«Δεν τη μισώ αυτή τη χώρα. Δεν μπορώ να τη μισήσω. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι είναι σαν τη μάνα μου. Δεν μπορούσα να συνεννοηθώ μαζί της και δεν άντεχα να της μιλήσω πέντε λεπτά χωρίς να τσακωθούμε, κι ήταν φορές που με τρόμαζε και με τρέλαινε, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να τη μισήσω.
Δεν μπορώ να τη μισήσω αυτή τη χώρα. Ακόμα και να το 'θελα, δεν μπορώ να τη μισήσω. Ποτέ». Τα λόγια ανήκουν σε μια νέα γυναίκα, μια από τις ηρωίδες της καινούργιας συλλογής διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου «Το καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα» (εκδ. Πόλις), και ξεστομίζονται αφού το όνειρό της -να στήσει ένα ουζερί με τον σύντροφό της- έχει σμπαραλιαστεί. Το εγκαταλελειμμένο μαγαζί που λογάριαζαν ν' αναστήσουν οι δυο τους στο νησί, όπου κατέφυγαν, έχει γίνει παρανάλωμα του πυρός από ντόπιους ανταγωνιστές, αλλά εκείνη εξακολουθεί ν' ατενίζει στωικά το μέλλον, υψώνοντας στον ουρανό χαρταετούς...
Δεν είναι όλοι οι ήρωες του Οικονόμου το ίδιο στωικοί, πόσω μάλλον αισιόδοξοι. Η νέα του συλλογή είναι πιο σκοτεινή από την προηγούμενη, πιο άγρια, αλλά και πιο φιλόδοξη στο μέτρο που, αντιμετωπίζοντας την ελληνικότητα σαν «μια ιδιαίτερη εκδοχή της ανθρώπινης κατάστασης», επιχειρεί ν' αγγίξει το μεδούλι της ύπαρξής μας. Οπως η ηρωίδα του, έτσι κι ο ίδιος την αγαπά την Ελλάδα. «Δεν θα 'λεγα ποτέ πως είμαι περήφανος που είμαι Ελληνας - για τίποτε άλλωστε δεν θα 'λεγα ότι καμαρώνω. Θα 'θελα όμως να νιώσω τι υπάρχει στη γη και τον ουρανό αυτού του τόπου, θα 'θελα να το εξερευνήσω. Να, η δική μου ουτοπία... Αν δεν σταθείς γερά στα πόδια σου στον τόπο σου, τότε θ' ατενίζεις διαρκώς τη ζωή πάνω από υψωμένα τείχη».
Ωστόσο, το αναγνωρίζει: «Η απέχθεια για την Ελλάδα αγγίζει όλο το πολιτικό φάσμα, από την άκρα Δεξιά ώς την άκρα Αριστερά. Ας μη σταθούμε σ' εκείνους που έφυγαν κι έκοψαν τις γέφυρες. Εκείνοι όμως που ζουν εδώ διακηρύσσοντας την απέχθειά τους, είτε είναι εγκλωβισμένοι και κουβαλούν τρομαχτικό βάρος μέσα τους είτε πρόκειται για μαζοχιστές. Και στις δύο περιπτώσεις, μου φαίνονται αξιολύπητοι. Οι περισσότεροι, εν τούτοις, δεν βασανίζουν το μυαλό τους και ψάχνουν παντού για ένα πατριωτικό επίχρυσμα. Δείτε τι συμβαίνει με την Αμφίπολη. Θεωρώ τραγικό το να ψάχνεις στο παρελθόν κάτι να συγκινηθείς, να νιώσεις ανάταση. Προφανώς τίποτε στο παρόν δεν σου προσφέρει κάτι ανάλογο».
Στο βραβευμένο με κρατικό βραβείο και ήδη πολυμεταφρασμένο «Κάτι θα γίνει θα δεις» (2010), ο Χρήστος Οικονόμου έδινε φέτες ζωής από τις φτωχογειτονιές του Πειραιά, ανοίγοντας τα μάτια σ' όσους επί ευημερίας βαυκαλίζονταν ότι το προλεταριάτο έχει εκλείψει. Την εποχή ακριβώς που ψυχανεμιζόμασταν ότι δεν πρόκειται να γλιτώσουμε από την παγκόσμια οικονομική κρίση, εκείνος μιλούσε για όσους δεν είχαν πάρει μυρωδιά από τα «δώρα» της φούσκας, για όσους δεν απειλούνταν αλλά βίωναν ήδη τη βία της ανεργίας και της ανέχειας, γι' αυτούς που είχαν συνειδητοποιήσει προ πολλού ότι οι επιθυμίες τους δεν θα πραγματοποιηθούν, χωρίς να έχουν απαρνηθεί και την ανθρωπιά τους.
Αυτήν τη φορά οι ιστορίες του εκτυλίσσονται σ' ένα μικρό νησί του Αιγαίου κι οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές τους είναι εσωτερικοί μετανάστες που προσπαθούν να κάνουν μια νέα αρχή, με πολύ σκληρό τίμημα, όπως αποδεικνύεται. Οπως το ζευγάρι που ονειρευόταν το ουζερί, άλλος ονειρευόταν να στήσει στο νησί δίκτυα καταναλωτών, αγορές χωρίς μεσάζοντες κι ομάδες αλληλεγγύης, αλλά συναντά τέτοιες αντιδράσεις, ώστε καταλήγει σε μια τρύπα κάτω απ' τη γη, έχοντας πατήσει ο ίδιος στο στόμα του τη σκανδάλη. Ενας άλλος νεοφερμένος, καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι και σιωπηλός μάρτυρας ενός κατ' εξακολούθησιν εγκλήματος, αποφασίζει να πάρει το νόμο στα χέρια του. Κι ένας ταβερνιάρης που λαχταρούσε να δει το γιο του πλούσιο και τρανό σαν τον συντοπίτη τους εφοπλιστή, αντιλαμβάνεται πως έβγαλε με τα χεράκια του τα μάτια του παιδιού και πως δεν πρόκειται να το ξαναντικρίσει...
Το «Καλό θα 'ρθει απ' τη θάλασσα» είναι, σύμφωνα με τον Οικονόμου, ο πρώτος τόμος μιας τριλογίας με ανάλογη ατμόσφαιρα και θεματική, την ιδέα της οποίας είχε συλλάβει πριν ακόμα δημοσιευθεί η προηγούμενη συλλογή του. Οι αλλεπάλληλες συγκρούσεις που σχεδίαζε να ζωντανέψει ανάμεσα σε ντόπιους και ξενομερίτες -τους «αρουραίους» και τους «ξενομπάτες» του βιβλίου του- δεν ήταν παρά μια ακόμη εκδοχή των μικρών εμφυλίων που έβλεπε να διεξάγονται ανάμεσα σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, νεοφιλελεύθερους και αριστερούς, ευρωπαϊστές και αντιευρωπαϊστές, επαναστάτες του καναπέ και ξεσηκωμένους στις πλατείες. «Η αίσθηση της σύγκρουσης στο εσωτερικό της κοινωνίας» λέει «ήταν πολύ έντονη τότε και φυσικά δεν έχει ξεθυμάνει ακόμη. Οντως, αυτό είναι το κυρίαρχο ρεύμα που διαπερνά τις ιστορίες, αλλά υπάρχουν κι άλλα, όπως η φοβερή εσωτερική σύγκρουση των ηρώων οι οποίοι τρώγονται με τα ρούχα τους, πραγματικά προβληματίζονται για το τι είδους χώρα είναι αυτή που τους έλαχε να γεννηθούν και ψάχνουν μανιωδώς να βρούν κάτι να πιστέψουν».
«Μαύρο πρόβατο» μιας οικογένειας με αφθονία αστυνόμων και στρατιωτικών στους κόλπους της και βιοποριζόμενος ως δημοσιογράφος, ο Χρήστος Οικονόμου τρομάζει με την «αδιανόητη σιγουριά και ισχυρογνωμοσύνη» τόσων και τόσων γύρω του. Απ' τη μεριά του ισχυρίζεται πως δεν γράφει λογοτεχνία για να εκφραστεί ούτε για να διατρανώσει την όποια άποψή του. «Συνειδητά, εννοώ. Γιατί υποσυνείδητα, προφανώς και το κάνω...». Για τον ίδιο, «λογοτεχνία δεν σημαίνει να πλάθεις χαρακτήρες για να βάλεις στον καθένα ένα κομμάτι του εαυτού σου. Οπως την αντιλαμβάνομαι, είναι ο τρόπος που σε ωθεί να βγεις απ' το εγώ σου και, μέσω της φαντασίας, να πας αλλού, να γίνεις για λίγο κάτι άλλο. Οτιδήποτε έχει στόχο να επηρεάσει τις συνειδήσεις των ανθρώπων είναι πολιτική. Μ' αυτήν την έννοια λοιπόν, η ποιοτική λογοτεχνία είναι πολιτική λογοτεχνία».
Πώς βλέπει, άραγε, το σημερινό πολιτικό σκηνικό; «Ο φόβος απέναντι σε μια ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή είναι μικρότερος απ' ό,τι το 2012. Σήμερα υπάρχουν περισσότεροι πρόθυμοι να δοκιμάσουν κάτι καινούργιο, είτε επειδή έχουν απηυδίσει με τους παλιούς είτε επειδή δεν έχουν πια τίποτε άλλο να χάσουν. Τι πραγματικά θα φέρει μια τέτοια αλλαγή, δεν μπορώ να προβλέψω. Το πιο τρομακτικό για μένα είναι πως οι σημαντικότερες αποφάσεις για τη ζωή μας λαμβάνονται εκτός Ελλάδας. Αυτό που γίνεται στο εσωτερικό είναι, κυρίως, διεκπεραίωση...». Εκεί εντοπίζει και τη ρωγμή απ' την οποία θεριεύει η Χρυσή Αυγή.
«Ρωτάνε κάποιοι, όλο απορία, πώς και στις παραδοσιακά "κόκκινες" γειτονιές του Πειραιά υπάρχουν σήμερα τόσοι οπαδοί της; Μα οι σπόροι πάνω στους οποίους φύτρωσε η Χρυσή Αυγή προϋπήρχαν στο υπέδαφος της κοινωνίας μας. Η κρίση έδρασε σαν καταλύτης. Στα άκρα οδηγούνται όσοι αισθάνονται αδύναμοι. Η ενσωμάτωση σε ακραίες ομάδες τούς κάνει να πιστεύουν ότι ανακτούν τον έλεγχο πάνω στη ζωή τους, τον οποίο τους έχουν στερήσει. Το δυστύχημα είναι πως τους πιτσιρικάδες που προσχωρούν στη Χρυσή Αυγή δεν τους ξαναπαίρνεις πίσω. Δεν έχουν άλλες παραστάσεις. Η επαφή τους με την ανθρώπινη φύση, τον έρωτα, την πολιτική, γίνεται με τη διαμεσολάβηση του Ιντερνετ. Εμείς έχουμε ακόμη μνήμες. Εκείνοι με τι να συγκρίνουν; Το Ιντερνετ σου δίνει την αίσθηση της συμμετοχής, αλλά αυτός ο εκδημοκρατισμός εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους. Δεν βγαίνουν έξω, να ζυμωθούν με τον κόσμο».
Τέσσερα χρόνια τώρα, συζητάμε γιατί δεν ξεσηκωνόμαστε. Τι εξήγηση δίνει ο ίδιος; «Καλώς ή κακώς, οι περισσότεροι άνθρωποι στις καπιταλιστικές κοινωνίες προτιμούν να ζουν γονατισμένοι παρά να πεθαίνουν όρθιοι. Αυτή ακριβώς είναι κι η μεγάλη νίκη του καπιταλισμού: δημιουργεί στον μέσο άνθρωπο μια ψευδαίσθηση ελευθερίας και ασφάλειας αποδυναμώνοντας την όποια δύναμη αμφισβήτησης και εξέγερσης. Αν δεν αφήσεις όμως χώρο για αμφισβήτηση, πώς θα προχωρήσεις;»
** Βρικόλακες που σου ρουφάνε την ψυχή
Ετσι όπως κατάντησε η Ελλάδα, «ήρωας δεν είναι αυτός που πολεμάει το κακό, αλλά εκείνος που μαθαίνει να ζει με το κακό» μονολογεί κάποια στιγμή ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου του Οικονόμου. Σύμφωνα μ' έναν άλλο, οι βασικές «μήτρες του κακού» εδώ είναι το σχολείο και η οικογένεια. «Παιδιά... Πέφτουν πάνω τους από την πρώτη στιγμή, τα νταντεύουν, τα σαλιώνουν, τα γλείφουν, τα ρουφάνε και γεμίζουν το κενό που έχουν μέσα τους μανάδες, πατεράδες, παππούδες και γιαγιάδες. Γι' αυτό και τα βλέπεις πια και μεγαλώνουν έτσι κατσιασμένα, μπασμένα, άσχημα παιδιά. Παιδιά κιτρινιάρικα, αδύναμα, άβουλα... Οικογένεια. Βρικόλακες που ρουφάνε ψυχές, ψυχοβγάλτες, βρικόλακες που θα γεννήσουν κι αυτοί βρικόλακες».
Ατεκνος ο ίδιος, διευκρινίζει πως τα περί βρικολάκων δεν τα συμμερίζεται. «Είναι μια άποψη μάλλον μονολιθική. Ωστόσο, ένα από τα πράγματα που βλέπω σε νεότερα ζευγάρια είναι ότι δεν έχουν απόλυτη συναίσθηση του τι σημαίνει να τεκνοποιείς. Μεγαλώνουν τα παιδιά τους σαν να είναι το κέντρο του κόσμου. Φεύγοντας όμως τα τελευταία από το σπίτι, έρχονται αντιμέτωπα με μια πολύ σκληρή αλήθεια: ότι όλα τα παιδιά της ηλικίας τους σαν το κέντρο των πάντων λογαριάζονταν. Ζόρικη κατάσταση! Αλλα συμβιβάζονται, άλλα δυσκολεύονται να το χωνέψουν, αλλά και τα δικά τους τα παιδιά έτσι τα μεγαλώνουν στη συνέχεια. Γι' αυτό βλέπουμε τόσα υπερτροφικά "εγώ" γύρω μας. Πράγματι, η ελληνική οικογένεια αναπληρώνει τους θεσμούς που απουσιάζουν ή δεν λειτουργούν. Αν όμως έξω υπάρχουν ζούγκλες ατόμων, στην Ελλάδα υπάρχουν ζούγκλες οικογενειών, οχυρωμένες πίσω απ' τα κάστρα τους. Παρηγοριέμαι στη σκέψη ότι σε σύγκριση με τις άλλες δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες, η δική μας, για την ώρα τουλάχιστον, δεν έχει γίνει αμείλικτη».