Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης σκηνοθετεί και μεταφράζει το έργο του Μολιέρου που θα ανεβεί στο Βασιλικό Θέατρο από το ΚΘΒΕ «Το να ανεβάζουμε τον “Δον Ζουάν” είναι ένας τρόπος να αγωνιζόμαστε κατά του σκοταδισμού»



Συνέντευξη στη ΛΕΜΟΝΙΑ ΒΑΣΒΑΝΗ

Ο «Δον Ζουάν» του Μολιέρου ήταν ένα έργο αγαπημένο για το Δαμιανό Κωνσταντινίδη που από καιρό ήθελε να το ανεβάσει. Σε λίγες μέρες, συγκεκριμένα από τις 6 Φεβρουαρίου αυτό θα γίνει πραγματικότητα στην παράσταση που έχει ετοιμάσει για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
Ο «Δον Ζουάν» είναι «ένα κείμενο πολυεπίπεδο, πολυσήμαντο και, εντέλει, αινιγματικό ως προς τις προθέσεις του», μάς ανέφερε, και σημείωσε πως ο ίδιος προσπάθησε να αναδείξει τις διάφορες δυνατότητες ερμηνείας του. Η προσέγγιση που έκανε και από τη θέση του μεταφραστή και από αυτήν του σκηνοθέτη λειτούργησε αλληλένδετα. «Για μένα, μετάφραση και σκηνοθεσία είναι διαδικασίες απολύτως συγγενικές», τόνισε.
Μας εξήγησε γιατί επιχείρησε μια ξεκάθαρη αναφορά στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο του έργου, αλλά και γιατί είναι ιδιαίτερα επίκαιρο σήμερα. «Είναι ένα έργο που στηλιτεύει μια στενόμυαλη, υποκριτική, θρησκόληπτη, και άρα άκρως επικίνδυνη, κοινωνία», σημείωσε και συμπλήρωσε: «Τα σύγχρονα γεγονότα, στο Παρίσι η δολοφονία των σκιτσογράφων του Charlie Hebdo, στη Νιγηρία οι αιματηρές επιθέσεις της Μπόκο Χαράμ (…) ακόμη οι υποκριτικές και οργίλες δηλώσεις κατά της μη θρησκευτικής ορκωμοσίας της νέας κυβέρνησης, καθιστούν το έργο του Μολιέρου (…)ιδιαίτερα επίκαιρο. Το να το ανεβάζουμε είναι ένας τρόπος να αγωνιζόμαστε κατά του σκοταδισμού».

-Πώς γεννήθηκε η ιδέα για την παράσταση; 
-Ξαφνικά. Σίγουρα. Όπως και όλες οι ιδέες. Ίσως γεννήθηκε, ασυνείδητα, τη στιγμή που πρωτοδιάβασα αυτό το έργο, έφηβος ακόμη, όταν ακόμη δεν ήξερα καν ότι θα ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία. Πρόκειται για ένα κείμενο που αγαπώ ιδιαίτερα, που σκεφτόμουν από καιρό να το ανεβάσω.

-Πού εστιάσατε τη σκηνοθετική σας ματιά;
-Παντού. Όπως και σε κάθε δουλειά μου, έτσι κι εδώ, -ιδίως εδώ όπου έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο πολυεπίπεδο, πολυσήμαντο και, εντέλει, αινιγματικό ως προς τις προθέσεις του-, προσπαθώ να μην εγκλωβίσω το έργο σε μία μόνον οπτική, αλλά αντίθετα να αναδείξω όσο μπορώ καλύτερα τις διάφορες δυνατότητες ερμηνείας του• να μην απαλείψω αλλά αντιθέτως να τονίσω τις αντιφάσεις του και τις αντιφάσεις των κεντρικών προσώπων του• να παρακολουθήσω όλες τις αλλαγές ύφους από σκηνή σε σκηνή –και είναι πολλές- παρά να προσδώσω ένα ενιαίο ύφος, προσέχοντας πάντα να μη ζημιώσω τη βαθύτερη ενότητα του έργου και την ευχαρίστηση του θεατή• να υπηρετήσω τα διαφορετικά θεατρικά είδη που συνυπάρχουν και μάχονται στο εσωτερικό του και όχι να τα συμψηφίσω όλα σε ένα. Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο μπαρόκ, ξεχωριστό, ιδιαίτερο, δεν μοιάζει με κανένα από τα έργα που γράφονται εκείνη την εποχή στη Γαλλία, η οποία διανύει την περίοδο του κλασικισμού, αλλά και με κανένα από τα άλλα έργα του Μολιέρου. Προσπαθώ να αποδώσω αυτήν την μπαρόκ αντίληψη. Να δείξω αυτό το «theatrum mundi», που είναι επίσης και ένας «mundus theatri». Ακόμη παίρνω πολύ στα σοβαρά τον υπότιτλο που βάζει ο Μολιέρος στο έργο του: το ονομάζει «κωμωδία»• πράγμα που δείχνει την ανάγκη του να διευκρινίσει περί τίνος πρόκειται, πιθανόν φοβάται ότι μπορεί να το παρεξηγήσουμε και να το εκλάβουμε ως τραγωδία. Και όντως υπάρχει αυτή η αίσθηση τραγωδίας στο έργο. «Τραγικωμωδία» θα ήταν ίσως ένας πιο σωστός όρος για να το χαρακτηρίσουμε. Αλλά, αν κοιτάξουμε πιο προσεχτικά, θα διαπιστώσουμε ότι η τραγωδία υποσκάπτεται διαρκώς από την κωμωδία, και δη τη φάρσα, ότι δεν καταφέρνει ποτέ να εδραιωθεί για τα καλά, και ότι μέχρι το τέλος, ακόμη και στις πιο σκοτεινές ή τις πιο τραγικές στιγμές, δεν εγκαταλείπεται το χιούμορ και η ειρωνική διάθεση.
Τέλος, έπρεπε να τοποθετηθώ απέναντι στην απόσταση, χρονική, γεωγραφική, που χωρίζει τη δική μας πραγματικότητα από την πραγματικότητα που γέννησε το συγκεκριμένο έργο. Κάθε φορά που ήρθα αντιμέτωπος μ’ αυτό το πρόβλημα προσπάθησα να ακολουθήσω μια μέση οδό: να διασώσω την ιστορική προοπτική του συγγραφέα και ταυτόχρονα να δημιουργήσω μια παράσταση που να «μιλά» στον σύγχρονο θεατή. Η ίδια επιθυμία επίτευξης μιας ισορροπίας ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο διέπει και τη δουλειά μου πάνω στον Δον Ζουάν του Μολιέρου. Αλλά είναι ίσως η πρώτη φορά που επιχειρώ μια τόσο ξεκάθαρη αναφορά στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο του έργου. Κι αυτό, γιατί πιστεύω πως ο μολιερικός Δον Ζουάν, εφόσον ληφθεί η απόφαση, όπως στην περίπτωσή μας, να παρασταθεί χωρίς περικοπές ή άλλου τύπου επεμβάσεις, δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητός παρά σε συνάρτηση μ’ αυτόν τον γαλλικό 17ο αιώνα που είδε τη γέννησή του. Πολλά από τα θέματα του, που είναι πλέον παρωχημένα, οι λεπτομερείς περιγραφές ρούχων που περιέχει, οι κοινωνικές τάξεις που εμφανίζονται σ’ αυτό, θα «κλωτσούσαν» και δεν θα προσαρμόζονταν εντελώς σε μια εκσυγχρονιστική μεταχείριση. Ωστόσο δεν πρόκειται για αυστηρή ιστορική αναπαράσταση, αλλά μάλλον για επιβεβαίωση και εξύμνηση της θεατρικότητας, εφόσον από την αρχή δηλώνεται ο θεατρικός χαρακτήρας των κοστουμιών και ο σκηνικός χώρος έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να θυμίζει παλιό θέατρο με χρυσοποίκιλτη μπούκα και βελούδινες κόκκινες αυλαίες. Από την αρχή καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για έναν σύγχρονο θίασο που παίζει ένα έργο του παρελθόντος.

-Πέρα από τη σκηνοθεσία υπογράφετε και τη μετάφραση. Διαβάζοντας ξανά το έργο αυτό του Μολιέρου υπήρχε κάτι που το είδατε/ αντιληφθήκατε διαφορετικά; 
-Δεν ξέρω αν αντιλήφθηκα διαφορετικά, σίγουρα όμως αντιλήφθηκα καλύτερα. Πρώτα απ’ όλα διαπίστωσα ότι αυτό το κείμενο δεν είναι εντελώς οικείο, ακόμη και για τον σύγχρονο γάλλο. Τα γαλλικά του Μολιέρου είναι μιας άλλης εποχής, πολλές εκφράσεις είναι δυσερμήνευτες και δεν χρησιμοποιούνται πλέον• η ίδια η σύνταξη, ο τρόπος ομιλίας έχουν αλλάξει. Θεώρησα καλό να διασώσω αυτήν την αίσθηση στη μετάφραση και στη συνέχεια στην ίδια την παράσταση, όπως ανέφερα και στην προηγούμενη απάντησή μου. Να δηλώσω την απόσταση, αλλά και να την κάνω κατά κάποιον τρόπο ελκτική. Κατόπιν, έχοντας κάνει ο ίδιος τη μετάφραση, γνώριζα τι χρειάστηκε, τι αναγκάστηκα να απορρίψω από τις διάφορες δυνατότητες νοήματος που μου πρόσφερε το αρχικό κείμενο. Αυτή η γνώση με βοήθησε στη δουλειά μου με τους ηθοποιούς: πολλά στοιχεία που δεν κατάφερε να ενσωματώσει η μετάφραση, επανήλθαν στην παράσταση μέσω της σκηνοθεσίας. Για μένα, μετάφραση και σκηνοθεσία είναι διαδικασίες απολύτως συγγενικές.

-Ο «Δον Ζουάν» είναι γραμμένος για μια εποχή που η πίστη ήταν συνηθισμένη και η απιστία πιο σποραδική ή τουλάχιστον όχι τόσο διαδεδομένη και αποδεκτή. Σήμερα, που οι ανθρώπινες σχέσεις μοιάζουν πιο εύθραυστές από ποτέ τι έχει να μας πει; 
-Σαφώς πολλά από τα θέματα του «Δον Ζουάν» είναι πλέον παρωχημένα. Αυτό που ήταν ταμπού στον 17ο αιώνα, δεν είναι πλέον σήμερα, στον Δυτικό κόσμο τουλάχιστον. Ο μολιερικός Δον Ζουάν ευαγγελίζεται αυτό που τώρα είναι ο κανόνας και που ήταν τότε η εξαίρεση: τη συχνή αλλαγή ερωτικού συντρόφου, τη μη συναισθηματική επένδυση σε μία σχέση. Ωστόσο πιστεύω ότι μας αφορά ακόμη κι αυτό που είναι ή μοιάζει να είναι διαφορετικό από αυτό που ζούμε εμείς. Μας αφορά αυτή η διαφορά γιατί δείχνει, μεταξύ άλλων, από πού έχει περάσει η ανθρώπινη σκέψη, ο ανθρώπινος πολιτισμός, για να φτάσει εδώ που είναι σήμερα. Τα έργα του παρελθόντος μας λένε κατά κάποιο τρόπο ότι πάντα θα υπάρχουν προβλήματα, αλλά επίσης ότι τα προβλήματα αυτά είναι, με τον καιρό, και με πολύ κόπο σίγουρα, αντιμετωπίσιμα. Όμως το έργο του Μολιέρου δεν περιορίζεται μόνο στα θέματα της συζυγικής πίστης και της απιστίας. Μέσα από αυτά, στηλιτεύει μια στενόμυαλη, υποκριτική, θρησκόληπτη, και άρα άκρως επικίνδυνη, κοινωνία. Τα σύγχρονα γεγονότα, στο Παρίσι η δολοφονία των σκιτσογράφων του Charlie Hebdo, στη Νιγηρία οι αιματηρές επιθέσεις της Μπόκο Χαράμ, στην Ελλάδα οι επιθετικές διαδηλώσεις εναντίον παραστάσεων και έργων τέχνης που υποτίθεται ότι πρόσβαλλαν τον Θεό και τη θρησκεία, οι επιθέσεις εναντίον ζευγαριών ομοφυλόφιλων, οι δολοφονίες αναρχικών τραγουδοποιών, ή ακόμη οι υποκριτικές και οργίλες δηλώσεις κατά της μη θρησκευτικής ορκωμοσίας της νέας κυβέρνησης, καθιστούν το έργο του Μολιέρου, που κι αυτό δέχτηκε τα πυρά όσων σατίριζε, ιδιαίτερα επίκαιρο. Το να το ανεβάζουμε είναι ένας τρόπος να αγωνιζόμαστε κατά του σκοταδισμού.

-Ο κεντρικός ήρωας είναι σε μια διαρκή αναζήτηση και στη συνέχεια σε φυγή. Γιατί συμβαίνει αυτό; Πού τον οδηγεί;
-Όντως. Βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση, γιατί είναι αθεράπευτος κυνηγός της Ομορφιάς και της Ηδονής• ψάχνει κάθε φορά και ένα άλλο αντικείμενο πόθου• αλλά ταυτόχρονα είναι και το θήραμα• βρίσκεται σε διαρκή φυγή, γιατί τον κυνηγούν όλοι αυτοί που έχει προσβάλει: η γυναίκα του που την παράτησε αμέσως μόλις την παντρεύτηκε, οι αδελφοί της που θέλουν να εκδικηθούν την τιμή της, ο πατέρα του που τον επιπλήττει για τον έκλυτο βίο του και οι δανειστές του που δεν θα πάρουν ποτέ όσα τους χρωστάει. Αλλά όλες αυτές οι κινήσεις φαίνεται να οδηγούν σ’ αυτό που είναι κυριολεκτικά το κέντρο αυτού του έργου: ένα μαυσωλείο, με το άγαλμα ενός Διοικητή που είχε σκοτώσει παλιότερα ο Δον Ζουάν, άγαλμα το οποίο κινείται και μιλάει και μέσα από το οποίο εκδηλώνεται η θεία βούληση και η θεία δίκη. Όσες κινήσεις κι αν κάνει ο Δον Ζουάν δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό το άγαλμα που θα αποδειχτεί ότι είναι η μοίρα του, κάτι ανώτερο από αυτόν και το μόνο που μπορεί να ανακόψει τη βέβηλη πορεία του.

-Ο Δον Ζουάν παρόλο που απατάει, λέει ψέματα ξεγελά, φέρνει στο νου τη συμπεριφορά ενός σκανδαλιάρικου παιδιού, που στο τέλος δεν του κρατάμε κακία. Γιατί; 
-Ναι, οι αντιδράσεις του θυμίζουν εκείνες των παιδιών που ζητούν με επιμονή ένα παιχνίδι και μόλις το αποκτήσουν και παίξουν λίγο μαζί του το εγκαταλείπουν ή το κάνουν κομμάτια. Δεν του κρατάμε κακία εμείς ως θεατές, διότι, εικάζω, τον βρίσκουμε γοητευτικό, χαριτωμένο ή διασκεδαστικό, ή γιατί αναγνωρίζουμε κάτι από τον εαυτό μας σ’ αυτόν. Τα σπασμένα παιχνίδια όμως; Οι σπασμένες ψυχές; Στο έργο του Μολιέρου πολλοί θέλουν τον χαμό του, έχουν δολοφονικές διαθέσεις απέναντί του. Μέχρι κι ο ίδιος ο Θεός. 

-Επιστρέφετε στο ΚΘΒΕ μετά από αρκετά χρόνια. Πώς νιώθετε;
-Πολύ καλά. Ήθελα από καιρό να συνεργαστώ πάλι με το Κ.Θ.Β.Ε. Έτσι μου δίνεται η ευκαιρία να δουλέψω σε μια μεγάλη σκηνή, με μια μεγάλη ομάδα ηθοποιών και συντελεστών, για ένα κοινό μεγαλύτερο αλλά και αρκετά διαφορετικό από εκείνο που συχνάζει στους μικρούς θεατρικούς χώρους της πόλης μας, και, επιπλέον, χωρίς να έχω τις σκοτούρες της παραγωγής. Από την πλευρά του Κ.Θ.Β.Ε. και της τωρινής διεύθυνσης, μια τέτοια συνεργασία –και δεν είναι η μόνη φέτος- αποτελεί σημάδι τόλμης και ανοίγματος στο καλλιτεχνικό δυναμικό της πόλης.
-Μετά τον «Δον Ζουάν» τι θα ακολουθήσει; 
-Η ζωή. Και το θέατρο. Πάλι.

Παίζουν
*Στο ρόλο του Δον Ζουάν ο Δημήτρης Δρόσος. Διανομή: Γιώργος Βουρδαμής-Μαυρογέννης, Μάνος Γαλανής, Δημήτρης Δρόσος, Γιάννης Καλατζόπουλος, Σοφία Καλεμκερίδου, Νίκος Κολοβός, Γιολάντα Μπαλαούρα, Κλειώ- Δανάη Οθωναίου, Αναστάσης Ροϊλός, Στέργιος Τζαφέρης, Γιάννης Τσιακμάκης. Συμμετέχουν επίσης: Γιώργος Βραχνός, Γιώργος Ευαγόρου, Γιάννης Καραμπάμπας, Νίκος Μήλιας, Βασίλης Παπαδόπουλος, Μιλτιάδης Τσιάνος-Κολέσης
Χρήσιμα
Παραστάσεις από 6/2: Τετάρτη (λαϊκή) 18.00, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 21.00, Kυριακή 19.15. Είσοδος: 15 ευρώ και μειωμένα 12, 10, 9, 5 ευρώ. Τηλ. κρατήσεων: 2315 200200. Προπώληση εισιτηρίων: Ταμεία ΚΘΒΕ, 2315 200 200, Καταστήματα ΓΕΡΜΑΝΟΣ, www.tickethour.com, Tράπεζα Πειραιώς (από τα μηχανήματα APS) , Viva Τηλ. 11876 & www.viva.gr, Kαταστήματα Public. Η παράσταση πραγματοποιείται υπό την Αιγίδα του Γαλλικού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης και του Γαλλικού Προξενείου της Γαλλίας στην Θεσσαλονίκη.

http://www.typosthes.gr/%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82/article/?aid=53660