Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Πώς οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι

Πώς οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι

Της Όλγας Νικολαΐδου
Θυμάστε πώς ξεκινάει το γνωστό τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, σε στίχους Νίκου Γκάτσου «Κεμάλ»;
«Ακούστε τώρα την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκηπα της Ανατολής,
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
Αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων».
Και πώς τελειώνει;
«Νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»
Για φωτιά και όχι μαχαίρι, αλλά «για φωτιά και τσεκούρι», έκανε λόγο και ο γεννημένος σαν σήμερα (3/4) του 1770 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Η ιστορικής σημασίας αυτή φράση ειπώθηκε από την μάλλον πιο εμβληματική μορφή της Επανάστασης του 1821, ακριβώς πάνω στην φάση εκείνη που τα ιδανικά και τα ιδεώδη της διακυβεύτηκαν. Και είχε πολύ συγκεκριμένο αποδέκτη : Τον Δημήτρη Νενέκο που ενώ ξεκίνησε ως σημαντικός οπλαρχηγός του απελευθερωτικού κινήματος, τελικά συνέδεσε το όνομά του με την απαξίωση και την προδοσία, όταν το 1826 συνεργάστηκε με τον Ιμπραήμ. Όταν μ’ άλλα λόγια προσκύνησε τον μέχρι πρότινος εχθρό συμπαρασύροντάς κι άλλους μαζί του. Τότε λοιπόν ο «Γέρος του Μοριά», την στιγμή που όπως ο ίδιος έχει γράψει φοβήθηκε για την έκβαση της Επανάστασης, είπε, για την ακρίβεια έγραψε, τα εξής:
«Εις Ελόγου Σας χωρία της Λιοδώρας, όλα από Ζάτουνα έως Ασπρα Οσπήτια. Ευθύς όπου λάβετε το παρόν μου να ακούσετε την φωνήν του γενναιοτάτου χιλιάρχου Δημητράκη Πλαπούτα, τον οποίον διορίζω με πληρεξουσιότητα να πάρη τα άρματα σας και όλοι μαζύ να ελθήτε το ογληγορώτερον κατά το χρέος σας. Του έδωσα άδεια δια εκείνους από εσάς όπου δεν θελήσουν να θύση και να απολέση με φωτιά και τζεκούρι, οι δε λοιποί είσθε εις την αγάπην μου και κάμνετε το χρέος σας με προυθυμίαν, και ελπίζω ότι θ” ακολουθήσετε χωρίς δυσκολίας. Ακολουθήσατε λοιπόν καθώς σας γράφω και ακολουθήσατε τον Καπιτάν Δημητράκη να προφθάσετε το ογληγορώτερον».
Σύμφωνα με τον Φωτάκο, τον υπασπιστή του Κολοκοτρώνη τέτοιο άχτι τον είχε ο Στρατηγός τον Νενέκο που «…ωρκίσθει παρρησία ημών εις τον Μεγάλον Θεόν των Ελλήνων και είπεν, ότι επιθυμεί τον φόνον του Νενέκου, και αν τον εύρισκε πουθενά με τα ίδια του τα χέρια τον εφόνευεν, πράγμα πολύ παράξενον και πρωτάκουστον απο το στόμα του Κολοκοτρώνη να ομιλή περί φόνου, και ότι μόνος του θέλει να τον κάμη». Τελικά η εκτέλεση του Νενέκου έγινε το 1828, όχι από τον Κολοκοτρώνη, αλλά κατ” εντολήν του.
Τί άλλο ωραίο είπε ο Γέρος του Μοριά, ίσως με μια δόση αυτοσαρκασμού;
«Κι ευγενέστατο, κι ενδοξότατο, κι εκλαμπρότατο, κι εξοχώτατο, και μεγαλειότατο, και μονάχα παναγιώτατο δε μ’ ωνομάσανε».
Διότι ακριβώς αυτοί που τον αποκαλούσαν και ενδοξότατο και εκλαμπρότατο και όλα τα προαναφερθέντα τον στείλανε στη φυλακή δύο φορές. Μία κατά την διάρκεια του Εμφυλίου και μία το 1833 που εξαιτίας των διαφωνιών του με την Αντιβασιλεία οδηγήθηκε στο Ιτς Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Στις 25 Μαΐου του 1834 καταδικάστηκε σε θάνατο. Μια ποινή που ευτυχώς δεν εκτελέστηκε. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 το πρωί, από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας επιστρέψει από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα. Άρα, πέθανε μάλλον χαρούμενος.
Άλλωστε σε αντίθεση με τον Κεμάλ του τραγουδιού, εκείνος κάτι κατάφερε να αλλάξει. Όχι χωρίς κόστος, όχι χωρίς να σφραγίσει το πέρασμά του από αυτόν τον κόσμο με την βαριά σφραγίδα του αίματος. Όπως εκείνος το έθεσε :
«Μια φορά εβαπτίστημεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μία με το αίμα δια την ελευθερίαν της πατρίδος μας».
Ή όπως αναγράφεται στην επιγραφή του αγάλματός του που δεσπόζει στη Σταδίου :
«Γενναίε Στρατηγέ διδάσκων τους λαούς πώς οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι»
http://idreamteam.gr/cms/62059/pos-i-douli-ginonte-eleftheri/