Νομίζω πως ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για έναν ηθοποιό σοβαρό, λιγομίλητο, με το αυστηρό ύφος αλλά γεμάτο καλοσύνη βλέμμα, με αυτό το παράστημα που σίγουρα σε κάποιους μας έκανε να τον νιώθουμε σαν πατέρα ή θείο μας. Έναν τόσο ταλαντούχο, αλλά και συνάμα τόσο αγαπητό άνθρωπο. Τον μοναδικό ‘’ μεθύστακα’’ .
Σας παρουσιάζω:
Ο Ορέστης Μακρής γεννήθηκε το 1898 στη Χαλκίδα και είχε άλλα πέντε αδέλφια. Ο πατέρας του ήταν μηχανικός και οι δυσκολίες τις εποχής έκαναν την οικογένεια να ζει φτωχικά. Οι μέρες που ερχόταν κάποιο μπουλούκι από την Αθήνα, ήταν ο παράδεισος για τον Ορέστη Μακρή, γιατί χανόταν με τις ώρες ανάμεσα στους ηθοποιούς και τους παρακολουθούσε με δέος. Γι’ αυτό μόλις τελείωσε το Γυμνάσιο πήγε αμέσως στην Αθήνα και γράφτηκε στο Ωδείο των Αθηνών για να κάνει μαθήματα φωνητικής.
Έτσι μπόρεσε και έγινε ένας καταπληκτικός τενόρος. Το 1925 ξεκινάει τη καριέρα του σαν τενόρος στο θίασο της Ροζαλίας Νίκα, με το έργο «Τρείς αγάπες» και μέχρι το 1930 εμφανίζεται σε πολλές οπερέτες με μεγάλη επιτυχία. Σε μια περιοδεία στην επαρχία, ένα μεσημέρι που κάθισε όλος ο θίασος μαζί για φαΐ, ο Ορέστης Μακρής αποφάσισε να τους διασκεδάσει λίγο και άρχισε να παριστάνει τον μεθυσμένο. Τότε ο Αιμίλιος Βεάκης συγκλονίστηκε και του είπε ότι πρέπει να βγει στην επιθεώρηση και μάλιστα να ενσαρκώσει το ρόλο του μεθυσμένου.
Ήταν σίγουρος ότι θα ξεσήκωνε τα πλήθη. Έτσι και έγινε. Το 1932 εμφανίζετε στο ‘’Ρεξ’’ στην επιθεώρηση «Παπαγάλος» και μόλις άρχισε να τραγουδάει ‘’τους μπεκρήδες κι αν δικάσουνε, άδικα θα τους κρεμάσουνε», με το ύφος και το στυλ του μεθυσμένου, οι θεατές άρχισαν να χειροκροτούν με πάθος και ενθουσιασμό μαζί. Πολύς κόσμος πήγαινε και ξανά πήγαινε, για να τον δει να παίζει τον μπεκρή και κάθε φορά ενθουσιαζόταν σαν να τον έβλεπε εκείνη την ημέρα για πρώτη φορά. Ο Ορέστης Μακρής, δεν είχε πιεί ούτε γουλιά κρασί στη ζωή του.
Λένε ότι είχε ‘’ξεσηκώσει’’ το πως θα τον κάνει καλύτερα, από έναν ωραίο μπεκρή, που τριγυρνούσε στα ταβερνάκια της Πλάκας και όταν γυρνούσε από τις παραστάσεις του σαν τενόρος, σταματούσε και του μιλούσε και μάλιστα στο ίδιο ύφος. «Θα πιούμε Λευτεράκη, ένα κατρούτσο;» «Να πιούμε….» του απαντούσε ο συμπαθέστατος μεθυσμένος. Όμως σε κάθε έργο, σε κάθε παράσταση ενσάρκωνε τον μεθυσμένο με διαφορετικό τρόπο και αυτό είναι που πραγματικά τον έκανε κάθε φορά πιο συγκλονιστικό.
Μπορεί να ήταν πια καθιερωμένος ως μεθύστακας, αλλά όποιο ρόλο και να ενσάρκωνε τον έκανε καταπληκτικά. Σε μια παράσταση του ‘’Περοκέ’’ το 1959, σατιρίζοντας τα μπαλέτα Μπολσόι στην Λίμνη των κύκνων, ο Αυλωνίτης, ο Σταυρίδης και ο Παράβας, έβγαιναν στην σκηνή ντυμένοι σαν μπαλαρίνες κύκνοι. Στο τέλος εμφανιζόταν και η χορογράφος ‘’Κουλάνοβα’’, μια υπέροχη μπαλαρίνα με φτερά, ίδια ο Ορέστης Μακρής…. και το κοινό παραληρούσε .
Στον κινηματογράφο σαν μεθύστακας, πρωτοεμφανίστηκε το 1950 και οι ουρές στα ταμία κράτησαν περίπου 27 εβδομάδες. Ενέπνεε τους θεατές, γιατί μέσα από τα μάτια του έβλεπαν την βασανισμένη Ελλάδα. Έβλεπαν έναν άνθρωπο που στην ουσία δεν έπινε για να ξεχάσει, αλλά για να μπορεί να θυμάται. Ο Ορέστης Μακρής αγαπούσε πολύ την δουλειά του και προσπαθούσε να την κάνει όσο καλύτερα μπορούσε. Έμπαινε στο ‘’πετσί’’ του ρόλου σαν να το ζούσε πραγματικά.
Μάλιστα σε κάποια σκηνή που έπρεπε να λογομαχήσει έντονα με τον Χόρν, παρόλο που η σκηνή πήγε περίφημα και τελείωσε, παρασυρμένοι και οι δυο ηθοποιοί συνέχισαν να βρίζονται και μόλις συνειδητοποίησαν ότι είχε τελειώσει η σκηνή, ξέσπασαν και οι δυο σε γέλια.
Ένα άλλο περιστατικό που μας δείχνει τον επαγγελματισμό και την αγάπη του στη δουλειά του, ήταν σε κάποια άλλη σκηνή που ο Τζαβέλλας προσπαθούσε να τον βοηθήσει να μάθει τα λόγια της σκηνής και εκείνος για κάποιο λόγο δεν τα κατάφερνε. Τότε ο Φίνος νευριασμένος που έβλεπε τον Τζαβέλλα να παιδεύεται του είπε «Τι παιδεύεσαι. Δε βλέπεις που είναι κάφρος;».
Τότε ο Μακρής κάνοντας πως δεν άκουσε, έφυγε σιωπηλός και γυρνώντας μετά από λίγη ώρα, είπε όλο το μονόλογο του άψογα. Όλοι έμειναν με ανοιχτό το στόμα και τότε γύρισε στον Φίνο και του είπε «Εμένα είπες κάφρο βρε…».
Γύρισε πολλές ταινίες, «την Κάλπικη λίρα», «τη θεία από το Σικάγο», «Η κυρά μας η Μαμή», «Το Αμαξάκι» κ.α και συνεργάστηκε με πολλούς αξιόλογους ηθοποιούς, Αιμίλιο Βεάκη, Μαρίκα Κοτοπούλη κ.α. Μάλιστα «στη θεία από το Σικάγο» κάποιο περιοδικό της εποχής, είχε σχολιάσει αρνητικά την κινηματογραφική του γυναίκα, Ελένη Ζαφειρίου, η οποία ήταν αρκετά μικρότερη του σε ηλικία.
Ο Μακρής στεναχωρημένος γι’ αυτό την είχε ρωτήσει αν της είχε κακοφανεί που την είχαν βάλει σαν γυναίκα του, μια που εκείνος είχε τα χρονάκια του. Τότε εκείνη με ενθουσιασμό του είχε απαντήσει « όχι βέβαια, αφού σας λατρεύω. Άλλωστε θα μπορούσατε να ήσασταν και άντρας μου», «Όχι και έτσι ευλογημένη…» της απάντησε εκείνος.
Εκτός από κινηματογραφικές ή θεατρικές δουλειές, ο Ορέστης Μακρής στις αρχές της δεκαετίας του ’30, λόγο της καταπληκτικής του φωνής (μη ξεχνάμε σαν τενόρος ξεκίνησε), ηχογράφησε μια σειρά από δίσκους με τραγούδια όπερας εκείνης της εποχής.
Η ταινία «Το Αμαξάκι» πήγε στο φεστιβάλ του Κάρλο Βιβάρι, όπου οι ξένοι εκεί ήταν σίγουροι ότι ο Ορέστης Μακρής ήταν ο πρωταγωνιστής του Εθνικού μας Θεάτρου. Είχε γυριστεί η ταινία με τόσο προσοχή και λεπτομέρεια, που στο σημείο που πέφτει ο Μακρής από το αμαξάκι, για να γυριστεί σωστά, είχε πέσει δεκατρείς φορές.
Αφού έλεγε στον Ντίνο Δημόπουλο «Δε με λυπάσαι πια;». Ευτυχώς (μετά από 13ης φορές τι ευτυχώς, τέλος πάντων), την 14η φορά πέτυχε η σκηνή και έτσι μπόρεσαν μετά από πολύ κόπο και κούραση να τελειώσουν την ταινία και να πάρει τις τόσο καλές κριτικές που πήρε. Στο «Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η οποία ήταν πειραχτήρι, του έκρυβε τα τσιγάρα, το σακάκι και εκείνος γλυκός όπως πάντα έλεγε «Βρε, δεν πάμε καλά. Σας παρέσυρε το κλίμα της ταινίας μου φαίνετε…». Παρά το αυστηρό του ύφος, τις σοβαρές στιγμές και χωρίς υπερβολές, μπορούσε να βγάλει γέλιο και γι’ αυτό ο μεγάλος Γάλλος πρωταγωνιστής Χαρι Μπορ έλεγε, πως στην Γαλλία είναι εκείνος και στην Ελλάδα είναι ο Ορέστης Μακρής.
Είχε συμμετάσχει σε 40 περίπου ταινίες και τιμήθηκε με το Τάγμα του Φοίνικος. Παρόλο που φαινόταν δύσκολος χαρακτήρας, λόγο του ύφους και του παραστήματος του, ήταν ένας άνθρωπος σεμνός, μετρημένος, δίκαιος, αξιοπρεπείς.
Δεν επηρεάστηκε ποτέ από την μεγάλη επιτυχία και μιλούσε σε όλους ντόμπρα. Ήταν λιγομίλητος και στη δουλειά του ήταν πάντα συνεπής, διαβασμένος, συνεργάσιμος και πάντα πρόθυμος. Καθόταν στο καμαρίνι του, χωρίς να μπερδεύεται σε λόγια και κουτσομπολιά. Στις λιγοστές φορές που θύμωνε η αντίδραση του ήταν να κοιτάει τον ουρανό, να κάνει το σταυρό του και λέει «Ευχαριστώ Θεέ μου, που με έκανες λογικό άνθρωπο»!!!
Λάτρευε την οικογένεια του και παρά το φορτωμένο του πρόγραμμα, φρόντιζε να τρώει κάθε μεσημέρι με την γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. Όταν αποσύρθηκε από τη δουλειά, στο σπίτι του στο Χαλάνδρι, έφτιαξε ένα ωραίο κήπο με κερασιές, που τις περιποιόταν με πολύ αγάπη.
Ήταν χαρούμενος και ευτυχισμένος κοντά στην οικογένεια του και απολάμβανε πολύ και την απεριόριστη αγάπη του κόσμου. Μια μέρα ζήτησε του εγγονού του να τον πάει στη γειτονιά που γεννήθηκε, στη Χαλκίδα και εκεί με μεγάλη του χαρά είδε και μίλησε με παλιούς φίλους και θυμόταν με χαρά τα παιδικά του χρόνια.
Στο τέλος είπε της κόρης του « Τώρα μπορώ να φύγω ευχαριστημένος, νυν απολύεις τον δούλον σου, Κύριες…». Πέθανε στις 29 Ιανουαρίου 1975 ήσυχα, σε ηλικία 76 χρονών.
Ήταν ένας άνθρωπος με ήθος, αρχές (όπως οι περισσότεροι ηθοποιοί εκείνης της εποχής και ας ήταν κάποιοι αγράμματοι), ηρεμία, αγάπη, καλοσύνη, ντομπροσύνη και τόσα άλλα, που θα μπορούσα να γράφω ώρες.
Ένας τόσο μα τόσο καλός άνθρωπος που όσες ιστορίες και να περιγράψω, είμαι σίγουρη ότι όλοι θα θέλουμε να διαβάσουμε κι άλλες.
Τόσο καταπληκτικοί ηθοποιοί, τόσο καταπληκτικοί άνθρωποι, που πραγματικά θα ήθελα πάρα πολύ να ζω εκείνη την εποχή και να μπορέσω να τους γνωρίσω από κοντά.
ΛΟΥΙΖΑ ΣΑΜΑΝΤΖΗ
http://ellinikoskinimatografos.gr/αφιέρωμα-στον-μεθύστακα-του-ελληνι/