μποροῦσε νὰ τοῦ πάρη ὁ κύριός του. Ἔτσι νὰ σκέπτεσαι καὶ ἐσύ.
Ἐφ΄ ὅσον νοιώθεις ἀκόμη ὅτι ἔχεις τὴν ἀνάγκη Του, μὴ ζητᾶς τὰ ὑψηλά. Ποιὸς ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ πῆ, Θεέ μου, τώρα δὲν σὲ ἔχω ἀνάγκη, γι΄ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ, ἐφ΄ ὅσον μπορῶ καὶ κάνω τὴν ζωή μου, τὸν ἀγώνα μου, δῶσε μου ἀποκαλύψεις, δῶσε μου θαυματουργίες, νὰ ἁπλώνω τὸ χέρι μου καὶ ἀμέσως νὰ ἀλλάζη ὁ καιρός, νὰ σταματᾶ ἡ θάλασσα, νὰ γίνεται βοριάς; Ἀφοῦ λοιπὸν ζητᾶς ἀκόμη τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ταπείνωνε τὸν ἑαυτό σου καὶ σώσῃ σε ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας. Τότε θὰ σὲ σώση ἀπὸ… τὴν ἁμαρτία ἡ ὁποία σὲ ἀπειλεῖ, ἀπὸ τὴν θανατηφόρο ἁμαρτία τῆς ὑπερηφανείας, τῆς φυσιούσης γνώσεως, καὶ ἀπὸ τὰ χαρίσματα τὰ ὁποῖα γιὰ σένα θὰ εἶναι ὁ τάφος σου, ἡ τελικὴ κατάπτωσις τῆς ζωῆς σου.
Ἐὰν ἡ καρδιά σου ἔχη ὅλη τὴν αἴσθησι τῆς ἁμαρτίας, ἐὰν δὲν τὴν βεβηλώνης μὲ τίς ἀπαιτήσεις σου, μὲ τὶς προσδοκίες σου, μὲ τοὺς πειρασμούς σου, τότε ὁ Θεὸς θὰ σοῦ τὰ δώση ὅλα μόνος του. Ὁ Θεὸς ἔθεσε μέσα μας τὴν τάσι, τὴν διάθεσι, τὸν πόθο τῆς γνώσεως καὶ τῶν χαρισμάτων, ἀλλὰ μόνον ὁ ἴδιος μπορεῖ νὰ μᾶς τὰ ἱκανοποιήση. Ἄφησε τὸν Θεὸν νὰ κανονίζη τὴν πορεία σου. Αὐτὸς γνωρίζει προτοῦ ζητήσης ἐσὺ κάτι.
Ζήτα λοιπὸν νὰ σοῦ δώση μετάνοια, νὰ σοῦ συγχωρήση τὶς πτώσεις σου, καὶ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα Ἐκεῖνος ξέρει. Αὐτὸς ξέρει καὶ τί ἀνέμους θὰ δώση, ἂν θὰ σοῦ πάρη τὴν χαρὰ καὶ τὴν κάνη στεναχώρια, ἂν θὰ σοῦ πάρη τὴν στεναχώρια καὶ θὰ σοῦ τὴν κάνη χαρά, ἂν θὰ σοῦ δώση ἐπιτυχία ἢ ἀποτυχία, ἂν θὰ σοῦ κόψη τὰ πάθη ἢ θὰ σοῦ τὰ ἀφήση, ἂν θὰ σοῦ θεραπεύση τὴν ἀρρώστια καὶ θὰ σοῦ δώση ὑγεία, ἢ ἂν θὰ σοῦ πάρη τὴν ὑγεία καὶ θὰ σοῦ δώση ἀρρώστια.
Τὸ τί μᾶς δίνη ὁ Θεὸς εἶναι μυστήριο, τὸ ὁποῖο μᾶς εἰσάγει στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ οἱ δικές μας ἀπαιτήσεις καὶ προσδοκίες καὶ παρακλήσεις, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, εἶναι ἀπομακρύνσεις ἀπὸ τὸν Θεόν. Τὰ αἰτήματα τῆς καρδιᾶς μας, κατὰ κανόνα, εἶναι προβολὴ τοῦ ἐγώ μας. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία βγάζη ὅλες τὶς κοινὲς προσευχὲς καὶ μᾶς λέγει, πὲς μόνον Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν· δὲν ζητάει τίποτε ἄλλο, μόνον τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι γίνεται ἀβέβηλος καὶ ἁγνὸς ὁ τόπος τῆς ψυχῆς μας, δὲν ἐκπαρθενεύεται δηλαδὴ ἀπὸ τὴν δυσωδία μας, ἀπὸ τοὺς πόθους μας καὶ τὶς ἐπιθυμίες μας. Τότε μπορεῖ νὰ εἰσέρχεται ὁ Θεὸς μέσα μας.
«Λόγοι ἀσκητικοὶ» – ἑρμηνεία στὸν Ἀββᾶ Ἠσαΐα, ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου
https://simeiakairwn.wordpress.com/