Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

Πόλωση

Συντάκτης: 
Του Γιώργου Μαργαρίτη καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ
Οπως μαρτυρούν οι πρώτες προεκλογικές αψιμαχίες, το κλίμα των εκλογών θα κινηθεί σε πλαίσιο έντονης πόλωσης. Η μανιχαϊστική διαίρεση του πολιτικού διακυβεύματος με το απόλυτο χάος και την επίγεια κόλαση, από τη μία, και την αόριστη υπόσχεση του μονόδρομου της σωτηρίας, από την άλλη, επινοήθηκε κατ’ αρχήν από τους επιτελείς της απερχόμενης συγκυβέρνησης και, με διαφορετικό πρόσημο και αρκετή –είναι αλήθεια– αδεξιότητα, υιοθετήθηκε και από την νυν αξιωματική αντιπολίτευση που προσδοκά –σύμφωνα με τις δημοσκοπικές ενδείξεις- να αλώσει την περιζήτητη θέση του χαλίφη.
Οι λόγοι για ετούτη την επιλογή δείχνουν να είναι «τεχνικοί». Η επιδίωξη της συρρίκνωσης των μικρότερων κομμάτων, αλλά και του ποσοστού των εκτός Βουλής αντίστοιχων συνδυασμών, ενισχύει τα ποσοστά και τη συνακόλουθη μετεκλογική παρουσία των δύο πρώτων κομμάτων, αναβιώνει τον διπολισμό, καθιστά το πολιτικό σύστημα διαχειρίσιμο διά της εναλλαγής στην εξουσία, απομακρύνει ίσως την πιθανότητα δημιουργίας αυτοδύναμης κυβέρνησης με κοινοβουλευτική στήριξη από 150 και πλέον βουλευτές και τοιουτοτρόπως διατηρεί ρευστό το πολιτικό σκηνικό κατά τρόπο ώστε να εμποδίζονται τυχόν ριζοσπαστικότερες του δέοντος αποκλίσεις.
Τα τεχνικά πλεονεκτήματα δείχνουν πειστικά και αποσπούν την προσοχή από το ουσιώδες υπόστρωμα. Οτι δηλαδή πέρα από την ανούσια πόλωση στην κορυφή –ανούσια στο μέτρο που και οι δύο αντιμαχόμενοι αποδέχονται το ίδιο και το αυτό τρίπτυχο πλαίσιο (της Ε.Ε., της ΕΚΤ και του ΔΝΤ)– έχει δημιουργηθεί μια βαθιά τομή στο κοινωνικό σώμα. Η κρίση υποβάθμισε ή και απόλυτα ευτέλισε κοινωνικά στρώματα και ομάδες που στηρίζονταν στη μισθωτή εργασία και την αυτοαπασχόληση και ταυτόχρονα προκλητικά ευνόησε την αγιοποιημένη στον επίσημο πολιτικό λόγο στενή κατηγορία των «επενδυτών»: τραπεζιτών, εργολάβων, μεσαζόντων, επιχειρηματιών και κάθε μορφής και προέλευσης, επώνυμων ή ανώνυμων, μονοπωλιακών κεφαλαιούχων. Η κοινωνική αυτή άβυσσος δημιουργήθηκε μάλιστα πάνω σε ένα διπλό υπόστρωμα διαφθοράς: εκείνης που φυσιολογικά παράγει το καπιταλιστικό σύστημα διαμέσου της συνυφασμένης με αυτό μεθοδικής λεηλασίας του προϊόντος του μόχθου των εργαζόμενων, αλλά και εκείνης που παράγεται από την ταύτιση και τη χρήση του κρατικού μηχανισμού ως εργαλείου για την ταχύτερη καταλήστευση του πλούτου των πολλών σε όφελος των λίγων.
Αυτή η «γενική επιστράτευση» μέσων και πολιτικών σε όφελος μιας στενής, σε τελευταία ανάλυση, ομάδας ανθρώπων καταλύει τις παραδοσιακές λειτουργίες των κρατικών μηχανισμών ως οργάνων καταστολής αλλά και πρόληψης, άμβλυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων. Στην πραγματικότητα το όλο σύστημα αδιαφορεί πλέον για τις μεσοπρόθεσμες ή μακρόχρονες ισορροπίες και μεταβάλλεται σε όπλο ολοκληρωτικής ταξικής επίθεσης. Στη γλώσσα της αστικής πολιτικής αυτό λέγεται «έξοδος από την κρίση», ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η μεταφορά της καπιταλιστικής κρίσης στο επίπεδο των θεσμών και η μεταβολή των ίδιων αυτών σε μέρος της κρίσης.
Για να το εκφράσουμε με πιο απλά λόγια, η μεταφορά της καπιταλιστικής κρίσης στο επίπεδο των αστικών θεσμών καταλύει τη λειτουργία των τελευταίων ως ασφαλιστικής δικλίδας που προλαμβάνει ή εκτονώνει τις κοινωνικές εντάσεις. Οταν η τελευταία αυτή λειτουργία απουσιάζει, τότε η πιθανότητα να μεταβληθούν οι κοινωνικές εντάσεις σε συγκεκριμένα κινήματα αυξάνεται σημαντικά. Σε ένα τέτοιο τοπίο η τακτική της πόλωσης του προεκλογικού κλίματος για επίτευξη βραχυπρόθεσμων στόχων καθίσταται τακτική υψηλού, πολύ υψηλού κινδύνου. Δηλαδή η προσδοκία επίτευξης μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ικανής να προωθήσει τη δέσμευση σε ένα τρίτο Μνημόνιο, ενώ δεν θα έχει –ακόμα και στην ιδανική περίπτωση– παρά πρόσκαιρα οφέλη (το νέο Μνημόνιο θα εμβαθύνει απλά την ήδη υπάρχουσα κοινωνική άβυσσο ενώ, σύμφωνα με την ήδη αποκτηθείσα εμπειρία, δεν θα λύσει κανένα από τα διαρθρωτικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού και της άρχουσας τάξης), θα έχει καταστρέψει εργαλεία και μηχανισμούς αστικής διακυβέρνησης αφήνοντας τους κοινωνικούς αντιπάλους απέναντι, πρόσωπο με πρόσωπο, χωρίς μηχανισμούς διαχείρισης, άμβλυνσης και τελικά κοινωνικού συμβιβασμού.
Υποψιάζομαι ότι η τελευταία κατάσταση είναι η συνταγή της εξέγερσης. Η τελευταία, όπως πολλά παραδείγματα -με τελευταίο της Ουκρανίας– δείχνουν, έχει μπει, μαζί με τον νεοναζισμό, για τα καλά στο πολιτικό οπλοστάσιο του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Οι ιθύνοντες των Βρυξελλών αλλά και των επιμέρους αστικών κυβερνήσεων της ηπείρου έχουν λόγους να αισθάνονται ικανοποιημένοι από την ώς τώρα απόδοση των «πορτοκαλί επαναστάσεων» και δεν φαίνεται να ανησυχούν για την πιθανότητα μεταφοράς τους σε χώρες του παλαιού ευρωπαϊκού πυρήνα, ενδεχομένως με «πειραματική» αρχή την Ελλάδα. Πιστεύουν ότι μπορούν να τις ελέγξουν και να τις κατευθύνουν. Ηδη η εμπειρία με το χαμηλής έντασης κίνημα των πλατειών και των «αγανακτισμένων» τούς έδωσε πρόσθετη αυτοπεποίθηση. Εξάλλου η τοποθέτηση της χώρας μας σε μία από τις πρώτες θέσεις παγκοσμίως ως προς την αριθμητική σχέση δυνάμεων καταστολής με πληθυσμό δείχνει τον βαθμό προετοιμασίας για τυχόν «εξαιρετικές καταστάσεις».
Γεγονός είναι ότι η χώρα μας εισέρχεται σε μια περίοδο πολιτικών κλυδωνισμών. Το ώς τώρα πολιτικό σύστημα ισορροπεί ολοένα και πιο αβέβαια στο χείλος της κοινωνικής αβύσσου. Οι «παραδοσιακές» συνταγές κοινοβουλευτικού/εκλογικού χαρακτήρα (Ποτάμια και τα συναφή) δεν φαίνονται ικανές να διασφαλίσουν την «ομαλή» πολιτική διαχείριση της κρίσης. Στα σενάρια των αστικών πολιτικών κύκλων φαίνεται πως μπαίνουν πρόσθετες εκδοχές. Σε αυτό το κατώφλι η επιλογή της πόλωσης αποτελεί από μόνη της προαναγγελία εξελίξεων. Ο ταξικός φανατισμός που διακρίνεται στην κοινωνία (σε βάρος των εργαζομένων σε αυτή τη φάση) γίνεται στοιχείο της πολιτικής. Καθώς στον μανιχαϊσμό η πρόσφορη απάντηση είναι η αντιστροφή των πόλων του καλού και του κακού, η λειτουργία της πόλωσης γίνεται αυτοτροφοδοτούμενη. Και φυσικά η δυνατότητα γενικού εμπρησμού αναλογικά αυξάνεται.
http://www.efsyn.gr/arthro/polosi