Αυτό που με προβληματίζει στα κοινωνικά δίκτυα είναι πως η ηθική της επικοινωνίας καταρρέει κάτω από το βάρος ενός διαρκώς διογκούμενου ναρκισσισμού. Στα Νέα Μέσα, το τρολάρισμα λαμβάνει διαστάσεις ανεξέλεγκτες όχι μόνο ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά -Ελσα Δεληγιάννη, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ
Το δικαίωμα της απάντησης και επανόρθωσης δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του τρόλινγκ, όπως αντίθετα συμβαίνει στον Τύπο και στη Ραδιοτηλεόραση. Ο νομοθέτης δεν προβλέπει την προστασία του δικαιώματος σχετικά με τα ηλεκτρονικά εγκλήματα και το Δίκαιο της Πληροφόρησης είναι ακόμα περιορισμένο - Αναστασία Δουλκέρη, καθηγήτρια Επικοινωνίας στο ΑΠΘ
***
Πριν από χρόνια, την εποχή που τα περιοδικά υπερασπίζονταν με υστερία ένα κραυγαλέο lifestyle, είχα καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου για ένα κείμενο με τίτλο «Viva Miracolosamente», στο οποίο μαζί με τη συνάδελφο δημοσιογράφο σατιρίζαμε τα κορυφαία θαύματα της εγχώριας χριστιανοσύνης, έχοντάς τα αναγάγει σε εικόνες καθημερινής ζωής και τρέλας. «Γράψτε ό,τι θέλετε», μας είχε πει μετά την αθωωτική απόφαση ο νομικός σύμβουλος της εκδοτικής εταιρείας στην οποία εργαζόμασταν, «αλλά τη θρησκεία αφήστε την απ' έξω». Τότε η λέξη τρολάρισμα δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό μας και το Facebook ήταν άγνωστος τόπος. Δεκαπέντε και παραπάνω χρόνια μετά, όλα είναι διαφορετικά, παραμένοντας όμως -κατά βάθος- ίδια.
Το τρολάρισμα είναι πλέον η μόνιμη επωδός κάθε «σοβαρής» είδησης. Η συγκεχυμένα σαφής και ξεκάθαρα ασαφής φύση του μπερδεύει και παραπλανά. Αλλοτε λέει αλήθειες που πονάνε και θίγει με χιούμορ τα κακώς κείμενα κι άλλοτε χαϊδεύει το δασύτριχο στήθος του τέρατος. Δεν είναι λίγες οι φορές που πίσω του κρύβονται κοινωνικές ομάδες με ακραίες και βίαιες απόψεις, οι οποίες δεν μένουν στην απλή αναπαραγωγή ειδήσεων, απόψεων και σχολίων εστιασμένα στη σάτιρα ή στη χοντροκομμένη πλάκα. Δεν είναι λίγες οι φορές που το τρόλινγκ έχει αγγίξει τα όρια της ύβρεως. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο αναγνώστης δεν ξέρει αν αυτός που τρολάρει -ανώνυμα πάντα- αντιδρά στα κακώς κείμενα, αν μάχεται τον παραλογισμό της εκάστοτε εξουσίας ή τη στηρίζει σαν ξεχαρβαλωμένο δεκανίκι. Η αινιγματικότητα των άκρων δικαιώνεται άλλη μια φορά.
«Στη γλώσσα του Διαδικτύου η λέξη τρολ (troll) περιγράφει κάποιον χρήστη του Ιντερνετ με πονηρά προκλητικές, σκόπιμα ανόητες ή επιτηδευμένα εκτός θέματος θέσεις και απόψεις σε μία online ανοιχτή κοινότητα, όπως ένα φόρουμ συζήτησης, mailing list, chat room ή μπλογκ, με πρωταρχική πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει άλλους χρήστες ή με κάθε τρόπο να επιφέρει διαταραχή σε μια διαδικτυακή συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα και να πετύχει μια αλυσίδα αντιδράσεων από άλλους χρήστες. Η συμπεριφορά αυτή πολλές φορές συνοδεύεται από αμφιλεγόμενη διαμάχη των υπολοίπων περί του σκοπού του», συνεχίζει η Βικιπαιδεία, ερμηνεύοντας το καινούργιο κοσκινάκι του κυβερνοχώρου.
Τα τρολ, τα κακομούτσουνα πλάσματα της νορβηγικής μυθολογίας, κάτι σαν τους δικούς μας καλικάντζαρους, αποτέλεσαν -σύμφωνα με κάποιες εικασίες- την έμπνευση για την ονοματοδότηση αυτής της ψηφιακής επικοινωνίας, προσδίδοντάς της κάτι από την απόκοσμη ασχήμια τους, αλλά και από την ευτράπελη φυσιογνωμία τους. Στο σημείο αυτό το κωμικοτραγικό στοιχείο της ιστορίας χαμογελά με το ίδιο σαρδόνιο χαμόγελο που έχει και η σαθρή απεικόνιση του τρολ. Είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν στην «αλήθεια» του τρολ; Είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι σε θέση να διαχωρίσουν το χλευασμό από το πραγματικό γεγονός; Είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι μας ψεκάζουν; Οτι η Γη είναι επίπεδη; Οτι η γυναίκα με τα τρία στήθη είναι αληθινή;
Κι ενώ οι απανταχού νομικοί επιχειρούν να εντάξουν καινούργια κεφάλαια στον ποινικό κώδικα, σε μια προσπάθεια οριοθέτησης του τρολαρίσματος από το διαδικτυακό έγκλημα, μεμονωμένες περιπτώσεις τρόλερ έχουν ήδη καταδικαστεί. Από τις γνωστότερες περιπτώσεις τρολαρίσματος στην Ελλάδα είναι η περίπτωση του «Γέροντα Παστίτσιου», μιας σατιρικής ιστοσελίδας, που το 2012 επινόησε και δημοσίευσε ένα υποτιθέμενο μεταθανάτιο θαύμα ενός Αγιορείτη μοναχού, του Γέροντα Παΐσιου. Ο δημιουργός της χιουμοριστικής σελίδας στο Facebook, Φίλιππος Λοΐζος, τον περασμένο Ιανουάριο κρίθηκε ένοχος για «εξύβριση θρησκεύματος» και καταδικάστηκε σε 10 μήνες φυλάκιση με αναστολή, ύστερα από ερώτηση στη Βουλή (Σεπτέμβριος 2012) του βουλευτή της Χρυσής Αυγής Χρήστου Παππά, στην οποία υποστήριξε ότι «ο χρήστης υβρίζει, ειρωνεύεται και προσπαθεί να εξευτελίσει την ιερή μορφή της Ελληνορθοδοξίας, τον Γέροντα Παΐσιο». Η δικαστική απόφαση όμως σχολιάστηκε αρνητικά από μέσα κοινωνικής δικτύωσης, νομικούς κύκλους, μέσα ενημέρωσης.
«Ο κυνισμός εμπεριέχεται στην έννοια του τρολαρίσματος, όπως και το ακραίο χιούμορ ή το να διασπείρει κανείς παραπλανητικές ειδήσεις έτσι για πλάκα. Σίγουρα, πάντως, στην περίπτωση του Γέροντα Παστίτσιου δεν πρόκειται για εξύβριση θρησκεύματος. Και θεωρώ υπερβολική και ακραία την αντίδραση των θρησκευτικών οργανώσεων, χωρίς βέβαια να εκπλήσσομαι γι' αυτήν. Πάντως, σε γενικές γραμμές, αυτό που με προβληματίζει στα κοινωνικά δίκτυα είναι πως η ηθική της επικοινωνίας καταρρέει κάτω από το βάρος ενός διαρκώς διογκούμενου ναρκισσισμού. Στα Νέα Μέσα, το τρολάρισμα λαμβάνει διαστάσεις ανεξέλεγκτες όχι μόνο ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά», τοποθετείται η Ελσα Δεληγιάννη, αναπληρώτρια καθηγήτρια του ΑΠΘ στο τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ.
Κι ενώ στη Βρετανία ψάχνονται νομικά σε σχέση με τον κυβερνοεκφοβισμό (cyber bulling) και στην Αριζόνα της Αμερικής ψηφίζεται νόμος σύμφωνα με τον οποίο το «κακό» τρολ θα φυλακίζεται έως και με 25 χρόνια κάθειρξη, στη γείτονα Τουρκία ο Κιχάτ Ακμπέλ, γνωστός για τις προκλητικές του αναρτήσεις, καταδικάστηκε σε 5 μήνες φυλάκιση, αφού έκανε μία καμπάνια με hashtags εναντίον της τραγουδίστριας Αλίμ Ασλίμ. Συγκεκριμένα έλεγε «πρέπει να πάμε στη συναυλία της και να της πετάξουμε ένα δρεπάνι στο κεφάλι». Προφανώς γιατί η γεννημένη στη Γερμανία 35άχρονη Ασλίμ, τραγουδίστρια της εναλλακτικής ροκ μουσικής, έχει ασκήσει έντονη κριτική στην κυβέρνηση Ερντογάν επανειλημμένως. Κι απ' την άλλη, τον Σεπτέμβριο του 2013, τουρκικό δικαστήριο καταδίκασε σε 10 μηνών φυλάκιση το διάσημο πιανίστα Φαζίλ Σάι, για αναρτήσεις στο Twitter, οι οποίες θεωρήθηκαν θρησκευτικές προσβολές. Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και το τρολ στη μέση, σε ρόλο μπαλαντέρ.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, «αν χαρακτηριστεί ως σάτιρα ή παρωδία, το τρολάρισμα μπορεί να εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο των ελευθεριών της έκφρασης και της τέχνης και να απολαμβάνει την προστασία τους», εξηγεί η Ελσα Δεληγιάννη. Αν όμως δεν χαρακτηριστεί «σάτιρα ή παρωδία»; Τότε μπορεί να καταλήξει σε καταδικαστική απόφαση από τα δικαστήρια, αφού, όπως επισημαίνει η καθηγήτρια, «η ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου γεννά "καθήκοντα και ευθύνες" και είναι δυνατό να υπαχθεί σε περιορισμούς· κατά το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε περιορισμούς υπόκειται και η σάτιρα. Σύμφωνα με τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, του ΕΣΡ και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως όριο της σάτιρας ορίζεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η προσωπικότητα με όλες της τις εκφάνσεις» και καταλήγει: «Ειδικά κατά το ΕΣΡ (βλ. υπόθεση Λαζόπουλου/Ντενίση) τα όρια της σάτιρας προσδιορίζονται από το συνταγματικό κριτήριο ποιότητας των προγραμμάτων, τα οποία και οφείλουν, κατά το Σύνταγμα, με τη σειρά τους να έχουν την ποιοτική στάθμη που επιβάλλει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια».
Η αντιτρόλινγκ στρατηγική
Εν τω μεταξύ κι ενώ το τρόλινγκ δένει τα κορδόνια του για να κάνει τα πρώτα του μεγάλα άλματα, ένα αντιτρόλινγκ κίνημα καταστρώνει στρατηγικές άμυνας κατά του τρόλινγκ. Στον ιστότοπο του antitroller. blogspot.gr, οι οδηγίες είναι σαφείς: «Πώς θα πρέπει όλοι μας να αντιμετωπίζουμε ένα troll; Τα άτομα που δημοσιεύουν τέτοια μηνύματα το κάνουν για να τραβήξουν την προσοχή και να προκαλέσουν φασαρίες. Ο βασικότερος κανόνας είναι πως: Η καλύτερη απάντηση είναι μην απαντήσετε. Αν δώσετε βάση και συνεχίσετε τη λογική (ή την απουσία λογικής) της δημοσίευσης του troll, συνεισφέρετε, χωρίς να το θέλετε, στο θόρυβο και στην ενόχληση που ήθελε να προκαλέσει το troll. Καλό είναι, πριν δώσετε κάποια απάντηση, να σκεφτείτε τα ακόλουθα:
* Πρόκειται η απάντησή μου να προσθέσει κάποια πληροφορία που οι υπόλοιποι πιθανώς να μη γνωρίζουν ήδη;
* Πρόκειται να λυθεί το θέμα, ή η συζήτηση φαίνεται πως θα καταλήξει σε ανταλλαγή κατηγοριών, ή ακόμα και ύβρεων;
* Μήπως θα πρέπει να στείλω pm για να απαντήσω, αντί να δημοσιεύσω την απάντησή μου και να τη δουν όλοι;
* Θα μετανιώσω αργότερα για το περιεχόμενο αυτών που δημοσιεύω;
Οδηγίες/ερωτήματα που αγγίζουν τα όρια του υπαρκτού υπαρξισμού. Λες και η περιούσια αγωνία τού «είναι» πέρασε αυτομάτως στο τρολάρισμα. Ή μήπως μιλάμε απλά για μια μόδα;
«Εκτός από το γεγονός ότι η χρήση του Διαδικτύου αποτελεί "μόδα", είναι ένας εύκολος τρόπος επικοινωνίας και σχετικά οικονομικός, κατάλληλος για τα άτομα που δεν είναι εξοικειωμένα με τη χρήση του βιβλίου. Το κοινό είναι δηλαδή διευρυμένο. Ειδικά όσον αφορά το τρολάρισμα, διευκολύνεται μέσω της χρήσης του Διαδικτύου. Παρά το γεγονός ότι το Διαδίκτυο ευνοεί την πραγματοποίηση του διαλόγου, ο διάλογος αυτός δεν είναι ουσιαστικός, καθώς αποκλείει την άμεση απάντηση, την προσωπική επαφή και διάδραση», λέει η Αναστασία Δουλκέρη, καθηγήτρια Επικοινωνίας του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και συνεχίζει: «Η ανωνυμία είναι ιδιαίτερα σημαντική, ειδικά για τα άτομα που δεν έχουν το θάρρος ή τη δυνατότητα να εκφραστούν ελεύθερα (συνήθως πρόκειται για δειλούς ή εσωστρεφείς χαρακτήρες). Η επιστήμη της Επικοινωνίας υποστηρίζει ότι τα άτομα εκφράζονται ελεύθερα όταν δεν δηλώνουν την ταυτότητά τους και κυρίως όταν απευθύνονται σε άγνωστο κοινό. Τρολάρισμα αποκαλείται το "σύρσιμο" (εκ του αγγλικού troll) μιας συζήτησης με κύριο σκοπό να προκληθεί σύγχυση, αναταραχή, διαξιφισμός, έντονες διαμάχες μεταξύ των μελών μιας διαδικτυακής ομάδας συζήτησης. Συγκεκριμένα, ο πομπός, στην προκειμένη περίπτωση ο δημιουργός του "συρσίματος" της συζήτησης, ανακτά τη "δύναμή" του στο πλαίσιο της επικοινωνίας του με το δέκτη, στη συγκεκριμένη περίπτωση των χρηστών και μελών των ανοικτών διαδικτυακών κοινοτήτων, που καθίστανται ανίσχυροι. Το δικαίωμα της απάντησης και επανόρθωσης δεν εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, όπως αντίθετα συμβαίνει στον Τύπο και στη Ραδιοτηλεόραση. Ο νομοθέτης δεν προβλέπει την προστασία του δικαιώματος σχετικά με τα ηλεκτρονικά εγκλήματα και το Δίκαιο της Πληροφόρησης είναι ακόμα περιορισμένο», εξηγεί η Αναστασία Δουλκέρη.
Ποια μπορεί να είναι, όμως, τα βαθύτερα ψυχολογικά κίνητρα ενός τρόλερ; Για το θέμα καταφύγαμε στην οπτική γωνία ενός ψυχιάτρου, του Κωνσταντίνου Κανελλάκη, ζητώντας του να ρίξει λίγο φως στο λαβύρινθο του μυαλού ενός θιασώτη του τρόλινγκ. «Θεωρώ ως τρόλινγκ είτε την επί τούτου και εν επιγνώσει διασπορά ψευδών ειδήσεων, με σκοπό πραγματικό ή ψυχολογικό όφελος, είτε τη δογματική και προκλητική προβολή θέσεων που αποσκοπούν στη φίμωση ιδεών και στην καταστολή του προβληματισμού, του διαλόγου και της επικοινωνίας. Σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ τρόλινγκ τη σάτιρα ή την προβολή με ανορθόδοξο, ακόμα και προκλητικό τρόπο θέσεων που προάγουν τον προβληματισμό, την επικοινωνία και αναδεικνύουν πραγματικά πολιτικά, κοινωνικά και άλλα προβλήματα», λέει ο ψυχίατρος, θέτοντας ένα όριο μέσα στο χάος του κυβερνοχώρου.
«Για να δώσω παράδειγμα, με αφορμή την περίπτωση Παστίτσιου. Δεν θεωρώ τον Παστίτσιο τρόλερ, με την έννοια που αναφέρθηκα ανωτέρω. Αντίθετα, στη δική μου λογική, τρόλερ είναι όποιος ισχυρίζεται ότι επικοινωνεί με τον Θεό, προφητεύει το μέλλον, ή κάνει θαύματα. Διότι αυτός με δογματικό και απόλυτο τρόπο διαμορφώνει την κοινή γνώμη, όχι με επιχειρήματα και ιδέες, αλλά στηριζόμενος στο φόβο, το δέος και τη δεισιδαιμονία. Και αυτό γίνεται με σκοπό τον προσπορισμό προσωπικού οφέλους, π.χ. εξουσία, σεβασμός, κύρος, τόνωση του ναρκισσισμού. Διότι αν αυτό δεν ισχύει τότε μιλάμε για ψύχωση. Οποιος στιγματίζει και προκαλεί αυτόν τον παραλογισμό, καθώς και την ανοησία των εύπιστων, δεν είναι τρόλερ, κατά τη γνώμη μου, με την κακοήθη έννοια. Στην περίπτωση δε αυτή, η ανωνυμία, μολονότι εξακολουθεί να προσδίδει κύρος στα γραφόμενα, είναι και αυτοπροστασία».
Και ο Κωνσταντίνος Κανελλάκης καταλήγει: «Εξακολουθούμε εν έτει 2014 να ζούμε σε μία χώρα όπου δεν έχει διαχωριστεί η Εκκλησία από το κράτος και όπου ο φανατισμός εξακολουθεί να αποτελεί κίνδυνο. Το οποίο άλλωστε απεδείχθη με την άρση του απορρήτου και την καταδίκη του Παστίτσιου. Κατά την προσωπική μου γνώμη, ο εισαγγελικός λειτουργός, που διέταξε την άρση του απορρήτου, σε οποιαδήποτε ευνομούμενη και ορθολογική κοινωνία θα έπρεπε να είναι ήδη σε διαθεσιμότητα και να διώκεται ποινικά».
Επιμύθιο: Η γνωστή πεταλούδα, από τη θεωρία του χάους, αρχίζει και μοιάζει όλο και πιο πολύ σε μεταξοσκώληκα ξανά.