Με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από τη Διάσκεψη του Λονδίνου |
Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έφερε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αντιμέτωπη με νέες επιβαρύνσεις. Η παραγωγική βάση και οι υποδομές της χώρας είχαν καταστραφεί και το κυριότερο στο συνολικό της χρέος περιλαμβανόταν ένα μέρος το οποίο σχετιζόταν με την ανεξάρτητη πλέον ΛΔΓ |
Του Σωτήρη Κοσκολέτου*
Στις 27
Φεβρουαρίου 1953, συναντήθηκαν στο Λονδίνο οι εκπρόσωποι της ΟΔΓ, με
ομολόγους τους από την πλευρά των δανειστών της, δηλαδή των Η.Π.Α., του
Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και της Ιταλίας, αλλά και μικρότερων,
όπως της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Ιρλανδίας, του Βελγίου, της
Γιουγκοσλαβίας, του Πακιστάν και της Νότιας Αφρικής. Η συνάντηση αυτή
σηματοδότησε την έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ των πιστωτριών χωρών
και της ΟΔΓ, με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας για τη ρύθμιση του
γερμανικού χρέους. Με την ολοκλήρωσή της στις 8 Αυγούστου του ίδιου
χρόνου, θα τερματιζόταν το πρόβλημα της εξυπηρέτησης του γερμανικού
χρέους, με αμοιβαία επωφελείς συνέπειες για το διεθνές χρηματοπιστωτικό
σύστημα και τη γερμανική ανάκαμψη, η οποία μετέπειτα πήρε χαρακτηριστικά
‘οικονομικού θαύματος’.
Με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Γερμανία υποχρεώθηκε να καταβάλλει οικονομικές αποζημιώσεις στις νικήτριες χώρες, αν και όχι άμεσα, αλλά μέσω της επιβάρυνσης του χρέους της. Το πνεύμα της Συνθήκης ήταν αφενός τιμωρητικό, θεωρώντας πως για τον πόλεμο ευθυνόταν η Γερμανία, επομένως ήταν εκείνη που έπρεπε να πληρώσει για αυτό, αφετέρου αντανακλούσε την οικονομική κατάσταση στην πλευρά των νικητριών χωρών, με την υπερχρέωσή τους ιδίως προς τις Η.Π.Α.
Τις
επόμενες δεκαετίες, το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα
ταλανιζόταν από την αβεβαιότητα της δυνατότητας αποπληρωμής του
γερμανικού χρέους και τη σχετική με αυτή πιθανότητα εμπρόθετης αθέτησης
του χρέους από τη γερμανική πλευρά. Από την άλλη, η Δημοκρατία της
Βαιμάρης, θα προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ των διεθνών της
υποχρεώσεων και της διασφάλισης κοινωνικής ειρήνης, μεταξύ μέτρων
λιτότητας και άντλησης πόρων για κοινωφελή έργα που θα επούλωναν τις
πληγές του πολέμου και θα βελτίωναν τη ζωή των πολιτών.
Όσο διαρκούσε η παγκόσμια οικονομική ευφορία της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας, αυτοί οι αντιτιθέμενοι μεταξύ τους στόχοι μπορούσαν να καλυφθούν με σχετική επάρκεια, χάρη σε ένα ιδιόμορφο σχήμα κίνησης του χρήματος, που έκανε πολλούς να μιλάνε για ‘αμερικανικές επανορθώσεις προς τη Γερμανία’ (Guinnane, 2004). Με αυτό, εννοούμε πως η Γερμανία αποπλήρωνε το χρέος της προς την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία και άλλες σύμμαχες χώρες, οι οποίες με τη σειρά τους εξυπηρετούσαν το χρέος τους προς τις Η.Π.Α., ενώ οι τελευταίες προκειμένου να αποφευχθεί μία κατάρρευση της Γερμανίας και να διασφαλιστεί η συγκεκριμένη ροή χρήματος, μετέφεραν πόρους προς αυτή είτε με τη μορφή βοήθειας είτε με τη μορφή δανείων για επενδύσεις και θέσεις εργασίας. Ωστόσο, το ξέσπασμα της κρίσης του ’29, κατέστησε αδύνατη τη λειτουργία του σχήματος αυτού, αφενός λόγω της ίδιας της κατάστασης που αντιμετώπιζαν οι Η.Π.Α, αφετέρου λόγω της δυσκολίας επίτευξης εμπορικού πλεονάσματος που χρειαζόταν για την αποπληρωμή του γερμανικού χρέους, στο περιβάλλον της διεθνούς ύφεσης. Για την αντιμετώπιση της αβεβαιότητας ως προς τη δυνατότητα της Γερμανίας για την εξυπηρέτηση του χρέους της, τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο το σχέδιο Young, το οποίο ήρθε να αντικαταστήσει το ασφυκτικό σχέδιο Dawes που προηγήθηκε . Με βάση το σχέδιο αυτό, αποφασίστηκε η ελάφρυνση του γερμανικού χρέους μέσω της έκδοσης ομολόγων. Όμως, το 1931, ήταν ήδη αργά αφενός λόγω της εξάπλωσης της ύφεσης που υπονόμευε την εφαρμογή του, αλλά και λόγω της αμφισβήτησής του από την επερχόμενη ναζιστικής κυβέρνησης. Τα παραπάνω περιγράφουν την κατάσταση στη Γερμανία την περίοδο του Μεσοπολέμου. Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έφερε την ΟΔΓ, αντιμέτωπη με νέες επιβαρύνσεις. Η παραγωγική βάση και οι υποδομές της χώρας είχαν καταστραφεί και το κυριότερο στο συνολικό της χρέος περιλαμβανόταν ένα μέρος το οποίο σχετιζόταν με την ανεξάρτητη πλέον ΛΔΓ. Αντίθετα από την περίοδο του Μεσοπολέμου, αυτή τη φορά αναγνωριζόταν ότι η υπερχρέωση του νεοσύστατου κράτους θα αποτελούσε τροχοπέδη στην ανάπτυξή και τη σταθερότητά του σε μία στρατηγική περιοχή για τις ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και θα δημιουργούσε κλίμα αβεβαιότητας ως προς μια εμπρόθετη μελλοντική αθέτησή του. Για τους λόγους αυτούς συνήλθε στις 27 Φεβρουαρίου 1953 η Διάσκεψη του Λονδίνου. Η έκβασή της δεν ήταν προδιαγεγραμμένη, σύμφωνα με τον Dernburg της FED, «η τύχη του έμελλε να εξαρτηθεί από την ικανότητα των τωρινών και μελλοντικών κυβερνήσεων να στηρίξουν το πρόγραμμα αλλά και από θεμελιώδεις συνθήκες όπως η παγκόσμια ειρήνη και η παγκόσμια οικονομική ευημερία». (Dernburg, 1953) Οι διαπραγματεύσεις ήταν πολύπλοκες, κυρίως λόγω του ότι έπρεπε να ρυθμιστούν χρέη προς διαφορετικές περιπτώσεις πιστωτών (κράτη και ιδιώτες) με αντιτιθέμενα μεταξύ τους συμφέροντα, χρέη που συσσωρεύτηκαν σε διαφορετικές περιόδους και από διαφορετικές αιτίες (από τις επανορθώσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στο Σχέδιο Μάρσαλ), αλλά και λόγω του ότι δεν είχε προσδιοριστεί ακόμα το νόμισμα στο οποίο θα γινόταν η αποτίμηση και η πληρωμή των χρεών. Η κεντρική ιδέα πίσω από τη Διάσκεψη του Λονδίνου ήταν ότι η αποπληρωμή του χρέους δεν θα έπρεπε να υποθηκεύει τη βραχυχρόνια ευημερία του γερμανικού λαού και την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Η ΟΔΓ προσήλθε στη Διάσκεψη με σκοπό να ρυθμίσει το χρέος της και να μπορέσει να ανακτήσει την αξιοπιστία και την πιστοληπτική ικανότητά της, έχοντας ταυτόχρονα επίγνωση του ότι διέθετε το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα της αβεβαιότητας που επικρατούσε μέχρι τότε ως προς την αποπληρωμή του χρέους της. Κατά τον τότε γερμανό Καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ, ‘το όποιο σχέδιο αποφασιζόταν θα έπρεπε να λάβει υπόψη ότι στόχος ήταν η εξομάλυνση των οικονομικών σχέσεων της ΟΔΓ με τις άλλες χώρες και να λάβει υπόψη τη γενική οικονομική κατάσταση της ΟΔΓ και κυρίως την αύξηση των υποχρεώσεών της και την πτώση της οικονομικής της ευημερίας’ (Guinnane, 2004) Φυσικά, στην τελική απόφαση της Διάσκεψης, καθοριστική σημασία πέραν της οικονομικής βιωσιμότητας και της διασφάλισης της θέσης των πιστωτών είχε συνολικά η διεθνής διάσταση του γερμανικού ζητήματος, με την ιδιαίτερη γεωστρατηγική θέση της ΟΔΓ στο περιβάλλον διαμόρφωσης δύο αντιμαχόμενων συνασπισμών, αλλά κυρίως την εμπεδωμένη από τη συσσωρευμένη εμπειρία των προηγούμενων δεκαετιών πεποίθηση, ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να ευημερεί με μία ασθενή Γερμανία. Με βάση τη συμφωνία, η Γερμανία θα αποπλήρωνε σημαντικό μέρος του προπολεμικού και μεταπολεμικού χρέους της κεντρικής κυβέρνησης και των δήμων με την εξαίρεση του μέρους εκείνου που αντιστοιχούσε σε εδάφη που δεν ανήκαν πια στη Γερμανία (Άρθρο 25 της Συμφωνίας). Τα κύρια σημεία της τελικής απόφασης ήταν τα εξής: Α) Το συνολικό οφειλόμενο ποσό από γερμανικής πλευράς μειώθηκε κατά τουλάχιστον 50%. Η μείωση αυτή πραγματοποιήθηκε μέσω της διαγραφής μέρους της μεταπολεμικής οικονομικής βοήθειας (Σχέδιο Μάρσαλ), της μείωσης των επιτοκίων και της αποτίμησης του προπολεμικού χρέους σε δολάρια αντί του χρυσού (κάτι που οδήγησε σε απομείωση σχεδόν της τάξης του 40%) Β) Ο χρόνος ωρίμανσης των δανείων επιμηκύνθηκε μέχρι και 25 επιπλέον έτη Γ) Η αποπληρωμή του χρέους συνδέθηκε με την ικανότητα της Γερμανίας να πραγματοποιεί εμπορικά πλεονάσματα (transfer problem) Οι όροι που συμφωνήθηκαν επιχείρησαν να εξισορροπήσουν τα συμφέροντα τόσο της Γερμανίας όσο και των πιστωτών της, αποφεύγοντας μία αυστηρότητα που θα υπονόμευε τις αναπτυξιακές προσπάθειες της Γερμανίας, αλλά ταυτόχρονα προνοώντας για την περίπτωση που η Γερμανία αντιμετώπιζε δυσκολίες ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της. Η έκβαση της αποπληρωμής του γερμανικού χρέους με αυτό το σχέδιο, ήταν θετική, με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που ακολούθησαν να επιτρέπουν στη Γερμανία την επίτευξη των απαραίτητων εμπορικών πλεονασμάτων, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητα της οικονομικής και πολιτικής της ζωής. Σαφέστατα, η Διάσκεψη του Λονδίνου συνιστά ένα προηγούμενο ρύθμισης και ελάφρυνσης του χρέους σε διεθνές επίπεδο και χρησιμοποιείται τόσο από ακαδημαϊκούς όσο και από ακτιβιστές για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης των χωρών του Νότου, ήδη από τη δεκαετία του ’80 οπότε και εντοπίζεται η κορύφωση της λογικής της ‘συναίνεσης της Ουάσιγκτον’ στα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής του Δ.Ν.Τ. Σύμφωνα με τα επιχειρήματά τους, η υπερχρέωση των χωρών του Νότου και η αντιμετώπισή της μέσω της δημοσιονομικής προσαρμογής, μειώνει τις δυνατότητες εξυπηρέτησης του χρέους τους, λόγω της αβεβαιότητας, της υψηλής φορολογίας που μειώνει κρίσιμα μακροοικονομικά μεγέθη, όπως της αποταμίευσης και της επένδυσης τόσο από ποσοτικής άποψης όσο και από ποιοτικής, λόγω της μειωμένης επένδυσης σε κρίσιμους κοινωνικούς τομείς που είναι απαραίτητοι για τη μακροχρόνια οικονομική ευημερία (Krugman, 1988). Ωστόσο, είναι γεγονός πως τα επιχειρήματα αυτά δεν φαίνεται να έχουν επηρεάσει τους διαμορφωτές των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, οι οποίοι μόνο ελάχιστα έχουν τροποποιήσει τη συνταγή της δημοσιονομικής προσαρμογής στα χρόνια που ακολούθησαν τη ‘συναίνεση της Ουάσιγκτον’, θεωρώντας πως η μεταβίβαση πόρων με τη μορφή οικονομικής βοήθειας είναι αρκετά μεγαλύτερη από αυτή που θα εξασφάλιζε μία ελάφρυνση του χρέους (Bird, Milne, 2003), ενώ από την άλλη με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η παγκόσμια οικονομική σταθερότητα. Το αν θα μπορέσει να υπάρξει ένα ιστορικό αντίστοιχο της Διάσκεψης του Λονδίνου στο σήμερα σε ευρωπαικό τουλάχιστον επίπεδο, φαίνεται να εξαρτάται ακριβώς από τα στοιχεία εκείνα που την κατέστησαν εφικτή στο παρελθόν, δηλαδή τη διαμόρφωση της πεποίθησης ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να ευημερήσει με ασθενείς κρίκους, όταν μάλιστα υπάρχει η ιστορική εμπειρία του ναζιστικού κινδύνου σε περιόδους κρίσεων. ΠΗΓΕΣ: Australian Government Publishing Service, 1997, Agreement on German External Debt, Australian Treaty Series 1954 No 17 Bird, Graham and Alistair Milne, 2003. “Debt Relief for Low Income Countries: Is it Effective and Efficient?” The World Economy 26(1):43-59. Dernburg, H.J., 1953. “Some Basic Aspects of the German Debt Settlement.” Journal of Finance 8(3):298-318. Guinnane, Timothy, 2004. “Financial Vergangenheitsbewältigung: The 1953 London Debt Agreement”, Center Discussion Paper No. 880 Krugman, P. 1988, “Financing vs Forgiving a Debt Overhang”, Journal of Development Economics, 29, 253-68 *Το άρθρο αυτό γράφτηκε με την οικονομική υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα περιεχόμενα του άρθρου είναι αποκλειστική ευθύνη του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι απηχούν τη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |