ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ
ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΣΤΟ ΓΕΥΜΑ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ
ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΑΡΜΕΝΙΑΣ κ. SERZH SARGSYAN
Αθήνα, 14.3.2016
Κύριε Πρόεδρε,
Με μεγάλη χαρά Σας υποδέχομαι σήμερα στην Αθήνα. Η παρουσία σας εδώ αποδεικνύει την εξέχουσα σημασία που αποδίδουμε στην ανάπτυξη των σχέσεων ανάμεσα στις Χώρες μας, σ’ όλους τους τομείς συνεργασίας: Πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό.
Τους Έλληνες και τους Αρμενίους συνδέουν ισχυροί ιστορικοί δεσμοί φιλίας οι οποίοι, πολλές φορές κάτω από δύσκολες συνθήκες, σφυρηλατήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων και αποτελούν σημείο αναφοράς ανάμεσα στους δύο Λαούς.
Είναι γνωστό ότι κατά τον 20ό αιώνα τα Έθνη μας έζησαν μαρτυρικές στιγμές από κοινή αιτία, όπως προκύπτει από την ιστορία τόσο του Αρμενικού Λαού όσο και του Ποντιακού Ελληνισμού αλλά και του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Δεν λησμονούμε την Γενοκτονία του 1915. Είμαστε περήφανοι διότι η Ελλάδα υπήρξε από τις λίγες χώρες που παραχώρησαν άσυλο στους τότε διωκόμενους Αρμένιους αλλά και από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισε την Γενοκτονία του Αρμενικού Λαού, ενώ και το Αρμενικό Κοινοβούλιο έχει αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Ποντίων.
Επιθυμώ να τονίσω, στο σημείο αυτό, ότι η διατήρηση της ιστορικής μνήμης αποτελεί αναγκαίο όρο για την διασφάλιση της συλλογικής αυτοσυνειδησίας της Ανθρωπότητας. Πρέπει να θυμόμαστε, ιδίως υπό τις σημερινές εξαιρετικά κρίσιμες συνθήκες και μπροστά στα βαριά σύννεφα που σωρεύονται στον παγκόσμιο ορίζοντα, τις χειρότερες στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας -όπως είναι, για παράδειγμα, κυρίως οι γενοκτονίες- όχι για να καλλιεργούμε το μίσος και αισθήματα ρεβανσισμού εναντίον κρατών που τις διέπραξαν, αλλά για να μας θυμίζουν την «σκοτεινή πλευρά» της Ιστορίας του Ανθρωπίνου Γένους, με σκοπό ν’ αποφύγουμε στο μέλλον, ως Ανθρωπότητα, ανάλογες δραματικές εμπειρίες.
Μετά την μικρή αυτή παρέκβαση, επιτρέψτε μου να επιστρέψω στις σχέσεις των δύο Λαών μας, προκειμένου να τονίσω ότι η Αρμενική Κοινότητα της Ελλάδας είναι μικρή μεν, ακμαία και δραστήρια δε, όπως και στην Χώρα σας η ιστορική Ελληνική Κοινότητα της Αρμενίας, αντιστοίχως. Αποτελούν οι δύο αυτές Κοινότητες ισχυρούς συνδετικούς κρίκους ανάμεσα στις δυο Χώρες και εργάζονται με ζήλο για την περαιτέρω ενίσχυση της φιλίας και της συνεργασίας μας.
Οι σημερινές συνομιλίες μας επιβεβαιώνουν, για μιάν ακόμη φορά, το υψηλό και ουσιαστικό, από πλευράς περιεχομένου, επίπεδο των διμερών πολιτικών σχέσεων, που χαρακτηρίζονται από κλίμα αμοιβαίας εκτίμησης κι εμπιστοσύνης.
Κύριε Πρόεδρε,
Η οικονομική μας συνεργασία, όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε κατά τη διάρκεια των εργασιών της τελευταίας Συνόδου της Μικτής Διυπουργικής Επιτροπής στην Αθήνα στις αρχές Μαρτίου, έχει μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης. Αύριο, επίσης, θα υπογράψουμε διακρατική Συμφωνία στον τομέα της Υγείας.
Στον πολιτιστικό και μορφωτικό τομέα οι σχέσεις μας αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς, όπως αποδεικνύεται από την συνεργασία που έχουν αναπτύξει Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα των Χωρών μας σε διάφορους τομείς αλλά και από τις υποτροφίες που χορηγούνται σε Αρμένιους φοιτητές προκειμένου να φοιτήσουν σε Ελληνικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Αύριο, θα έχουμε την ευκαιρία να ανανεώσουμε τη συνεργασία μας αυτή, με την υπογραφή των αντίστοιχων Εκτελεστικών Πρωτοκόλλων.
Είμαι δε ιδιαίτερα ευτυχής για την λειτουργία πανεπιστημιακών τμημάτων διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας σε Πανεπιστήμια της Αρμενίας. Και τούτο, διότι θεωρώ ότι η γλώσσα –η κάθε γλώσσα- είναι αγωγός της γνώσης, οπότε μέσω της γνώσης της γλώσσας του κάθε λαού προσεγγίζουμε και γνωρίζουμε βαθύτερα τον πολιτισμό του. Κατά συνέπεια, είμαι υποστηρικτής κάθε πρωτοβουλίας που αποσκοπεί στο να κατανοήσουμε εμείς οι Έλληνες καλύτερα τον Αρμενικό Πολιτισμό, κι εσείς, οι Αρμένιοι, τον Ελληνικό Πολιτισμό, αρχαίο και σύγχρονο.
Παράλληλα, αποδίδω ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι στις Ένοπλες Δυνάμεις της Χώρας σας υπηρετούν στελέχη που είναι απόφοιτοι των Ελληνικών Στρατιωτικών Σχολών.
Κύριε Πρόεδρε,
Η Ελλάδα και οι Έλληνες συνδεόμαστε με την περιοχή του Καυκάσου με πανάρχαιους ιστορικούς δεσμούς. Στηρίζουμε, με κάθε μέσο, την εμπέδωση συνθηκών ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή, πιστεύοντας ότι θα οδηγήσουν στην περιφερειακή συνεργασία και στην οικονομική ανάπτυξη.
Η Ελλάδα είχε πάντοτε ως γνώμονα της εξωτερικής της πολιτικής την ειρηνική επίλυση των διαφορών μεταξύ μελών της διεθνούς κοινότητας επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου, οπότε, αυτονοήτως, και της διαφοράς εκείνης που αφορά στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Θεωρούμε ότι το πλαίσιο της «Ομάδος Μινσκ» του ΟΑΣΕ είναι το καταλληλότερο για την επίλυση του προβλήματος. Και παρακολουθούμε, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τις εξελίξεις στο ζήτημα αυτό. Επιθυμούμε να υπάρχει ηρεμία στη γραμμή κατάπαυσης του πυρός. Ευχόμαστε να εξευρεθεί, το ταχύτερο, μια πρακτική και πραγματιστική, οπότε και βιώσιμη, λύση της εκκρεμούς αυτής διαφοράς, με βάση τις αρχές και τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, η οποία θα ικανοποιεί τα θεμιτά συμφέροντα και τις αντίστοιχες ανάγκες όλων των μερών.
Η Ελλάδα, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζει σταθερά την γοργή ανάπτυξη των σχέσεών της με την Αρμενία, μια Χώρα με ιστορικές ευρωπαϊκές ρίζες πολιτισμού και παραδόσεων.
Κύριε Πρόεδρε,
Η χαίνουσα κρίση στη Συρία μας απασχολεί όλους. Οι Χώρες μας παρακολουθούν από πολύ κοντά τις εκεί εξελίξεις, οι οποίες έχουν προκαλέσει τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή, έχουν διαταράξει την συνύπαρξη πληθυσμών που πρεσβεύουν διαφορετικές θρησκείες και δόγματα, απειλούν δε την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Υποστηρίζουμε την πλήρη εφαρμογή των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών αρ. 2254 και 2268 και προσδοκούμε ότι θα τηρηθεί η κατάπαυση του πυρός που έχει τεθεί σε ισχύ από την 27η Φεβρουαρίου 2016.
Η Ελλάδα, ως Χώρα που βρίσκεται, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, στην πρώτη γραμμή υποδοχής στα ευρωπαϊκά εξωτερικά σύνορα, έχει δεχθεί τα τελευταία χρόνια τεράστιο αριθμό προσφύγων αλλά και παράνομων μεταναστών, υφιστάμενη και τεράστιο κόστος, και μάλιστα σε μια εξαιρετικά δύσκολη οικονομική συγκυρία. Παρόλα αυτά οι Έλληνες – όπως και οι Αρμένιοι – γνωρίζουν, λόγω ιστορικής μνήμης, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από εμπόλεμες ζώνες και έδειξαν, εμπράκτως, από την πρώτη στιγμή, την αλληλεγγύη τους στους ανθρώπους αυτούς. Επιπλέον, η εκ μέρους μας ανθρωπιστική προσέγγιση του προσφυγικού ζητήματος είναι σύμφωνη με την συμπεριφορά των προγόνων μας απέναντι στους Ικέτες, θεσμό που διαμορφώθηκε στην αρχαιότητα, αλλά και προς τις αρχές της Αγάπης και του Αλτρουισμού, τις οποίες διδάσκει ο Χριστιανισμός και από τις οποίες εμφορείται ο Ελληνικός Λαός.
Έχοντας υπ’ όψιν τ’ ανωτέρω, βασική ελληνική επιδίωξη είναι η ευρωπαϊκή διαχείριση των ροών δια του επιμερισμού των βαρών, με την αποφυγή μονομερών ενεργειών κρατών-μελών που επιβαρύνουν ασύμμετρα τη Χώρα μας ως κύρια χώρα πρώτης υποδοχής, στη βάση του σεβασμού του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου, καθώς και της αλληλεγγύης και των αρχών του Ανθρωπισμού. Δυστυχώς, σ’ αυτό αντιδρούν ορισμένα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία διακατέχονται από φοβικά σύνδρομα που παραπέμπουν σε υποδόριες ρατσιστικές τάσεις. Τούτο είναι εντελώς ξένο προς τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γι’ αυτό στην Σύνοδο Κορυφής της 17ης Μαρτίου 2016 αυτά τα Κράτη-Μέλη ή πρέπει να συμμορφωθούν αμέσως ή, σε αντίθετη περίπτωση, πρέπει να υποστούν τις επιβαλλόμενες κυρώσεις. Είναι αδιανόητο αυτά τα Κράτη-Μέλη να υπονομεύσουν τελικώς το όλο Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα.
Γνωρίζω ότι και η Χώρα σας, από την πλευρά της, ανέλαβε την ευθύνη να υποδεχτεί ικανό αριθμό προσφύγων από την Συρία, κυρίως αρμενικής καταγωγής, γεγονός για το οποίο είμαι ευτυχής και ειλικρινώς σας συγχαίρω.
Κύριε Πρόεδρε,
Η Ελλάδα ανέκαθεν έδινε ιδιαίτερη έμφαση στις καλές σχέσεις με τους γείτονές της, επιδεικνύοντας εμπράκτως το ζωηρό και ειλικρινές ενδιαφέρον της για την γειτονική περιοχή της, τα υπόλοιπα κράτη της Βαλκανικής Χερσονήσου.
Η ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί στρατηγικό στόχο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Βασική, όμως, προϋπόθεση για την πραγμάτωση του οράματος αυτού είναι η ύπαρξη και συνεχής καλλιέργεια σχέσεων καλής γειτονίας μεταξύ όλων των χωρών της περιοχής. Ιδίως δε αλληλεγγύη στο εκρηκτικό Προσφυγικό ζήτημα, στο οποίο ήδη αναφέρθηκα. Μια αλληλεγγύη η οποία, δυστυχώς, ως τώρα δεν είναι ορατή.
Όσον αφορά τις σχέσεις μας με την Τουρκία, η Ελληνική πλευρά συνεχίζει να αναπτύσσει, με συνέπεια και καλή διάθεση, πρωτοβουλίες για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις πρέπει να εντάσσονται σ’ ένα πλαίσιο καλής γειτονίας που θα διέπεται από τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Στους εν λόγω κανόνες συμπεριλαμβάνονται, εξ ορισμού, και όσοι είναι διατυπωμένοι σε Διεθνείς Συνθήκες που βρίσκονται ήδη σε ισχύ καθώς και οι γενικώς παραδεδεγμένοι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Επιθυμώ να τονίσω ότι και η Τουρκία οφείλει, από πλευράς της, να συμβάλλει στη δημιουργία και διατήρηση ενός κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης και διαρκούς συνεννόησης μεταξύ των δύο Κρατών. Ιδίως δε στο Προσφυγικό ζήτημα να προσαρμοσθεί αμέσως στις αρχές της Δημοκρατίας και του Πολιτισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πρώτο δείγμα γραφής την αποκήρυξη και καταδίκη των διακινητών ανθρώπινων ψυχών, οι οποίοι διαπράττουν καθημερινώς αποτρόπαια εγκλήματα.
Αναφορικά με τις εξελίξεις στο Κυπριακό, θα ήθελα να σημειώσω ότι η Ελλάδα υποστηρίζει τη διαδικασία που αποσκοπεί στην επίτευξη συνολικής λύσης του. Υποστηρίζουμε, όμως, όχι την οποιαδήποτε λύση, αλλά λύση που θα σέβεται το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο, η οποία, αυτονοήτως και μεταξύ άλλων, προϋποθέτει την εκ μέρους της Τουρκίας αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως πλήρους Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης. Επιπλέον δε σύμφωνη και με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, για μια Κύπρο απαλλαγμένη από τα στρατεύματα κατοχής. Μια λύση η οποία θα θέσει οριστικό τέλος στο αναχρονιστικό σύστημα εγγυήσεων.
Κύριε Πρόεδρε,
Είμαι σίγουρος ότι και οι δύο Χώρες μας, λαμβάνοντας υπόψη τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στην περιοχή μας, όπως και ευρύτερα, αλλά, συνάμα, και τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες για κοινή δράση που διανοίγονται μπροστά μας σε ορισμένα μέτωπα, θα αξιοποιήσουν το σημερινό εξαιρετικό κλίμα της συνάντησής μας, για να εμβαθύνουν και να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο την συνεργασία τους.
Με τις σκέψεις αυτές, υψώνω το ποτήρι μου ευχόμενος σ’ Εσάς και τους οικείους σας υγεία και ευτυχία, καθώς και στον Αρμενικό Λαό ευόδωση των εθνικών του δικαίων και πρόοδο σ’ όλους τους τομείς.
http://olympia.gr/2016/03/14/προκόπης-παυλόπουλος-στον-πρόεδρο-τη/
Με μεγάλη χαρά Σας υποδέχομαι σήμερα στην Αθήνα. Η παρουσία σας εδώ αποδεικνύει την εξέχουσα σημασία που αποδίδουμε στην ανάπτυξη των σχέσεων ανάμεσα στις Χώρες μας, σ’ όλους τους τομείς συνεργασίας: Πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό.
Τους Έλληνες και τους Αρμενίους συνδέουν ισχυροί ιστορικοί δεσμοί φιλίας οι οποίοι, πολλές φορές κάτω από δύσκολες συνθήκες, σφυρηλατήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων και αποτελούν σημείο αναφοράς ανάμεσα στους δύο Λαούς.
Είναι γνωστό ότι κατά τον 20ό αιώνα τα Έθνη μας έζησαν μαρτυρικές στιγμές από κοινή αιτία, όπως προκύπτει από την ιστορία τόσο του Αρμενικού Λαού όσο και του Ποντιακού Ελληνισμού αλλά και του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Δεν λησμονούμε την Γενοκτονία του 1915. Είμαστε περήφανοι διότι η Ελλάδα υπήρξε από τις λίγες χώρες που παραχώρησαν άσυλο στους τότε διωκόμενους Αρμένιους αλλά και από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισε την Γενοκτονία του Αρμενικού Λαού, ενώ και το Αρμενικό Κοινοβούλιο έχει αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Ποντίων.
Επιθυμώ να τονίσω, στο σημείο αυτό, ότι η διατήρηση της ιστορικής μνήμης αποτελεί αναγκαίο όρο για την διασφάλιση της συλλογικής αυτοσυνειδησίας της Ανθρωπότητας. Πρέπει να θυμόμαστε, ιδίως υπό τις σημερινές εξαιρετικά κρίσιμες συνθήκες και μπροστά στα βαριά σύννεφα που σωρεύονται στον παγκόσμιο ορίζοντα, τις χειρότερες στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας -όπως είναι, για παράδειγμα, κυρίως οι γενοκτονίες- όχι για να καλλιεργούμε το μίσος και αισθήματα ρεβανσισμού εναντίον κρατών που τις διέπραξαν, αλλά για να μας θυμίζουν την «σκοτεινή πλευρά» της Ιστορίας του Ανθρωπίνου Γένους, με σκοπό ν’ αποφύγουμε στο μέλλον, ως Ανθρωπότητα, ανάλογες δραματικές εμπειρίες.
Μετά την μικρή αυτή παρέκβαση, επιτρέψτε μου να επιστρέψω στις σχέσεις των δύο Λαών μας, προκειμένου να τονίσω ότι η Αρμενική Κοινότητα της Ελλάδας είναι μικρή μεν, ακμαία και δραστήρια δε, όπως και στην Χώρα σας η ιστορική Ελληνική Κοινότητα της Αρμενίας, αντιστοίχως. Αποτελούν οι δύο αυτές Κοινότητες ισχυρούς συνδετικούς κρίκους ανάμεσα στις δυο Χώρες και εργάζονται με ζήλο για την περαιτέρω ενίσχυση της φιλίας και της συνεργασίας μας.
Οι σημερινές συνομιλίες μας επιβεβαιώνουν, για μιάν ακόμη φορά, το υψηλό και ουσιαστικό, από πλευράς περιεχομένου, επίπεδο των διμερών πολιτικών σχέσεων, που χαρακτηρίζονται από κλίμα αμοιβαίας εκτίμησης κι εμπιστοσύνης.
Η οικονομική μας συνεργασία, όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε κατά τη διάρκεια των εργασιών της τελευταίας Συνόδου της Μικτής Διυπουργικής Επιτροπής στην Αθήνα στις αρχές Μαρτίου, έχει μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης. Αύριο, επίσης, θα υπογράψουμε διακρατική Συμφωνία στον τομέα της Υγείας.
Στον πολιτιστικό και μορφωτικό τομέα οι σχέσεις μας αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς, όπως αποδεικνύεται από την συνεργασία που έχουν αναπτύξει Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα των Χωρών μας σε διάφορους τομείς αλλά και από τις υποτροφίες που χορηγούνται σε Αρμένιους φοιτητές προκειμένου να φοιτήσουν σε Ελληνικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Αύριο, θα έχουμε την ευκαιρία να ανανεώσουμε τη συνεργασία μας αυτή, με την υπογραφή των αντίστοιχων Εκτελεστικών Πρωτοκόλλων.
Είμαι δε ιδιαίτερα ευτυχής για την λειτουργία πανεπιστημιακών τμημάτων διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας σε Πανεπιστήμια της Αρμενίας. Και τούτο, διότι θεωρώ ότι η γλώσσα –η κάθε γλώσσα- είναι αγωγός της γνώσης, οπότε μέσω της γνώσης της γλώσσας του κάθε λαού προσεγγίζουμε και γνωρίζουμε βαθύτερα τον πολιτισμό του. Κατά συνέπεια, είμαι υποστηρικτής κάθε πρωτοβουλίας που αποσκοπεί στο να κατανοήσουμε εμείς οι Έλληνες καλύτερα τον Αρμενικό Πολιτισμό, κι εσείς, οι Αρμένιοι, τον Ελληνικό Πολιτισμό, αρχαίο και σύγχρονο.
Παράλληλα, αποδίδω ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι στις Ένοπλες Δυνάμεις της Χώρας σας υπηρετούν στελέχη που είναι απόφοιτοι των Ελληνικών Στρατιωτικών Σχολών.
Η Ελλάδα και οι Έλληνες συνδεόμαστε με την περιοχή του Καυκάσου με πανάρχαιους ιστορικούς δεσμούς. Στηρίζουμε, με κάθε μέσο, την εμπέδωση συνθηκών ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή, πιστεύοντας ότι θα οδηγήσουν στην περιφερειακή συνεργασία και στην οικονομική ανάπτυξη.
Η Ελλάδα είχε πάντοτε ως γνώμονα της εξωτερικής της πολιτικής την ειρηνική επίλυση των διαφορών μεταξύ μελών της διεθνούς κοινότητας επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου, οπότε, αυτονοήτως, και της διαφοράς εκείνης που αφορά στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Θεωρούμε ότι το πλαίσιο της «Ομάδος Μινσκ» του ΟΑΣΕ είναι το καταλληλότερο για την επίλυση του προβλήματος. Και παρακολουθούμε, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τις εξελίξεις στο ζήτημα αυτό. Επιθυμούμε να υπάρχει ηρεμία στη γραμμή κατάπαυσης του πυρός. Ευχόμαστε να εξευρεθεί, το ταχύτερο, μια πρακτική και πραγματιστική, οπότε και βιώσιμη, λύση της εκκρεμούς αυτής διαφοράς, με βάση τις αρχές και τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, η οποία θα ικανοποιεί τα θεμιτά συμφέροντα και τις αντίστοιχες ανάγκες όλων των μερών.
Η Ελλάδα, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζει σταθερά την γοργή ανάπτυξη των σχέσεών της με την Αρμενία, μια Χώρα με ιστορικές ευρωπαϊκές ρίζες πολιτισμού και παραδόσεων.
Η χαίνουσα κρίση στη Συρία μας απασχολεί όλους. Οι Χώρες μας παρακολουθούν από πολύ κοντά τις εκεί εξελίξεις, οι οποίες έχουν προκαλέσει τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή, έχουν διαταράξει την συνύπαρξη πληθυσμών που πρεσβεύουν διαφορετικές θρησκείες και δόγματα, απειλούν δε την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Υποστηρίζουμε την πλήρη εφαρμογή των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών αρ. 2254 και 2268 και προσδοκούμε ότι θα τηρηθεί η κατάπαυση του πυρός που έχει τεθεί σε ισχύ από την 27η Φεβρουαρίου 2016.
Η Ελλάδα, ως Χώρα που βρίσκεται, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, στην πρώτη γραμμή υποδοχής στα ευρωπαϊκά εξωτερικά σύνορα, έχει δεχθεί τα τελευταία χρόνια τεράστιο αριθμό προσφύγων αλλά και παράνομων μεταναστών, υφιστάμενη και τεράστιο κόστος, και μάλιστα σε μια εξαιρετικά δύσκολη οικονομική συγκυρία. Παρόλα αυτά οι Έλληνες – όπως και οι Αρμένιοι – γνωρίζουν, λόγω ιστορικής μνήμης, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από εμπόλεμες ζώνες και έδειξαν, εμπράκτως, από την πρώτη στιγμή, την αλληλεγγύη τους στους ανθρώπους αυτούς. Επιπλέον, η εκ μέρους μας ανθρωπιστική προσέγγιση του προσφυγικού ζητήματος είναι σύμφωνη με την συμπεριφορά των προγόνων μας απέναντι στους Ικέτες, θεσμό που διαμορφώθηκε στην αρχαιότητα, αλλά και προς τις αρχές της Αγάπης και του Αλτρουισμού, τις οποίες διδάσκει ο Χριστιανισμός και από τις οποίες εμφορείται ο Ελληνικός Λαός.
Έχοντας υπ’ όψιν τ’ ανωτέρω, βασική ελληνική επιδίωξη είναι η ευρωπαϊκή διαχείριση των ροών δια του επιμερισμού των βαρών, με την αποφυγή μονομερών ενεργειών κρατών-μελών που επιβαρύνουν ασύμμετρα τη Χώρα μας ως κύρια χώρα πρώτης υποδοχής, στη βάση του σεβασμού του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου, καθώς και της αλληλεγγύης και των αρχών του Ανθρωπισμού. Δυστυχώς, σ’ αυτό αντιδρούν ορισμένα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία διακατέχονται από φοβικά σύνδρομα που παραπέμπουν σε υποδόριες ρατσιστικές τάσεις. Τούτο είναι εντελώς ξένο προς τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γι’ αυτό στην Σύνοδο Κορυφής της 17ης Μαρτίου 2016 αυτά τα Κράτη-Μέλη ή πρέπει να συμμορφωθούν αμέσως ή, σε αντίθετη περίπτωση, πρέπει να υποστούν τις επιβαλλόμενες κυρώσεις. Είναι αδιανόητο αυτά τα Κράτη-Μέλη να υπονομεύσουν τελικώς το όλο Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα.
Γνωρίζω ότι και η Χώρα σας, από την πλευρά της, ανέλαβε την ευθύνη να υποδεχτεί ικανό αριθμό προσφύγων από την Συρία, κυρίως αρμενικής καταγωγής, γεγονός για το οποίο είμαι ευτυχής και ειλικρινώς σας συγχαίρω.
Η Ελλάδα ανέκαθεν έδινε ιδιαίτερη έμφαση στις καλές σχέσεις με τους γείτονές της, επιδεικνύοντας εμπράκτως το ζωηρό και ειλικρινές ενδιαφέρον της για την γειτονική περιοχή της, τα υπόλοιπα κράτη της Βαλκανικής Χερσονήσου.
Η ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί στρατηγικό στόχο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Βασική, όμως, προϋπόθεση για την πραγμάτωση του οράματος αυτού είναι η ύπαρξη και συνεχής καλλιέργεια σχέσεων καλής γειτονίας μεταξύ όλων των χωρών της περιοχής. Ιδίως δε αλληλεγγύη στο εκρηκτικό Προσφυγικό ζήτημα, στο οποίο ήδη αναφέρθηκα. Μια αλληλεγγύη η οποία, δυστυχώς, ως τώρα δεν είναι ορατή.
Όσον αφορά τις σχέσεις μας με την Τουρκία, η Ελληνική πλευρά συνεχίζει να αναπτύσσει, με συνέπεια και καλή διάθεση, πρωτοβουλίες για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις πρέπει να εντάσσονται σ’ ένα πλαίσιο καλής γειτονίας που θα διέπεται από τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Στους εν λόγω κανόνες συμπεριλαμβάνονται, εξ ορισμού, και όσοι είναι διατυπωμένοι σε Διεθνείς Συνθήκες που βρίσκονται ήδη σε ισχύ καθώς και οι γενικώς παραδεδεγμένοι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Επιθυμώ να τονίσω ότι και η Τουρκία οφείλει, από πλευράς της, να συμβάλλει στη δημιουργία και διατήρηση ενός κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης και διαρκούς συνεννόησης μεταξύ των δύο Κρατών. Ιδίως δε στο Προσφυγικό ζήτημα να προσαρμοσθεί αμέσως στις αρχές της Δημοκρατίας και του Πολιτισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πρώτο δείγμα γραφής την αποκήρυξη και καταδίκη των διακινητών ανθρώπινων ψυχών, οι οποίοι διαπράττουν καθημερινώς αποτρόπαια εγκλήματα.
Αναφορικά με τις εξελίξεις στο Κυπριακό, θα ήθελα να σημειώσω ότι η Ελλάδα υποστηρίζει τη διαδικασία που αποσκοπεί στην επίτευξη συνολικής λύσης του. Υποστηρίζουμε, όμως, όχι την οποιαδήποτε λύση, αλλά λύση που θα σέβεται το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο, η οποία, αυτονοήτως και μεταξύ άλλων, προϋποθέτει την εκ μέρους της Τουρκίας αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως πλήρους Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης. Επιπλέον δε σύμφωνη και με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, για μια Κύπρο απαλλαγμένη από τα στρατεύματα κατοχής. Μια λύση η οποία θα θέσει οριστικό τέλος στο αναχρονιστικό σύστημα εγγυήσεων.
Είμαι σίγουρος ότι και οι δύο Χώρες μας, λαμβάνοντας υπόψη τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στην περιοχή μας, όπως και ευρύτερα, αλλά, συνάμα, και τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες για κοινή δράση που διανοίγονται μπροστά μας σε ορισμένα μέτωπα, θα αξιοποιήσουν το σημερινό εξαιρετικό κλίμα της συνάντησής μας, για να εμβαθύνουν και να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο την συνεργασία τους.
Με τις σκέψεις αυτές, υψώνω το ποτήρι μου ευχόμενος σ’ Εσάς και τους οικείους σας υγεία και ευτυχία, καθώς και στον Αρμενικό Λαό ευόδωση των εθνικών του δικαίων και πρόοδο σ’ όλους τους τομείς.