O Νικόλαος Μοσχονάς (1907, Αθήνα - 1975) θεωρείται από πολλούς ως ο πρώτος κορυφαίος πρεσβευτής της ελληνικής όπερας, αφού από το 1938 που εισήλθε στην Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης ως πρωταγωνιστής αφενός παρέμεινε τα περισσότερα χρόνια από κάθε άλλον Έλληνα, αφετέρου ήταν ο πρώτος Έλληνας βαθύφωνος που έκανε το αστέρι του να λάμψει στον διεθνή μουσικό στίβο. Έφτασε να τραγουδήσει ως κορυφαίος σολίστας στο Ρέκβιεμ του Βέρντι, με μαέστρο τον άφθαστο Τοσκανίνι. Λένε μάλιστα πως στο συγκεκριμένο έργο ο Μοσχονάς επιλέχθηκε από τον ίδιο τον Τοσκανίνι! Την επομένη ημέρα της συναυλίας το αμερικανικό περιοδικό TIMES της Νέας Υόρκης, έγραψε «Ο Μοσχονάς στο Ρέκβιεμ αναδείχθηκε αντάξιος του μεγάλου μαέστρου που διηύθυνε», ενώ η εφημερίδα SUN έγραψε πως «ο Έλληνας βαθύφωνος απέδωσε το Ρέκβιεμ του Βέρντι, όπως κανείς άλλος πριν». Επίσης στις επιτυχίες του Μοσχονά, αξίζει να αναφερθεί και η συναυλία που έδωσε στο Carnegie Hall, στην οποία συγκέντρωσε πάνω από 3.000 ακροατές. Ακόμα και οι αυστηρότεροι α Αμερικανοί μουσικοκριτικοί μιλούσαν με ενθουσιασμό για τον όγκο, την μελωδικότητα και την ένταση της φωνής του, ενώ έφτασαν πολλοί εξ αυτών να τον συγχαρούν και στα παρασκήνια, κάτι που ουδέποτε κάνουν! Η σταδιοδρομία του Μοσχονά ουσιαστικά ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 από το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, που ακόμα κρατούσε κάτι από τις λαμπρές ημέρες του παρελθόντος. Οκτώ μόλις χρόνια μετά από τις Πειραϊκές εμφανίσεις του, έφθασε στην Όπερα της Νέας Υόρκης! Στη Νέα Υόρκη δεν παρέμεινε ήρεμος με την γρήγορη άνοδό του, αλλά παράλληλα μάθαινε αγγλικό, γαλλικό και ιταλικό ρεπερτόριο. Αξίζει να αναφερθεί πως όταν προσλήφθηκε στην Όπερα της Νέας Υόρκης δεν γνώριζε καν την Αγγλική γλώσσα! Ο ίδιος έλεγε πως η χρονική διάρκεια για να μπορεί κάποιος να μιλά μια ξένη γλώσσα, είχε να κάνει με το επίπεδο αντίληψης και ουδέποτε φάνηκε να ανησυχεί για το γεγονός πως έφθασε στην Αμερική χωρίς να μιλά τα αγγλικά. Τραγούδησε στο μεγαλύτερο αμερικανικό ραδιοφωνικό σταθμό τον N.B.C. και το 1939 στην Σκάλα του Μιλάνου. Ο Μοσχονάς γεννημένος στην Αθήνα το 1907, αν και λόγω της αμερικανικής δόξας που γνώρισε, ουδέποτε ξέχασε την πόλη των παιδικών του χρόνων. Νοσταλγούσε τις βόλτες που έκανε κάποτε στον Βασιλικό (νυν Εθνικό) Κήπο και την ταβέρνα που σύχναζε (του Σιλιβάνη) που συνοδεία κρασιού τραγουδούσε καντάδες. Επίσης θυμόταν συχνά τους καθηγητές της μουσικής από την εποχή του Εθνικού Ωδείου Αθηνών, το οποίο είχε τελειώσει. Κλείνοντας να αναφερθεί πως ο Μοσχονάς μέχρι σήμερα αναφέρεται για την υπέροχη εμφάνισή του ως Ράμφις στην όπερα «Αΐντα». Πέθανε το 1975 τιμώμενος με πλήθος χρυσών μεταλλίων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.