Γιάννης Μπέζος: «Αντιπατριωτικό να βγάζεις χρήματα έξω»
Μετά την ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, η διαφθορά και οι ανισότητες έχουν ξεπεράσει κάθε όριο. Στον κόσμο του Αριστοφάνη οι Αθηναίες παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους. Γίνονται «Εκκλησιάζουσες». Μεταμφιεσμένες σε άντρες, πηγαίνουν αξημέρωτα στην Εκκλησία του Δήμου και περνούν ένα ψήφισμα που τους δίνει την εξουσία. Επιβάλλουν πολιτικές μεταρρυθμίσεις και εφαρμόζουν περιουσιακή και ερωτική κοινοκτημοσύνη.
Ο Γιάννης Μπέζος είναι η επικεφαλής του «κινήματος», η ζωηρή Πραξαγόρα... Ολα αυτά την επόμενη εβδομάδα, Παρασκευή και Σάββατο, 31 Ιουλίου και 1 Αυγούστου, στο θέατρο της Επιδαύρου, από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία δική του.
«Είναι το προτελευταίο των σωζόμενων έργων του Αριστοφάνη, πριν από τον“Πλούτο”. Μαζί με τη “Λυσιστράτη»” και τους “Ορνιθες” αποτελούν έργα της ουτοπίας», λέει ο Γιάννης Μπέζος. «Στη “Λυσιστράτη” το όχημα ήταν ο πόλεμος, εδώ η κυβέρνηση. Οι γυναίκες διεκδικούν τα αδιανόητα για την εποχή. Μια μεγάλη σκηνή, λες και είναι κλεμμένη από κάποια μεγαρίτικη φάρσα, φαντάζει από άλλο έργο: η επιβολή της ισονομίας στο σεξ, όπου οι γριές απαιτούν να προηγηθούν... Κομβικής σημασίας είναι η σκηνή με τον Χρέμη, όλα τα άλλα ανήκουν στη σφαίρα της ουτοπίας, του γέλιου.
Ο νομοταγής παραδίδει τα υπάρχοντά του. Ο πονηρός, όμως, που εκπροσωπεί τη λογική του σύγχρονου Ελληνα, λέει: άσε να δούμε τι θα κάνουν και οι άλλοι, μην είμαστε κορόιδα. Συνειδητοποιείς ότι μέσα στους αιώνες τίποτα δεν έχει αλλάξει. Θανατηφόρα επίκαιρο δε έργο, όπου ενώ η Αθήνα βρίσκεται σε απόλυτη παρακμή, οι πολίτες ζουν με τα λεφτά των Περσών...»
• Το κοστούμι που φοράτε ως Πραξαγόρα μάς προϊδεάζει προς τη Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Μορφολογικά, ως φιγούρα, ναι. Καθόλου, όμως, επί της ουσίας. Η Πραξαγόρα βεβαίως μιλά με μια ουτοπική επαναστατικότητα, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα της παράστασης. Δεν έχω άποψη για την κυρία Κωνσταντοπούλου. Η υπερβολή της οδηγεί σε υπερβολική κριτική.
• Ανελέητη κριτική.
Ανελέητοι είμαστε όχι μόνο με την κ. Κωνσταντοπούλου, αλλά και με την προηγούμενη κυβέρνηση και με την τωρινή και με την επόμενη. Είναι η χαρά τού να κατακρημνίζεις αυτό που εσύ έχεις υψώσει. Η φοβερή αμετροέπεια, τα μεγάλα λόγια, το πάθος της ανάδειξης και της σταύρωσης μετά.
• Μήπως εξαντλήσαμε τον Αριστοφάνη;
Τον έχουμε αφυδατώσει με εκδοχές, διασκευές, αναγωγές προσπαθώντας να τον επικαιροποιήσουμε. Κι από την άλλη, το κοινό ταυτίζει την αττική κωμωδία με τον ηθοποιό-σταρ που πρωταγωνιστεί. Θα πήγαινε να δει κανείς τον «Ριχάρδο» αν δεν έπαιζε ο Κέβιν Σπέισι; Το θέμα είναι αν έχεις ικανό λόγο για μια παράσταση φροντισμένη στο σύνολό της κι όχι άντε ακόμα μια κωμωδία για το καλοκαίρι από ρουτίνα, με φασόν επαναλήψεις. Η εποχή είναι φορτισμένη και ο ποιητής είναι πολιτικός, πώς να το κάνουμε; Κάποια έργα, όπως οι «Ιππής», που καυτηριάζουν τη δημαγωγία, είναι εσαεί επίκαιρα. Αν βαρεθήκαμε τον Αριστοφάνη είναι γιατί δεν τον καταλαβαίνουμε, κυρίως στα χορικά.
• Είναι θέμα σκηνοθέτη; Εσείς αμφισβητείτε την αναγκαιότητά του.
Εγώ πιστεύω στον ηθοποιό, χωρίς αυτόν δεν υπάρχει θέατρο. Με ενδιαφέρει ένα κλίμα, μια θερμοκρασία που δημιουργείται πριν από την πρόβα, δίνοντας χώρο και χρόνο στους ηθοποιούς να δώσουν κάτι από τον εαυτό τους κι όχι να περιορίζονται στις απόψεις ενός γκουρού σκηνοθέτη. Πλήττω αφόρητα με τους σκηνοθέτες κι ούτε είδα κάτι που με ξετρέλανε. Δεν μιλάω για τους κανονικούς ανθρώπους του θεάτρου, αλλά για όσους στοχεύουν εκ των προτέρων στον εντυπωσιασμό. Εμπλέκουν μάλιστα τους θεατές, οι οποίοι, παγιδευμένοι μέσα σ’ έναν αρχοντοχωριατισμό, επευφημούν. Κι ενώ δεν έχουν καταλάβει τίποτα, φεύγουν με την αίσθηση ότι είδαν κάτι πολύ πνευματικό.
• Το ενδιάμεσο μεταξύ επιτήδευσης και λαϊκισμού δεν υπάρχει;
Αυτό ακριβώς πρέπει να αναζητήσουμε. Να υπάρχει θεωρητικός εξοπλισμός, αλλά όχι κλοπές απ’ έξω ή ο ναρκισσισμός του τύπου «θέλω η δουλειά μου να καταγραφεί στην ιστορία του θεάτρου». Για μένα η καλή σκηνοθεσία είναι αυτή που δεν φαίνεται.
• Εχετε εκφράσει μια δυσανεξία στη σχέση σας με το κοινό. Είστε λίγο ακραίος;
Καθόλου. Οι θεατές ξέρουν, δεν ενοχλούνται. Με έχουν μάθει πια. Αυτή είναι η δουλειά μου κι αυτή είναι η ιδιοσυγκρασία μου - φοβάμαι πως μεγαλώνοντας χειροτερεύω... Δεν θέλω πολλά πολλά, ούτε φωτογραφίες ούτε αυτόγραφα. Ομως με απασχολεί πάρα πολύ τι θα προσφέρω σ’ αυτό το κοινό. Δουλεύω εξαντλητικά και όταν η παράσταση τελειώνει, ολοκληρώνεται η αποστολή μου. Κολακεύοντας το κοινό -κάποιοι συνάδελφοι ευθύνονται για το φαινόμενο- βάζεις σε κίνδυνο την ουσιαστική σχέση με τους θεατές και το αντικείμενο της δουλειάς μας. Μα τότε, σε τι διαφέρουμε από τους πολιτικούς; Το θέατρο δεν είναι ποίηση, λογοτεχνία, ως δημόσια έκθεση απαιτεί κόσμο παρόντα. Επιμένω ότι οι άνθρωποι, κυρίως στην επαρχία, μπορεί να μην είναι υποψιασμένοι, αλλά είναι τρομερά ευαίσθητοι, μην πω ότι εκδηλώνουν ουσιαστικότερο ενδιαφέρον από τους μητροπολιτικούς παντογνώστες, οι οποίοι -αν είναι δυνατόν- βλέπουν τέσσερις παραστάσεις την ημέρα… Φτιάχνουν λίστα που περιλαμβάνει: Στέγη, όλο το Φεστιβάλ, κ.λπ. Ε, αυτοί δεν είναι σοβαροί, είναι πυροβολημένοι. Δεν μπορεί να μην έχουν προσωπική ζωή…
• Η κόρη σας όμως, η Ηρώ Μπέζου, δουλεύει ως ηθοποιός στο θέατρο που εσείς κριτικάρετε.
Οι νέοι θυσιάζονται για τις παρέες τους, τις πεποιθήσεις τους. Παγιδεύονται σε ψευτοομαδικότητες, στη χαρά της συνύπαρξης, ώσπου να αρχίσει η παρακμή, και τότε συνειδητοποιούν ιδιοσυγκρασίες, ελαττώματα, προτερήματα, νευρικά συστήματα. Αλλά οι νέοι έτσι πρέπει να λειτουργούν. Την πραγματικότητα την καταλαβαίνουν ρισκάροντας. Η κόρη μου, απολύτως αυτόνομη, κάνει ό,τι θέλει - έτσι πρέπει. Το κάνει με πάθος, είναι υπόλογη απέναντι στους θεατές και η δουλειά της θα κριθεί μέσα στον χρόνο. Με θεωρούν σκληρό, συντηρητικό, παλιομοδίτη, αλλά οι συνάδελφοι ξέρουν ότι δεν λέω ψέματα. Δουλεύω πολύ, η ψυχή μου το ξέρει. Κρατάω 25-30 ανθρώπους συσπειρωμένους σ’ ένα έργο, χωρίς φωνές, βρισιές και ψευτοπνευματικούρες. Ειδικά σήμερα που ο θεατής βάζει το υστέρημά του, πρέπει να είμαστε δέκα φορές παρόντες. Την ίδια στιγμή που εμείς δουλεύουμε στο Εθνικό Θέατρο, πολλοί συνάδελφοι είναι πανί με πανί.
• Πώς ζήσατε τις πολιτικές εξελίξεις;
Ψήφισα «ναι», αλλά δεν κατάλαβα το ερώτημα του δημοψηφίσματος. Ολοι είμαστε υπέρ τού ναι στην Ευρώπη και υπέρ τού όχι στη λιτότητα. Δεν χρειαζόταν, λοιπόν. Ομως κάποτε είσαι υποχρεωμένος να πιστέψεις τον πρωθυπουργό όταν σου λέει «αναλαμβάνω την ευθύνη», ανεξάρτητα από το τι ψήφισες, εκτός κι αν είσαι εντελώς ηλίθιος ή κολλημένος. Γι’ αυτό δεν άντεχα την τρέλα, τον πανικό, την υστερία. Επιτέλους, ήταν μια δημοκρατική διαδικασία, όχι εθνικό πένθος για να κλαίμε όλη μέρα. Χαλάμε τον κόσμο ότι δεν συμμετέχουμε και μόλις μας το ζητήσουν, τους βρίζουμε γιατί μας το κάνουν αυτό. Η ιστορία πήγαινε προς την αποτυχία. Επρεπε να είχαμε υπογράψει τον Φεβρουάριο και η κυβέρνηση να ασχολιόταν επιτέλους με το μέσα της χώρας: παιδεία, δημόσια διοίκηση, αξιοκρατία, εφαρμογή των νόμων. Οποιος τα λύσει αυτά θα μείνει στην Ιστορία. Δεν υπάρχει άλλος πλην του Τσίπρα να διαχειριστεί αυτή τη δύσκολη συμφωνία. Τα κόμματα μεγάλης πλειοψηφίας τελείωσαν. Είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε ό,τι και στην Ευρώπη: συνεργασίες.
• Εκείνοι είναι «προτεστάντες» κι εμείς «ορθόδοξοι». Εκείνοι της αποταμίευσης κι εμείς του φιλότιμου.
Σωστό. Εδώ επικρατεί το «έχει ο θεός». Ποιος νόμος να διαχωρίσει Κράτος-Εκκλησία, που έχουν γίνει νύχι-κρέας; Είναι το κλίμα, ο αέρας που αναπνέουμε, η Ιστορία μας. Δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε. Ενώ είμαστε έτοιμοι να θυσιαστούμε για την πατρίδα -το αλβανικό έπος είναι κορυφαίο παράδειγμα- αρνιόμαστε το κράτος ως ταυτισμένο με τον Οθωμανό, τον καταπιεστή. Το οξύμωρο είναι δε ότι θέλουμε να συγγενεύουμε μαζί του σε προσλήψεις, αλλά όχι σε φόρους. Και οι πρόγονοί μας έτσι ήταν. Ο Αριστοφάνης έβριζε στους «Ιππής» τον δημαγωγό Κλέωνα, ο οποίος καθόταν στην πρώτη σειρά και γελούσε. Στα Μεγάλα Διονύσια ο κόσμος έδινε στον ποιητή το πρώτο βραβείο και στον Κλέωνα, ξανά, την εξουσία... Από τους Ευρωπαίους πήραμε τα χειρότερα. Δεν πήγαμε στην πλευρά του Παπαδιαμάντη ή του Κόντογλου, δεν καταφέραμε να συνδυάσουμε καταγωγή και επιρροές. Τα κουκουλώσαμε, φορέσαμε το φράκο, αλλά από κάτω φαίνεται πάντα το τσαρούχι.
• Εχετε βγάλει λεφτά έξω;..
Δεν έχω ούτε «μέσα» πλέον. Κάποτε που είχα, δεν διανοήθηκα να βγάλω έξω ούτε ευρώ. Το θεωρώ αντιπατριωτικό. Η πατρίδα δεν είναι κράτος, λάβαρα, υπουργεία. Είναι ο χώρος που ζούμε μ’ έναν τρόπο, ο χώρος που του δίνεις και σου δίνει. Θα περάσουμε δύσκολα, αλλά νομίζω ότι τώρα θα βρούμε την ταυτότητά μας, ακριβώς επειδή καταλάβαμε ότι τα ίδια τα πράγματα μάς δημιούργησαν ανάγκες μη πραγματικές. Το βλέπω στον εαυτό μου. Τώρα είμαι ήρεμος και η ζωή μου πολύ πιο ενδιαφέρουσα.
INFO:
Μετάφραση: Μίνως Βολανάκης. Σκηνοθεσία-δραματουργική επεξεργασία: Γιάννης Μπέζος. Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Γαβαλάς. Μουσική-στίχοι: Κωστής Μαραβέγιας. Κίνηση: Σεσίλ Μικρούτσικου. Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας. Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου. Παίζουν: Γιάννης Μπέζος, Γιάννης Ζουγανέλης, Λαέρτης Μαλκότσης, Δανάη Σκιάδη, Πάνος Βλάχος, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Θανάσης Ισιδώρου, Παναγιώτης Κατσώλης, Κώστας Κοράκης, Γιωργής Τσουρής.