Θέματα Ιστορίας της Εκπαίδευσης
Του Ευάγγελου Γ. Καρσανίδη,
Σχολικού Συμβούλου ε.τ.
1.Εισαγωγικά
Σε απόσταση 5 περίπου χιλιομέτρων νοτιοανατολικά της Δράμας και αριστερά του οδικού άξονα Δράμας – Καβάλας βρίσκεται η κωμόπολη Κορίστιανη ή Κουρίστιανη. Πρόκειται για τη σημερινή Χωριστή του νομού Δράμας, η οποία στην οθωμανική περίοδο αναφέρεται και ως Τσατάλτζα. Το αρχαιοπρεπές Κορίστιανη χρησιμοποιείται από λόγιους ή γνώστες της ιστορίας της κωμόπολης, όπως ο μητροπολίτης Δράμας Νεόφυτος, ο οποίος το 1838 αφιέρωσε στην εκκλησία της Χωριστής μυροδοχείο με την επιγραφή: «τη χώρα Κορίστιανη. (Παρχαρίδου, 2009). Η Χωριστή αναφέρεται επίσης ως Τσατάλτζα σε οθωμανικό κατάστιχο του 1568/69, όπου καταγράφεται ως ακμαίος οικισμός με αρκετούς μουσουλμάνους και δυο μαχαλάδες Χριστιανών. Περί το 1667 αναφέρεται και από τον Εβλιά Τσελεμπή σε οθωμανικά έγγραφα, χωρίς άλλες αξιόλογες πληροφορίες. Ο Νικ. Φιλιππίδης γράφει ότι γύρω στα 1877 η Χωριστή είχε 1.500 Έλληνες κατοίκους, με δαπάνη των οποίων λειτουργούσε το ελληνικό σχολείο. (Ν. Φιλιππίδης, Μακεδονικά, 1877), ενώ το 1885, σε στατιστικό εκπαιδευτικό πίνακα που υπέβαλε στο Υπουργείο Εξωτερικών ο Υποπρόξενος Καβάλας Α. Τσιμπουράκης, αναφέρεται με 1.600 Έλληνες και 250 οθωμανούς κατοίκους (Α.Υ.Ε., Φακ. 1885/Α.Β.Ε., 1, εγγρ. 2751/30.11.1885). Το 1886, σύμφωνα με τον Ν. Σχινά η Χωριστή κατοικούνταν από 1850 κατοίκους, από τους οποίους οι 1.600 ήταν Έλληνες και οι 250 μουσουλμάνοι (Ν. Σχινάς, Οδοιπορικαί Σημειώσεις, Β’, 1886).
Δίνουμε παρακάτω τον Πίνακα 1 με τον πληθυσμό της Χωριστής, στον οποίο επιχειρήσαμε να συγκεντρώσουμε τα πληθυσμιακά στοιχεία της κωμόπολης τα τελευταία σαράντα περίπου χρόνια της Τουρκοκρατίας. Διευκρινίζουμε εδώ ότι για τη σύνταξη του πίνακα λάβαμε υπόψη μας τα τελευταία από χρονολογική άποψη στοιχεία που είχαμε, με βασικό σκοπό να δοθεί μια όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένη και σαφής εικόνα της εξελικτικής πορείας του πληθυσμού κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα ως την απελευθέρωσή μας από τους Τούρκους το 1913.
Τα παρακάτω στοιχεία οφείλονται κυρίως σε μαρτυρίες Ελλήνων περιηγητών και ερευνητών που κατά καιρούς δημοσιεύτηκαν, σε πληροφορίες που προέρχονται από ανέκδοτα προξενικά έγγραφα και στατιστικούς πίνακες που βρήκαμε στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών και από μια οθωμανική απογραφή που δημοσίευσε στην ετήσια έκθεσή του ο γενικός επιθεωρητής των Ελληνικών σχολείων Μακεδονίας Δημ. Σάρρος.
Από τον παραπάνω πίνακα 1 πιστοποιείται μια σημαντική αύξηση του ελληνικού πληθυσμού στη Χωριστή, αντίθετα με το μουσουλμανικό, ο οποίος μειώνεται σταθερά ή δεν υπάρχει καθόλου. Η αριθμητική αυτή υπεροχή του ελληνικού πληθυσμού διατηρείται σε όλα τα επόμενα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ενώ οι ρυθμοί αύξησής του επιταχύνονται κυρίως στις αρχές του 20ού αιώνα.
Σύμφωνα με το αρχειακό ιστορικό υλικό που διαθέτουμε η Τσατάλτζα (χωριστή) είχε ακμάσει κατά το ΙΒ’ αιώνα και αριθμούσε αρκετούς κατοίκους οι οποίοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια των εύφορων κτημάτων τους, αλλά και με το εμπόριο. Η εύφορη γη του τόπου, που παρήγαγε παντός είδους προϊόντα (καπνό, σιτηρά, βαμβάκι κ.α.) προσείλκυσε την προσοχή των Τούρκων κατακτητών και μεταβλήθηκε σ’ ένα προσοδοφόρο τσιφλίκι που ανήκε σ’ έναν Τούρκο τσιφλικά μπέη. Ας σημειωθεί ότι ολόκληρο το εμπόριο του καπνού την εποχή αυτή στο σαντζάκι (νομό) της Δράμας ελέγχεται από τους ισχυρούς Τούρκους μπέηδες, οι οποίοι καθορίζουν αυθαίρετα την τιμή του προϊόντος παρεμβαίνοντας στις συναλλαγές των καπνεμπόρων – εξαγωγών και των καλλιεργητών και εκτιμώντας τις σοδειές των τελευταίων με βάση τα προσωπικά τους συμφέροντα.
Ο Τούρκος τσιφλικάς μπέης, εκτός από την οικονομική του ισχύ είχε αποκτήσει και πολιτική δύναμη, στα πλαίσια του κοινοτικού θεσμού, αφού οι καλλιεργητές ήταν Έλληνες αγρότες. Έτσι οι χριστιανοί εργάτες, αλλά και οι μικροκαλλιεργητές υπόκεινταν στις κάθε είδους αυθαιρεσίες και καταπιέσεις του Τούρκου τσιφλικά. Εργάζονταν σκληρά και υποβάλλονταν σε αφάνταστες ταλαιπωρίες και στερήσεις. Η καταπίεση των Τούρκων ήταν μόνιμο φαινόμενο και η φτώχεια αχώριστος σύντροφος των πολλών. (ΑΥΕ, Φακ. 1867/78:1)_, εγγρ. 132/6.9.1867 του Υποπροξενείου Καβάλας προς το Υπουργείο Εξωτερικών). Πολλοί κάτοικοι της Χωριστής αναγκάσθηκαν να εκπατρισθούν εκτός από σαράντα (40) οικογένειες, οι οποίες αν και στερήθηκαν τις εκτάσεις γης που κατείχαν, αναγκάστηκαν «ως άλλοι είλωτες να εργάζωνται εις τας ήδη του μπέη γαίας αποδίδοντες αυτώ το ήμισυ των προϊόντων». (Γ.Π. Μακεδονικόν Ημερολόγιον, 1910). Γεγονός είναι πάντως ότι η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων αρχισε να βελτιώνεται αισθητά μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856), κυρίως όμως μετά την εφαρμογή του Χάτι – Χουμαγιούν του 1856, όταν η οθωμανική αυτοκρατορία υποχρεώθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις στις ευρωπαϊκές επαρχίες της. Η εφαρμογή του Χάτι – Χουμαγιούν που καθιέρωνε έμμεσα την πλήρη ισότητα στους υπηκόους της ανεξαρτήτως φυλής ή θρησκεύματος συνετέλεσε στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων. Έτσι, οι πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες άρχισαν να επηρεάζουν ευνοϊκά την εμπορική δραστηριότητα των κατοίκων την περίοδο αυτή.
Οι κάτοικοι της Χωριστής, μολονότι ζούσαν κάτω από δύσκολες και αντίξοες συνθήκες, εν τούτοις δεν έπαψαν ποτέ να αναπολούν το παρελθόν. Διατήρησαν διαμέσου των αιώνων τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμά τους αμετάβλητα και διέσωσαν τα τραγούδια τους, τα οποία «προδίδοντα την άλλοτε ευτυχίαν του τόπου», διαφέρουν των δημοτικών τραγουδιών και αυτών ακόμη των γειτονικών χωριών και κωμοπόλεων. Οι κάτοικοι «ζώντες λιτώς και οικονομικώς», κατόρθωσαν μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα να χτίσουν δικά τους σπίτια, να εξαγοράσουν από τον Μπέη μερικά από τα κτήματα και ν’ ανακαινίσουν την «αρχαίαν εκκλησίαν, εξ ης μόνον το εκ ξύλου καρυδέας εντέχνως κατεσκευασμένον εικονοστάσιον περιεσώθη». Από τη στιγμή όμως που έγιναν κύριοι των κτημάτων τους καιμε την εργατικότητά τους άρχισαν να ευημερούν «ρίπτονται ακράτητοι εις την πρόοδον».
Πρώτο μέλημά τους υπήρξε το τομέας της εκπαιδευτικής και πολιτιστικής τους δραστηριότητας, ο οποίος παρουσίασε σημαντική πρόοδο από τα μέσα κυρίως του 19ου αιώνα και μετά. Γι’ αυτό όμως θ’ ασχοληθούμε στη συνέχεια.
Β. Τα Σχολεία της Χωριστής το 19ο αιώνα (1843-1899)
Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς λειτούργησε ελληνικό σχολείο στη Χωριστή Δράμας, αλλά από τη μελέτη των ανέκδοτων προξενικών εγγράφων και εκθέσεων, του Κώδικα της Χωριστής (1842-1916) και άλλου ανέκδοτου αρχειακού υλικού, που πραγματοποιήσαμε κατά τις επισκέψεις μας στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, αλλά και σε άλλα αρχεία κρατικά και ιδιωτικά, προκύπτει ότι το πρώτο ελληνικό σχολείο της Χωριστής λειτούργησε το 1843.
Για την περίοδο πριν από το 1843 οι πηγές σιωπούν. Σύμφωνα όμως με προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων σχετικά με τη λειτουργία των σχολείων, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ένα τέτοιο «κοινό» δημοτικό σχολείο ή γραμματοδιδασκαλείο χρονολογείται από πολύ παλαιότερα. Μέχρι τότε βέβαια τα σχολεία λειτουργούσαν στο νάρθηκα της εκκλησίας. Όμως τα σχολεία αυτά ήταν τα κατώτερα δημοτικά με περιορισμένο αριθμό μαθητών. Για την ιστορία πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι η ονομασία του δημοτικού προέκυψε από το γεγονός ότι ανήκε στην κοινότητα και ήταν δημοσυντήρητο. Τα πρώτα σχολεία των χρόνων της Τουρκοκρατίας ήταν τα «κοινά» σχολεία ή «γραμματοδιδασκαλεία, στα οποία μαθητές διαφορετικής ηλικίας, μαζεμένοι στο νάρθηκα της εκκλησίας ή σε κάποιον ταπεινό «οικίσκο» στον περίβολο της εκκλησίας, παρακολουθούσαν τις αυτοσχέδιες παραδόσεις του μοναδικού ιερέα και διδασκάλου για μερικές ώρες την ημέρα, το πρωί συνήθως ή το βράδυ ή όποτε ευκαιρούσε από τις άλλες δουλειές ο ιερέας και διδάσκαλος του χωριού. Τα διδασκόμενα μαθήματα ήταν συνήθως ανάγνωση, γραφή, χριστιανική διδασκαλία (κατήχηση) και στοιχεία αριθμητικής. Κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει πως τα σχολεία αυτά λειτουργούσαν με πρόγραμμα και μέθοδο διδασκαλίας. Ο κάθε δάσκαλος και παπάς εφάρμοζε το πρόγραμμα και τη μέθοδό του, που ήταν ανάλογη με τις μορφωτικές και πνευματικές του ικανότητες. Ως βοηθητικά βιβλία ανάγνωσης χρησιμοποιούνταν τα ιερά βιβλία της εκκλησίας και κυρίως η Οκτώηχος, το Ψαλτήρι και ο Απόστολος, τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια λειτουργίας των σχολείων.
Στα ελάχιστα μαθήματα που διδάσκονταν για πολλά χρόνια προστέθηκαν αργότερα η Γεωγραφία, η Ιστορία, η Φυσική κ.α. Έχουμε δηλαδή μια εκπαίδευση, η οποία παρέχεται στην εκκλησία του χωριού και ουσιαστικά απέχει πολύ από το να προσφέρει και τις βασικές ακόμα γνώσεις στα παιδιά.
Επειδή διδακτήρια δεν υπήρχαν ακόμη, στεγάζονταν στους νάρθηκες των εκκλησιών, από τους οποίους πήραν και το όνομα «ναρθηκοσχολεία». Όπως γίνεται φανερό η λειτουργία των σχολείων παρουσίαζε έντονα το πρόβλημα της στέγης, επειδή στην περίοδο που εξετάζουμε εδώ οι ανάγκες που έπρεπε να εξυπηρετούν τα σχολικά κτήρια δεν ήταν μόνο διδακτικές. Από πηγές προκύπτει ότι εκτός από μια τουλάχιστον αίθουσα διδασκαλίας το κτήριο έπρεπε να διαθέτει υποχρεωτικά χώρους κατάλληλα διαρρυθμισμένους για τη στέγαση του δασκάλου. Συνεπώς γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η αγορά ή η ανέγερση κτηριακών εγκαταστάσεων για τη στέγαση των σχολείων απαιτούσε μεγάλα ποσά που δύσκολα ήταν σε θέση να διαθέσουν εκείνοι που έπαιρναν την πρωτοβουλία για την ίδρυσή τους. Όμως οι Χωριστιανοί με την αγάπη που τους χαρακτήριζε και με την παράδοση την οποία είχε δημιουργήσει η περισσότερο ολοκληρωμένη εκπαίδευση που είχαν πετύχει, δεν έπαψαν να επιδιώκουν καλύτερες εξελίξεις στο χώρο της εκπαίδευσης των παιδιών τους. Η ευαισθησία τους στα εθνικά θέματα γενικότερα και κυρίως σ’ αυτά της εκπαίδευσης ήταν λαμπρή και βοήθησε τους Χωριστιανούς προς την κατεύθυνση της ακόμη μεγαλύτερης αναβάθμισης των σχολείων τους.
Από τις πηγές που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας προκύπτει ότι όλες τις πληροφορίες για τα σχολεία της Χωριστής και τον αγώνα που έκαναν οι κάτοικοι για την λειτουργία τους, τις παίρνουμε από τα ανέκδοτα προξενικά έγγραφα και τις εκθέσεις που μελετήσαμε επί σειρά ετών στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, από τον Κώδικα της Χωριστής, αλλά και από άλλες πηγές της περιόδου της Τουρκοκρατίας.
Αποκαλυπτικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την ανέκδοτη έκθεση του Υποπροξενείου Καβάλας, που υποβλήθηκε το Σεπτέμβριο του 1867 προς τον τότε Υπουργό Εξωτερικών Χαρ. Τρικούπη για την κατάσταση της ελληνικής παιδείας στην Προξενική Περιφέρεια της Καβάλας. Ο Υπροπρόξενος Καβάλας, μεταξύ άλλων, γράφει: «Η Ελληνική παιδεία, Εξοχώτατε, εις τα μέρη μας, είνε αληθώς παρηγκονισμένη, η επικρατούσα όμως γλώσσα είς άπαντα τα χριστιανικά χωρία της δικαιοδοσίας μου είνε μάλλον η Ελληνική, πράγμα όπερ αποβαίνει ευχάριστον. Παρετήρησα, η παρηγκόνησις της ελληνικής μαθήσεως εις τα μέρη ταύτα έλαβεν και λαμβάνει χώραν, ουχί διότι οι κάτοικοι αποστρέφονται αυτήν, αλλά διότι δεν έχουσιν ούτοι τα μέσα όπως συντηρούν όποια ελληνικά σχολεία εις τα μέρη τους, και διότι οι οθωμανοί επί συστήματος καταφέρονται κατά των Ελλήνων διδασκάλων…» (Α.Υ.Ε. Φακ. 1867/78:1, εγγρ. 132/6.9.1867).
Σε άλλο σημείο της εμπιστευτικής έκθεσής του ο Έλληνας Υποπρόξενος γράφει: «Καθίσταται, Εξοχώτατε, αναγκαία η ίδρυσις των εξής Αλληλοδιδακτικών σχολείων:
α)Ενός εις την πόλιν της Δράμας πληρονομένου του διευθύνοντος αυτό διδασκάλου ετηρίσως δρχ. 1.000.
β)Ενός ομοίου εις την κωμόπολιν Δοξάτου απέχουσαν 3 ώρας από την Καβάλαν πληρονομένου του διδασκάλου, ετησίως 600 δρχ., και
γ)Ενός σχολείου εις Τσατάλτζαν ή Νιορίστιαν πληρονομένου ενός διδασκάλου δρχ. 1.000. Σύνολον: 2.600 δρχ.
Και ο Έλληνας Υποπρόξενος καταλήγει στην έκθεσή του με τα εξής: «Δια τα σχολεία δε ταύτα απαιτούνται και κατάλληλα διδακτικά βιβλία ήτοι αλφαβητάρια μικρά, ιεραί εφορίαι, μικραί γεωγραφίαι, αριθμητικαί και γραμματικαί του Βερναρδάκου ως και μικρού ποσού της εφ’ άπαξ χρηματικής βοήθειας προς καταρτισμόν των, υπολογιζομένη εφ’ όλων τούτων εις δρχ. 1.500. Γενικόν σύνολον: 4.100 δραχμάς».
Αλλά και ο Αγγλος Υποπρόξενος στην Καβάλα Meling, στην έκθεσή του «Περί τελετών και καταδιώξεων των Ελλήνων δασκάλων» γράφει: «Η ελευθερία των θρησκευμάτων είνε κατά τα φαινόμενα παραδεδεγμένη· η εξάσκησις όμως των ιερών τελετών, τας οποίας περί πλείστου ποιούνται οι εν τη Ανατολή χριστιανοί, πολύ απέχει του είνε ελευθέρα, ένεκα των αγριοτάτων θρησκευτικών προλήψεων και της θηριωδίας των μουσουλμάνων. Αι τελεταί, αι πανηγύρεις και αι κηδείαι, παρέχουσιν αφορμήν εις παντοίας ύβρεις και προπηλακισμούς …». Σε άλλο σημείο της έκθεσής του ο Αγγλος Υποπρόξενος συνεχίζει: «Η έλλειψις λοιπόν των μέσων των κατοίκων, δια την σύστασιν ελληνικών σχολείων αφ’ ενός και αφ’ ετέρου ο φόβος μήπως εκ της συστάσεως τοιούτων, δώσωσιν αφορμήν εις τας οθωμανικάς αρχάς καταδιώξεως, αναγκάζει αυτούς ν’ αποφεύγωσι την σύστασιν συστηματικών ελληνικών εκπαιδευτηρίων, να διδάσκωσι τα τέκνα των αμαθών χωρικών ιερέων και να κρύπτωσιν την επιθυμίαν των, ήτις είνε τα ίδωσι τα τέκνα των προοδεύοντα εις τους ελληνικούς πολιτισμούς. Ενεκα λοιπόν των εκτεθέντων λόγων τα ελληνικά γράμματα δεν έλαβον εις τα μέρη ταύτα την προσήκουσαν πρόοδον». (Α.Υ.Ε., Φακ. 1867/78:1, έγγραφο 132/6.9.1867).
Από τα παραπάνω αποσπάσματα των δυο ανέκδοτων εκθέσεων και από άλλες πηγές, προκύπτει ότι οι κάτοικοι της τουρκοκρατούμενης αυτής περιοχής καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για τη μόρφωση των παιδιών τους. Συγκεκριμένα, οι ανύπαρκτοι οικονομικοί πόροι ανάγκαζαν πολλές φορές τη χριστιανική κοινότητα και τους Εφοροεπιτρόπους των σχολείων να στρέφουν τις ελπίδες τους προς το νεοσύστατο ελληνικό κράτος και να ζητούν, μέσω του Υποπροξενείου μας στην Καβάλα, οικονομική βοήθεια εκθέτοντας στον Υποπρόξενο την «μεγίστην ανάγκη» που έχει η χριστιανική κοινότητα «ενός αλληλοδιδάκτου διδασκάλου», αλλά και βιβλίων και άλλων εποπτικών μέσων διδασκαλίας.
Όλα τα σχολεία του καζά (επαρχίας) Δράμας αλλά και της αλύτρωτης Μακεδονίας γενικότερα ήταν υποχρεωμένα, σύμφωνα με τους εσωτερικούς Κανονισμούς να προμηθεύονται τα βιβλία τους από τα εγκεκριμένα που καθόριζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και αργότερα το Υπουργείο Παιδείας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Την περίοδο αυτή φαίνεται πραγματικά ο διπολικός χαρακτήρας που διατηρούσε η εκπαιδευτική πολιτική στις τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές, όπου από τη μια μεριά ίσχυε ο Κανονισμός του Πατριαρχείου του 1846 και από την άλλη οι πενιχρές έστω οικονομικές ενισχύσεις για τη λειτουργία των Αλληλοδιδακτικών σχολείων και το διορισμό των δασκάλων, αναζητούνταν από την Αθήνα. Η αδυναμία αυτή των σχολείων των αλύτρωτων περιοχών να προσαρμοστούν με τρόπο απόλυτο στις νομικές διατάξεις του ελληνικού κράτους θα πρέπει να αποδοθεί και στην ανεπάρκεια πόρων και κατάλληλα εκπαιδευμένου διδακτικού προσωπικού (Αρχείο Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, έτους 1846, Κωδ. Ψγ, 140).
Για την ιστορία πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι το Αλληλοδιδακτικό σχολείο αντικατέστησε το «κοινό» δημοτικό σχολείο ή «ναρθηκοσχολείο». Αλληλοδιδακτικά σχολεία ονομάστηκαν τα σχολεία εκείνα στα οποία εφαρμόστηκε η Αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας (Wechelseitige Unterrichtsmethode), η οποία επιβλήθηκε για λόγους οικονομικούς αλλά και γιατί ανταποκρινόταν στις παιδαγωγικές αντιλήψεις της εποχής. Η μέθοδος ονομάζεται Αλληλοδιδακτική, από την «αλλήλων διδασκαλία», κατά την οποία οι πλέον καταρτισμένοι μαθητές, οι λεγόμενοι «πρωτόσχολοι», δίδασκαν τους αρχάριους συμμαθητές τους με την επίβλεψη του διδασκάλου. Όπου τα δυο αυτά σχολεία έκαναν την εμφάνισή τους στα χρόνια εκείνα, αυτό ερχόταν πάντα ως συνέπεια της προσπάθειας για αναβάθμιση της εκπαίδευσης στη Χωριστή και στο καζά Δράμας γενικότερα, έπειτα από μικρή ή μεγάλη περίοδο λειτουργίας ενός τέτοιου σχολείου. Στον καζά Δράμας και στη Χωριστή ειδικότερα δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς εμφανίστηκε το Αλληλοδιδακτικό σχολείο. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία ύστερα από σιωπή πολλών χρόνων, προέρχεται από τον Κώδικα της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Χωριστής, έτους 1842. Ο Κώδικας αυτός είναι αρκετά διαφωτιστικός πάνω στα επιτεύγματα και στις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Ελληνορθόδοξη Κοινότητα της Χωριστής για τη λειτουργία της Αλληλοδιδακτικής Σχολής και για την πληρωμή του Αλληλοδιδακτικού διδασκάλου.
Ετσι, στον Κώδικα αναφέρονται για πρώτη φορά, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «Εις στρώσιμον του οντά του διδασκάλου 241 γρόσια.
Εις πλακοκόνδυλα και καλλιγραφίας 49 γρόσια.
Εις βιβλιάρια της Αλληλοδιδακτικής 71,20 γρόσια».
Στο πρακτικό της 14ης Ιανουαρίου 1851 έχουμε ακόμη την εξής καταγραφή: «… από τον κατάλογον της συνεισφοράς κατά το 1848… ένεκα της εκ βάθρων ανεγέρσεως της αλληλοδιδακτικής σχολής, γρόσια 4.487». (Κώδικας Τσιατάλτζιας (Χωριστής), 1842, σ.20).
Μια άλλη γραπτή μαρτυρία, που φανερώνει την ύπαρξη και λειτουργία Αλληλοδιδακτικών σχολείων στη Χωριστή, αποτελεί η ανέκδοτη έκθεση του Υποπροξενείου Καβάλας που υποβλήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών το 1869.
Από τις παραπάνω πηγές αλλά και από άλλα στοιχεία που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας, προκύπτει ότι η Αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας εφαρμόστηκε μέχρι το 1880, οπότε και αντικαταστάθηκε από τη Συνδιδακτική μέθοδο, σύμφωνα με τις παιδαγωγικές αρχές του Γερμανού παιδαγωγού και φιλοσόφου Ερβάρτου – J. Er. Herbart (1776-1841), ο οποίος υπήρξε μια μεγάλη παιδαγωγική προσωπικότητα του 19ου αιώνα με παγκόσμια φήμη και αναγνώριση. Ο Ερβαρτος μελέτησε την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και συνδέθηκε με την αρχαία ελληνική σκέψη.
Απ’ όλα όσα εκτέθηκαν παραπάνω προκύπτει ότι οι κάτοικοι της Χωριστής φρόντιζαν όσο μπορούσαν για την καλή λειτουργία και ανάπτυξη των σχολείων τους των οποίων η πορεία είναι φανερά ανοδική. Θα περιοριστούμε εδώ σε μια απεικόνιση της ελληνικής εκπαίδευσης στη Χωριστή από τα μέσα κυρίως του 19ου αιώνα ως το 1899, επιμένοντας περισσότερο στη χρονική περίοδο που αναφέρεται η έρευνα αυτή. Σύμφωνα με πληροφορίες του Κώδικα Χωριστής το πρώτο σχολικό κτήριο είχε κτιστεί στα 1849 με έρανο των κατοίκων. Μερικά χρόνια αργότερα συγκεντρώθηκε και το χρηματικό ποσό των 22.602 γροσίων για την «ανέγερσιν εκ θεμελίων και Παρθεναγωγείου». Σε πρακτικό της 14ης Ιανουαρίου του 1851 του Κώδικα, έχουμε ακόμα την εξής επιγραφή: «… από τον κατάλογον της συνεισφοράς κατά το 1848… ένεκα της εκ βάθρων ανεγέρσεως της αλληλοδιδακτικής σχολής, γρόσια 4.487». Σε άλλα σημεία του Κώδικα αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και τα ονόματα των διδασκάλων που έχουν διδάξει στα σχολεία της Χωριστής, όπως:
1.Από το 1865-1868 οι Βελενίδης και Στοϊδης.
2.Από το 1868-1870 οι Βακαλόπουλος και Στοϊδης.
3.Από 5.2.1873 μέχρι 4.4.1884 Ο Γερο-Γιάννης.
4.Από το 1893-1894 Ο Β. Γεράκης, κ.α.
Οι δαπάνες για την ίδρυση και λειτουργία των σχολείων αλλά και ο μισθός των διδασκάλων αντιμετωπίζονταν συλλογικά από τους κατοίκους της Χωριστής με μια εκούσια φορολογία στον καπνό που ήταν το κυριότερο προϊόν τους.
Δημοσιεύουμε απόσπασμα πρακτικού από τον Κώδικα της Χωριστής, έτους 1842 από τον οποίο προκύπτει η ομόφωνη απόφαση των κατοίκων να φορολογηθούν από τον καπνό προκειμένου να αποπερατώσουν τα σχολεία τους:
«… Μελετήσαντες καλώς την κατάστασιν του ταμείου της οικοδομής των Σχολών και μη ευρόντες τούτο εις κατάστασιν ίνα συνεχίση το έργον και αποτελειώση την Σχολήν, απεφασίσαμεν εν ομοφωνία όπως φορολογηθεί έκαστος εξ ημών ανά είκοσι (20) λεπτά κατ’ οκάν του καπνού Μαξουλίου και ανά πέντε (5) κατ’ οκάν του καπνού μιντάνι και ρεφούζι. Αποφασίζομεν όπως συναφθή και δάνειον εσωτερικόν – προς αποπεράτωσιν της Σχολής, υποχρεουμένου επί τούτου του κ. Νικολάου Βιτάλη, ταμίου της οικοδομής των Σχολών να επιστρέψη κα πληρώση εις έκαστον εξ ων ελήφθη το δάνειον, τα χρήματα άμα τη εισπράξει του χρήματος εκ της νέας φορολογίας».
Σε ό,τι αφορά τώρα το μισθό των δασκάλων από πηγές γνωρίζουμε ότι αυτός ήταν ανεπαρκής. Με το μισθό τους οι δάσκαλοι δεν κάλυπταν ούτε τα έξοδα της διαβίωσής τους. Συχνά καταγίνονταν και με άλλα επαγγέλματα για να συμπληρώσουν το οικογενειακό τους εισόδημα. Ο μισθός τους ήταν συνάρτηση του συμφωνητικού που υπέγραφαν, όπου αναγραφόταν το ύψος του μισθού και ο τρόπος καταβολής. Σε πρακτικό της 14ης Ιανουαρίου του 1844 του Κώδικα Χωριστής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, το εξής: «Όσα δια μισθόν του αλληλοδιδασκάλου ενός χρόνου 650 γρόσια.
Όσα ομοίως του αυτού δευτέρου χρόνου 800 γρόσια». Για σύνταξη ούτε λόγος να γίνεται. Η συνταξιοδότηση ήταν θεσμός άγνωστος. Ως δάσκαλοι εκλέγονταν κατά προτίμηση οι διακριθέντες στην υπηρεσία και εκείνοι, που συνδέονταν με τον τόπο. Επιλέγονταν ως πιο κατάλληλοι αυτοί, που και γραμματικές γνώσεις είχαν, αλλά και καλούς πατριώτες μπορούσαν να κάνουν και να συγκρατούν από κάθε εντεθνική ιδέα. Το συμφωνητικό πρόσληψης των δασκάλων απαραίτητα επικύρωνε ο Μητροπολίτης, ο οποίος ήταν ο κύριος υπεύθυνος της Εκπαίδευσης και Πρόεδρος της Σχολικής Επιτροπής. Η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά στο θέμα αυτό της εξεύρεσης και επιλογής δασκάλων, μετά την ίδρυση Διδασκαλείων στη Θεσσαλονίκη το 1875 καις τις Σέρρες το 1872. Λίγα χρόνια αργότερα άρχισαν να ιδρύονται και τα Παρθεναγωγεία, για τα κορίτσια. Αν και ο αριθμός των αποφοίτων δασκάλων και διδασκαλισσών ήταν πολύ μικρός για να καλύψει όλες τις ανάγκες στη Μακεδονία και στη Θράκη, ωστόσο από τα Διδασκαλεία αποφοιτούσαν δάσκαλοι καταρτισμένοι, με παιδαγωγική εμπειρία και γνώση διδακτικής μεθοδολογίας.
Σε ό,τι αφορά τώρα τον αριθμό των μαθητών των σχολείων, από τις πηγές γνωρίζουμε ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που καλύπτει κυρίως το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, παρατηρείται μια γενικότερη ποιοτική και ποσοτική ανάπτυξη της Εκπαίδευσης στη Χωριστή. Η Ελληνική Κοινότητα της Χωριστής με τους κατοίκους της που ήταν έτοιμοι για κάθε θυσία, αλλά και με τη σύμπραξη της Εκκλησίας, φρόντιζε όσο μπορούσε για την καλή λειτουργία και ανάπτυξη των σχολείων της. Σύμφωνα με πληροφορίες του Νικ. Γ. Φιλιππίδη η Χωριστή, κατοικουμένη από 1.500 γνήσιους «κατά τε την καταγωγήν, την γλώσσαν και το πάτριον αίσθημα Ελλήνων», διατηρεί το 1877 με δαπάνη της Κοινότητας ελληνικό σχολείο, χωρίς όμως να αναφέρει τον αριθμό των μαθητών (Ν. Φιλιππίδης, Μακεδονικά, 1877). Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα τα σχολεία παρουσιάζουν μεγάλη ανάπτυξη. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με έναν στατιστικό εκπαιδευτικό πίνακα που υπέβαλλε ο Υποπρόξενος Καβάλας Α. Τσιμπουράκης στο Υπουργείο Εξωτερικών, η Χωριστή αριθμούσε 1.600 Έλληνες και 250 Τούρκους κατοίκους. Η Ελληνική Κοινότητα διατηρούσε ένα σχολείο με 150 μαθητές, μαθήτριες και νήπια μαζί (Α.Υ.Ε., Φακ. 1885/Α.Β.Ε., 1, έγγρ. 436/30.12.1885). Από έναν άλλον Στατιστικό πίνακα των ελληνικών σχολείων που λειτουργούσαν, κατά το σχολ. έτος 1894-1895, στα βιλαέτια της Θεσσαλονίκης και των Βιτωλίων της Μακεδονίας, μαθαίνουμε ότι στη Χωριστή υπήρχε μια δημοτική ή αστική σχολή με 100 μαθητές και 3 δασκάλους και ένα Παρθεναγωγείο με 1 δασκάλα και 50 μαθήτριες. Η ετήσια δαπάνη συντήρησης των σχολείων ανέρχεται για τη χρονιά αυτή σε 3.220 γαλλικά φράγκα. Τέλος, κατά τα τέλη της Τουρκοκρατίας η κωμόπολη διέθετε επτατάξιο αρρεναγωγείο με 4 δασκάλους και 182 μαθητές, πεντατάξιο παρθεναγωγείο με 3 δασκάλες και 164 μαθήτριες, και νηπιαγωγείο.
ΤΕΛΟΣ
http://www.proinos-typos.gr/gr/index.php?option=com_content&view=article&id=9481:------19-&catid=15:2011-04-04-09-24-53&Itemid=18