Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Υπαρκτή προοπτική διάλυσης της Τουρκίας

Η αυταρχική φύση των μεταρρυθμίσεων, που προωθεί ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία, δεν αποκλείει ακόμα και αυτή τη διάλυση της χώρας και την ακύρωση του οράματος του ιδρυτή της Κεμάλ Ατατούρκ. Το κυβερνών κόμμα AKP, από το 2002 και ένθεν, ανέδειξε τον λαϊκισμό, τον εθνικισμό και τη θρησκεία σε κινητήριες δυνάμεις της τουρκικής πολιτικής σκηνής, με τις προσωπικές επιλογές του χαρισματικού ιδρυτή του, Ερντογάν, να καθορίζουν την πορεία της χώρας.
Η παραίτηση του πρώην πρωθυπουργού Αχμέτ Νταβούτογλου και ο διορισμός του «αντι-διανοούμενου» Μπιναλί Γιλντιρίμ στη θέση του, δεν είναι παρά το πλέον πρόσφατο βήμα προς την κατεύθυνση ενός de facto ή de jure προεδρικού κράτους, όπως επισημαίνει σε άρθρο του ο αναλυτής του ινστιτούτου German Marshall Fund of the United States, Ιαν Λέσερ, που είναι άγνωστο πού μπορεί να καταλήξει.
Η προσωποπαγής πολιτική, ο λαϊκισμός, ο εθνικισμός, ο περιορισμός της ελευθεροτυπίας και της ελευθερίας της έκφρασης και η υποχώρηση της εμπιστοσύνης στο κράτος δικαίου κατέστησαν γνωρίσματα της σύγχρονης τουρκικής πολιτικής σκηνής.
Στην εξωτερική πολιτική, ο πρόεδρος και οι συνεργάτες του συνδυάζουν τις εκκλήσεις στη μουσουλμανική αλληλεγγύη με ιδιότυπη εκδοχή του Κινήματος των Αδεσμεύτων, αντιμετωπίζοντας τις πρωτοβουλίες της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών με καχυποψία. Η τάση του προέδρου Ερντογάν να προσωποποιεί τις διεθνείς αντιπαραθέσεις, όπως αυτές με τον Σύρο πρόεδρο Ασαντ ή τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντιμίρ Πούτιν, απειλεί να μετατρέψει την τουρκική εξωτερική πολιτική σε σειρά από προσωπικές βεντέτες, με απρόβλεπτη κατάληξη. Κι αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που κάνει την απειλή της διάλυσης ορατή.
Η υπαρκτή τρομοκρατική απειλή, τροφοδοτούμενη από την ολίσθηση της Συρίας και του Ιράκ σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου, αλλά και η δυτική εύνοια στη δημιουργία αυτόνομων κουρδικών κρατιδίων στα σύνορα των δύο χωρών με την Τουρκία, ωθεί την Αγκυρα σε γεωπολιτική περιχαράκωση και οξύνει την καχυποψία της απέναντι στα κίνητρα των ΝΑΤΟϊκών της εταίρων.
Ανάλογες επιπτώσεις έχουν και οι γερμανικές παλινωδίες, με το Βερολίνο να αμφιταλαντεύεται μεταξύ αποδοχής και απόρριψης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, ανάλογα με τις εποχικές μεταβολές της προσφυγικής κρίσης και τα ποσοστά δημοτικότητας της καγκελαρίου Αγκελας Μέρκελ. Η άρνηση της κυβέρνησης της Αγκυρας, όμως, να τροποποιήσει τον αμφιλεγόμενο αντιτρομοκρατικό νόμο –που στοχεύει το δημοκρατικά εκλεγμένο φιλοκουρδικό HDP– και οι εντάσεις των τελευταίων ημερών με την παραίτηση του πρεσβευτή της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην Αγκυρα, αποτελούν δυσοίωνα σημάδια για την επιβίωση της συμφωνίας με την Ε.Ε. για το προσφυγικό, αλλά και για τη μακροπρόθεσμη ενταξιακή προοπτική της χώρας.
Η ρεαλιστική πιθανότητα διχοτόμησης της Συρίας και του Ιράκ, την οποία προωθούν ενεργά ή έμμεσα η Ρωσία, το Ιράν και τα κράτη του Περσικού Κόλπου, ακυρώνει τις τουρκικές διπλωματικές πρωτοβουλίες του ΥΠΕΞ και αργότερα πρωθυπουργού Νταβούτογλου, που περιστρέφονταν γύρω από το «άνοιγμα» της περιοχής στην τουρκική επιχειρηματικότητα. Η στήριξη της Αγκυρας στην αιγυπτιακή Μουσουλμανική Αδελφότητα και σε ορισμένες ισλαμικές οργανώσεις στον συριακό εμφύλιο «εκπυρσοκρότησε», διαταράσσοντας τις σχέσεις της Τουρκίας με το Κάιρο και την Τεχεράνη. Η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να δημιουργήσει στρατιωτική βάση στο Κατάρ, αποτελεί την πιο πρόσφατη ένδειξη της πρόθεσης της Αγκυρας να ταχθεί στο πλευρό σουνιτικής συμμαχίας υπό τη Σαουδική Αραβία.
Τελευταία ευκαιρία
Υστατη ευκαιρία για την Αγκυρα προσφέρει η κρίσιμη Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ, στη Βαρσοβία, τον Ιούλιο. Εκεί, η Τουρκία θα αποπειραθεί να πείσει τους εταίρους της ότι συνεχίζει να διαδραματίζει καίριο ρόλο στη διατήρηση της αμυντικής ισορροπίας στα νότια σύνορα της Ατλαντικής Συμμαχίας, επιδιώκοντας νέες ΝΑΤΟϊκές δεσμεύσεις για ενίσχυση της αεράμυνάς της και της ναυτικής της παρουσίας στην περιοχή, χρησιμοποιώντας ως φόβητρο τη ρωσική στρατηγική επέκταση στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο.
Παράλληλα, η Αγκυρα θα τηρήσει στάση αναμονής μέχρι τις εκλογές στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο, ζυγίζοντας προσεκτικά τις επιπτώσεις της αμερικανικής κάλπης. Το ενδεχόμενο εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ θα δυσχέραινε τις τουρκικές βλέψεις, με την Ουάσιγκτον να είναι τότε πρόθυμη να επιτύχει μονομερή συνεννόηση με τη Μόσχα, εις βάρος των τουρκικών συμφερόντων. Αντίθετα, η εκλογή της Χίλαρι Κλίντον θα προμήνυε συμβατική και προβλέψιμη εξωτερική πολιτική, ανεξάρτητα από το εάν αυτή δεν θα είναι απαραιτήτως ευνοϊκή προς την Τουρκία.
 http://www.kathimerini.gr/864294/article/epikairothta/kosmos/yparkth-prooptikh-dialyshs-ths-toyrkias